Δεν υπάρχει πιο αθηναϊκή – πάντα μοτοσυκλετιστική – βόλτα από την παραλιακή διαδρομή της Αττικής, από το Φάληρο μέχρι το Σούνιο. Χρησιμοποιώντας την λεωφόρο Συγγρού ως πρώτο «ποτάμι» εξόδου, καβαλώντας την λεωφόρο Ποσειδώνος – τούτη την φαληριώτικη Croisette – μέχρι την Γλυφάδα κι από κει έχοντας πάντα δίπλα και στα δεξιά σου την πολυφίλητη θάλασσα του Σαρωνικού, φτάνεις στο Σούνιο χωρίς να το καταλάβεις.
Κι αν έχω κάνει εκατοντάδες φορές τούτη την διαδρομή. (Για διάφορους λόγους, με διαφορετικά οχήματα και όλες τις εποχές.) Και κάθε νέα φορά όμως είναι λαμπερή και καινούργια, πρωτόφαντη κι αποκαλυπτική, ζωογόνα και ανανεωτική, μια διαδρομή απόψυξης της ψυχής και αναψυχής της στιγμής που δεν λέει να τελειώσει. Γιατί ακόμα κι όταν έχω επιστρέψει στο σπίτι μου – η αύρα της ακόμα κρατάει, οι μυρωδιές και τα λουσάτα αυτοκίνητα, οι επαύλεις μαζί με την αρμύρα του κόλπου, τα αμάζευτα σκουπίδια στην άκρη τουυδρόμου κι εκείνος ο μοναδικός και υπέροχος ναός του Σουνίου που πάντα καταφέρνει και με αφήνει απλώς άφωνο κάθε φορά που θα πάω να τον προσκυνήσω. (Γιατί για τους μη-επαγγελματίες χριστιανούς, ο άνθρωπος προσκυνά ό,τι ο άνθρωπος έχει λατρέψει, τελεία.)
Το έχω εδώ ξαναπεί και το 'χω εδώ ξαναγράψει: ίσως βρίσκομαι σε μια της ζωής μου στροφή, ίσως αναμετρώ στιγμές και σκηνές δικές μου και άλλων, ίσως πάλι ετοιμάζομαι γι' ακόμη μία φορά ν' ανακόψω τον χρόνο τις σχέσεις, τις σκέψεις τις πράξεις μου και μηδενίζοντας το κοντέρ, απ' το άπειρο να επανεκκινήσω. Για πού; Άγνωστο. Για το άγνωστο βέβαια πάλι, ν' αφήσω ξανά να με παρασύρει αυτό που άμορφο κι ασχημάτιστο έρχεται, το μυαλό μου ανάβει και παραλύει τα χέρια μου, ενώ κάνει τα πόδια μου να πετάνε. Κι αν το 'χω κάνει στην ζωή μου αυτό, κι αν έχω τυφλά υπακούσει κάθε φορά που κάποιο νέο καινούργιο όνειρο, επιθυμία ή σχέδιο έσκαγε στο μυαλό μου και με συνέπαιρνε, με ταρακουνούσε συνθέμελα και με έκανε ν' ανατρέπω συνεχώς την ζωή μου περνώντας στην επόμενη φάση της, αποσταθεροποιώντας ή και γκρεμίζοντας ενίοτε ό,τι είχε μέχρις εκείνης στιγμής καταφέρει αν στήσει.
Οδηγούσα το Triumph εκείνο το πρωινό στα μέσα Μαΐου και δεν πίστευα ό,τι έβλεπα, δεν άντεχα να κοιτώ αυτό που τα μάτια μου «γράφαν». Μια θάλασσα δίπλα μου (έδαφος πικρό), μια γη κάτω μου (πυθμένας ζεστός) κι ένας ουρανός από πάνω μου, ξεφυλλίζοντας σύννεφα την βροχή του διαλέγει. Δεν είναι καθόλου τυχαία η γη της Αττικής, δεν είναι καθόλου τυχαίο το χώμα ετούτο. Αυτά τα έχουνε πει οι ιστορικοί, τα έχουν υμνήσει οι ποιητές και τα 'χουν βεβαίως καταστρέψει τελείως οι φυσικοί διάδοχοί τους, εγώ δεν πρόκειται να επαναλάβω τίποτα απ' αυτά. Οδηγούσα την μοτοσυκλέτα μου εκείνο το πρωί κι ανέπνεα μέσα απ' το κράνος μου σαν να μην είχα αναπνεύσει ποτέ μου, ας τα πάρω τα πράγματα όμως από την αρχή για να μπορέσω να εκφραστώ στρωτά, καθαρά, επιτέλους.
