Είναι τυχαίο ότι έπιασα μπάρα και μοτοσυκλέτα την ίδια χρονιά; Είναι μοιραίο ότι το 1972 γνωρίστηκα με τους δυό έρωτες της ζωής μου που δεν θα μ' εγκαταλείψουν ποτέ; Όχι βέβαια. Η δίμετρη ολυμπιακή, νικελωμένη ρουλεμανάτη μπάρα και η θορυβώδης απελευθερωτική, γυαλισμένη μοτοσυκλέτα μπήκανε μέσα μου την ίδια χρονιά κι από τότε μεταφορικά τυραννούν, κυριολεκτικά κυβερνούν την ζωή μου.
Ήταν Οκτώβρης του '72 – μιάμιση ολόκληρη γενιά σχεδόν πριν – όταν έφεραν στο Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης μια ολυμπιακή μπάρα μαζί μ' ένα σετ κιλά κι αυτό ήταν, όχι love-at-first-sight (αυτά είναι για τους ιδεολόγους ρομαντικούς), μα love-at-first-touch (για μας τους κυψελιώτες κυνικούς). Ακόμα και στα διαλείμματα των μαθημάτων έτρεχα να κάνω «άσκηση», να 'ναι καλά ο γυμναστής μας Γιώργος Μπιδέλης, παλιός αρσιβαρίστας και σφυροβόλος που μου έδειξε τα βασικά, τον σεβασμό στο σίδερο μού δίδαξε πρώτα απ' όλα.
Μερικές μέρες πιο πριν, μερικές μέρες μετά (ακριβώς δεν θυμάμαι), ο πατέρας μου μού αγόρασε το πρώτο μοτοσυκλετάκι μου. Και σαν ν' άνοιξε και σαν να 'κλεισε η ζωή μου ταυτόχρονα εκείνη την στιγμή, πυρακτώθηκε μαρκαρίστηκε κι από τότε σημαδεμένη γυρνάει, μου πήρε χρόνια να το αντιληφθώ να το νιώσω, να συνειδητοποιήσω αυτό που 'ναι μέσα μου κι αιχμάλωτο με κρατάει, με οδηγεί σε αντιλήψεις και συμπεριφορές, με υποχρεώνει σε κατευθύνσεις και λόγια, έργα και όνειρα ιδιαίτερα, διαφορετικά.
Η μπάρα μού άνοιξε την ζωή ΜΕΣΑ ΜΟΥ, φώτισε επιθυμίες και θητείες, ίδρωσε ώρες και πότισε αίμα, μυς και τα νεύρα μου, κυριολεκτικά μ' έφτιαξε και με φτιάχνει ακόμα. Η μοτοσυκλέτα μού άνοιξε την ζωή ΕΞΩ ΜΟΥ, φώτισε όνειρα και πορείες, ίδρωσε χιλιόμετρα και πότισε αίσθηση, μάτια και την σκέψη μου, μεταφορικά με έφτιαξε και με φτιάχνει ακόμα.
Τα γράφω όλα αυτά για να τιμήσω αυτούς τους άνδρες και αθλητές, γκάγκαρους Βορειοηπειρώτες και ακραιφνείς Έλληνες που αίμα δικό μου μακρινό είναι. Η εκ-πατρός οικογένειά μου κατάγεται από την Πολίτσανη Αργυροκάστρου και δικαιούμαι δια να ομιλώ, ο απηνώς διωχθείς και αποδεκατισθείς πλέον αυτός Ελληνισμός μάς τίμησε μας ξελάσπωσε, μερικούς στην ζωή μάς κρατάει. Και όχι ο άλλος Ελληνισμός, οι απανταχού καλοταϊσμένοι και περί πάντων τυρβάζοντες ομογενείς που αφού λιγδώσουν το αντεράκι τους με λάντζα και ντάλαρς, γουστάρουν να λύσουν π.χ. το Βορειοηπειρωτικό με μέσα και μυαλά του '50. Τα λέω αυτά γιατί στο βάθος-κήπος βλέπω κάτι μελίρρυτα κοράκια πολιτικάντικα να πέφτουν πάνω στην Άρση Βαρών κι απ' την μπάρα ξύγκι να βγάζουνε, καμμιά φωτογραφία με τους «Άτλαντες» να τσιμπήσουνε, καμμιά πλακέτα αναμνηστική να τους δώσουν, «τα λαμόγια πάντα καριόλια ήσαντε» μονολογεί ο Ζόζης ο Κατσαρίδης, αυτό το μουτζό κολεόπτερο του Έδεμ το χράμι, μα γι' αυτόν άλλη ώρα.
