Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Αμοργός, ένα. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Καλές και άγιες οι μοτοσυκλέττες, μα κινητήρα δεν έχουνε μόνον αυτές. Και οι εξωλέμβιες μοτεράκι έχουνε όπως κι οι πομόνες το ίδιο, τα αεροσκάφη μοιράζονται την ίδια καρδιά με τον στεγνωτήρα μαλλιών, άπαντα λέμε διαθέτουνε κινητήρα. Αφού λοιπόν διανύουμε τώρα ένα ακόμη ελληνικόν θέρος, σκέφτηκα κι αποφάσισα να γράψω ένα «ταξιδιωτικό» μου για την από-θάλασσα Αμοργό, με σκάφος μάλιστα και δη φουσκωτό.

Στην Αμοργό πρωτοπάτησα το ποδαράκι μου, το 1979. Στα Κατάπολα. Δρόμοι δεν υπήρχανε τότε αλλά κάτι κατσικόστρατες σπαρμένες με αγκωνάρια, ένας ήλιος να σου κατακαίει τα τσίνορα και τα τραπέζια της ψαροταβέρνας ήταν κυριολεκτικά πάνω στον φλοίσβο. Μια εκκωφαντική διαδήλωση τζιτζικιών το καταμεσήμερο, λάντζες να σε πηγαίνουν για μπάνιο στις Πλάκες και το Μαλτέζι και κάτι κρύα νερά να συγκρίνονται μόνο με της Μάνης, της αποσκιερής μάλιστα και βράδυ κυρίως. Στην Αμοργό ξαναβρέθηκα χαράματα ένα πρωί, το 1999. Είκοσι χρόνια μετά το νησί δεν είχε πολυαλλάξει, εκείνην την χρονιά πήγα τέσσερις φορές, την επόμενη πέντε και από το 2001 εγκαταστάθηκα κανονικά, κλείνοντας το σπίτι μου στην Κυψέλη. Πούλησα την μοτοσυκλέττα μου και αγόρασα ένα στρατιωτικό φουσκωτό, επανέφερα στην κυκλοφορία το παροπλισμένο μα ισχυρό ex-rally car FORD Escort MK I μου (τού 1968-παρακαλώ) και βρέθηκα ένα πρωί, χαράματα πάλι, στον τόπο των αθηναϊκών μου ονείρων.

Ακρωτήριο Ξώδοτο
Έκτοτε έχουν περάσει πάνω από δέκα συναπτά χρόνια εκεί, την Αμοργό την ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά κι όμως δεν την ξέρω καθόλου. (Σιγά μην μπορεί ένας φθαρτός άνθρωπος ν' αποκρυπτογραφήσει να μάθει τα μυστικά ενός βράχου, μιας πέτρας.) Κι αφού η Αμοργός είναι νησί καταμεσίς-μάλιστα τού Αιγαίου, καθιστά την μοτοσυκλέττα περιττή, γι' αυτό και αγόρασα βάρκα. Και δη φουσκωτή. Και την έριξα ετοιμόπλοη ένα πρωί και σκοτάδι-ακόμα βγήκα απ' το λιμάνι τής Γιάλης κάνοντας στο φανάρι δεξιά, με κατεύθυνση τις Βλυχάδες. Το ZODIAC με την 40άρα YΑΜΑΗΑ έπλεε στο στοιχείο του, εγώ κρατούσα το τιμόνι και κοιτούσα τούς ολόρθους κι αμετακίνητους πανύψηλους βράχους και άρχισα – χωρίς να το καταλαβαίνω – να προσεύχομαι. Ήταν πεντέμισυ-έξι το πρωί, το σκοτάδι υποχωρούσε, τα νερά παίρναν το χρώμα τους κι ο αρμυρισμένος αέρας τού πελάγους είχε μπουκώσει την κυψελιώτικη μύτη μου σε σημείο πνιγμού κι όχι μόνον. Παρέπλεα τούς βορεινούς μαύρους τοίχους τού νησιού κι είχα μείνει άλαλος από την άγρια ομορφιά τού τοπίου. Από κάτω οι διακοσάρες τα βάθη να χαίνουνε, μπροστά μου το ακρωτήριο Ξώδοτο κάθετο κοφτερό να πλησιάζει κι εγώ να λέω συνέχεια, «άντε ακόμα λίγο, μέχρι τον επόμενο κάβο». Έχοντας αφήσει το Λιμενάρι πίσω μου έβαλα πλώρη για την βάλα τού Κουτσού – έτσι εγώ την έχω βαφτίσει – το μοναδικό σημείο όπου μπορείς να ρίξεις άγκυρα και για λίγο να κρατηθείς στον βοριά τού νησιού, μόνον εάν έχει μπουνάτσα. Τιμονεύω αργά και πλέω σταθερά, η θάλασσα απλώς κυματίζει αγουροξυπνημένη ναζιάρικα κι εγώ άφωνος οδηγώ για πρώτη φορά στην ζωή μου την βάρκα μου σε νερά άγνωστα, «επικίνδυνα», μαύρα. Φτάνω στο Ξώδοτο – έχοντας αριστερά μου Λιάδι και Κίναρος – και μόλις στρίβω να πέσω πίσω απ' το νησί, τρώω ένα χτύπημα ποσειδώνιο οπτικό που μου έφυγε η ανάσα.