Από καιρό ήθελα να ξανακάνω τούτη την διαδρομή και μάλιστα με μία μοτοσυκλέττα αργή, ράθυμη και κουλαριστή, χαλαρή κι απολαυστική. Να κοιτάζω περισσότερο γύρω μου παρά να αδρεναλινοπνίγομαι μέσα στα στροφιλίκια. Να μπορώ να ρεμβάσω με άνεση κι ηρεμία, παρά να χειρίζομαι με αγωνιστική ακρίβεια τα clip-ons προσπαθώντας να μείνω στην ζωή και τον δρόμο. Γι' αυτό διάλεξα λοιπόν ετούτο το modern-classic δικύλινδρο εξ Αγγλίας και έπεσα διάνα, παραθέτω επιγραμματικά σκέψεις και χρώματα, αισθήματα και αρώματα και ολίγες φωτογραφίες για το ημερήσιο οδοιπορικό μου ετούτο.
Λεωφόρος Συγγρού: η το πάλαι-ποτέ αμαρτωλή οδός είναι σήμερα γεμάτη ενοικιαστήρια μεγακτίριων, στραγγισμένα στριπτηζάδικα και τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας. Οι οδηγοί αυτοκινήτων αραιά-και-πού πατάνε γκάζι μέχρι το πάτωμα στην αριστερή λωρίδα πάντοτε-φυσικά και φαντασιώνονται ότι τρέχουν στο Μονακό, κάποια στιγμή αργότερα δίνουν ραντεβού στο ΩΝΑΣΕΙΟ όπου πολλοί σήμερα καταλήγουν ν' αλλάζουν καρδούλα-βαλβίδες-μπουράκια - ο σμυρνιός Τέλης να είναι καλά.
Έδεμ: στα seventies ήταν η πλέον μυθική μας στροφή, εκεί όπου άλλοι κατέληγαν στου νεκροτομείου τον κρύο πάγκο κι όσοι επιζούσαν, τραυλίζαν επί χρόνια πολλά. Κάτι ψόφιες καφετέριες, τα άλογα του Ιππόδρομου που τα έβγαζαν βόλτα – άντε και τα πρώτα πανάκριβα σκάφη είναι ό,τι έχω διασώσει απ' την περιοχή τούτη που κάποτε, λόγω σχολείου, πολύ καλά γνώριζα. Τώρα; Ένα τίποτα. Άπλετοι χώροι προς «αξιοποίηση» και λέξεις όπως «φιλέτο», «καζίνο» και «επενδυτές» που τις μασουλάνε και μηρυκάζουνε fast-track μεγαλοπιασμάν-ντε δικηγορίσκοι.
Καλαμάκι-Ελληνικό: τόσα πολλά έχω να πω, αλλά και τόσα λίγα που θέλω. Για το οικόπεδο που δεν αγόρασε ένας θείος μου και για το σκάφος του φίλου μου Τούλιο που ελλιμενιζόταν στο Καλαμάκι. Για το παλιό αεροδρόμιο που και-καλά πίστα Formula 1 η ΕΛΠΑ τούς έταξε και για τα αλυσιδωτά καραπαράνομα-μα-ακλόνητα ιστορικά νυχτερινά κέντρα. Για τον διαφορετικό αέρα που φοράνε οι «παραλιακοί» κάτοικοι και για τα πρώτα «ξεχωριστά» αυτοκίνητα που ίσως κανείς συναντήσει.
