(Λίγες τρυφερές, αληθινές καρπαζιές, εδώ τώρα. Από εμέ. Ως "Ζεν ροχάλες"... που θα κόρναραν παιχνιδιάρικα-αλανιάρικα τα αστούλικα copycats, μπερδεύοντας τού Bodhidharma τα uppercuts, με τις πίπες τού Ginsberg.)
Καμαρώστε βρε το «αντίπαλον δέος» τού Χωμενίδη και τού Κορτώ, τής Σώτης και τής Διβάνη. Παραμυθιαστείτε εντελώς με την γλυκοτεμπέλα μπητιά ενός «διαδόχου» τού Γιώργου Μακρή, την ποιητική τραλαλιά ενός «τέκνου» τού Νάνου Βαλαωρίτη, την ανέξοδη ροκιά ενός «συνοδοιπόρου» τού Μήτσου τού Πουλικάκου.
Δεν είναι ακριβώς η γενιά μου αυτή, μα η γενιά μου η ταλαίπωρη – μείον κάτι Πρετεντέρηδες Ταμβακάκηδες, Λαλιώτηδες και Κωστόπουλους, Δαμανάκες και Μυρσινούλες – μ' ετούτους «μεγάλωσε», σε τούτα τα ανίδρωτα και παρτάκικα τοτέμ πάνω έσκασε κι έχει μείνει γλυψιάρα, κολλημένη, γελοία. Κλούβια και φασαριόζικια, κοινωνικά αναγνωρισμένη λαμπρή μα ατομικά κι υπαρξιακά εντελώς παρενδυματική, ανάμεσα στο τζάμπα «επαναστατικό» φλυαροαμπλάρε (λέγε με Δοξιάδη Απόστολο) και το μετρητοίς μοβόρικο μπιστολάρε (λέγε με Κουφοντίνα Δημήτριο.)
Ποιόν να διάβαζες τότε; (Όσοι δεν κατάπιαν αμασητί Κορδάτο ή Καραγάτση.) Ποιόν να άκουγες τότε; (Όσοι δεν μαστουρώναν ασκαρδαμυκτί με Μικρούτσικο ή Τζων Τίκη.) Ποιόν να ζωγράφιζες τότε; (Όσοι δεν προαλείφονταν να γίνουν «εικαστικοί», τού ύψους μεγέθους και διαμετρήματος μιάς... Δανάης Στράτου-σύζυγου Βαρουφάκη-διαδηλώνω Πρωτομαγιά...)
Τον σχωρεμένο τον Πάνο Κουτρουμπούση τον ήξερα, δεν τον γνώριζα. Συμπαθητικούλης χαμηλών τόνων και εύθραυστος, επιφυλακτικός πονηροχωστούλης και ατακάτος, μανιαμούνιας αγγλοτραφής κι εξαρτημένος από την αγγλάρα του σύζυγο έκανε το περασματάκι του ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ απ' τα ελληνικά «Γράμματα» (κατά το... «χασάπη, γράμματα»), απ' την ελληνική «Τέχνη» (σιγά τα θαύματα), απ' τον ελληνικό «cult κι underground» μπιντέ (εδώ βάλτε αβέρτα τα κλάμματα).
And just let me illustrate ένα σκηνικάκι απ' αυτά που ο σχωρεμένος γούσταρε σε Πέραμα και Καισαριανή να φωτογραφίζει μεν, για να βαφτίζεται δε: είμαστε αραχτοί με φίλο-λαϊκό την δεκαετία τού Ογδόντα, στο κολωνακικό PICOLLO. Ο Χρηστάρας, χαράκτης ποτηριών και μπογιατζής τότε, κατόπιν οικοδόμος και σήμερα πολυνίκης δάσκαλος Tae Kwon Do επτά dan-παρακαλώ έχει κοζάρει-λοκάρει την Πανάρα που όρθιος Αναγνωστοπούλου και Πατριάρχου Ιωακείμ ψιψιρίζει χασκογελά, πολυλογεί κογιονάρει. «Τίναφτόσρε;» η Χρηστάρα εμένα ρωτά, «σκέτος κουτουρού μπούλης» καρφώνει κι όταν τού ανέφερα το «Κουτρου-μπούσης» επίθετον τού ανδρός, ξεκαρδισμένος τούς καφφέδες μας πλήρωσε λέγοντάς μου: «Να σταματήσεις ΑΜΕΣΩΣ να γράφεις ΕΣΥ ρε, γιατί σαν κι ετούτους θα γίνεις»! (Χαχαχα, ακόμα γελάω...)
Μέσα σ' εκείνο το φιλμάκι που για πάρτη του το Youtube "τρέχει" - και έσπευσε ο θεσμικός-πια «παίκτης» Τσαγκαρουσιάνος να ποστάρει ώστε η κοινή, σπρωχτή και πλατιά παραμύθα να συνεχιστεί - εάν διαθέτετε the eyes the balls and the guts θα διαπιστώσετε πόσο τούτοι οι underground-τρομάρα μας και για την πλάκα τους-βασιλείς, «γυμνοί» είναι. Αυτό το σιγανοπαπαδέ μάγκικο στυλάκι «ας 'ούμε», αυτή η ισόβια κερουακική εξάρτηση από το Αιδοίο (σε όλες του τις εκδόσεις και τις μορφές), αυτή η περφορέ «επαναστατικότητα» που ΜΟΝΟ επανά-στατικότητα είναι – δηλαδή «'ντάξει μωρέ, άραξε, ιτς γκρούβυ μαααν, πιάσε δυό μπίρες», πόσο αυτοαναφορική και πρωτοπορειακά κενή σκάει τελικά. (Αφήστε δε πόσο δημιουργική και εκρηκτική, ξεθεμελιωτική κι αναγεννησιακή ΔΕΝ είναι, πραγματικά...)