Η πίσω μεριά τής Αμοργού να απλώνεται ατέλειωτη ως εκεί που δεν φτάνει το μάτι, από πάνω μου ο Κρούκελος, από αριστερά μου το πέλαγος και μπροστά μου... δύο δελφίνια. (Ελάτε στην θέση μου. Εμείς στην Κυψέλη δελφίνια δεν έχουμε, εμείς στην Κυψέλη από υδάτινους δρόμους δεν ξέρουμε, εμείς στην Κυψέλη δεν είμαστε ναυτικοί. Εμείς στην Κυψέλη μοτοσυκλέττες διαθέτουμε, εμείς στην Κυψέλη στα δικά της στενά τριγυρίζουμε, εμείς στην Κυψέλη δεν έχουμε λέπια.) Από κάτω μου εκατομμύρια τόνοι νερού, από πάνω μου εκατομμύρια τόννοι αέρα και δεξιά μου εκατομμύρια τόνοι πετρώματος ανεμοχτυπημένου και διαβρωμένου, αλατισμένου και ξασπρισμένου, ο άνθρωπος ένα τίποτα είναι. (Πόσο μάλλον ένας άνθρωπος με ένα 4,20μ. φουσκωτό, ένας άνθρωπος που παραπλέει ένα νησί μόνος του, αισθάνεται την Δύναμη τής Φύσης και γι' αυτό και σ' αυτήν συνέχεια προσεύχεται, έστω κι αν χριστιανός καν είναι.) Ό,τι κι αν είδα και έπαθα στην ζωή – εδώ και σ' αυτήν την στιγμή ξεπλύθηκε, χάθηκε. Ό,τι κι αν ένιωσα και αισθάνθηκα στην ζωή μου – εκεί και τότε σβήστηκε, διαγράφτηκε. Και ό,τι κι αν κάνω ή ζήσω μετά στην ζωή – τούτο δεν πρόκειται ποτέ να πεθάνει, η εικόνα κι οι σκέψεις μου, οι εικόνες και η σκέψη μου είναι τα μόνα που συμμαθητές με τα βράχια θα γίνουν, τα απολύτως υλικά και τα απόλυτα άυλα είναι που ζούνε για πάντα.

Μεταλλείο
Τρελλάθηκα; Ίσως. Και μόνον όταν έδεσα κάτω απ' το Μεταλλείο, ηρέμησα. Και ήπια νερό. Σιγούρεψα το φουσκωτό κι ανέβηκα γυμνός και ξυπόλητος μέχρι επάνω στις στοές, κάτω απ' τον ανελέητο ήλιο. Οι πέτρες μυρίζανε, τα ρείκια με θυμιατίζανε και η θάλασσα από κάτω με καλούσε να με πάρει μαζί της. Κάθισα σε μία σκιά και παραμίλαγα τραγουδούσα, προσπαθούσα να ξορκίσω την μοναξιά ή να εξευμενίσω τον φόβο που εγώ, ένα τής Κυψέλης παιδί, είχα ξαφνικά βρεθεί σε τούτον τού Αιγαίου τον βράχο επάνω. Ήταν κιόλας καταμεσήμερο, δεν είχα φάει τίποτα και ήμουνα τόσο χορτασμένος από εντυπώσεις που εκεί έγειρα και λαγοκοιμήθηκα.

