(18.09.21)
(Εύχομαι να με παρεξηγήσετε, ώστε να ξέρω ποιοί με καταλαβαίνουν.)
Αυτοί που γυναίκα έχουνε και οι λίγοι υπόλοιποι άνδρες.
Επαναλαμβάνω λοιπόν προς εμπέδωσιν: υπάρχουν μόνο δύο (2) κατηγορίες ανδρών επί γης, άντε κι επιπλέον μία μικρά, ελαχιστοτάτη (για την οποία αργότερα). Η πρώτη κατηγορία είναι η πολυπληθής μαζική, τσιμεντωμένη και αποφασισμένη, συνήθης κοινή, κλασική βαρετή, ουσιαστική βασική-όμως που τον πλανήτη κρατάει στην θέση του (και διατηρώντας, τον καταστρέφει). Είναι οι άνδρες που γυναίκα «δική τους» έχουνε, την κατέχουν με προίκα ή συμβόλαιο, με παπά ή προξενιό, με απαγωγή ή έρωτα, από αγάπη ή συμφέρον, για παιδοποιία ή από συνήθεια, για να τούς φέρει ένα ποτήρι νερό ή να τούς κλείσει τα μάτια. Είναι οι άνδρες που τον οίκο τους διοικούν (εμένα μού λες;), την κοινή τους ζωή αυτοί καθορίζουν (εμένα μού ξαναλές;), εκείνοι αποφασίζουν πότε θ' αδιαθετήσει η κόρη τους και πότε θα πάει στην Σχολή Ευελπίδων ο γιός τους, εκείνοι πληρώνουν το πεντικιούρ τής γυναίκας τους κι εκείνοι τα ποτά τού γαμιά της. Αυτοί είναι οι άνδρες που εργάζονται σκληρά και πιστά για να φέρουν το ψωμί στο τραπέζι, από δίπλα η σύζυγος η ευνή το νουνί, εκ τού σύνεγγυς η κολώνα τού οίκου τους και θερμάστρα τής κλίνης τους είναι αυτή που θα βάλει το μπριάμ ή το οσσομπούκο στον φούρνο, θα ξεσκατώσει την πεθερά, θα βοηθήσει στα αγγλικά τα παιδιά και θα πρέπει να δώσει και κώλο στον μίστερ-μπάμια τον χορηγό της, όταν θα 'ρθεi αυτός μεθυσμένος παραπατώντας με κατουρόκαυλες.
ΟΚ ΟΚ, το ξέρω το γνωρίζω αυτό, ουκ έσται τέλος των ανθρώπινων μαρτυρίων – και τί με νοιάζει εμένα; Επειδή το institution τής Κοινωνίας πρέπει να κρατηθεί μέσω τού franchise τής Οικογένειας, πρέπει εγώ να καταπιώ και να μην πω, να τυφλωθώ και να μην γράψω πώς κατάντησε η ανθρώπινη σχέση συμβατική διεκπεραιωτική, αλυσοδεμένη και κατ' εντολήν, συμφεροντολόγα κι υπολογιστική κι όλα τούτα με προκάλυμμα την αγάπη το ενδιαφέρον την έγνοια, τον υπολογισμό την ατζέντα και – θα το ξαναπώ – το συμφέρον; Λες και δεν ξέρω – και εγώ το ίδιο κάπου δεν έκανα/έπαθα; – ότι όλα και άπαντες ξεκινούν με τις καλύτερες των προθέσεων, όμως οι άνθρωποι δεν τρώνε προθέσεις και καταντούν να τσακώνονται στα δικαστήρια, να σφάζονται στα σαλόνια, να πηδάνε στην ημιδιαμονή και στις κηδείες να κλαίνε;
Θα το πω απλά, ευθέως και διακριτά: όποιος «έχει» γυναίκα στην ζωή του, δεν είναι άνδρας. Γιατί; Διότι η «ζωή» είναι γένους θηλυκού, η γυναίκα είναι θηλυκού γένους και όποιος με θηλυκό έμπλεξε, δεν είναι άνδρας. Διότι – μπορείτε ακόμη να φύγετε, το διάβασμα να διακόψετε, τον συγγραφέα να φτύσετε και τα φασολάκια να καθαρίσετε – το θηλυκό είναι full-time δουλειά, είναι serious-shit εργασία, είναι λατρεία και λειτουργία