(Δοκιμή προσωπικής κατοχής και μακράς διάρκειας ΔΥΟ (2) δικών μου ΤΕΤΟΙΩΝ μοτοσυκλεττών!)
Στην μικρούλα ζωή μου έχω κάνει κουταμάρες πολλές. Όπως π.χ. να μην παντρευτώ μια Καναδή stripper, όπως μένοντας στο ΥπΕξ να καταστώ πρέσβειρα, όπως να χαρίσω λεφτά σε κάποιον που με βρίζει ακόμα. Υπάρχουν όμως στην πικρούλα ζωή μου στιγμές που ενώ είναι τυλιγμένες σε σελοφάν «κουταμάρας», με έκαναν χαρούμενο κι ευτυχή, τρελλαμένο σαλταρισμένο, οργασθέντα και πανικό, (εκ του Πάνα). Μία από αυτές και δη απολύτως χαρακτηριστική, ήταν η αγορά των δυό (2) μου SMR.
Πάντοτε ήθελα ν' αγοράσω μία μοτοσυκλέττα super-motard και βεβαίως HUSQVARNΑ. Το πλήρωμα τού χρόνου κατέφθασε λοιπόν κι ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωϊνό τού 2019, έφυγα απ' την Χαλκίδα καβαλλητός σ' ένα SM 510 R τού 2005, φυσικά καρμπυρατεράτο, φυσικά αμανιβέλλιαστο και φυσικά με τις χρωμέ ζάντες αλουμινένιες. Το μηχανάκι στην επιστροφή βάραγε φρούμαζε, φτερνιζόταν και έσκαγε, τον ακράτητο και ακάθιστο είχε. Άνοιγα το γκάζι ελαφρά κι αυτό κλώτσαγε, άνοιγα το γκάζι τολμηρά κι αυτό σουζάριζε, άνοιγα το γκάζι τρελλά κι αυτό εκσφενδονιζόταν. Θα το πω εξ αρχής, να τελειώνει το μαρτύριό μου αυτό: εξαιρώντας το APRILIA Tuono V-2 1000 R, το HUSQVARNA SM 510 R είναι όχι μόνον ελιξήριον νεότητος, όχι μόνο τού προστάτη θεραπευτής, όχι μόνο βιδωτήριον χαμόγελου μόνιμου καταπρόσωπο, μα και μηχανολογικό-οδηγικό θαύμα ιταλοσουηδίας.
Καθόμουν επάνω του και στα πρώτα είκοσι (20) χιλιόμετρα ο κώλος μου στέναζε, λες και είχε αιμορροΐδες εγκεφαλικές. Οι δυό μου – ακόμα γυμνασμένοι – γλουτοί είχανε βάλει μαζικά κι αγωνιστικά τις φωνές, κι ακουγόσαντε ως το Γκουαντανάμο όπου τις οιμωγές των Ταλιμπάν εκαλύπτανε, πού 'σαι ρε μαρκήσιε Ντε Σαντ να μού φέρεις τις πίτσες. Δεν φταίει η γαμάτη σέλλα μωρέ, το μηχανάκι έτσι ΠΡΕΠΕΙ να είναι στημένο και σελλωμένο. Δεν φταίει η «κοντή» μπροστινή του γεωμετρία ωρέ – που μαχαιρώνει άσπλαχνα άσφαλτο και μυαλό, και λόγω 17άρη τροχού – το μηχανάκι έτσι ΠΡΕΠΕΙ να κάνει, για να ξύνεις εσύ την κυψελίδα απ' τ' αυτιά σου στις μπαρριέρες τού επαρχιακού δρόμου. (Συγχωρείστε με που κομμάτι-σκόρπια σάς τα γράφω εγώ, μα είμαι πάμπολυ [sic] συγκεκινημένος.) Η πιστονάρα του χτυπιότανε στα χιτώνια, σαν χοντρή βαρυεστημένη και ημιτρελλή περιπτερού, μέσα στο τιγκαρισμένo-εμπόρευμα ρημαδιό της. Η μαμίσια κι ατάπωτη εξάτμιση πολυβόλαγε έναν συνδυασμό Ρούπελ και Τομπρούκ, που γκαζώνοντας εγώ η Φύση ησύχαζε για να δει ποιός τρόμπας κεφαλαιώδης περνά και πηδά όλο το Σύμπαν.