Σαν Καλύμνιος σαν ΟΥΚάς, σαν τσοπάνης σαν λαθρομετανάστης με πήρε ο ύπνος πάνω στο χώμα και τα πετρώματα, όταν γύρισε ο ήλιος και με χτύπησε καταπρόσωπο, τότε ξύπνησα. Κι είχαν περάσει μόλις σαράντα λεπτά που μού είχαν φανεί σαν αιώνες, αφού νόμισα ότι ζούσα το 500π.Χ. ή μόλις είχα πέσει απ' τον Άρη. Και φρίκαρα αρχικά μόλις απ' τον βαθύ και απολησμονιάς ύπνο ξύπνησα, κοιτάχτηκα και ήμουν γυμνός πάνω σε κάτι αναμμένους γλειμμένους βράχους και με το απόλυτο τίποτα γύρω μου. Μέχρι να κάνω reset και να θυμηθώ ποιός και τί και πού ήμουν – σάλταρα, πώς όταν φρενάρεις απ' τα 240 χιλιόμετρα και η άσφαλτος δεν κρατάει, η στροφή έρχεται αδυσώπητη καταπάνω σου και η μοτοσυκλέττα έχει απωλέσει κάθε σχέση με πρόσφυση δρόμου; Κατέβηκα κάτω κι έβαλα μπρος, συνέχισα να παραπλέω την πίσω πλευρά τού νησιού, προς Σπαρτί, Χάλαρα και Αγία Άννα.

Σπαρτί
Το Σπαρτί είναι ένας απροσπέλαστος κολπίσκος – μια βάλα πες καλύτερα – ελάχιστος, δεν φτάνεις εκεί παρά μόνο με σκάφος. Ασφαλές, κλειστό και ρηχό, με παραδείσια κρυσταλλένια νερά που τα τυρκουάζ δεν καταδέχονται να φορέσουν, με τα βράχια να υψώνονται κοφτά και ψηλά από πάνω σου και κάνα κατσίκι αργοπορημένο να βελάζει μόλις σε πάρει χαμπάρι. Μια μεγάλη σπηλιά για ύπνο δεξιά και δυο μικρές στα αριστερά είναι ό,τι πρέπει για φαγητό και ξεκούραση, αναβολή και περισυλλογή, αποσυμπίεση και επαναδιαπραγμάτευση (όχι τού ελληνικού χρέους πάντως).

Αμμώδες στον πυθμένα του το Σπαρτί, ήταν εδώ που χτύπησα με το ψαροντούφεκο ένα μεγάλο – 16 κιλά ζυγισμένο – σελάχι, καθώς ψάρια άλλα εδώ γύρω δεν υπάρχουνε, τα νερά είναι απολύτως κοφτά και κρεμάνε απότομα, χάνονται μέσα στο βαθυκύανο μπλε και να μην ξανακούσω τίποτα για «απέραντο γαλάζιο». (Γιατί έχει καταντήσει η εξαίρετη εκείνη ταινία τού Luc Besson, αφορμή καυλομελώματος τής κάθε Πιπέτας που θέλει να έρθει να μουλιάσει την κυτταρίτιδα στο «νησί της ενέργειας», να μεθύσει τα ντέρτια της με ρακόμελο ή ψημμένη και ν' αφεθεί στην μέθεξη κανενός άπλυτου μα πιτσιρίκου εναλλάχτα. Άμα δεν έρθει με αυτοκίνητο και τον γκομενάκο φυσικά για να τραβάει τα έξοδα, δεν περάσει καμμιά δεκαριά φορές απ' το φαρμακείο γιατί θα πάθει διάρροια από το νερό, μύκητες απ' την άμμο, αναφυλαξία απ' τον ήλιο, αλλεργία απ' το πατατάτο και καμμιά δεκαριά υστερίες τηλεφωνικές με Αθήνα-πάντοτε και με το βασικό ζετεμάκι βεβαίως που τονε πίνει εκεί.) Στο Σπαρτί ήτανε μάλιστα που συνάντησα κάποια φορά και τον μακαριστό Χριστόδουλο που έσκασε με το σκάφος καταδίωξης τού Λιμεναρχείου τής Νάξου, μας κάλεσε ο κυβερνήτης «να φύγουμε σε μισή ώρα, για μισή ώρα» για να κάνει ο τότε αρχιεπίσκοπος το μπανάκι του μόνος του, μη και δούμε εμείς το πάνσεπτο σώμα τού πολυλογά ιεράρχη καλυμμένο με ταττουάζ "Βorn to lose" και "Jesus forever" και τον παρεξηγήσουμε. Τα έχω γράψει αυτά στο παρελθόν, τα έχω δημοσιεύσει, κάποτε θα ξαναδούν το φως τής δημοσιότητας για ν' αντιληφθούνε και να εμπεδώσουν οι Έλληνες αυτό που αρίστως γνωρίζουν: ότι η γυναίκα τού Καίσαρα – στην Ελλάδα – ούτε φαίνεται ούτε είναι τιμία, τελεία.