πνοής, είναι μυστήριο κι οπτασία τελεία. Δηλαδή ρε μαλάκες – και συγγνώμη για τον τιμητικό τίτλο – έχετε γυναίκα εσείς, και θέλετε κιόλας να παραμείνετε άνδρες; Δηλαδή νομίζετε σεις ρε ότι μπροστά στην Γυναίκα στο Θαύμα αυτό, πιάνει καμμιά-καν χαρτωσιά ο οποιοσδήποτε άνδρας; Δηλαδή συγγνώμη κιόλας ρε, υπάρχει μηχάνημα ζωντανό άλλο επάνω στον γνωστό μας πλανήτη που... αιμορραγεί μια βδομάδα τον μήνα επί τριάντα συναπά χρόνια κανονικά και δεν τούτο ψοφά, και θέτε να μού ξαναπείτε ποιός είναι το «ισχυρό» φύλο;
Έχεις γυναίκα στο κρεβάτι σου κύριε; Ώπα, συν-ζυγός είσαι και λέγεσαι, (άλλο αν δεν σού κάθεται τούτη). Έχεις γυναίκα στην κουζίνα σου κύριε; Ώπα, μαμμάκιας είσαι και λέγεσαι, (άλλο αν δεν ξέρει να βράσει αυγό τούτη). Διακινείς και μοστράρεις γυναικάκι κοινωνικώς κύριε; Ώπα, στέλεχος θεσμικό τού ντουνιά συ λογίζεσαι, (άλλο αν γελάνε πίσω απ' την πλάτη σου όλοι). Χρησιμοποιείς συ το γυναικάκι σου πολλαπλώς και προσωπικώς κύριε; Ώπα, θα σού πάρει πεντακόσια έτη φωτός για να καταλάβεις who's doing whom, (και θα 'ναι αργά τότε). Ο άνδρας, μετά γυναικός, δεν είναι άνδρας μωρέ... διότι τί είχα απαντήσει εγώ κάποτε, σε μια δεξίωση φραγκάτων διασήμων και ζηλευτών, όταν με ρώτησαν τί δουλειά κάνω; «Σύζυγος θαυμαστής, βαστάζος και θερμαστής, υπάλληλος κι εραστής τής κυρίας εκείνης με το πουά φόρεμα, τα περλέ σκουλαρίκια και τις γόβες Camille Unglik»!
Μπροστά στην γυναίκα κύριοι ερχόμαστε κι είμαστε «δεύτεροι και καταϊδρωμένοι» – που η Ρίτα τραγούδαγε – κι όσοι αυτό προσπερνούν, για κερατάδες εντατικώς προαλείφονται, μαλάκες με σύνταξη εντελώς καζαντάνε. Για να λειτουργήσεις ορθώς πλήρως και εντελώς την γυναίκα μεσιέ, οφείλεις να καταθέσεις ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΑ και ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΗΤΟΙΣ σύμπαντα τον ανδρισμό σου – πώς στέφανον τιμής καταθέτεις εσύ στον βωμό των αγνώστων στρατιωτών σου; Η γυναίκα είναι η απόλυτη ηλεκτρική σκούπα μωρέ, κι ευτυχώς που ανέλαβε τούτη τον μέγα ρόλον αυτόν, αλλιώς απ' τα δισεκατομμύρια τούς τρόμπες που έρπουν στην γη, θα 'χε πάει ο πανμέγιστος Κύριος απελπισμένος να αποικίσει τον Άρη. Η γυναίκα ρε ρουφά και τραβά, μαλακώνει κι εξουδετερώνει, αντέχει και ησυχάζει τον αυνάνα που νομίζει ότι κυβερνά διοικεί, κάνει κουμμάντο γενικώς κι έχει πνίξει τον πλανήτη στο αίμα δεκάδες χιλιάδες φορές μέχρι τώρα. Η γυναίκα υφίσταται αυτόν τον δίδυμο όρχι που νομίζει ότι άλλο στρογγυλό αντικείμενο εκλεκτό στην Φύση εντός δεν υπάρχει – λες και χαθήκανε τα μπαλλάκια πινγκ-πονγκ, λες και πήδηξε κανείς με μπάλλες φουτ-μπωλλ, λες και θα σταματούσε η κυρία Ζωή την πορεία της, αν δεν άδειαζε τα σφαιρίδιά του ο κυρ-Μητσάρας απ' την Κοκκινιά στην αραχνιασμένη τάφρο τής κυρά Σούλας...