Μίλησε επιτέλους και δυνατά πονηροί στερεοελλαδίτες και νησιώτες πλανέμποροι, στρατηλάτες μακεδόνες και πυροβολημένοι κρητίκαροι, η βορειοηπειρώτικη ψυχή. Βρήκε χάδι και πάθος, αγάπη και προσοχή, υπηρεσία και λειτουργία του Χρήστου Ιακώβου και μαζί με τις άλλες αδελφές ψυχές απ' την τέως Σοβιετική Ένωση, ανάγκασε αυτή την καταστόλιστη πόρνη Αθήνα να γονατίσει, να δακρύσει και να χαρεί, να οργανώσει πάλι φιέστες και γιορτές η πουτάνα, να δείξει σ' όλη την Γη τι παιδιά βγάζει τούτη, καθώς ανάσκελα αυτή η πλειστάκις ξεφτιλισμένη της Παλλάδας πρωτεύουσα δίνεται και παίρνεται απ' τον έναν στον άλλον, δοχείο σκοτεινών επιθυμιών, χωνευτήρι χυδαίων εξουσιών – μην ξεράσω.
Για να πεταχτεί ο jeune premier της κλιμακτήριου και πεταλούδα των παρασκηνίων, η αλογόμυγα των συμφερόντων και ο yes-man των ισχυρών, ο ζετεμιάρης δήμαρχος αυτής της πόλης που μέχρι και σημαία τής άλλαξε, για να σφίξει μ' αυτό το ζαχαροδιαβητικό και δυσκοίλιο χαμόγελό του των Ολυμπιονικών τα ατσάλινα χέρια. Τουλάχιστον ο τότε-πρόεδρος της Ε.Ο.Α. Νίνος Τζίκας έχει κάνει γυμναστική στην ζωή του (καθώς έπιανε αλτήρες και μπάρες στο γυμναστήριο του Λάμπη Αβερκίου), οι άλλοι τι να μας πουν; Θα τον τσιχλώσω λοιπόν αυτό τον δικό μου συλλογισμό να τελειώνω κιόλας, έχω πλάτη-δικέφαλους-γάμπες-κοιλιακούς σήμερα και βιάζομαι λίγο. Τα βάρη τα σίδερα, η άρση βαρών ή το απλό body-building, η άσκηση η γυμναστική ουδεμία ανάγκη ή χρεία κολλητών ζηλωτών, νταβατζήδων ή προαγωγών, διαφημιστών ή πολιτευτών έχουν. Όσοι στην ζωή τους δεν έχουν ιδρώσει ποτέ τους αθλητικά, αγωνιστικά ή προπονητικά, ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά, δεν πρόκειται ποτέ σ' αυτή την ζωή τους τουλάχιστον να καταλάβουν να νιώσουνε, να γίνουν να είναι. Ήρωες, άτλαντες ή απλοί αθλητές, πονεμένοι ηττημένοι ή χαμογελαστοί νικητές – η ζωή τα γνωρίζει αυτά, η ζωή τα μοιράζει κι εμείς όλοι κυτία πτερόεντα είμαστε. Σκέτα.
ΥΓ1: Υπάρχουν ακόμα γυναίκες με την γλύκα την φλογερή ματιά, τον πόθο την αγάπη την έγνοια, την μαγεία και την έμφυτη γοητεία της Μόνικας Λεωνίδη; Εγώ πάντως μ' αυτή την γυναίκα βούρκωσα, ούτε με σημαίες και μετάλλια, ούτε με πορείες και δηλώσεις, εθνικό ρίγος – my ass κι από πίσω κάλπες ν' ανοίγουν. Άλλος ύμνος απ' της αγαπημένης γυναίκας τα δάκρυα δεν υπάρχει, άλλο απ' την αφιέρωση την στήριξη την αγάπη της ερωτευμένης γυναίκας δεν γίνεται, η ζωή δεν έχει να δώσει.
ΥΓ2: Και τα βάρη, μια πολεμική τέχνη είναι κι αυτά. Για την εσωτερική μάχη βέβαια και όχι για να δείρουμε όποιον μας κολλά στα φανάρια.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013