Από πού να το πιάσω το νησί και τί να πρωτοπώ; Για τα νερά του; Για τα βουνά του; Για τον υποβρύχιο πλούτο του ή για τους φραγκοδιψείς του κατοίκους; Για τους διακοπομανείς τουρίστες του, για τους παλιούς εραστές του – Γάλλους και Έλληνες, φραγκάτους τώρα και φρίκους αείποτε – για το νησί που σήμερα τόσο έχει αλλάξει; (Το νησί και κανένα νησί δεν αλλάζει, απλά αγαπητοί ΤΟ αλλάζουνε. Εγώ λοιπόν διαψεύδω τον κύριο Ηράκλειτο και να πάει ο κύριος να... μορφωθεί, εγώ ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ δηλώ ότι «τίποτα δεν ρει, τίποτα δεν αλλάζει» – απλά ο σημερινός-ιδίως άνθρωπος «τα πάντα κατουρεί, ΑΥΤΟΣ τα πάντα αλλάζει», μην τα μπλέκουμε.) Δέκα χρόνια τώρα το 'χω κάνει «άνω-κάτω» το νησί τόσο χερσαίως όσο και θαλασσίως, το έχω κολυμπήσει μέτρο-μέτρο, το έχω ψαρέψει θαλάμι-σπηλιά και το έχω περπατήσει σχεδόν το μισό, το υπόλοιπο το 'χω αφήσει για τα επόμενά μου είκοσι χρόνια. Ένας μακρόστενος βράχος καθέτως στο Αιγαίο και κόντρα στον Βορρά – ό,τι κατεβαίνει απ' τα Στενά, κουτρουβαλάει ανάμεσα Σκύρο και Σάμο, στενεύει ανάμεσα Μύκονο κι Ικαριά και καταλήγει να σκάει επάνω στην Καρκισία (ένα από τα αρχαία ονόματα τής Αμοργού). Μια ακόμη πέτρα μέσ' στα νερά, όπως χιλιάδες πάνω στην Γη είναι, είτε στον Ειρηνικό ή τον Ατλαντικό, είτε στην Μεσόγειο ή την Αγουλινίτσα. Με τους περίπου δύο χιλιάδες κατοίκους του, τον έναν του – εν είδει ραχοκοκκαλιάς – δρόμο, τα αιφνίδια φράγκα που πέσανε κι έχουν κάνει τούς Αμοργίνους παραδόπιστους σε βαθμό υστερίας. Την απρόσιτη και αφιλόξενη πίσω μεριά, την ολική ανυπαρξία ψαριών μέχρι τα είκοσι μέτρα βάθος (ας όψονται οι δυναμίτες και οι Καλύμνιοι), την μόλυνση που συχνά κατεβάζει ο βοριάς και το φεγγάρι της που τον Αύγουστο σε τυφλώνει τελείως. Την μυρωδιά που η χλωρίδα της σε μεθά, τα μονοπάτια της που σού τραγουδάν «αφυδάτωση» μέχρι να κάνεις ένα βήμα, τις μπουκαμβίλιες τις πέτρες της, τις Γαλλίδες τις γάτες της, τόσα άλλα. Δεν χωρούν δέκα χρονών δυνατές εντυπώσεις σε ένα μου κείμενο, και ολόκληρο βιβλίο να γράψω – που θα το κάνω κι αυτό εύχομαι κάποτε – πάλι απ' έξω θα μείνουν τα σπουδαιότερα καθώς δεν περιγράφεται ολικώς Η ομορφιά, δεν μπαίνει σε λέξεις ΤΟ κάλλος. Δεν έχει να κάνει τόσο με το νησί – καθώς "beauty is in the eye of the beholder" – αλλά έχει να κάνει με το πώς διάκεισαι εσύ απέναντι στο νησί, τούτο ισχύει επί όλων ακριβώς των πραγμάτων. Αν έρθεις στην Αμοργό για να κάνεις τις «διακοπές» σου χωρίς να έχεις διακόψει τίποτα απολύτως από την προηγούμενή σου ζωή – ε, τότε και την Αμοργό Μπουρνάζι θα τηνε κάνεις. Μια Γλυφάδα Θεσσαλονίκη Καβάλα σου, μια Νίκαια Πάτρα και Ρόδο, μία Αγρίνιο Παγκράτι Χανιά, καλύτερα άσ' το. Και άσ' τηνα. Γιατί σε βλέπουν εσένα σαλταρισμένο και ανικανοποίητο οι Αμοργιανοί, νομίζουν ότι θα σηκωθείς θα τούς φύγεις χωρίς να σ' τα πάρουνε και για να σε κρατήσουνε – δώσ' του και χτίζουν. Δωμάτια που έχουν για κομοδίνο, το ψυγείο. Ρουμς-του-λετ, που έχουν αιρκοντίσιον και τηλεόραση, πιστολάκι για τα μαλλιά και τώρα πισίνα (πώς λέγαμε «Σαράφης, και στο Παρίσι»;). Στούντιος-τα-λένε τώρα οι Αμοργιανοί, πουλώντας σου καμμία εξυπηρέτηση εκτός απ' τα βασικά στοιχειώδη, το τί μπινελίκι και παράπονα έχω ακούσει εγώ απ' όσους φεύγουν, δεν λέγεται. Γι' αυτό και τούτοι εξακολουθούν – ως γνήσιοι Έλληνες – να έρχονται και να ξανάρχονται, άμα ακούς Έλληνα να γκρινιάζει – έχει κολλήσει αυτός, άμα ακούς Νεοέλληνα να επαναστατεί, μετοχές βγάζει απ' τον καυγά του. Νισάφι πια. Δεν ξέρω ποιός χαλά και μολύνει μα ποιόν, ο τουρίστας τον ντόπιο ή ο ντόπιος που τον τουρίστα εκμεταλλεύεται; Ο τουρίστας που όπου πάει καταναλώνει τα πάντα στο διάβα του ή ο ντόπιος που υπερχρεώνει κάτι που ουσιαστικά δεν τού ανήκει; Οι λέξεις «ανακύκλωση» και «βιολογικός καθαρισμός» είναι άγνωστες λέξεις στο Αιγαίο ακόμα και δεν θέλω διαμαρτυρίες κι επιστολές, γιατί γνωρίζω τα πράγματα εκ των έσω. Καθίστε ένα βραδάκι καλοκαιριάτικο στον Όρμο Αιγιάλης στον ντόκο κι αν δεν σάς πάρουνε απ' την μύτη τα βοθρολύμματα σπιτιών, μαγαζιών και δωματίων, τότε μπορείτε να θαυμάσετε τον βυθό τού κουκλίστικου αιγαιοπελαγίτικου λιμανιού σπαρμένο με πλαστικές καρέκλες, φορτηγών λάστιχα και ετών βούρκο. «Να μη θιγεί ο τουρισμός» κορνάρουνε διαρκώς οι Ρωμιοί και είναι οι πρώτοι ασφαλώς που τον σφάζουνε και τον γδέρνουν, «κάτω τα χέρια απ' την βαριά βιομηχανία μας» κραυγάζουνε οι Γραικοί κι όταν πρόκειται να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να πληρώσουνε φόρους, όλα απ' το κράτος τα περιμένουνε. (Ποιοί αυτοί, που όποτε έρχεται ένα του ΣΔΟΕ κλιμάκιο, το «σύρμα» έχει από ωρών πέσει, οι ταμειακές παίρνουν φωτιά και με τούτα που γράφω θα μού κόψουν την καλημέρα οι τοπικοί, καλά να 'ναι.)