Γλυφάδα: όσο το προάστιο τούτο διέθετε Αμερικάνους «της βάσης» προόδευε, πλούταινε και βλάχαινε παραλλήλως. Τώρα είναι περισσότερο πλούσιο, η βλαχιά έχει απορροφηθεί και σωματοποιηθεί, ήρθε κι η τρισκατάρατη κρίση και τα πανάκριβα διαμερίσματα ούτε ένα ευρώ δεν έχουν φτηνύνει. Παρ' όλα αυτά μπορεί να δει κανείς ακόμα Ρωσίδες νεότατες ντυμένες πανάκριβα, Βαλκάνιους να βγαίνουν από αυτοκίνητα-φρούρια με τις χρυσές καδένες τους πάντα και κάτι Γλυφαδιώτες ηλικιωμένους θεούς να λειώνουνε στην ρακέτα από Πάσχα μέχρι Χριστούγεννα.
Βουλιαγμένη: εδώ είναι αισθητότατη η αλλαγή φορολογικού συντελεστή, τα πράγματα είναι πιο κρυφά κι εσωτερικευμένα, ο αέρας πιο αρζαντέ και η Aqua marina, το Μoorings στην θέση τους από αιώνων βεβαίως. Η πλαζ στις δάφνες της αναπαύεται, όπως και οι νεκροί που έχουν αναπαυθεί στις στροφές των Λιμανακίων παραμένουν αμέτρητοι και διψούν για συνάδελφους πάντα. (Από εδώ ξεκινά και επίσημα η μοτοσυκλετιστική βόλτα μας, από εδώ λιγοστεύει η κίνηση, πλαταίνει ο δρόμος, φυσά πάντοτε από δεξιά κι ο ήλιος δεν σε τυφλώνει τελείως.) Οι έξι επόμενες στροφές που σε οδηγούν στον φούρνο του Γεωργιάδη στην Βάρκιζα έχουν μάθει σε όλους τους παλιούς δίκυκλους Αθηναίους οδήγηση, ενώ στην παραλία της έχουν μάθει κι οι υπόλοιποι ένα στοιχειώδες σερφάκι.
Κι από εδώ σταματώ τον αντιτσόκλειο τούτο τουριστικό οδηγό και ξαναπιάνω το μολύβι του Ντάνη. Κρατάω το γκάζι σταθερό και αφήνομαι να κυλώ στον δρόμο αβίαστα, απερίσκεπτα ακριβώς κι εντελώς αφηρημένα. Όλες οι κινήσεις μου γίνονται μηχανικά, η ταχύτητά μου είναι τόσο μικρή που το μυαλό μου ενώ έχει αφαιρεθεί, δουλεύει ξυράφι. Τα μάτια μου καταγράφουν την διαδρομή, τ' αυτιά μου μέσα απ' το κράνος απομνημονεύουν τον ήχο της θάλασσας και η μύτη μου τρακάρει πάνω στην ανοιξιάτικη γύρη που με τον άνεμο έρχεται, μια πανδαισία. Το Λαγονήσι ετοιμάζει την Σαρωνίδα, τούτη φέρνει μετά την Ανάβυσσο, με την σειρά της αυτή σερβίρει κατόπιν Παλαιά Φώκαια κι από εκεί και πέρα ο ... λογαριασμός χάνεται, γιατί ο λογαριασμός δεν έχει καμμιά σημασία. Σημασία έχει μοτοσυκλέτα να οδηγείς και να νιώθεις ότι κυλάς, μετά ότι πετάς και στο τέλος ότι απλά δεν υπάρχεις. Άνθρωποι, χόρτα και πέτρες περνούν από δίπλα σου, αυτοκίνητα, σκάφη κι εκσκαπτικά, στάσεις λεωφορείων έρημες, κάδοι απορριμμάτων αναποδογυρισμένοι και μία δόμηση άνευ προηγουμένου. Δόμηση επιθετική υστερική και νεοελληνική, δόμηση πομπώδης, νεοπλουτίστικη κραυγαλέα, δόμηση ΚΥΡΙΩΣ παράνομη, τσαμπουκαλίδικη και προπαντός εξιμπισιονιστική. Από επαύλεις που απαγορεύουν εντελώς κι αυστηρώς την – συνταγματικά κατοχυρωμένη – πρόσβαση στην θάλασσα, μέχρι ξενοδοχειακά συγκροτήματα που εξαναγκάζουν το τοπίο σε μία καθίζηση οπτική και μοιραία αισθητική πτώση. Από μεγαπερίπτερα που ανταγωνίζονται σε τζίρο και έκταση το ίδιο το MALL, μέχρι parking σκαφών που στεγάζουν επί 355 μέρες τον χρόνο του μαύρου χρήματος την βλακεία. (Τις δέκα υπόλοιπες μέρες, στην θάλασσα θα πέσουνε τούτα, να πάνε – άντε μέχρι την Τζιά.) Από παραλιούλες-μινιόν, μέχρι τις χαρακτηριστικές ομοβροντίες από ξαπλώστρες – η θάλασσα δεν ενδιαφέρεται για αυτά, η θάλασσα στραφταλίζει και σήμερα έτσι όπως πάντα στραφτάλιζε, τα νερά είναι μαγιάτικα διάφανα και μαγευτικά και εγώ το ομολογώ πως σταμάτησα κάποια στιγμή και γδύθηκα, να βουτήξω.
