Έχω καναδυοδέκα γνωστούς που έχουν κορούλες. Διαθέτουνε άπαντες σπίτι-δουλειά, γυναίκα-λεφτά, εξοχικό και παιδιά – μα κυρίως κορούλες. Κάτι κρινάκια ναζιάρικα άπαιχτα, κάτι κορμάκια λιανά όλο πόζα και μίρλα, κάτι ματάκια να τυφλωθείς εθελοντικά, κάτι μουτράκια να τα πιείς στον κουβά και κάτι ατάκες κοπιάρικες να ξερνάς καλαπόδια.
Για κάποιον λόγο συγκεκριμένο, ΑΥΤΟΙ οι άντρες κάναν ΑΥΤΑ τα παιδιά και μάλιστα θηλυκά, απολύτως. (Για τον ίδιο λόγο βέβαια, που κάποιες γυναίκες γεννούν αγόρια αποκλειστικά.) Τους βλέπεις τούς μπαμπάδες να πηγαινοφέρνουνε τις εκκολαπτόμενες τις μουνίτσες και βάζεις τα γέλια πόσο γελοίοι αυτοί γίνονται, έτσι καταπώς καμαρώνουν που τις περιφέρουν τις δείχνουνε, τις υπηρετούν και τις γλείφουνε, τις μαλαγρώνουν τις κανακεύουνε και τούς βγάζουνε τον αδόξαστο τούτες επικά-κλασικά-σταθερά με τις ιδιοτροπίες τα νεύρα τους, τα διαρκή έμμηνά τους τα στιγμιαία χαδάκια τους, τα κουκλίστικα ματοτσίνορα και τα πυργωτά τους βυζάκια. (Η μαγεία είναι πτωχή λέξη εδώ, η μαγγανεία ταιριάζει.)
This is what I say, locked stocked and barreled: οι άντρες κατευθείαν από την Μεγάλη μαμμά πάνε στην μικρούλα Μανούλα. Και αμέσως κλειδωμένα-μετά σκάνε και πέφτουνε στην μπέμπα μητρούλα, μη και χαθεί πάντως «η Διαδοχή» – εμ δεν διαβάσατε εσείς «τα τρία μι», να σκουπίσετε τα βαρθολίνεια απ' τα θαμπωμένα μάτια και το δολωμένο μυαλό σας...
Γιατί είναι αυτοί οι άντρακλες, οι μεγάλοι επιφανείς, οι φονείς γυναικών και παλουκοκάφτες αιδοίων, οι καζανόβες τής πιστωτικής και οι βαρουφάκερς τής χρεωστικής που επειδή τις γυναίκες «αλέθουνε», τις γαμάν και τις κουλαντρίζουνε, του χεριού τους τις έχουνε... είναι αυτοί πρώτοι που ακριβώς ως κιμάς-αχταρμάς στην μήτρα τους θα κολλήσουν! Χα! (Είχα κάάάποτε γνωστό έναν Χαρλεά, μούρη τρομερά, ταττουάζ φοβερά κι όταν μιλούσε η «σύζυξ» στεκότανε σούζα ο κιλλεράς, άσε δε όταν περνούσαν οι κόρες του: βαρούσε χαιρετούρες και προσοχή σαν τους στρατηγούς στην παρέλαση, σαν τους βουλευτές στο ταμείο.)