Κίναρος
Το Κίναρος είναι ένα ιδιόκτητο νησί ανάμεσα Κυκλάδες και Δωδεκάνησα, ανάμεσα Λιάδι και Λέβιθα, ανάμεσα Κάλυμνο κι Αμοργό. Τεσσεράμισι τετραγωνικά χιλιόμετρα πέτρας και μερικών κατσικιών, της εκκλησιάς τού Άι-Γιώργη και το σπίτι τού Μικέ Κατσοτούρχη και της γυναίκας του Ειρήνης, το γένος Θηραίου. Έχω πάει αρκετές φορές εκεί, έχω κάτσει λίγες στο απλό σπίτι τους, έχουμε πιεί μία φορά καφέ όταν τούς μετέφερα και κάτι προμήθειες μαζί με τον καπετάνιο τού - "κομμένου" πια σήμερα -  ΧΟΖΟΒΙΩΤΙΣΣΑ Κωνσταντή Χάλαρη. Φύγαμε με μπουνάτσα-γυαλί και γυρίσαμε μ' ένα εφτάρι Ικάριου, άσπρισα κυριολεκτικά μέχρι στην Αιγιάλη να δέσω. Κύμματα ψηλά ραμπάτα σεταριστά στην σειρά, ένας αέρας να σφυρίζει νεκροτράγουδα κι ένα αντιμάμαλο να σε τηγανίζει σε αφρό κρύο. Να παλεύω εγώ να τριμάρω σωστά, να ξενερίζει με το παραμικρό η προπέλα, να μπαίνουνε απ' τις μπάντες νερά και να 'χει γονατίσει ο πολύπειρος καπετάνιος και να το 'χει ρίξει στις προσευχές στις μετάνοιες. Όταν ανάμεσα Κίναρος κι Αμοργό έχει καιρό, ήρθε η ώρα να πεις τα «πατερημά» σου, γίνεσαι χριστιανός στο φτερό κι εγώ το καντηλάκι στον Άι-Νικόλα πάντως το άναψα. Να τιμονεύεις υπό γωνία τα κύμματα, να γλιστράει ο αέρας κάτω από την καρίνα σου, να σε σηκώνει στον αέρα αυτός και να σε πετάει εκεί όπου προ λίγου βρισκόσουν, η απελπισία σε όλο το μεγαλείο της. Να θες να φτάσεις στεριά, μα να βλέπεις τούς πέτρινους όγκους τής Αμοργού να απομακρύνονται και να ξέρεις πως τούτοι δεν είναι οι φίλοι σου, έτσι και σιμώσεις και πλησιάσεις στο εφτάρι θα προστεθεί το φονικό αντιμάμαλο κι αν δεν την κάτσει την βάρκα, θα τηνε κάτσεις εσύ. Την ψυχή σου εκεί και για πάντα, τέλος τελεία.