Ντράπηκα. Και κατευθείαν το SMR στο συνεργείο τού μηχανικού μου το έκλεισα, όπου το γαρμπιλιάσαμε ολόσωμο-αύτανδρο-σούμπιτο. (Έτσι κάνω πάντα, όταν μεταχείρα-μοτό αγοράζω.) Η λίστα μάλιστα είναι τόσο μακρά κι ακριβή, λεπτομερής και ουσιαστική, πονοκεφαλιαστική και δαπανηρή που μόνον όποιος ενδιαφέρεται να την επαναλάβει, θα τού την δώσω αυτήν, έναντι «πινακίου φακής» ευρώ πέντε χιλιάδων! Και μιαν εβδομάδα μετά, το HUSQVARNA μου βγήκε την παρθενική βραδυνή βόλτα του, φυσικά παρκάροντας έμπροσθεν τού μπαρ Au Revoir, όπου συχνάζω εγώ και το δικό μου «Πατ-pack». Έπινα το κοιτούσα και το καμάρωνα, κάπνιζα το κοιτούσα το θαύμαζα, γελούσα το κοιτούσα το λάτρευα, έφυγα το κοιτούσα και να σκοτωθώ πήγα. (Μ' εκείνο το πανάρχαιο 510 enduro που την δεκαετία τού '80 είχα οδηγήσει, καμμιά-μα-καμμιά σχέση. Έτσι για να ξεκολλάνε οι στόκοι οι άσχετοι, που επειδή από παπί σε μοτό ανεβήκανε, νομίζουνε και διαδίδουνε πως πατήσαν στον Άρη.) Η μοτοσυκλεττάρα αυτή επιταχύνει όπως κατεβάζω εγώ το στρινγκ τής υγραμένης τριαντάρας και η μοτοσυκλεττάρα αυτή επιβραδύνει, όπως ανεβάζει τσαντισμένη αυτή το σουτιέν της. (Βρείτε μου ρε κιαρατάδες ΕΝΑΝ-μα-ΕΝΑΝ να σάς τα γράφει αυτά κι εγώ συνδρομητής θα γραφτώ στο περιοδικούλι ΜΟΤΟύλι.) Το σπερματικώς ευλύγιστο πλαίσιο, συνδυασμένο με το νταμαρίσιο μπροστινό τής Marzocchi και ακομπανιαρισμένο με το πολυρρυθμιζόμενο πίσω SACHS προσφέρουν στην αιμοσταγή δεξιά χούφτα τού οδηγού ένα ΤΕΤΟΙΟ μενού που, όποιος επέζησε από ένα σεληνιασμένο Βουλιαγμένη-Σούνιο-τούμπαλιν, ταριχευμένον τον έχουνε στο Μουσείο τού Barber.
Το ξέρω το ξέρω, είμαι άπιστος. Δεν είμαι πιστός, πλανιέμαι εύκολα κι αμαρτάνω ταχέως. Και μόλις ένα – τί άλλο; – HUSQVARNA 250 WR βρήκα, άσπλαχνα βιαστικά και αδιάφορα, πούλησα το SMR μου! Κι όταν αντίκρυσα την «τρύπα» στην θέση στάθμευσής του εντός τής σπηλιάς πάγωσα, μέχρι να την γεμίσω με το καινούργιο μου μηχανάκι enduro. (Λένε ότι "Old habits die hard" κι επειδή οι μαλακίες ΠΑΝΤΑ και μόνον ΕΔΩ πληρώνονται, δεν άντεξα και μερικούς μήνες μετά, να 'μαι στην Κόρινθο για μιαν ακόμη φορά, έχοντας αγοράσει ένα υπερτέλειο καραγκαγκάν SM 510 R τού 2007, το τελευταίο πριν το ψεκαστό και με άλλο πλαίσιο τού 2008, πανάκριβο με λίγα χιλιόμετρα, περιποιημένο μα παρατημένο, παραπονεμένο κι ετοιμοπόλεμο. Φόρεσα το χαμόγελό μου εκείνο το φλεβαριάτικο κρύο πρωϊνό και ουδέποτε το αφήρεσα απ' το εκπάγλου-γήρατος προσωπείο μου, είτε την μοτό οδηγούσα, είτε την κοιτούσα απλώς. Είτε την χάϊδευα περνώντας από δίπλα της, είτε την ντριφτάριζα χαράματα στους αργολικούς δρόμους.