Όσο αλάτι και να μην βάζω στο φαγητό μου, δεν το χορταίνω στο στόμα μου σαν απ' το νερό βγαίνω. Η αίσθηση όταν τα ρούχα ξαναφοράς, το ψιλό τούτο γρεζάκι που τρίβεται ανάμεσα δέρμα και τζην, τα μαλλιά που τρίζουν και κρυσταλλώνουνε μέσα στο κράνος, η μύτη που εκχυλίζει και τρέχει ασταμάτητα – ορίστε μία παλέτα από συναισθήματα που ο σημερινός άνθρωπος όχι μόνο προσπερνά και αδιαφορεί για αυτά, μα τσαντίζεται άμα τα νιώθει κιόλας. Όσο κι αν το αλάτι λένε πως είναι ο εχθρός του ανθρώπου, τόσο εμένα μ' αρέσει να το αισθάνομαι πάνω μου: ιδιαίτερα τους χειμωνιάτικους μήνες πάντα βουτάω για ένα μπανάκι όχι μόνο για λόγους υγείας, αλλά και για να ζεσταθώ – το συνιστά εξ άλλου κι αυτή η εκλεκτά σκληρή εγγλεζόφατσα, ο Βear Grylls. Έτσι λοιπόν και την φορά τούτη: πάρκαρα το Triumph στην άκρη του δρόμου και με τις «Καβοκολώνες» να με σκεπάζουνε, στην θάλασσα βούτηξα. Τέτοια παγωμένη αγκαλιά είναι σπάνια, σου παίρνει και σου κατακρατά την ανάσα σου στην στιγμή, στην αρχή χαίρεσαι εσύ από την υδάτινη κι εύπλαστη τυλιξιά πάνω σου κι αμέσως μετά ψάχνεις την γλώσσα μέσα στο στόμα σου που έχει παγώσει. Βουτάς δυνατά καρφωτά με το κεφάλι σου κάτω για τον βυθό κι όλες οι αποχρώσεις του μπλε γράφουν την κόρη σου, γυρίζεις ανάποδα και παίζεις σαν το δελφίνι-μωρό και δεν θέλεις να βγεις όσο κι αν τα μέλη σου έχουν παγώσει.