Το ακριβώς αντίθετο συναίσθημα νιώθεις μόλις μπαίνεις στο λιμανάκι τού Κίναρος. Είναι τόσο χωστό και κρυμμένο που αν δεν το ξέρεις, μπορείς κάλλιστα να το προσπεράσεις. Ύστερα μάλιστα από το «ξύλο» απ' τον βοριά που θα έχεις φάει, θα σου φανεί η μπούκα του ως η πολυαναμενόμενη Γη τής Επαγγελίας, στου Αιγαίου την μέση! Δένεις στον μικρό ντόκο και βγαίνει ο Μικές να σε καλωσορίσει να σου προσφέρει νερό να μιλήσει μαζί σου, η κυρία Ειρήνη είναι κάπου στις γίδες της που διαθέτουν ονόματα ελλήνων πολιτικών όπως Μπακογιάννη, Αλαβάνος κλπ!

Στην βορεινή πλευρά τού Κίναρος, σ' εκείνο τον όρμο με τ' όνομα Σκηνωπή έχει κάτσει στον βυθό, ίσα-ίσα να φαίνονται τα ιστία του, το ΜΑΝΙΝΑ ΙΙΙ. Στις 30 Μάρτη τού 1981, το πολωνικής ναυπήγησης πρώην DJAKARTA 6.900 τόννων έμεινε ακυβέρνητο και βυθίστηκε εκεί. Αν επιτρέπει ο καιρός – που σπανιότατα το κάνει – αξίζει μία επίσκεψη, για μια μικρή βουτιά, ελεύθερη πάντα. (Η αυτόνομη ναυαγιοκατάδυση είναι επαγγελματική δουλειά ή χόμπυ πολύπειρων και άριστα-εξοπλισμένων ερασιτεχνών. Μπορεί σήμερα, με την απελευθέρωση τής καταδυτικής νομοθεσίας και το «σπρώξιμο» από το εμπόριο να έχουνε γίνει όλα εύκολα και απλά κι ο καθείς να βουτάει οπουδήποτε – δεν σημαίνει όμως ότι επειδή έτυχε να επιζήσει, δεν υπάρχουν κίνδυνοι που ούτε καν τούς σακουλεύτηκε τούτος.) Από το κουφάρι τού πλοίου δεν έχει μείνει τίποτα, καθώς φρόντισαν αμέσως γι' αυτό οι παρακείμενοι κι ανυπομονούντες για κάτι τέτοια «λουκούμια» Καλύμνιοι, μέχρι και τις πρίζες απ' τούς μπουλμέδες έχουνε βγάλει. Παρ' όλα αυτά, μερικές snorkeling βουτιές εκεί είναι μαγευτικές, τα νερά είναι ολοκάθαρα όταν είναι ήρεμα και η αίσθηση ότι ένα πλοίο που είχε ζωή μέσα του κοιμάται τώρα για πάντα άδειο κι ακίνητο, εμένα τουλάχιστον με γεμίζει αισθήσεις. Ίπτασαι μέσ' στο νερό, κολυμπάς άκοπα στο όριο τής ουδέτερης πλευστότητας και χαίρεσαι την ενάλια πανίδα που σε κοιτά και απομακρύνεται, σε κοιτάζει και πλησιάζει. Αν δεν είσαι εξοικειωμένος αρκετά με την θάλασσα, αν δεν έχεις κερδίσει έναν βαθμό υδροβιότητας και καλής απνεΐστικης τεχνικής, καλύτερα να κάνεις τον απλό φωτογράφο-τουρίστα, η ένδειξη ενός στοιχειώδους προς την Φύση σεβασμού είναι το sine qua non τής επιβίωσης κι όσοι το παραβλέπουν αυτό, το ξυπνητήρι τού Χάρου κουρδίζουν.