Φυσικά και σε ετούτο το SMR έγινε γενικό και λεπτομερές service. Φυσικά και το μοντέλλο τού 2007 είναι το καλύτερο τής «παλαιάς» και μοναδικής τούτης γενιάς, καθώς το «οχτάρι κι εννιάρι» που έχω οδηγήσει, κάπου μπερδεύουνε και μπερδεύονται με τον ψεκασμό, κάπου οι άσχετοι ιδιοκτήτες τους έχουνε μακριά και περίεργα μα καταστρεπτικά δάχτυλα, κάπου η ARROW θέλει πολύ ψάξιμο, και για να μην ξεκουφαίνει τον κόσμο, και για ν' αποδίδει γραμμικά και σωστά. Έτσι λοιπόν το μοντέλλο 2007 κατ' εμέ είναι το καλύτερο HUSKY SMR: λαμβάνεις ανά χείρας το FCR, το δίνεις στον Γιάννη τα μαγικά του να κάνει, ρυθμίζεις βαλβίδες τιτανίου συχνά και αλλάζεις λάδια συχνότερα απ' την περίοδο τής τριαντάρας (άντε πάλι) κι έτσι έχεις μία μοτοσυκλέττα που διεκδικεί ασυναγωνίστως και προπετώς... οργασμούς απ' την προαναφερθείσα και κολλημένη μου τριαντάρα (ρε δε μας χέ', χεχεχε).
Το δεύτερό μου κι αξέχαστο SMR, αυτό με την Yoshimura από Suzuki RMZ και τα κοκκινοτιγρέ φιλέττα στο τανκ, τις μαύρες-ματ ζάντες και την σπέσιαλ Dellorto ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου τής σωληνοειδούς βαλβίδας για ροή αέρα στην εισαγωγή, τα επακριβώς λυμένα-σερβισαρισμένα-ρυθμισμένα Marzocchi και Sachs, τις φρέσκες μαλακές λαστιχάρες του και την ευωδία τής «κατοστάρας» στον υποθάλαμο μέσα, δεν λέει να φύγει ποτέ απ' το καβουρδισμένο-πλέον-μοτοσυκλεττιστικά μυαλουδάκι μου. (Μόνος αντίπαλος κι αποκλειστικός; Θα το ξαναπώ: το V-2 Tuono.) Πόσες φορές δεν ούρλιαξα επικά-μανικά μέσα στο κράνος; Πόσες φορές δεν σταμάτησα δεξιά ξαφνικά, δεν κατέβηκα και κατούρησα έναν πίδακα υπαρξιακής αδρεναλίνης και οδηγικής αμφεταμίνης μέχρι την Αίγινα; Πόσες φορές δεν έτρεμαν τα χέρια μου από καύλα και συγκίνηση, ευωχία και ταραχή, φόβο και τρόμο ξεφλουδισμένο, καθώς το πυραυλικό-συμπαγές δίτροχο έραβε τις γραμμές του με τις εγκεφαλικές μου ραφές, έσπαγε τις πιστονιές του πάνω στις επινεφριδιακές μου πετριές, τινάζοντας τον μπροστινό του τροχό στα γαλάζια ουράνια και σκάβοντας τον πισινό του τροχό στα ασφάλτινα έγκατα; Αν κατείχα και έζησα ένα SUZUKI RG 500 Gamma ήταν μόνο-και-μόνο για να με φέρει και να μ' απιθώσει αυτό, στο V-2 Tuono. Κι αν το Tuono ελάχιστα το 'ζησα, ήταν μόνο-και-μόνο για να με «σκάσει» αυτό, πάνω στα δυό μου τούτα HUSQVARNA εκείνων των δυό μου αλησμονήτων ετών.