Σκέφτομαι: είναι μία Τετάρτη Μαΐου μηνός, είναι δύο το μεσημέρι κι εγώ αντί να δουλεύω όπως οι άλλοι υπόλοιποι, κολυμπάω στην θάλασσα και παίζω, φωνάζω και χορεύω σαν το παιδί. Τα πουλιά γύρω μου έχουνε τρελαθεί στις φωνές, τα κύματα γύρω μου έχουν σαλτάρει στα σχέδια τα κρόσια και τους αφρούς, λέω πως δεν θέλω τίποτε άλλο στην ζωή μου ολόκληρη απ' το να κρατήσει ετούτη η στιγμή, μια στιγμή μόνο. Γιατί αυτή είναι αρκετή, γιατί αυτή είναι όλη εκεί, γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να αξίζει πιο πολύ, γιατί «γιατί» δεν υπάρχει. Βγαίνω στα βράχια και ξαπλώνω επάνω τους, ο ήλιος ζεσταίνει τρυπώντας και μαλακώνοντας τα χειμωνιάτικα κόκκαλά μου, δεν θέλω να βάλω τα σκούρα γυαλιά και μένω για ώρα ακίνητος να στεγνώσω. Απέναντί μου ακινητεί ο «Πατρόκλου Χάραξ» (το στρατόπεδο τού Πάτροκλου στα αρχαία δηλαδή), το νησί Κόπρος ή Πάτροκλος σήμερα. Που-και-που στρέφω το βλέμμα μαγνητισμένο αριστερά και κλέβω ματιές στον ναό ΜΟΥ, στο μόνο μαρμάρινο κι αρχαίο οίκημα που στα πιο τρελά όνειρά μου, μέσα του θα ήθελα να κατοικήσω. Ούτε Βερσαλλίες ούτε καν Παρθενών, ούτε Πυραμίδες let alone το Καπιτώλιο της Washington – εγώ ας ήμουν κάποτε ΟΛΟΣ εδώ κι ας πέθαινα την επόμενη μέρα. Κάτι έχει το τοπίο αυτό και με μαγνητίζει σύγκορμο, κάτι σίγουρα διαθέτει κι εκπέμπει αυτός ο του Ποσειδώνα ναός και με κάνει να σπεύδω κοντά του. Τετάρτη 18 Μάη το ημερολόγιο έδειχνε και ήταν η Παγκόσμια Μέρα Μουσείων, γλύτωσα έτσι το εισιτήριο και το πλήρωσα όλο σε χαρτομάντηλα που είχα από πριν αγοράσει.
Επιτρέψτε μου τώρα να γίνω προσωπικός
Οι στιγμές που ανοίγουν οι βρύσες μου της ψυχής, είναι σπάνιες. Οι στιγμές που θα κάτσω να κλάψω μετριούνται στα δάχτυλα άτεχνου κι ανεπίδεκτου ξυλουργού, που 'χει πιεί δέκα μπύρες προτού κάτσει να κόψει στην κορδέλα δυο τάβλες. Και οι φορές που μ' έχει κατακλύσει το κλάμα κι ο σπαραγμός δεν είναι πάνω από δύο, θα γράψω εδώ για την μια, την πρόσφατη τελευταία. Την απροσδόκητη και αιφνίδια, την αναπάντεχη και κατακλυσμιαία, την καθαρτική κι ανανεωτική, αυτήν την φορά του Σουνίου. Ο ήλιος έλαμπε και με κοπάναγε μ' εκείνη την αττική χαρακτηριστική ανοιξιάτικη εμμονή του, η αύρα του Αιγαίου πασπάλιζε τον χώρο ευλογία και ευτυχία και ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΣ άλεθε κι έσβηνε τα πάντα μέσα του, κρατώντας επακριβώς και με σεβασμό τις φόρμες των πάντων. Ανέβηκα στον ναό κι έκατσα δίπλα του. Άφησα το σακίδιο και περπάτησα γύρω του κι ύστερα από μερικές γυροβολιές που δεν μέτρησα, τόλμησα κι ύψωσα επιτέλους την φωτογραφική μηχανή μου. (Ευτυχώς που 'χει μπει πια το σκοινί περιφρούρησης κι έτσι σταμάτησε η ακατάσχετη πορνογραφία των τουριστών να μολύνει τον χώρο, αρκετά graffiti έχουν πάνω του σκαλιστεί, τα βλέπεις και σου πονάνε η ψυχή και τα μάτια.) Αλλάζω γωνίες λήψης της μηχανής κι ακούω μια φωνούλα κοφτή, πλησιάζω να εστιάσω τους κίονες καλύτερα και πιάνω μέσα στ' αγέρι ένα τερέτισμα μπάσο μονοφωνικό - σταματάω. Παρ' όλα τα καινούργια μου γυαλιά δεν βλέπω τίποτα, κοιτώ δεξιά-κοιτάζω αριστερά – μόνο πέτρες και χώμα, σκόρπια μάρμαρα και παντού ένα επίμονο φως να καταβάλλει τα βασανισμένα μου μάτια. Ώσπου στο τέλος ένα κακάρισμα στακάτο και σοβαρό με κάνει να ρίξω το βλέμμα πάνω σε μία πέρδικα τροφαντή και καμαρωτή, στους είκοσι πόντους μπροστά μου. Μία Πέρδιξ η Αλεκτορίς, της οικογένειας των Φασιανιδών, της τάξης των Ορνιθόμορφων, μια κυρία μ' ένα γλυκό κατακόκκινο βαμμένο μάτι να με κοιτά και να μου μιλά, να με πλησιάζει άφοβα και να θέλει γνωριμία συζήτηση, κάτι άλλο. (Είναι φορές-φορές που νομίζω πως πλέον «το χάνω», είναι άλλες φορές που απλά πιστεύω πως έχω χαθεί, και είναι και κάποιες ακόμα που δεν διαθέτω καν την αντίληψη της απώλειάς μου και απουσίας αυτής, «γιατρέ μου τι λέτε, θα ζήσω;».)
