(23 ΣΕΠΤ 21)
Χθες το μεσημέρι ήμουν στην Ελασσώνα. Σταμάτησα κάτι να τσιμπήσω και βιαστικά, ώστε να συνεχίσω το καταιγιστικό μου ταξίδι προς δυτικά. Έκανε ζέστη, είχε κίνηση κι άπνοια και η χαυνωμένη ελληνική επαρχία απολάμβανε την ραστώνη της, κοιτώντας στις τηλεοράσεις τον ρόγχο και την αγωνία των Αθηνών μου.
Απ' την πόλη αυτήν έχω περάσει πολλές φορές και είχα σταμπάρει έναν φούρνο απ' όπου ψώνιζα πάντα. Μέτριος φούρνος, απ' αυτόν που οι γιοί και τα εγγόνια τού πρώτου ιδιοκτήτη τον κάνουνε κυριλέ-και καλά, προχώ-και καλά και οι υπάλληλοι είναι εργατικές αλβανίδες, οι εργαζόμενοι άξιοι αλβανοί και τα παχύσαρκα αφεντικά κάθονται στις καρέκλες – απ' έξω φυσικά απ' το μαγαζί – και τηλεφωνάνε συνέχεια, τούς περαστικούς σχολιάζουνε και ξύνουνε τα δυσπρόσιτα αχαμνά τους.
Ο φούρνος αυτός είχε – επιτέλους – κλείσει από καιρό και το κατάστημα είχε ερημωθεί, (μάλλον τούς καταράστηκε ο προπάτωρ ο γέρος). Οπισθοχωρώ και κατευθύνομαι προς την κεντρική πλατεία, δεν βρίσκω πουθενά τίποτα βρώσιμο εκτός από ραδιενεργά σουβλάκια κι ετοιμάζομαι στο αυτοκίνητό μου να ξαναμπώ, όταν παρατηρώ ένα μικρούλι μαγαζάκι κουκλίστικο, που ήταν για καφφέ μάλλον. Εγώ όμως δεν ήθελα καφφέ, ήταν αργά και πεινούσα, είχα πολύ ζεσταθεί απ' την κατεβασμένη οροφή μέσα στον ήλιο, είχα ιδρώσει απ' την σβέλτη-έως-ταχεία οδήγηση και ένα σάντουϊτς ή μία τυρόπιττα ήταν η μόνη μου επιθυμία. Τίποτε άλλο «αξιοπρεπές» για τα standards μου τριγύρω δεν φαινότανε, οπότε μπήκα για να ρωτήσω.
Η κοντούλα, μέσης ηλικίας μα απολύτως περιποιημένη κυρία που στεκόταν πίσω απ' τον πάγκο της ήταν φρέσκια και χαμογελαστή, ευγενική φωτεινή, πρόθυμη λαμπερή και με ρώτησε τί θα επιθυμούσα. Και προτού την απογοητεύσω εγώ λέγοντάς της «Δεν θέλω καφφέ, μήπως έχετε κάτι φαγώσιμο;», βλέπω πλάγια σε στολισμένες μικρές προθηκούλες και τυρόπιττες τριών ειδών, και βουτήματα άλλων δύο, και μπουγάτσες συν γαλατόπιττες και πολλά άλλα είδη φρέσκων ζυμαριών και γλυκών. «Έχετε μία απλή τυρόπιττα;» την ρωτώ και η κυρία με πληροφορεί κεφάτα και με διάθεση, μού εξηγεί μού προτείνει με οδηγεί, με διευκολύνει με προτρέπει μού απαντάει. Παραγγέλνω μία τυρόπιττα φύλλου – φτιαγμένη απ' την ίδια! – και μετά την ρωτώ «Έχετε κάτι γλυκό;» και εδώ οι προτάσεις είναι περισσότερες και ελκυστικότερες, προσθέτω εγώ μια γαλατόπιττα στην παραγγελία μου και...
