(Μία φωτογραφία από τα ανά-την-Ελλάδα ταξίδια μου) (13.09.21)
Καιρό ήθελα να το γράψω εδώ. Και να γράψω ετούτα.
Ίσως ο ναΐσκος αυτός βρίσκεται κάπου στην Πελοπόννησο ή την Θράκη, στην Ήπειρο ή τα Γρεβενά – δεν θυμάμαι κι ούτε θέλω να θυμάμαι καν. Αυτό που θυμάμαι όμως ήταν και είναι η μυρωδιά, ο μόσχος, η ευλογία.
Φθινόπωρο τραγανιστό, φύλλα βρεγμένα στρωμένα απ' έξω και μέσα μια ζεστασιά, μια πάστρα, μια τάξη αγία. Σιωπή στο βουνό, πρωί σ' ένα όρος, λειτουργία ανάμεσα σε πέτρινους όγκους ακίνητους και αδιάφορους, ζωϊκούς τροφοδότες.
Άνοιξα την πόρτα μαλακά απαλά, σαν να έμπαινα στο υπνοδωμάτιο μιάς ημιγύμνου παιδίσκης. Προσκύνησα στην είσοδο γονυπετής κι εκεί έμεινα πέντε αιώνες, δεν ήθελα να σηκωθώ, να κινηθώ καν. Ασπάστηκα επανειλημμένα το πάτωμα, έμεινα εκεί συντετριμμένος για λόγο άγνωστο κι όμως άκαμπτος, γενναίος, ευθύς. «Κύριε Κύριε, μέμνησο τής ψυχής μου» αναφώνησα και ψιθύρισα. «Σκήνωσε εν εμοί Κύριε, εραστή τής ζωής μου» την παλιά και δική μου προσευχή-mantra ξεκίνησα ψέλλισα. «Οδήγει τα βήματά μου Φως Aγαθόν, Βράχε όλων των Αιώνων» συμπλήρωσα και ένιωσα μιάν άγνωστη-κάποια δύναμη να με σηκώνει απ' το σάρκινο ντύμα μου και να με παραθέτει χορηγικά-σπλαχνικά στο τέμπλο των αποστεωμένων αγίων.
Τα μάτια μου έσταζαν δάκρυα χαράς κι ευωχίας, οι οφθαλμοί μου είχαν τυφλωθεί απ' το θάμπος τού σκότους τής εκκλησούλας αυτής, η όρασή μου είχε εκμηδενισθεί καθώς η καρδιά μου είχε απόλυτα απορρυθμιστεί, σβήσει, παυθεί. Ησυχία, ειρήνη, ανάπαυση – το τρίο και τρίγωνο όπου συναντώνται άνθρωποι και θεοί, παραδομένοι κι αναστημένοι, νεκροί και αείποτε ζωντανοί, ανύπαρκτοι και υπάρχοντες πάντα.
Ξωκκλήσια στην Ελλάδα υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια: άλλα μισογκρεμισμένα και άλλα τρανά, άλλα ιερά και άλλα απλώς εγκαταλειμμένα. Τούτο εδώ όμως με την ομορφιά και την πάστρα του, το μέγεθος και το βάρος του, την πέτρινη χάρι του και την δασωμένη καταπράσινη αγκαλιά του – την βασανισμένη ψυχή μου συνέλαβε, την αποστεωμένη καρδιά μου ανέπαυσε, το κατακερματισμένο κορμί μου εγλύκανε δια βίου, απλά: μέγιστα δώρα άπαντα τούτα.
'Cause it's all about "home" και δεν το μεταφράζω αυτό, γιατί χάνει σε μυστήριο, σε μαγεία, σε μαγγανεία. Κι εγώ που σπίτια πολλά άλλαξα, γενέθλιες πόλεις και κρεβάτια διπλά, παραλίες βότσαλων αλμυρές και τραπέζια δρύινα Ιδρυμάτων – ΕΝΑ θεωρώ ότι είναι τού άνθρωπου το ΜΟΝΟ και ΠΡΕΠΟΝ το σπίτι: ο οίκος Θεού, η χαμοκέλα τού Κύριου, ο Ναός τού Πατρός (όποιος κι αν είναι για τον καθένα αυτός). Στον Ναό στους ναούς – είτε βρίσκονται στους Δελφούς είτε στην Μητρόπολη Αθηνών, είτε στο Hosshinji ασκούνται είτε ταπεινούνται στην Μέκκα, είτε στο Varanasi σαπίζουνε είτε στο Τείχος των Δακρύων χτυπιούνται – βρίσκεται κι αναμένει η Πίστις και η Ελπίς, τα ΜΌΝΑ δυό όπλα τού δίποδου ενάντια στον Χώρο στον Χρόνο.
Κι απαιτούνται μιά-ή-χιλιάδες ζωές για να φθάσεις στο σημείο αυτό που θα 'σαι έτοιμος και χριστός, απονενοημένος και κεκληκώς, ώστε στα γόνατά σου να καταρρεύσεις ευτυχώς-τελικά και να ακινητήσεις δια παντός και οριστικά στην πόρτα και πύλη και χάος γλυκύ ενός ανωνύμου εξωκκλησίου.
Εγώ στάθηκα – δεν έχω παράπονο, και σ' αυτό – τυχερός και βαθέως ευχαριστώ και αενάως υμνώ: έλαβα γεύση αθανασίας. Πνοή ζωής εσωτερικής, αντίδωρο πνευματικής συστολής και εντολή υπολοίπου ζωής συντριβής κι ανιδιοτελείας.
Αμήν κι Έλεος, Σοφία κι Αγάπη
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022