Έτσι πάει «η Γραμμή»: απ' το αιδοίο στο αιδοίο, μέσω του αιδοίου και για το αιδοίο πάντα, παντοτινά. Αν πιάνεις το πουλί σου μάγκα μου μόνο για να το παίξεις(1), να κατουρήσεις(2) και να γαμήσεις(3) – ε τότε έχεις ήδη καταδικαστεί, «ποινήν εκτίεις» που έφα Βύρων Πολύδωρας και δεν τονε πρόσεξε ουδείς πεοσταγής ελληνάρας. So, let me tell you this, and this only: το πουλί σου δάγκα μου είναι πυξίδα και μπάρα, τιμόνι κι υνί, όπλο και δείκτης. Το πουλί σου είναι κριός πολιορκητικός, όχι για να κουρσέψεις το γουνάκι καθεμιανής, μα για να παρατήσεις πίσω σου κάστρα ή γκαστρώματα και να προχωρήσεις μπροστά, πιο μπροστά, απέναντι πάντα. (Και για τους ρέκτες: "Gate, gate, paragate, parasamgate.") Το πουλί σου είναι το σαρκικό άστρο σου – γι' αυτό διαθέτει από κάτω του και δυό μπιλλιοφόρους μάγους! – όχι για να το παίξεις Θεός και Χριστός, Μπιλ Γκέητς και Τζων Χολμς, Κασιδιάρης και Τσίπρας, μα για να εξέλθεις εσύ τής αιδοιοδούλης αποστολής και να γίνεις αυτό για το οποίο είσαι φτιαγμένος.
Αφού οι λεβέντες είδαν-και-πάθαν να γλυτώσουνε από την μαμμά, πέσαν στα χέρια τής γκόμενας πρώτα, συζύγου μετά, συντρόφου στο τέλος. Κι αφού φτύσανε αίμα να βγούνε στην σύνταξη μπας και πάρουν ανάσα, τότε τούς παραλαμβάνει – αρπάζονται βέβαια και αυτοί – το νέο νινί, το εφηβικό το μουνί και τούς κάνει λάστιχο το πουγγί, τσιμέντο την χολή και τσίχλα τ' αρχίδια. (Αnd it's not about karma or kismet: it's about yourself and your self only!) Την κοιτάνε την κορούλα και λειώνουνε, (ενώ η συμβία κορώνει). Την σαλαγάν την κορούλα κι ετούτοι καυλώνουνε, (ενώ η πεθερούλα θυμώνει). Την κακομαθαίνουνε την κορούλα κι αυτοί χύνουνε, (ενώ ο γκομενάκος της ξενερώνει). Και την στεφανώνουνε την κορούλα και τότε πεθαίνουνε, (ενώ ο γαμπράκος άμαθος κι άγουρος καμαρώνει).
Το αιδοίο τα άπαντα κυβερνά φίλοι μου – οι φίλες μου το γνωρίζουν – και μην προσπίπτετε τού Θεού, το ίδια θα σας πει και ετούτος. (Πώς το κάρφωσε ένας άγνωστος μα σοφός λαϊκός; «Άμα οι γυναίκες ήταν καλές, θα 'χε κι ο θεός μία»!) (Η Παναγιά δεν μετρά, «κατασκευής και προελεύσεως» απόστολου Παύλου-a.k.a. Σαούλ είναι αυτή, εθνικού μετανοημένου.) ΟΚ, να το δεχθούμε αυτό, τί ωραιότερο από το αιδοίο; Τί γενναιότερο παραγωγικότερο, δημιουργικότερο κι αφροδισιακότερο, μεγαλειώδες και σιωπηρό, υγρό και μαλακτικό, στιλπνό χνουδωτό, λαμπερό και στον χρήστη φιλικό – ούτε σαμπουάν να 'τανε οι πουτάνες!
Τους κοιτώ τούς γνωστούς πώς φατσούλες αλλάζουνε, ανάλογα με την ωρίμανση τής κορούλας. Όταν είναι αυτή έφηβη, αυτοί γίνονται Κέρβεροι. Όταν φάει το πρώτο πέος αυτή, αυτοί γίνονται κανισάκια. Όταν «τίξει» [sic] τούτη τού θρόνου τον διάδοχο, τσόλι τής πόρτας γίνονται οι μαλάκες. Και μόλις χωρίσει ανατινάζοντάς τα όλα η καριόλα κι επιστρέψει η μις κάβαντζα και σιγουράντζα στο σπίτι «της», επειδή οι μπαμπα-κούληδες έχουνε πια καταστεί αλοιφή, ανοίγουν ιώβια πορτοφόλι και πιστωτική και πάν' στο χωριό να φυτέψουν ντομάτες, τις βελέντζες να πλύνουν.