Όχι λιάδα. Λιάδι λέμε
Το Λιάδι - ή Λιβάδι - είναι δυο βραχονησίδες πατημένες και χαμηλές, μετά το ακρωτήριο Ξώδοτο και «καθ' οδόν» προς το Κίναρος. Απ' την μέσα μεριά μια ρηχάδα κι από έξω κάτι κοφτά κρεμασμένα νερά, κάτι κατρακύλια να σού φεύγουν τα πέδιλα η ζώνη και η μάσκα μαζί. Βουτάς με το όπλο εσύ κολλητά, κατεβαίνεις-κατεβαίνεις-κατεβαίνεις, από ώρα έχεις σκάσει γι' ανάσα κι όμως ο καταραμένος βυθός σαν να απομακρύνεται, αντί να σε πλησιάζει. Η μαγεία είναι τόσο αληθινά επικίνδυνη και αυτοκτονικά γοητευτική που είναι πανεύκολο να αφεθείς, να πεις «δε γαμ...ται», η ζωή έτσι-κι-αλλιώς όπως κατάντησε είναι ηλίθια και δεν αξίζει, καλύτερα να μείνω για πάντα εδώ, στον υγρό και στεγνό, ψυχρό και ζεστό τούτο τάφο. Που μόνον τάφος δεν είναι δεν γίνεται, το πρώην λίκνο και βασίλειό μας είναι αυτό, απ' το ίδιο νερό εμείς βγήκαμε, το ίδιο νερό κουβαλάμε κι αντί στο Πρώτο Νεκροταφείο τιμημένους να μάς πετάξουνε, καλύτερα ν' ακουμπήσουμε παραδομένοι κι αναπαυμένοι στον βυθό τού Αιγαίου. Από ψάρια; Μην περιμένετε τίποτα αν δεν είστε από πειραιώτης Δημήτρης Κόλλιας και πάνω, από πολυνήσιος Γιάννης Βλάχος και πάνω. Ποσειδώνες και Τρίτωνες μεγάλοι τούτοι τής θάλασσας, ψαροκυνηγοί με άποψη φαντασία και πέννα, μορφές καθαρές και λαμπρές ξεχωρίζουν ο ένας από τον άλλον και οι δυο από όλους μας, για διαφορετικούς-εννοείται ο καθείς λόγους. Εδώ να πω ότι εγώ στην ζωή μου ψαροντούφεκο δεν έπιανα, αρνιόμουνα να σκοτώσω με τα ίδια τα χέρια μου ένα οποιοδήποτε ζώο, για να το φάω. (Είχα κάνει και για μία επταετία χορτοφαγία και τα 'χα δει όλα.) Όταν όμως ήρθα εδώ, μπήκα στο στοιχείο τού νησιού που είναι το νερό και με το αθλητικό παρελθόν άπνοιας και αυτόνομης κατάδυσης, κολύμβησης και γνώσεων που είχα, ήταν πλέον αδύνατον να μην κατεβώ στο Φάληρο στον κυρ-Νίκο τον Καρτελιά να με συμβουλεύσει ο πρωταθλητής Λάμπρος Δερτιλής πώς να εξοπλιστώ, τί να πάρω. Αλλαγή στόρυ λοιπόν, εντ λετς γκετ πέρσοναλ νάου.

