(24.09.21)
Ταξίδι # 1
Με έχουν πει πολλά πράγματα, και σε άπταιστα κυψελιώτικα "I've been called many names". Με έχουν χαρακτηρίσει με πολλά επίθετα, ουσιαστικά όμως λίγα, ελάχιστα, σχεδόν κανένα.
Πάντως και «μεγαλομανή» με έχουν βαφτίσει, «νάρκισσο», «ψηλομύτη», «ξερόλα», «μισογύνη» – τέτοιους νονούς και νονές να 'χα κι άλλους εγώ, το καλύτερο βαφτιστήρι θα ήμουν.
Μπορεί λοιπόν οι ρωμιοί δρόμο ακόμα να μην καταφέραν να δώσουνε στον... Μίκυ Θεοδωράκη, εγώ πάντως διαθέτω τον «δικό μου» τον δρόμο!
Βρίσκεται – αν θυμάμαι καλά και η μνήμη μου δεν μπήκε στην ναφθαλίνη – κάπου στην Βόρεια Ελλάδα στην Μακεδονία, στην Θεσσαλονίκη στην Χαλκιδική, κάπου ανάμεσα στα δύο της θεσπέσια, τορνευτά και αξιόγλυπτα «πόδια».
Έβαλα τα γέλια σαν τον αντίκρυσα τούτον τον «προσωπικό» δρόμο μου και σταμάτησα δεξιά να τον φωτογραφίσω. What do you know, είμαι διάσημος πια, πάω ν' αγοράσω ένα οικόπεδο κει, να δέχομαι πλέον τα πλήθη που συνωστίζονται να λάβουν εκ των χειλέων μου νάμα σοφίας.
Η ματαιοδοξία είναι μια ανθρωπίνη πυρίτιδα, που το φυσίγγιο τής ζωής μου το μουσκεύει, αντί να τ' ανάβει. Η μεγαλομανία είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό, που το ντεπόζιτο τής ζωής μου το αδειάζει, αντί να γεμίζει. Και η υστεροφημία είναι ένα ανθρώπινο στοιχείο περιουσιακό, που το ισχνό μου Ε9 το μηδενίζει, αντί να τ' αυξάνει.
Όλα καλά. Άπαξ και ένας μικρός άσημος χωματόδρομος το όνομά μου διαθέτει, κάτι αφήνω κι εγώ, κάτι ήμουν. «Οδός Ντάνη» δεν υπήρξε ποτέ, γιατί κάθε άνθρωπος είναι μια λεωφόρος προς τον Ουρανό, που ξεκινά από ένα συζυγικό κρεβάτι κάποια βραδυά και καταλήγει σε ένα λίκνο εντός Γης όλος χαρά.
Για αυτόν φυσικά και για κανένανε άλλον.
Ταξίδι # 2
Δεν θυμάμαι πλέον πού είμαι και βρίσκομαι εδώ. (Ίσως στην Κρήτη, ίσως και Πελοπόννησο...) Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι έκανε ζέστη πολλή, ταξίδευα με τον «Ζαχαρία» μου – τo ταπεινό, άσπρο και πιστό μου Φιατάκι Doblo – και ήμουν σιωπηλά αποσβολωμένος, ευτυχισμένα ιπτάμενος, γυμνός όλη μέρα.
Σταματούσα όπου ήθελα, έτρωγα ό,τι έβρισκα, έκανα μπάνιο σε βρύσες και θάλασσες, κοιμόμουν κάτω από δένδρα σκιερά και φεγγάρια εκτυφλωτικά, με ρουφούσαν κουνούπια και μέλισσες κι έκανα εβδομάδες-σειρά να μιλήσω.
Ένας νομάς με τετράτροχο – το 'χουνε κάνει κι άλλοι μιλιούνια. Ένας ακόμη ταξιδευτής που σταμάταγε κι έγραφε τις σκέψεις, τα όνειρά του – όπως το 'χει ο Κλιντ Ήστγουντ πει: "This kind of certainty comes only once in a lifetime".
Φωτογραφίες δικές μου δεν έχω πολλές, αυτοπορτραίτα δεν βγάζω. Κινητό σύγχρονο δεν διαθέτω εγώ και μετά από λίγες μέρες εκεί, και την κάμερά μου μού κλέψαν.
Έμεινε όμως τούτη η σκηνή, η στιγμή: εγώ γυμνός απ' την μέση κι επάνω όρθιος κι ανοιχτός, το αυτοκίνητο δίπλα μου σταματημένο και αυτό ανοιχτό, πίσω μας η θάλασσα και μπροστά μας ο ανοιχτός δρόμος.
Όλα είναι καλά, όλα στην θέση τους και άπαντα είναι ωραία: ορίστε το σπάταλο δώρο Ζωής, η ανοικονόμητη ευλογία Φωτός και Πυγμής, ένας άνθρωπος μια μηχανή ανάμεσα σκιά και πνοή – ΑΥΤΟ είναι ΟΛΑ.
Ταξίδι # 3
Σε συνέχεια τού προηγουμένου κειμένου μου, εδώ θυμάμαι ακριβώς πότε και πού βρίσκομαι: είναι το 2014 και είμαι στην Σαγιάδα τής ακριτικής Θεσπρωτίας.