Πλησιάζω ακόμη περισσότερο κι η πέρδικα του ναού του Ποσειδώνα με κοιτάζει ήρεμη και ακίνητη, φιλική στην μειούμενη απόστασή μας μέσα και σοβαρή στην πτερωτή και πανάλαφρη ύπαρξή της έξω. Την κοιτώ ο Αθηναίος εγώ αποσβολωμένος, την θαυμάζω ο Κυψελιώτης εγώ σαν υπνωτισμένος, εκείνη συνεχίζει να κακαρίζει και να μου μιλά ώσπου αντιλαμβάνεται ότι ο κύριος τούτος απέναντί της ή εμβρόντητος έμεινε ή είναι κουφός, ή δεν ξέρει πουλικά να μιλά ή δεν αξίζει ούτε μιας ματιάς της ακόμα. Και για να επισφραγίσω πανηγυρικά την ανθρώπινη βλακεία, τι κάνω το άτομο; Βάζω το χέρι στην τσέπη μου και τραβάω έξω την μηχανή, οπλίζω, την σηκώνω και την στήνω στην μούρη της πέρδικας για να απαθανατίσω εγώ το συμβάν και για να χάσει αυτή γι' ακόμη μία φορά κάθε καλή ιδέα και γνώμη που έχει για το ανθρώπινο είδος. (Έχετε ποτέ «αναμετρηθεί» με ένα πουλί; Εγώ για πρώτη φορά βρέθηκα τόσο ειρηνικά και τόσο κοντά του κι έχασα ιδέα και μάχη, πλησίασμα, επικοινωνία και επαφή, σιωπή, συνύπαρξη και προσευχή, τα 'χασα όλα.) Έσυρα λοιπόν κατόπιν το σαρκίο μου στην σκιά του μοναδικού μικρού, κοντού μα ευθυτενούς δένδρου δίπλα από τον ναό κι ήπια λίγο νερό, τα έχω λίγο χαμένα – το ομολογώ.
Από πάνω μου οι κίονες, ροδέλες μαρμάρινες ντανιασμένες κωνικά κι εγώ δίπλα τους σωριασμένος σε μια γη αιώνων. Από πάνω μου ένας δωρικός περίπτερος ναός με έξι κίονες στις στενές του πλευρές και δεκατρείς στις μακριές του κι εγώ δίπλα του συντετριμμένος, άπνους και άχρωμος πάνω σε κάτι χιλιόχρονες πέτρες. Από πάνω μου ένα μαρμάρινο δημιούργημα του 444-440π.Χ. κι από κάτω του εγώ, ένα αποκύημα του 1955 A.D. Εδώ που κάποτε στέκονταν οι κούροι του Σούνιου, πάνω σε τούτο το ιδιόμορφο γεωλογικό έξαρμα-γωνία Αττικής γης και Αιγαίου πελάγους η ζωή γίνεται πτητική, η ζωή γίνεται άυλη, η ζωή γίνεται πνεύμα. (Δεν είναι τυχαίο ότι η έρις μεταξύ Ποσειδώνα και Αθηνάς έγινε για την πνευματική και μόνο ηγεμονία των Αθηνών.) Εδώ όπου η Ιστορία έχει σκαλώσει τόσες φορές που she doesn't even care to remember, εδώ που οι φυλές τα έθνη οι άνθρωποι πέρασαν και έχουν χαθεί, εδώ που μόνον εδώ το Σώμα παίρνει Πνοή – εδώ είναι η Αρχή και το Τέλος. Εδώ το τέλος αποκτά την αρχή και εδώ ακριβώς είναι που η αρχή δεν διαθέτει καν τέλος. Δεξιά και αριστερά συνεχίζεται η ζωή, εδώ όμως είναι το θαλάσσιο Κέντρο, στους Δελφούς βρίσκεται το άλλο γήινο Κέντρο λέω εγώ και συντόμως πρόκειται να το επισκεφθώ και γι' αυτό να σας γράψω.