Ο λόγος που ήρθα στην Αμοργό δεν ήταν για να γίνω γκουρού, να πηδήξω τουρίστριες, να γράψω το επόμενο Νόμπελ. Ο λόγος που ήρθα σ' αυτό το νησί ήταν η θάλασσα, τα νερά και τα ύδατα, το αλατισμένο υδρογόνο-δύο-οξυγόνο που το σφιχταγκαλιάζει από παντού, το κυβερνάει και το ελέγχει. Όταν έκανα το πρώτο μου σχολείο αυτόνομης κατάδυσης στην ΕΟΥΔΑΑ το 1976(!) με αρχιεκπαιδευτή τον αείμνηστο Μανώλη Παπαγρηγοράκη, κατάλαβα τα πάντα την πρώτη στιγμή: το άκουσμα τής ανάσας σου μέσ' στο νερό. Όταν έκανα την πρώτη και βαθύτερή μου ελεύθερη κατάδυση στην Πλάκα Λεωνιδίου το 1978(!) μόνος μου, κατάλαβα τα πάντα την τελευταία στιγμή: τον ήχο τής σιωπής στο νερό μέσα. Κι από τότε δεν έχω ποτέ πια κοιμηθεί ήσυχος, όλο στον ύπνο μου αναδεύω σαν το νερό να με καλεί και να με ζητάει, οι λίγοι χειμωνιάτικοι μήνες μου στην Αθήνα είναι τρομακτικοί καθώς η έλλειψη του νερού είναι σωματικά σφαγιαστική, είμαι πια «σφραγισμένος». Κι όσες ελεύθερες βουτιές και να κάνεις, κάποια στιγμή θα αναδυθείς. Όσες ομορφιές κι αν εκεί κάτω βαθιά παρατηρήσεις, κάποια στιγμή στην επιφάνεια θ' ανεβείς, ίσα-ίσα να ξεκουραστείς και μετά, πάλι για κάτω. Ώσπου πιάνοντας το 90άρι BEUCHAT αποκτά το ταξίδι για κάτω προορισμό και πορεία, στόχο σκοπό, αποστολή και μαγεία. Αρχίζεις και γνωρίζεις τούς κάτοικους τού νερού, δεν θεωρείσαι παρείσακτος επισκέπτης μα προσκυνητής εκλεκτός, όσο πιο φυσιολάτρης και προσεκτικός είσαι. Ο κόσμος εκεί κάτω έχει ΣΙΩΠΗΛΕΣ κι ΕΚΤΥΦΛΩΤΙΚΕΣ ομορφιές που άπαξ και παραμένουνε απερίγραπτες από πρωταθλητές άλλους, ποιός είμαι εγώ να μιλάω; Εγώ όμως είμαι αυτός που θεωρώ ως τα πλέον ευτυχισμένα χρόνια τής 56χρονης μου ζωής τα χρόνια που πέρασα στην Αμοργό, αφού φέτος κλείνω εδώ την πρώτη δεκαετία. Και μια και έχω τον ακάθιστο, τον αβόλευτο και τον αξεδίψαστο – μόνον η Αμοργός κατάφερε ν' ανακόψει την προσωπική μανία μου ν' αλλάζω ζωή κάθε πέντε-μ' εφτά-χρόνια. Και δεν το έκαναν οι πέτρες μόνες τους αυτό, το έκαναν τα νερά, (μαζί με τις πέτρες).

Νερά να τα κοιτάς στα ρηχά το απόγευμα την ώρα που δύει ο ήλιος και να σού 'ρχεται να βάλεις τα κλάμματα από ευτυχία. Νερά να τα κοιτάς να φλοισβάρουν ναζιάρικα στο καταμεσήμερο μέσα και να σού 'ρχεται ν' αρπάξεις ένα ποτήρι και να τα πιείς άσπρο πάτο. Νερά να πέσεις μέσα εσύ ή να ξαπλώσεις επάνω τους σ' ένα απλό φουσκωτό στρώμα κι ας σε πάρει το κυμματάκι στα Κουφονήσια να σε βγάλει αυτό, στις Μάκαρες, στην Γραμβούσα. Σταματώ όμως εδώ, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται πουθενά πλέον να σταματήσω. Σταματώ μόνο και μόνο γιατί έχω βρει μία προσωπική «καβάτζα» λίγο πριν τον Άγιο Παύλο κι εκεί θα πάω να κατεβώ. Θα φορέσω μια μάσκα και έναν αναπνευστήρα, θα ποδεθώ τα παλιά, πιστά και κοντά απ' την ΜΥΚ πέδιλα και θα πέσω στο νερό να πλυθώ να ιαθώ, να αναβαπτισθώ να αναστηθώ, τον Χρόνο να σταματήσω. (Έτσι κι αλλιώς ο Χώρος είναι αμετακίνητος υλικός, ποιός ασχολιέται με δαύτον; Τούτον οι άνθρωποι για να τον χτίζουν και να τον χέζουν τον έχουνε, μόνον ο Χρόνος και το Νερό κυλούν και υπάρχουν για μένα - άντε γεια σας.)

(Προσεχώς το δεύτερο μέρος με Χτένια, Δονούσα, Μάκαρες, Νικουριά, Κατάπολα, Κέρο-Αντικέρι, Γραμβούσα και Άνυδρο - γι' αυτό πάρτε μαζί σας νερό αρκετό.)

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 3015 φορές Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2014 04:43