Είναι ήδη μήνας Οκτώβριος, η Ήπειρος έχει ήδη βαρύνει από καιρό, το ταξίδι δυσκολεύει με βροχές ασταμάτητες, κρύο περονιαστό, δρόμους κακοσυντηρημένους και ανθρώπους μελαγχολικούς καταπιεσμένους, αμίλητους μαγκωμένους.
Τίποτα απ' τα προηγούμενα δεν μού «έγραψε» πάνω μου, μέσα μου, απολύτως. Εξακολουθούσα στην βόρεια Ελλάδα να τριγυρνώ, να στρίβω εδώ, να παρκάρω πιο κάτω: κοιμήθηκα ένα βράδυ πάνω στο σημείο συνάντησης ναρκεμπόρων απ' την Αλβανία, ένα άλλο δίπλα σε ξεχασμένο ναρκοπέδιο, ένα τρίτο σ' ένα κάμπινγκ εγκαταλειμμένο όπου διέθετε μέχρι μπιλιάρδου τραπέζι με στέκες και μπάλλες στο ύπαιθρο.
Ταξίδι δεν είναι βιντεάκια, για τους καναπεδάτους ακίνητους που τούς παρακαλάς να σού κάνουνε crowd-funding. Ταξίδι δεν είναι λειώνω στο picture-taking, για τις γκόμενες που πρώτη φορά βγήκαν απ' την τουαλέττα τους, τον κόσμο στα πόδια τους να γνωρίσουν. Ταξίδι δεν ξέρω καν τί είναι εγώ: μέχρι στιγμής παίρνω ένα οποιοδήποτε όχημα, μπαίνω μέσα του και βγαίνω στον δρόμο.
Και μέχρι να μπω στο λειψό και άδειο σαρκίο μου, να λάβω ανά χείρας ράβδον και πήραν, έχω δρόμο ακόμα πολύ. Που μπορεί τούτος στο σαλόνι μου να με επαναφέρει ή να με απιθώσει εκεί όπου είναι η θέση μου πιά. Χα! Αυτά ουδείς τα γνωρίζει προκαταβολικά: στράτα-στρατούλα στρώνεις τις πλάκες τής ζωής σου εσύ κι όποιος δίδαξε τί είναι και τί δεν είναι – πλατεία τον κάνανε, τα παιδάκια να παίζουν, να κουτσουλάν τα πουλιά, οι γέροι να μουρμουρίζουνε.
Τί σκέφτηκα τώρα, την φωτογραφία μου τούτη κοιτάζοντας;
Οι σταγόνες βροχής είναι επιστολές τού Θεού που τις στέλνει να πέσουν επάνω σου, μπας και τις πιάσεις τις διαβάσεις εσύ και βρεις την κατεύθυνση την «πορεία» σου, την διεύθυνση την «οδό» σου.
Ταξίδι # 4
Πόσοι-μα-πόσοι άνθρωποι έχουνε πάρει τούτον τον χωματόδρομο;
Και τον μετράν τον λογίζουνε, τον πλασάρουν και τον πουλάνε για λεωφόρο επιτυχή και λαχταριστή, πλουμιστή ποθητή, μοναδική και υπέροχη κιόλας;
(Μέχρι και ότι «τα έργα σου απέχουνε απ' τα λόγια σου» πρόσφατα μού 'πανε – κι επειδή εγώ ακούω τί μού λέν' και τί θέν' να μού πούνε – βρήκα αυτήν την φωτογραφία και στο γραφείο μου πάνω την έχω βάλει να την κοιτώ, να την διαλογίζομαι και να την μασάω.)
"Μy two cents", again: αυτός που για την αλήθεια χτυπιέται παθιάζεται, μπορεί να πει/να 'χει πει κάνα ψέμμα. Μα αυτοί και αυτές που «ψεμματάκια και κολπάκια» ντηλάρουν και σπρώχνουνε, παραμυθάκια και σεναριάκια για να την βγάλουνε και να καζαντήσουνε, την αλήθεια μόνο στα... γαριδάκια θα βρούνε.
Κι ούτε εκεί καν!
Καθώς τα γαριδάκια μπορεί να παχαίνουνε, μα έτσι δεν πρόκειται ποτέ ν' αποκτήσουν... πουλάκια!
(BONUS TRACK)
ΑΥΤΟΣ είναι ο ωραιότερος ΔΡΟΜΟΣ μου
Κάπου στην Ελλάδα την χώρα μου, ένα απόβροχο φθινοπωρινό πρωϊνό, ερημιά ησυχία και φύση.
Σήκωσα ασυναίσθητα την φωτογραφική μηχανή, μήπως συλλάβω τον αέρα λεπταίσθητο, τις νιφάδες ατμού, την μυρωδιά των μουσκεμένων φυτών – τίποτα.
Το όνειρο όταν βουτά και χάνεται στην στιγμιαία πραγματικότητα είναι ασύλληπτο για τα μεγέθη τ' ανθρώπινα, τις ικανότητες δίποδου, τον βούρκο μυαλού του.
Μένει – και μένω – απλώς να κοιτώ την σαγρέ άσφαλτο, τις λιμνούλες νερού, τον πίνακα πλάσης. Και αρκούνε τούτα για μία ζωή, για πολλές ζωές, για ανάσα κοφτή και πίστη αιωνία.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021