Η άλλη όμως η κατηγορία η ελαχίστη η μικρή είναι οι άνδρες οι πραγματικοί, που δεν έχουν δεν διαθέτουν και δεν διακινούνε γυναίκα. Πείτε τους όπως θέλετε: μαλάκες μπακούρια, εργένηδες και μαγκούφηδες, παρεξηγιάρηδες κι ανυπότακτους, περίεργους και μονήρεις, κουφάλογα κι ακατάδεχτους – σάς τελείωσε ο Μπαμπινιώτης εσάς ή θα γραφτείτε αρσακειάδες και πάλι; Μειονεκτικούς και κομπλεξικούς, τσιγκούνηδες κι αδερφές, ακοινώνητους και παρτάκηδες, λέφτερους και αδέσποτους, προκλητικούς κι απαράδεκτους – να συνεχίσω ή θα πάτε να φέρετε απ' τον φούρνο το κοκκινιστό; ΑΥΤΟΙ ρε είναι οι ΜΟΝΟΙ που τον «σταυρό» άρρενος σιωπηλά κουβαλούν, και ξέρετε γιατί ωρέ αετοί με ζαρτιέρες; Γιατί το βράδυ πέφτοντας στο ξεστρωμένο κρεβάτι τους, πιάνουν τον ίδιον κώλο τους που ενίοτε ζέχνει βρωμά και όχι τον κώλο τής ιδιότροπης και λαλίστατης μαμαζέλ, τον οποίον κώλο εννοώ δεν σάς δίνει εσάς, δεν τον δίνει καν τού γκόμενου, γιατί τον έχει να κάθεται πάνω του αυτή κι από κει πάνω να νομίζει ότι είναι μοναδική και ανώτερη, εκλεκτή κι ωραιότερη, εξυπνότερη κι ισχυρότερη – μην τής πέσει η μούρη πιο κάτω απ' το τίποτα και πώς και με τί θα αρμέξει το καπάτσο το γυναικάκι τσι ρούγες με τσι πιστωτικές.
Οι άνδρες που γυναίκα δεν έχουν, δεν θέλουνε – ενώ φυσικά την γουστάρουνε, δεν μιλάω εγώ και εδώ για γενναίες πουστάρες που ατέλειωτους αράπηδες κανελλώνουνε – ΑΥΤΟΙ είναι οι ΜΟΝΑΔΙΚΟΙ άνδρες. Διότι – καλώς ή κακώς – αυτοί τον μύθο και αρετή, ατομική ονομασία κι εμπορική επωνυμία, διάθεση και πυγμή, ελπίδα και προοπτική, εργασία κι αποτυχία τού άνδρα κρατάνε. Σιδερώνεις μόνος σου τα πουκάμισα κύριε; Είσαι άρχων και δέσποτας τού γιακά σου μωρέ, (δεν χωρά λαιμαριά να σού βάλει καμμία). Εργάζεσαι και τα τρως πάρτη σου τα λεφτουδάκια σου κύριε; Είσαι «εσύ το αφεντικό, εσύ και το προσωπικό» – καταπώς τραγουδάει ο Μαργαρίτης – και δεν υπάρχει καμμιά σύζυγος-καμμιά κόρη-καμμιά μάνα-καμμιά πεθερά για να μπούνε συνέταιροι στην δική σου ευζωΐα. Άμα στο σπίτι ολημερίς δεν ακούγεται κιχ, παρά μόνο ο ήχος τού πάγου όταν πέφτει στο ποτήρι τού ουΐσκυ, παρά μόνο το σκανδάλης-κλικ τού Zippo όταν ανάβει το cigarillo του, παρά μόνο ο ήχος των κλειδιών τού Fiat ή τής Ferrari του όταν τα ρίχνει αυτός στης κουζίνας τον πάγκο, επιστρέφοντας απ' την δουλειά ή την βόλτα του.