... κατευθύνομαι στο ψυγείο για να πάρω ένα μεγάλο μπουκάλι νερό και τότε παρατηρώ το μικρούλι κατάστημά της πόσο είναι περιποιημένο και φροντισμένο, κουκλίστικο και διακοσμημένο. Απ' την ταπετσαρία – ναι, ταπετσαρία – στους τοίχους μέχρι δυό-τρία ρολόγια σε φωτισμένες γωνιές, μια τηλεόραση που είναι ψεύτικη, δυο καρεκλίτσες που λες και πάρθηκαν απ' το μπουντουάρ τής Μαρίας Αντουανέττας, έναν μικρό καθρέφτη και ένα κλουβί βαμμένο μα αδειανό, δίχως πουλί μέσα. «Ωραίο κατάστημα έχετε» τής λέω κι εκείνη τυπικά με ευχαριστεί. Παίρνω το νερό και όπως πηγαίνω προς την έξοδο, πέφτει το μάτι μου και σε ένα σάντουϊτς! «Το σάντουιτς αυτό, έχει κρέας παρακαλώ;» την ρωτώ κι εκείνη με ενδιαφέρον αληθινό μού λέει «Αν δεν τρώτε κρεατικά, μπορώ να σας φτιάξω εγώ ένα, όπως το θέλετε σεις» κι εκεί γελώ και φυσικά και αυτό παραγγέλνω.
Έχω πια σταματήσει ολοσχερώς και κοιτώ, μια το μαγαζί το μικρό και μια την κοντούλα κυρία πίσω απ' τον πάγκο. Χαμηλοβλεπούσα και γεματούλα, μα μ' ένα «ύποπτο» στέγνωμα στο δέρμα. Το μόνο που διέκρινα – ενόσω εκείνη ετοίμαζε την παραγγελία μου – ήταν μια κόμμωση μεγάλη πυκνή, που κάπου δεν μού ταίριαζε με το υπόλοιπο φυζίκ της. Χέρια μικρά ολοκάθαρα περιποιημένα, φορεματάκι απλό πρωϊνό επαγγελματικό, ένα πρόσωπο λαμπερό κι όμως σαν ταλαιπωρημένο... ώσπου τα φρύδια της πρόσεξα. Δεν υπήρχαν.
And THEN it hit ME! Χημειοθεραπεία.
Η κυρία, η γυναίκα, ο θηλυκός άνθρωπος αυτός πάλευε έναν καρκίνο υποσκαπτικό, σφαγιαστικό, εκτρωματικό κι όμως εργαζόταν πιστά, δούλευε ιερά, χαμογελούσε με θάρρος. Φορούσε την μακρυμάλλα περρούκα της με τιμή, με ζεστή αδιαφορία κι αγάπη υπηρεσιακή, είχε παντρέψει το χτύπημα τής ζωής με το φιλί τού θανάτου και συνέχιζε εκεί μπροστά μου καλυμμένη πίσω απ' τα φρεσκότατα προϊόντα της που – ευωδιούσαν αγώνα ζωής – να φτιάχνει το σάντουϊτς μου, με μια προσήλωση κι αφιέρωση σχεδόν θρησκευτική. Έκατσα, κι όταν γράφω «έκατσα» εννοώ ότι γκρεμίστηκα μέσα μου, επί τόπου. «Μπορώ να τα φάω εδώ;» την ρώτησα κι εκείνη «Βεβαίως» άμεσα μού απάντησε.
Μικρό μαγαζί, το γνωρίζω: ένας πάγκος πηγμένος στα προϊόντα, μια καφφετιέρα, ένας ανεμιστήρας αθόρυβος, ένα ραδιόφωνο να παίζει απαλή μουσική και δυό καρεκλίτσες με μαξιλαράκια στο-σπίτι-κεντητά μ' ένα fer-forge τραπεζάκι απ' έξω. Έπεσα, δεν έκατσα. Κοιτούσα με τρόπο και πίσω απ' τα σκούρα γυαλιά την κοκκέτικη μα ψυχοθεραπευτική περρούκα, κοιτούσα με τρόπο τα χέρια της πώς κεφάτα και δυνατά δούλευαν κι όταν την πρώτη μπουκιά στο στόμα μου έβαλα, με πήραν τα κλάμματα επιτακτικά κι ασυγκράτητα, αφρενάριστα και απαρηγόρητα, μέσα στην πλατεία τής Ελασσόνας – out of all places in this god-forsaken and desolate world.