Αυτά δεν τα σκέφτομαι, γιατί τώρα μού οργώνουν τα δάκρυα το αλατισμένο μου πρόσωπο και καταλήγουν στα χείλια. Από εκεί τα παίρνει και τα γεύεται η γλώσσα μου, αρμυρίζει το στόμα μου και νιώθω τον κάματο της στιγμής, την βάσανο της ζωής και του ανθρώπου το χαρμόσυνο χάσμα. Ποιος θα μπορέσει ν' αποκρυπτογραφήσει ποτέ γιατί ο ναός τούτος έχει 31,12 μέτρα μήκος, επί 13,47 μέτρα ακριβώς πλάτος; Ποιος θα μπορέσει να ξεπεράσει ποτέ την εικόνα του αυγουστιάτικου τούτου ναού φωτισμένου από γλυκούς και περίτεχνους προβολείς, καθώς έρχεται απ' τον παραλιακό δρόμο μεσάνυχτα την στιγμή που η πανσέληνος δειλά ξεπροβάλλει; Ποιος θα μπορέσει να ξεχάσει ποτέ του πως κάποια στιγμή υπήρξε εδώ, πώς θα μπορέσει να συνεχίσει να ζει άμα ξέρει πως κάποια στιγμή υπήρξε εδώ, γιατί να βρει λόγο να ζει αφού κάποια στιγμή υπήρξε εδώ και τούτο τού φτάνει; Είναι δυνατόν ένα σαρκίο φθαρτό να νιώσει αδελφό με το μάρμαρο του ναού τούτου; Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχει ερωτευθεί τον οίκο αυτόν του θεού τούτου; Είναι δυνατόν ο Χώρος κι ο Χρόνος να σβήνονται και να μένει το Κάλλος Αιώνιον, το Καλό έναντι Όλων, το Ασύλληπτο επί παντός του επιστητού; Κάνει ζέστη. Μια ζέστη δροσιστική και συνάμα καθαρτική, μια ζέστη ευεργετική και παράλληλα ερωτική, μια ζέστη φούρνου και ψυγείου μαζί, μια ζέστη υπαρξιακή και προπαντός μεταφυσική, είναι αλήθεια πως μερικές φορές «ψήνομαι» μόνος. Και περισσότερο είναι αλήθεια ότι πουθενά αλλού επί γης δεν έχω έτσι ξανά αισθανθεί, κι όταν αναληφθώ κάποτε εις ουρανούς και τον Κύριο συναντήσω, την carte-postale του ναού τούτου σ' εκείνον θα επιδείξω. «Από δω Κύριε ξεκίνησα» θα του πω, «και εδώ Κύριε επιθυμώ να αναπαυθώ» θα δηλώσω ευθαρσώς ως τελευταίος αθώος. Ιδού Κύριε λοιπόν οχυρόν τείχος οπλιτών, ιδού Κύριε οίκος νεών και νεώσοικος ναυτών, ιδού Κύριε ομηρικόν Σούνιον ιερόν. Ιδού Κύριε κλέος αληθινόν, ιδού Κύριε δέος ταπεινόν, ιδού Κύριε αρχή πάντων.