Α ρε άντρα δύστυχε. Απ' την στιγμή βρε τυφλέ που ψήθηκες μόνος σου συ και έστησες την Πατριαρχία – εμ είπα, εγώ ειδοποίησα και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω: δεν διαβάζετε εσείς «τα τρία μι» – και ξεπάτωσες την Μητριαρχία, ορίστε τώρα καμώματα, μαλακίες, δουλείες. Δεν σ' άρεσε τότε που αλανιάρης τριγύρναγες, σε διάλεγε η Μήτρα η ιερή, σού 'παιρνε τα σποράκια δις ετησίως και μετά σε αμόλαγε λυτόν και ελεύθερο, κάνε τα κουμάντα σου τώρα. Σήμερα η γυναίκα δουλεύει και ο άντρας κρατά τα παιδιά, η γυναίκα διαθέτει μηνιάτικο και ο άντρας επίδομα ανεργίας, η γυναίκα φουριόζα πηγαινοέρχεται κι ο ανήρ σπίτι κάθεται, να σκουπίσει και να θηλάσει, να πάει λαϊκή τακτικά και τα παιδιά στ' αγγλικά, και το βράδυ στην τιβί αραχτός με τις μπύρρες παρά-πόδα περιμένει υπομονετικά-κερατιάτικα πότε το αιδοίο θα εμφανιστεί απ' την ημιδιαμονή, (και όχι «απ' το γραφείο μωρέ» όπως τού 'πε).
Χαχα! Τί μού 'πε κάποτε μία καμαρωψόφια γκόμενα; «Δε μπορείς μαζί μου εσύ να τα βρεις, γιατί με τη μάνα σου καλά δεν τα έχεις»! (Χαχαχα, ρε παιδιά, ακόμη γελώ και κεράκι τής αγίας Μαλάκως ανάβω.) Και τί τής σκρόφας απάντησα, (με το μέτριο τσιμπούκι, το μηδαμινό πρωκτικό και την πέτσικια, αδέσποτη και νεκρή κλειτορίδα); «Αυτό δα θα έλειπε ρε κουτοχόρτου-μωρό, και σ' ευχαριστώ που μου το σφραγίζεις: επειδή ακριβώς δεν "τα 'χω" εγώ με την μάνα μου, γι' αυτό δεν πρόκειται να "τα βρω" με εσένα»!
Διαθέτω εγώ κύριοι μίαν ευνή; Κατέχω εγώ γυναίκα τινά; Μου μαγειρεύει κάποια πεθερά, με σιδερώνει καμμιά θεία; Μου γκρινιάζει οποιαδήποτε σύζυγος, με αρμέγει όποια κορούλα; (ΟΧΙ.) Το παίζω έξω εγώ τσαμπουκάς, αετός και γαμιάς και μόλις μπω μέσα στο σπίτι μού πέφτουν στο πάτωμα αρχίδια, φτερά και προφυλακτικά; (ΟΧΙ.) Μοστράρομαι εγώ έξω για πρωταθλητής ή επενδυτής, μεγαλοσχήμων πολιτικός ή πιασμάν εφοριακός, δικηγοράκος τής Ευελπίδων ή νταβατζάκος τής Φυλής και μόλις αχνοπατήσω μέσα στο τσαρδάκι μού πέφτουν χαμαί τα παράσημα και οι μετοχές, οι ψήφοι κι η διαπλοκή, οι δικανικές οι κουγιές και οι γεωργιανές οι μαγκιές; (ΟΧΙ.)
