Ξέρω δυό-τρία ζευγαράκια εγώ, καιρό τώρα. Το πρώτο απ' τα 80ies (τόσο παλιά), το δεύτερο απ' τα 90ies (τόσο καλά) και το τρίτο ψιλοφρεσκάκι το έχω, απ' το 2010 μοναχά. "Nothing to write home about" – που λέμε στην Κυψέλη – οι ζωούλες τους, τα ζευγαράκια αυτά είναι απλά και κανονικά, καθημερινά και αγαπητά, όμορφα και κοινά: με τις δουλίτσες και τα παιδάκια τους, τα εξοχικά και τα λεφτάκια τους – αλλά ας το ειδικεύσω, ώστε να μπορέσω να κεντήσω αρτιότερα αυτό που να πω εδώ θέλω.
Στο πρώτο ζευγάρι είναι δικηγόρος αυτή και αυτός αρχιτέκτων. Μια ξερόλα πολυλογού μανουριάρα η σύζυγος κι ένας μαζεμένος πολεοδόμος ονειροπόλος ο σύζυξ: με τα δύο παιδιά τους – που αναπόφευκτα ο γιός θα γίνει δικηγόρος κι αρχιτεκτόνισσα η κορούλα – με τις δύο σπιτάρες τους, με τα δυό αυτοκίνητα και με τις δυό ζωές τους τις χωριστές. Μα και φυσικά μένουν μαζύ, ζούνε μαζύ και μαζύ δεν υπάρχουν: ο σύζυγος είναι από δεκαετιών καταδικασμένος να κοιμάται στον καναπέ, απ' την ημέρα που η συμβία βγήκε απ' την κλιμακτήριο και στην... μαλακιστήριο μπήκε. Κι όχι μόνον δεν τού δίνει πλέον γουνί, όχι μόνο πιπούλα ή ποικιλιούλα λοιπή καν παίζει, μα τον εξόρισε – ως σεξουαλικά ενοχλητικό – και από την παστάδα τους, καθώς κι επειδή θέλει η κραταιά κλειτορίς να ξεκουράζεται απ' τις ευθύνες και την δουλειά και όχι να 'χει «κάποιον συνέχεια μέσα στα πόδια της», ακόμη και τις ώρες που τούτη ψοφοκοιμάται.
Στο δεύτερο ζευγάρι ο σύζυγος είναι πολυεθνικής μάνατζερ και εκείνη υπάλληλος δημοσία. Ένας ξερόλας επηρμένος σαχλαμαράς ο «κολών» τού σπιτιού και μια μαραμένη μπαϊλντισμένη συφοριασμένη, τα μπάζα της περιφέρουσα τούτη. Εδώ υπάρχει μόνο ένα παιδί – γιατί η μητέρα είχε μπερδεμένα γυναικολογικά, ενώ ο πατέρας είχε αμολυτά ψυχολογικά – και το νοικοκυριό τους είναι μοιρασμένο ανάμεσα στα διατλαντικά ταξίδια τού πολυάσχολου στέλεχους και την κρατικοδίαιτη ακινησία τής αδιάφορης λειτουργού μας. Κουβέντες στο σπίτι δεν παίζουνε (γιατί μόνον ο σύζυξ μιλά κι απαιτεί να ακούγεται) και συζήτηση στην οικία δεν γίνεται (γιατί η συμβία έχει δια βίου στουμπώσει τ' αυτιά της). Και όμως και τούτοι μένουν μαζύ, μάλιστα επειδή ο καραμπήχτης ο αρσενικός δεν την θέλει την γυναίκα του στο κρεβάτι του, έχει αναχωρήσει απ' αυτό και την έχει αράξει στον καναπέ σαλονιού, όπου διαθέτει ό,τι επιθυμεί «ο σύγχρονος άνδρας»: τηλεόραση εκτοπλασματική και στερεοφωνικό εκκωφαντικό, εξοπλισμένο μπαρ και τζάκι πυρακτωμένο, τις παντόφλες κι εφημερίδες του και δυό οθόνες μονίμως αναμμένες και αναμένουσες... για τις δουλειές και τις βίζιτές του.