Το σάντουιτς δεν ήταν μαλακό, ήτανε τρυφερό. Τα τυρί δεν ήταν απλώς κίτρινο, μύριζε γάλα. Η ντομάτα δεν ήτανε δροσερή, ήτανε πιο Ολυμπιακός και από τον Αττίλιο. Η σως που είχε φτιάξει με την δικής-της-έμπνευσης συνταγή πότιζε τούς γευστικούς κάλυκές μου με έναν ύμνο προς την σωστή εργασία και επαγγελματική αποστολή – ούτε η Μητέρα Τερέζα να ήταν. Σήκωσα το μπουκωμένο κεφάλι μου και αφού κατάπια στοιχειωδώς, τής επανέλαβα: «Τα συγχαρητήριά μου αγαπητή κυρία που έχετε ένα τόσο όμορφο και τόσο προσεγμένο κατάστημα» και όσο την κοιτούσα ταπεινά να χαίρεται και ειλικρινά να μού απαντά, παρατηρούσα την περρούκα να μην ακολουθεί τις συσπάσεις τού δέρματος τού προσώπου της, το make-up να σπάει κάτω απ' τις λεπταίσθητες κινήσεις των μυών της, τα μάτια της όμως να λάμπουν σταθερά και τα χέρια της δουλευτάρικα να χορεύουνε πάντα.
Δεν έπεσα, βούλιαξα. Σε αυτό το μικρό μαγαζί συγκρούονταν η επιβίωση και ο θάνατος, η αρρώστια και η ζωή και τέτοια «αρένα» ήταν εκκωφαντικά κι εξοντωτικά στενή για να δοθεί έτσι κι εκεί, ένα οποιοδήποτε τέλος. Απέστρεψα το βλέμμα μου για να φάω το υπέροχο και γευστικότατο σάντουιτς και να πιώ ένα ποτήρι κρύο νερό. Και πάνω που ήμουνα έτοιμος την τυρόπιττά μου να ξεκινήσω, ακούστηκε η ενεργητική φωνή τής κυρίας να με ρωτά «Σας άρεσε το σάντουιτς; Ήταν σωστά ζεστό, όπως το θέλατε; Ή θέλετε να σας φτιάξω ένα άλλο;» Τα κτυπήματα πίσω απ' τον πάγκο ερχόντουσαν σφυροειδώς, λες και μού μίλαγε γλυκά ο Μάϊκ Τάϊσον: λόγια επαγγελματισμού κι ενδιαφέροντος, φροντίδας και προσοχής, αμέριστης συγκέντρωσης στο αντικείμενο τής εργασίας της και προσωπικής προσοχής στην δουλειά της τέτοια... που ήμουνα σίγουρος ότι αυτή η γυναίκα σε μια προηγούμενή της ζωής ήτανε αστροναύτης ή νευροχειρουγός, ηγούμενος στην Λάσσα Θιβέτ ή ελεύθερος σκοπευτής στην Φαλούτζα.
Τα έφαγα με λαιμαργία κι απόλαυση, ΟΛΑ. Ήπια και καφφέ φυσικά απ' τα χέρια της, έκανα ξανά σχόλια για την διακόσμηση και έλαβα ουσιαστικές και χαριτωμένες απαντήσεις απ' το στόμα της που μισόβλεπα, καθώς ΚΑΘΑΡΑ μα ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ η γυναίκα ΑΥΤΗ ντρεπόταν για την αρρώστια της που ξεφώνιζε και ξεχείλιζε η σκρόφα από ΚΑΘΕ γωνιά τού κορμιού της, το οποίο ήταν τόσο επαγγελματικά και τόσο γυναικεία περιποιημένο. Μακάρι να ερχόταν ο θάνατος πάντα απότομα, μα ο κίναιδος άρχων αυτός έρχεται μέσα σε πελάγη βασάνων και κοπετών, θρήνων και πόνων που φθάνουν μέχρι τον Ουρανό και κάνουν τον ίδιο τον Κύριο να σταυροκοπιέται. Ο καρκίνος είναι ο ίδιος ο Χάροντας αυτοπροσώπως-χιμσέλφ κρατώντας και επιφέροντας έναν τέτοιον επιτυχή οπλισμό που, όταν ή άμα γλυτώσεις, έχεις ήδη και τελείως πεθάνει εσύ.
Αν δεν σηκωνόμουν να φύγω, θα έμενα εκεί. Και εάν εσείς περάσετε από την Ελασσώνα σταματήστε στο «Mamma's – coffee & fresh snack» για να προσκυνήσετε την αγωνιζομένη Κυρία αυτήν. Χάρηκε καταχάρηκε που την έλουσα κυριολεκτικά στα ευγενικά κι εύστοχα υμνητικά σχόλια, και για την ποιότητα των προϊόντων της, και για τις επαγγελματικές της υπηρεσίες. Κάθε-μα-κάθε άνθρωπος μια δουλειά κάνει σ' αυτήν την ζωή του εδώ κι αν την απολαμβάνει και μάλιστα βουτηγμένος στην χειρότερη δυστυχία – αυτήν τής πιο καταδικαστικής του ασθένειας – τότε ο Βούδδας έγινε βουδδιστής για ν' αποφύγει τον καρκίνο τον πούστη. Και μόνον.