Σηκώθηκα κι έφυγα. Περπάτησα κατηφορίζοντας μέχρι τον χώρο στάθμευσης με το κεφάλι μου χαμηλά, τα μάτια μου κάτω πεσμένα, το βήμα αργό. Πώς τολμά κάποιος κι ύστερα από χρόνια υπομονής, σηκώνει τα μάτια κι αντικρίζει μέσα στο Λούβρο την Τζιοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι; Πώς αντέχει κάποιος το μαρτύριο της αναμονής κι έρχεται κάποια στιγμή η στιγμή και σηκώνει τα μάτια πάνω στην Αφροδίτη της Μήλου; Πώς γίνεται όμως μετά να συνεχίζει να περπατά, να σκέφτεται, ν' αναπνέει να ζει αφού έχει δει τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο Αττικής; Κι όμως. Το έλλογο-τάχα μου δίποδο τα μπορεί όλα: να ρεύεται την κοκακόλα του ανεβαίνοντας ιδρωμένο, να μην ξεκολλάει το μάτι του απ' το «μάτι» του βίντεο, να καπνίζει σε χώρο αρχαίο και ιερό το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο άνθρωπος που είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο ταυτοχρόνως, είναι ο ίδιος άνθρωπος λέω εγώ που το Σούνιο έχτισε, ο ίδιος άνθρωπος που τον Παρθενώνα ανατίναξε και ο ίδιος άνθρωπος βεβαίως που θα τα πουλήσει και τα δύο εδώ, προκειμένου να στοκάρουν οι Τράπεζες φράγκα. Την ίδια μέρα που σε ένα hotel and resort του Λαγονησίου γινόταν το συνέδριο του Economist, την ίδια μέρα ένας σκυλάκος πέθαινε στην άκρη του δρόμου στην Ανάβυσσο, μία πέρδικα σουλατσάριζε στα μάρμαρα του ναού του Σουνίου και ένα ψηλό ξανθό κι ανορεκτικό μοντέλο ποζάριζε σε μια φωτογράφιση για υψηλής-ραπτικής ρούχα στην Παλαιά Φώκαια πάνω σε μία Ferrari.
Η μέρα μου τέλειωσε. Αισθάνθηκα ότι είχα πάρει αυτό που δεν ήξερα πως ζητούσα, ένιωσα ότι είχα κερδίσει αυτό που οπωσδήποτε ήξερα πως είχα χαμένο από καιρό, ήταν η ώρα μου να γυρίσω. Πέρασα το τζάκετ από τους ιμάντες μου του σακίδιου, πέρασα και το κράνος στον δεξιό μου αγκώνα και έβαλα την μοτοσυκλέτα μπροστά με κατεύθυνση Λαύριο αυτή την φορά, το Λαύριο της Ελένης μου, το Λαύρειο του «Ελένης νήσος» βιβλίου μου, το Λαύριο των δικών μου μα περασμένων μου χρόνων. «Εl αύριο» μού το είπε ένας, «έλα αύριο» ο άλλος, «εεε, love στο Rio» προσπάθησε να ψελλίσει ο τρίτος – κανείς τους δεν μπόρεσε να μου πει ποια είναι και γιατί η γοητεία που μου ασκεί η πόλη ετούτη. Ίσως λοιπόν κάποια άλλη φορά, ίσως σε ένα άλλο κείμενο απλώσω και στρώσω καλά αυτό που έχω καμμιά δεκαπενταριά χρόνια καταβυθίσει.
Για την ώρα όμως επιστρέφω στην πόλη μου, αφήνω το Σούνιο πίσω μου και σπεύδω να κλειστώ στην Κυψέλη: εκεί την ταφική ησυχία της δεν την ταράζουν ανέμοι θεοί, τρίαινες και κλάδοι ελιάς, πέρδικες και γιαπωνέζες τουρίστριες. Εδώ στην Κυψέλη ζει πια ο θάνατος, εκεί όμως στο Σούνιο για πάντα θα βασιλεύει η Αιωνιότητα κι έχει αφήσει για σήμαντρο και κατάστημα, φάρο κι εικόνισμα ένδεκα κίονες και είναι παραπάνω από αρκετοί για να κρατήσουν την Γη στην τροχιά της, τους πλανήτες στην ρότα τους κι έναν άνθρωπο στην ζωή του ακόμα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013