Στο τρίτο ζευγάρι είναι συμβολαιογράφος αυτός και εκείνη καλλιτεχνάκι. Μια ανήσυχη φατσούλα τρελλιάρα, χαριτωμένη μαλακισμένη παρτάκισσα είναι αυτή κι ένας θεσμικός σοβαρός, λιγομίλητος και μουντρούχος, καταπίνων τα άπαντα και μη ξερνών τίποτα είναι ετούτος. Εδώ παιδάκι δεν παίζει δεν έπαιξε, καθώς «Δεν μπορώ να χαλάσω το βυζί μου εγώ», «δεν είμαι για πάνες και ζαρτιέρες εγώ», «δεν πρόκειται να σου κάνω το διάδοχο συμβολαιογραφείου εγώ» τον γαζώνει αυτή κι εκείνος φλεγματικά συμπλεγματικά, ειρωνικά φονικά, δειλά κι εκδικητικά τής αντιγυρίζει: «Δεν έπρεπε να 'χα φύγει απ' τη μανούλα μου γω», «δεν έπρεπε να 'χα χωρίσει απ' την τέως γυναικούλα μου γω», «δεν έπρεπε καν να 'χα γω σπιτωθεί δω μαζί σου»... Και φυσικά και αυτοί δεν χωρίζουν ποτέ, δεν πρόκειται να χωρίσουν ποτέ γιατί... «όπου δεν υπάρχει κόπος, επιβάλλεται ο κόλπος» (λέω εγώ) και δη ο γυναικείος, (όχι ο καρδιακός). Τα μάζεψε λοιπόν προ ετών τα ελάχιστα τσαμασίρια του απ' την κρεβατοκάμαρά τους αυτός και τα ντάνιασε πέριξ τού καναπέως ο δύστυχος, έτσι για να μη νιώθει μόνο το πέος του όταν το παίζει χαράματα βλέποντας καμμιά καραανώμαλη τσόντα, όταν πλακώνεται στην ψευτογυμναστική-μεθυσμένος νυχτιάτικα μέχρι να ξεραθούν τα συκώτια του, όταν πρέπει να βγει ο ήλιος για να στεγνώσουν τα μάτια του απ' τον σπαραγμό και το κλάμα.
Θα το πω σε άπταιστα κυψελιώτικα: Τhe couch is the proverbial "doghouse" of the condemned male today. Και σε φαρσί βοστωνέζικα: ο καναπές είναι η τιμωρία τού αντρούλη δειλού, του αιδοιοείλωτα φεμινιστή, του πεολυωμένου αρσενικού, του ξεφτιλισμένου φλασκίου τεστοστερόνης. Σήμερα. Τώρα. Εδώ. Έτσι. (And I rest my case.)
Δεν γνωρίζω κόσμο – πλέον – πολύ. Το τηλέφωνό μου όταν κτυπά – που σπανίως κτυπά – γνωρίζω ήδη ποιός/ποιά είναι. Έτσι λοιπόν, κοιτώντας ελάχιστα δίπλα μου και πολύ πίσω μου διαπιστώνω ότι στην πλειοψηφία των παντρεμμένων/σπιτωμένων/συγκατοικούντων/συζούντων μου ζευγαριών, η συντριπτική πλειοψηφία συζύγων/ανδρών κοιμάται στον καναπέ – τέλος. Όχι επειδή το ζευγάρι τσακώθηκε (όταν αυτή τον κεράτωσε κι αυτός τής τα φόρεσε), όχι επειδή εκείνη λέπρα κόλλησε και σύφιλη τούτος. Ούτε επειδή αυτός στα καζίνα την προίκα της έφαγε, ούτε επειδή εκείνη στα λούσα τον μισθάκο του μάσησε. Ούτε επειδή αυτός θέλει την ησυχία του κι εκείνη έχει μονίμως τα νεύρα της, καν επειδή εκείνη σιχαίνεται πλέον τις κλανιές τις ρεψιές του κι εκείνος δεν αντέχει την πηγαδιών κυτταρίτιδα, τις πρησμένες φλέβες στα μπούτια, τις βαριές σακκούλες κάτω απ' τα μάτια, τα πεσμένα στο πάτωμα τα βυζιά, τα κιτρινισμένα απ' το τσιγάρο τα δόντια.
Το να χωρίζουν οι άνθρωποι είναι το ίδιο μοιραίο κοινό, βαρετό και αποδεκτό όπως και το να γνωρίζονται να παντρεύονται, να χαίρονται να ευτυχούνε. Μα να 'χουν «πεθάνει» κι οι δυό, και να περιφέρουνε τ' αποξενωμένα κι αλλοτριωμένα σαρκία τους μέσα στο ίδιο το σπίτι «τους» – το Άουσβιτς για έπαυλη στις Μπαχάμες μού μοιάζει. And guess what! Στην πλειοψηφία ετούτων των περιπτώσεων – χαχαχα – είναι η γυναίκα που τον άντρα «της» έχει επιμελώς κι εκτενώς, ολικώς προπετώς, κεκαλυμμένα μα εντελώς «το μαλάκα» στον καναπέ εξορίσει. Μπορεί να μην τον έχει στείλει εκεί με «δελτίο αποστολής και συνοδευτική φορτωτική», μπορεί να τού 'χει γαζώσει ένα εκατομμύριο προφάσεις παπατζίδικες και καπότες γαλιάντρικες, μπορεί να «είναι προσωρινό» μέχρι «να βρω τί θέλω εγώ Κώστα μου», «να δω ποιον θέλω εγώ Τάσο μου», «να κάτσω λίγο μόνη μου να σκεφτώ Γιώργο μου»... ενώ από πίσω και κάτω σέρνεται το απλό και λιτό... «άντε σήκω και φύγε μη σε πάρει κάνας μουνοδιάολος, βλάκα»...