Ο μοναχικός άνδρας – φίλοι μου κύριοι και εχθρές μου κυρίες – είναι ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ανήρ, the one last-man standing, ο μοναχικός λύκος που δεν τρώει ούτε μουνιά ούτε πρόβατα, ούτε παρθένες με υμενορραφή ούτε αρκούδες με μπότοξ. Ο μοναχικός άνδρας – ναι, αυτόν που προσπερνάτε κοιτώντας τον λίγο συγκαταβατικά λίγο λυπητερά, λίγο αηδιαστικά λίγο ενοχλημένα – είναι ο αληθής και σιωπηλός ο πυλών τής Δημιουργίας: γιατί έχει τα νεφρά τα στεγνά να μείνει έξω απ' το πουτσόμουνο παίγνιο τής Ζωής, αυτό που είναι πλυντήριο και ταμείο τής πουτάνας Οικογένειας, που είναι σφαγείο και μηχανή τού κιμά τής τσατσάς Κοινωνίας. Ναι, την αγαπά και την ποθεί την γυναίκα, την λαχταρά και την ονειρεύεται, την θέλει και τον πεθαίνει η απουσία της, μα Γυναίκα θέλει αυτός και όχι το εμπορικό συνονθύλευμα που έκανε το αιδοίο και τα συμπαρομαρτούντα του η κρατούσα ανθρώπινη άποψη περί συναλλαγής και συνδιαλλαγής, περί παράδοσης κι εκμετάλλευσης, περί εκτέλεσης διασκεδαστικής και ταφής αξιολυπήτου. (ΟΚ, enough is enough now.)
Κι επιτέλους ας μιλήσω εδώ και για κείνην την ελαχιστοτάτη κατηγορία ανδρών, που ναι μεν δεν έχουν γυναίκα – μα δεν το αποφάσισαν τούτοι αυτό, δεν διάλεξαν δεν επέλεξαν δεν είχανε λόγο. Μιλώ για ΔΥΟ (2) μόνο τάξεις ανδρών που ειδικές και ξεχωριστές είναι, ζουν διαβιούν εκτός κοινωνίας και μακράν οικογένειας, λαμβάνουν γλίσχρο μισθό και διακινδυνεύουν κάθε λεπτό, σχεδόν δεν υπάρχουν κι έχουν θέσει την ζωή τους at stake, (γιατί steak αυτοί αρνούνται να γίνουνε): μιλώ για τούς λεγεωνάριους και τούς μοναχούς. Για εκείνα τα απάντων-εθνών εκπαιδευμένα και διατεταγμένα κομμάντα που σφάζουνε βρέφος στο γόνατο, μαγειρίτσα κάνουν τα έντερά του, πίνουν το απεριτίβο τους στο κρανίο του και με τα ζιπουνάκια του γυαλίζουνε τις αρβύλλες τους. Και για εκείνους τούς ρακένδυτους και αμίλητους, αμολυτούς και σαλούς, άπλυτους όζοντες με σαπισμένα τα γόνατα, τα μάτια αδειασμένα απ' το κλάμα, τα χέρια ξερά απ' τις ψυχικές εκσκαφές και το κινητό τού Κυρίου Θεού στην κωλότσεπη. Ναι, ΜΟΝΟΝ οι μισθοφόροι φονιάδες ζωής και οι πάμπτωχοι λάτρεις θανάτου συμποσούν και ορίζουνε την ελπίδα που τρεμοσβήνει αέναα – τού άνδρα ακόμη.
ΟΚ I'm done, and for good this time, οπότε ανακεφαλαιώνω: Έχεις γυναίκα κύριε; Έχεις ζωή, μα για θάνατο πας. Δεν έχεις γυναίκα κύριε; Γεύεσαι θάνατο μια ζωή, μα ελπίδα γι' αθανασία πληρώνεις. Κι αν είσαι ήδη λεγεωνάριος ή μοναχός – δεν υπάρχεις απλά, ζωή και θάνατος για εσέ έχουν ανασταλεί, την επομένη φορά που θ' αναστηθείς φρόντισε να μην κάνεις τα ίδια σου λάθη.
(Αυτός που είπε "Karma is a bitch", Πυθία τον λέγανε και δρόμο διαθέτει κοντά στην σπηλιά μου.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022