Η άγνωστή μου κυρία αυτή, ιδιοκτήτρια και προσωπικό, υπάλληλος και αφεντικό, λειτουργός και θεραπαινίδα αυτού τού συνήθους μα ξεχωριστού μικρού καφφέ σε μιαν αδιάφορη και ξεχασμένη ελληνική επαρχία μπήκε στο προσωπικό πάνθεον των ηρώων μου, (και δεν έχει πολλούς τούτο). Την χαιρέτησα βουρκωμένος πίσω απ' τα σκούρα γυαλιά μα ζεστά και προσωπικά, σαν να την γνώριζα χρόνια. Και τότε εκείνη με ευχαρίστησε μ' έναν αλλιώτικο, πιο βαθύ πιο προσωπικό τρόπο: «Καλό δρόμο να έχετε και να 'χετε πάντα» μού υπέγραψε όταν εγώ εξήλθα τού καταστήματος με την μικρούλα τσαντούλα της, με τις συμπληρωματικές μου προμήθειες για την συνέχεια τού ταξιδιού μου.
Ίσως κάπου να είμαι άρρωστος τώρα κι εγώ, όπως όλοι μας είμαστε, απ' την στιγμή που θα γεννηθούμε. Και εγώ – όπως κι αυτή, όπως κι εσείς – βαδίζω σταθερά κι ασταθώς προς το τέλος μου, όπως κι εκείνη και όλοι μας πάντα. Μα να φοράς περρούκα – λόγω καρκίνου καλπάζοντος – σε ένα ζεστό μαγαζί στους φθινοπωρινούς κι αποπνικτικούς σαράντα βαθμούς μιας καταψυχοπλακωτικής πόλης και να είσαι τόσο περιποιημένη και προσεκτική, επαγγελματίας και κεφάτη, να κοιτάς πλαγίως τα χάπια σου που πρέπει σε σταθερή ώρα να πάρεις και να πλένεις δυό φορές τα χεράκια σου για να πιάσεις το μαχαίρι για τον πελάτη – ε, αυτό ΜΌΝΟ Άνθρωποι που φέρουν καρτερικά και γενναία το συντριπτικό άχθος τής μοίρας τους είναι ικανοί-ως-θεοί να το κάνουν.
Στο κάθισμα τού αυτοκινήτου σωριάστηκα κι έκανα ένα τέταρτο να βάλω μπρος και να φύγω. Εκείνη η περρούκα είχε σφηνώσει στα μάτια μου και πίσω της ο καρκίνος κρυβότανε λες και μ' απειλούσε, κοιτώντας προκλητικά και προσωπικά εμένα. Έβαλα μπρος το turbo να σηκώσει στροφές, τοποθέτησα ευ-λα-βι-κά την σακκουλίτσα με τα αρωματικά, ζεστά και προσεκτικά τυλιγμένα εδέσματά της και μ' αυτά τρέφομαι στης Παλλάδας την πόλη μου, εδώ και τρεις μέρες. Καθότι η βρώση μου αυτή είναι η δική μου προσευχή μπροστά στην τυφλή και αδιάφορη την ζωή, που τυραννά τούς ανθρώπους. Και ως άνθρωπος πολύ τυραννισμένος κι εγώ – άσχετο εάν οδηγώ ένα ΜΧ5 αθλητικό – αναμιμνήσκομαι κι ευλογώ την κυρία που αγωνίζεται με ομορφιά και τιμή τον αδάμαστο θάνατο να εξευμενίσει, μέσα από την απλότητα και ταπεινότητα τής καθημερινής της ζωής.
Η Ελασσώνα λοιπόν φίλες και φίλοι δεν είναι εκεί όπου κρίνεται – και δεν παίζεται – το έλασσον τής Ζωής, αλλά εκεί όπου βασιλεύει και κυβερνάται το μείζον τής Ύπαρξης, απ' τη εξαιρετική και θαυμαστή Κυρία εκείνη.
Να είναι καλά, πάντα
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022