Τούς βλέπω λοιπόν αυτούς – και άάάλλους αγνώστους, μα εξ ίσου ποοολλούς – άντρες στης ζωής μου το διάβα μου, κι όπου ακούω λόγια τρανά και μαγκιές στεντόρειες, δηλώσεις επικές και ατάκες ουρανομήκεις... ξέρω: μεγαλάκο, το βράδυ και συ τηνε βγάζεις στον καναπέ, οπότε «άσε, γιατί άσε»... (Σαν ένα μέλος των... Hell's Angels ντόπιο και απ' την πόλη μας, που απ' την μια εισήγαγε στην Ελλάδα αβέρτα-τότε Kalashnikov, κι απ' την άλλη κανονικά τις έτρωγε τις εισέπραττε απ' το αδάμαστο μαλακισμένο του και τσαμπουκαλίδικο μελανουράκι.)
Ρε αν είχανε λόγια οι καναπέδες να πουν να μιλήσουνε, το ΙΚΕΑ θα 'ταν η Κλινική ΓΑΛΗΝΗ! Γι' αυτό δεν λέω εγώ κουβέντα πια καμμιά, όταν ακούω κάνα μαγκοφλωράκο να μού κουνιέται επιδεικτικώς λεκτικώς, κάνα μαλακοπαλικαράκι να μού το παίζει γαμίκος κι αρσενικός, ο τις γυναίκες ελέγχων και τα θηλυκά σουζοκρατών, με τα αιδοία στρωμένα χάμου και κομμένα για πάρτη του ενώ... έτσι και τονε πάρει τηλέφωνο η μαμμά/η γυναίκα/η κόρη/η γκόμενα, τού φεύγει το αίμα απ' το κεφάλι απ' την καρδιά και απ' τ' αρχιδάκια του συνολικώς-ταυτοχρόνως.
"Mercy mercy" ψέλλισε ο Πατσίνο στο SCARFACE και τραγούδησε παρομοίως ο Marvin Gaye. Ποιός λοιπόν είμαι εγώ να μην ευλαβώς γονατίσω και κλίνω το γόνυ σπαρακτικώς, μπροστά σε ζωές ηττημένες κι ανασκολοπισμένες; Συμβιβασμένες και άτολμες, παραδομένες συμφέρουσες, υπολογίστριες κι αυτοκτονικές, υπονομευμένες κι εξοντωμένες. Προσοχή: το ν' αράξεις στην καναπεδάρα σου μανουριασμένος και οργισμένος με τη μαλάκω, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά. Θα κοιμηθείς άβολα και θα σιχτιρίσεις ύπνο εκεί και το πρωί που θα ξυπνήσεις μουρτζούφλης και θα πας στην κρεβατοκάμαρα γραβάττα ν' αλλάξεις, μόλις δεις την κοιμισμένη κωλάρα της στημένη μισόσκεπη, θα τής τραβήξεις ένα τέτοιο «κορδόνι σερί» – και θα σού σιάξει κι αυτή ένα τέτοιο γαμήσι cheri – που αν δεν τής κάνεις στα εξήντα της τα εξάδυμα, ο γάμος/η σχέση/η φιλία/ο λογαριασμός σας νέα κι απαίχτου τροπή και πορεία θα πάρει.
Όμως.
Η θέση τού άντρα είναι στην κλίνη του και την τράπεζα, όπως τής γυναίκας η θέση είναι έτσι κι εκεί πανομοίως. Ο καναπές είναι για ΟΛΑ τα ΑΛΛΑ and take it from me, που δυό καναπέδες διαθέτω: όσο ζει και θάλλει, ευτυχεί και γουργουρίζει ο καναπές, τόσο το τραπέζι πεινά και το κρεβάτι διψάει. Κι επειδή δεν έχω δει ακόμα γυναίκα να κοιμάται επί δεκαετίες σε καναπέ – με τον άντρα να έχει αράξει ο μπούλης στο ημίδιπλο master-bedroom – άπαντα τα εν τούτοις γραφόμενα ισχύουνε για τον δυστυχή άρρενα αποκλειατικώς κι οσονούπω. (Που όσο πιο φωνακλάς τσαμπουκάς, επιδειξίας και μαλαχίας προς τα έξω εμφανίζεται, τόσο πιο ταπωμένος σκατάς, ευνουχισμένος κι ανύπαρκτος, συρρικνωμένος και άφωνος μαζεύεται στον καναπεδάκο του, «να τη βγάλει κι απόψε».)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013