Άλλο απ' το ότι το 1995 τον ίδιο εκδότη (τρομάρα του) είχαμε, τον Κουτρουμπούση τον έβλεπα να ρεμβοπερπατεί αγκαζέ με το γυναικάκι του, στο κοσμικό Κολωνάκι του. (ΟΚ, δεν είναι όλοι τυχεροί Μητσοπουλικάκοι, να 'χουνε μια Θέκλα για θεά «συντροφιάς» – δεν πειράζει!) Τον έβλεπα και στενό άλλαζα, όπως άλλαζα λουρίδα όταν τον Βακαλόπουλο τράκαρα (άλλο πουλαίν πολυλιβανισμένο ετούτο), όπως βλέπω και λυπάμαι την Τριανταφύλλου να μπερδεύει την χοληστερινοειδή Πασιονάρια μέσα της, με την νευροανορεκτική Ζατέλη έξω της. Όπως πάντοτε προτιμούσα την ευωδία των γυμναστήριων και την μυρωδιά των συνεργείων απ' τον μπάφο τα ξίδια τα χάπια, τις παρόλες την απλυσιά τα εργάκια, τις παρεούλες τις μαφίες τα συμφεροντάκια των Γραμμάτων, τής Λογοτεχνίας, τής Τέχνης. Γιατί για γεννημένα γεροντάκια είναι αυτά, για ανεληκίωτα [sic] παιδάκια και για αρσενομανή μουνάκια – χαχαχα, εδώ ρε μόρτες άπαξ και έγινε η Μυρσίνη Ζορμπά υπουργός Πολιτισμού, δεν αργεί το ίδιο να γίνει και η Μυρσίνη Λοΐζου! (Απλώς έκατσε η ρουφιάνα η «στραβή στη βάρδια της» και τής την έπεσε τής αυθάδους καταδικασθείσης. μέχρι κι η... Ελενίτσα η Ακρίτα... "οut of all people and in all the gin joints in this world"!)
Σε ένα λοιπόν θα τούς μιμηθώ, και θα σταματήσω εδώ. Εκεί που περιπαθής μα ουχί εμπαθής θα έγραφα κάάάποτε ένα ολόόόκληρο άρθρο – όπως έκανα για τον Βακαλόπουλο, και πρόσθεσα άλλη μια καρρότσα εχθρούς στον αρχιδάτο κοτσαδόρο μου πάνω – τώρα «βαριέέέμαιαιαι» κι εγώ, και αράζω περιοριζόμενος μια χωστή πιτσιλιά εικόνων και μια σιχτιροειδή κουτσουλιά λέξεων να στάξω στο Διαδίκτυο πλέον. (Σιγά μην ακούσει και νιώσει κανείς, αυτά που ο Φώτος δαγκωκορνάρει επί χρόνια.) Γιατί αυτή είναι η ελληνική η καλλιτεχνιά: μικροεργάκια δυσανάλογα τού θορύβου των αρτιστών, πρακτικά αλληλογλειψίματα δυσανάλογα των θεωρητικών γαμησιών, φουσκωπαρλάτες να καλύπτουνε το ανύπαρκτο έρμα τους ΑΥΤΟΙ ειδικά και την υπαρκτότατη έρημο ΑΥΤΩΝ γενικά. (Τζίρος να γίνεται και για πάρτη τους ρε, πάντοτε φράγκων και φήμης-γωνία.)
Ως φατσούλα ο Κουτρουμπούσης ήταν ξεχωριστός κι άπαιχτος, όσο «άχαρτος πρίγκιπας» ήταν κι ο Σιδηρόπουλος που ήτανε Η φατσούλα. (Χα! Ο Μπονάτσος τής «επαναστατικής» μεταbeatιάς ήταν ο Παύλος, ένας Βλάσης σε πιό κρυμμένος και μπερδεμένος, δίχως μάλιστα Ζωίτσα κι Αλίκη αυτός.) Ως μουρίτσα ο Κουτρουμπούσης ήταν στο συνάφι-συννεφάκι μοναδικός, όσο αντιθετικώς-ακριβώς εκκωφαντικός ήταν ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, που αέρινος αλλά βιαστικός περπατούσε κι αυτός εντός Αθηνών – and this is a BIG compliment για το Ray-Banάτο καναρίνι ετούτο που συνέδεσε Αναφιώτικα και Αμερική, νιαουγάβ understatement και small-cannon attitude, λονδρέζικο περιθώριο με αλκοολική Ύδρα.
Μπορεί να μη μού κάνει εμένα το «παπούτσι ή τσεμπέρι, τήβεννος ή φούντα» αυτές, μπορεί εκεινών των ανθρώπων «κακών» – ως bad και maudit – ο τρόπος ζωής «στο λαιμό» να μού κάθεται, μα ένα θα πω: στην Ελλάδα την χώρα μου, όλα στημένα και ντεμέκ είναι, παρτουζοειδώς συμφωνημένα κι ανοργασμικώς αλληλοχαϊδολογούμενα. Κάποιοι δέχονται να τούς στήσουν μπροστά και κάποιοι αποδέχονται να τούς στήσουνε πίσω, ουδείς όμως τόλμησε και ταυτόχρονα απόλαυσε βαθιά και πραγματικά, ανέμελα κι εγωιστικά, λυτρωτικά κι απελευθερωτικά να εξέλθει οριστικά μαντριού και τελλάρου, παραμύθας και αναγνώρισης, φράγκων και φτώχειας.
(Και το λέω αυτό, γιατί καθότι με αφορά, έχω από πολύ-τώρα καιρό αρχίσει να σακκουλεύομαι-να ζω-να οργάζομαι την άφατη ομορφιά να μην σε γνωρίζει κανένας.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019