Έχω ταυτιστεί με ΟΛΕΣ τις γυναίκες μου που έζησα και έχω ταυτιστεί με ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ μοτοσυκλέττες μου που κατείχα. (Οι γυναίκες δεν κατέχονται βρε, γι' αυτό για την κατοχή τους ψοφάνε. Και στο μαλάκα τον βασανιστή τους βολεύονται, γαμίκο αδιάφορο, φλώρο λεφτά κι επηρμένο πολυλογά – ξέρω τί λέω.) Το SM 510 R όμως είναι ακριβώς μία μοτοσυκλέττα τού ώριμου μπάκουρου, του σπεσιαλίστα τής μοναξιάς, του χαΐστα τής κυριλιάς, του άκληρου τού εργένη. Γιατί μόνον αυτός θα βγει ώρες πικρές και κλειστές, βαριές δύσθυμες δύσκολες και νωπές, με το HUSQVARNA του ν' αλλεγράρει. Το σώμα του να προσφέρει να δονηθεί από τούτο το μονοκύλινδρο vibrator κι αφήστε τις λεσβίες να ψάχνονται, τις τσοντούδες τσαλίμια να μάς σκαρφίζονται και τούς ΛΟΑΤΚΙ-BDSM να κογιονάρονται ως προχωρημένοι. (Καλά, το κατανοώ, σάς σοκάρω, το κόβω.) Δεν είναι ότι ΟΛΟ το μηχανάκι ΑΥΤΟ είναι ΜΙΑ πενιά (μολυβιού), δεν είναι ότι ΟΛΗ η μοτοσυκλεττάρα ΕΤΟΥΤΗ είναι ΜΙΑ κοψιά (μαχαιριού), είναι ότι ΟΛΟ το δίκυκλο ΚΕΙΝΟ είναι ΜΙΑ ματιά εωσφορική σε ζωή θεϊκή, με τροχούς πάντα.
Την αγάπησα αυτήν την μοτοσυκλέττα και ποτέ μου δεν την ξεχνώ, γιατί πανηγυρικά πιστός εγώ είμαι. Εκεί που την καρδιά μου και τα νεφρά έδωσα, δεν τα παίρνω ποτέ εγώ πίσω. Εκεί που τα πόδια μου μάγκωσα και τα δόντια μου έχωσα, δεν τα ξεκολλάω ποτέ εγώ ούτε. Εκεί που μοτοσυκλεττιστικό σεξ εγώ έκανα, δεν το παίρνω ποτέ εγώ πουθενά για αλλού, άλλο. Σεξ μοτοσυκλεττιστκό κάνεις με οτιδήποτε καβαλλάς, μα το viagra καθίσταται περιττό, το avgas καθίσταται έωλο μόνον εκεί και μ' αυτό το δίτροχο θηλυκό που το κάνεις από αλάνι και ρεησόνι, γυναίκα. Μήτρα πειθήνια και πιστή, ξέφρενη κι ανεξέλεγκτη, ουρανομήκη και γήινη, οργασμική παραληρηματική, για καταστροφή κι αθανασία αγάντα. Κι όλα αυτά μ' ένα χαδάκι αέρινο απαλό και μ' ένα σκαφτό σκαστό γκάζι.
Το HUSQVARNA SM 510 R είναι μία μοτοσυκλέττα ορόσημο: άλλο το HUSABERG και άλλο το ΚΤΜ – μην τα μπλέκετε, καμμιά σχέση. Το «σπίτι στο βουνό» είναι για ξυλοκόπους και το «κάθε Τρίτη μάστορα» είναι για πιτσιρίκους: το HUSKY είναι για ζετεμιάρηδες και προσεκτικούς άρχοντες, για πουρούς εξηντάρηδες με καρδιά έφηβου και για ανυμέναιους έφηβους με αρχίδια εξηντάρη. (Όποιος ρωτήσει εδώ «πόσο καίει μωρέ;», ζαρτιέρες θα τού φορέσω και θα τονε στείλω down-town Καμπούλ, γκέγκε;) Έτσι λοιπόν, «ήρεμα κι απλά» καταπώς είπε ο Ρίτσος, το HUSQVARNA SM 510 R είναι η πλέον αγαπημένη μου μοτοσυκλέττα, στοπ. Μαζύ μ' ένα APPILIA V-2 1000 Tuono R που προσεχώς κι αναμάρτητα προτίθεμαι εντός-ημερών ν' αγοράσω. ("Serves me right to suffer", OK?)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021