Δεν κάνω τον έξυπνο τον τυχερό τον ντελάλη, I just present you my bare miles and facts, scars and bills, experience and torture. Γιατί μόνον αυτά άντρα σε κάνουνε κι όχι τα σαλιαρίσματα των τηγανιών, τα λιπαντικά των στολιδιών και τα στυτικά των αρωμάτων των γυναικών. Τί έχω εγώ ήδη γράψει; «Ο άντρας κρίνεται απ' τα "ΟΧΙ" που έχει αυτός πει, ενώ η γυναίκα απ' τα "ΝΑΙ" της που έχει στάξει.» Ήλθαμε σ' αυτήν εδώ την ζωή, όχι για να θρέψουμε τα αιδοία αποκλειστικά αλλά να θρέψουμε ψυχή και καρδιά, δικές μας πρωτίστως. Γιατί μόνο αν κάνεις το αληθινά δικό σου εσύ – και ουχί φυσικά το εγωϊστικά δικό σου, γιατί ΑΥΤΟ σε κάνει αιδοίου είλωτα και σερβιέττας κουβαλητή – τότε μόνον θα αναστηθείς και εσύ, αντί να μπαινοβγαίνεις για εκατομμύρια ζωές στην μήτρα, να την γαργαλάς και συνάμα χαλάς, να γεννιέσαι και να ξαναπεθαίνεις.
Το αιδοίο – μανούλας/γυναικούλας/πεθερούλας/κορούλας – είναι «η τελευταία έξοδος», όχι τής Ρίτας Χέηγουωρθ τής κινηματογραφικής, μα της ανδρικής ρεαλιστικής, ζωικής μεταφυσικής, μοναδικής κι ανεπαναλήπτου. Εξήλθες μεγάλε, ΜΊΑ φορά; Ε, μην ξαναμπείς μέσα! (Αυτό επιθυμεί εξ άλλου και το ίδιο το αιδοίο, ρώτα το να σ' το πει.) Γεννήθηκες ΜΊΑ φορά; Ε, μην πεθαίνεις συνέχεια συ, κυκλοφορώντας και συνοδεύοντας, πληρώνοντας δείχνοντας, γυαλίζοντας και ταΐζοντας αυτό που από σεπτό διάδρομο απογείωσης ζωής, το 'κανες εσύ μπιντέ προπατορικών ενοχών, οιδιπόδειων γούρνα λαντζέρικη και θυρίδα ασφαλιστικών πληρωμών!
Δεν σού φταίν' οι γυναίκες, αυνάνα εσύ! Οι γυναίκες είναι σοφές κι ιερές, εσύ τις πειρουνιάζεις και τις τσιγκλάς με το τσουτσουνάκι σου κάθε τρεις-και-λίγο, να δεις αν «ψηθήκαν» αυτές, αν «γίναν» αυτές, αν «μαλακώσαν» για τα πεσμένα σου αρχίδια και δόντια. Κι αν σού 'χει μείνει διόλου τσίπα και θάρρος ρε συ, στο φινάλε κάνε ΑΠΟΛΥΤΩΣ ό,τι σού λένε οι γυναίκες! ΜΕΣΑ κι ΕΞΩ όμως, αληθινά-πανηγυρικά κι όχι πούστικα-ξεκαρφωτικά. Τότε θα δεις – κι εμείς θ' απολαύσουμε – πώς και πόσο ο κόσμος θ' αλλάξει κι απ' το χέρι γυναίκας θα γίνει παράδεισος, απ' το χάδι γυναίκας θα ανατείλει η νιρβάνα, απ' το χνώτο και χνούδι τής γυναικός θα κατεβούν τα ουράνια να σμίξουνε με την γη μέσα σ' έναν συμπαντικό οργασμό, μοναδικό κι αιώνιο, ατέλειωτο εκκωφαντικό μεταξύ χάους-φωτός, δημιουργίας και τέλους.
(Ακροτελεύτιο.) Κοίτα ρε συ, αν έχεις δυνάμεις ακόμα εσύ, μέσα στα μάτια τής παντοδύναμης κι εκλαμπρότατης κόρης σου, «δυνατά, βαθιά και κατ' επανάληψη» που είπε ο Σπύρος. Κι εκεί απολύτως θα δεις την ελπίδα την οδηγία, την υγεία το κάλλος και την αυδή, την σωτηρία την ανάπαυση και την ευτυχία – με μια λέξη ρε... την Ζωή.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020