Μόλις γύρισα από ένα ταξίδι στην χώρα μου 2.100 χιλιομέτρων. Και μπαίνοντας σπίτι μου, έκατσα αμέσως στο πληκτρολόγιο για ν' απλώσω σκέψεις που μου γεννήθηκαν κι εικόνες που μου εντυπώθηκαν άτακτα, ατίθασα και ελεύθερα διατυπωμένες, γραμμένες.
Ήταν μια άλλη Ελλάδα. Είναι μια άλλη Ελλάδα εκτός Αθηνών-Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και λοιπών πόλεων, πρωτευουσών και νομών. Γιατί Ελλάδα εκτός από γη, αέρα και θάλασσα είναι και οι άνθρωποι που την πατάνε την ζουν, την ανασαίνουν την βρίζουνε, την πηδάνε κι αδιαφορούν, την κοιτάνε και κλαίνε. Άνθρωποι παντού. Στις πιο μικρές της γωνιές τις πλέον απρόσιτες και απρόσμενες ξεπροβάλλει ένας γέρος που καπνίζει αμέριμνος, μια γριά που σκυμμένη μαζεύει τα βλίτα, μια σύζυγος βιαστική, ένας άντρας που σταματάει το σκάψιμο για να δει ποιος περνάει. Και λίγα παιδιά, τα μικρά με μάτια ορθάνοιχτα, τα μεγάλα με μάτια ολόκλειστα.
Και ζώα. Γιατί εκτός από τους ανθρώπους της χώρας μας, στην Ελλάδα υπάρχουν και ζώα. Ζώα πολλά, αμέτρητα σημαντικά, για την γη μας όμως πάλι καλά, γιατί ολοένα και φθίνουν. (Την στιγμή που τα άλλα «ζώα» παίρνουν την θέση τους, για να μας κάνουν εμάς να αναζητάμε τα πρώτα.) Πρόβατα απασχολημένα στο χόρτο τους, αγελάδες με τεράστια μάτια υγρά, μουλάρια που θροΐζουνε τις ουρές τους, γάτες βουδίστριες, κότες ακάθιστες και σκύλοι αληθινοί διογένηδες, ο καθένας ένα κεφάλαιο μόνος του. Άλλοι σκύλοι χτυπημένοι νεκροί στο οδόστρωμα, άλλοι πείσμονες φύλακες κοπαδιών κι άλλοι έρμοι παντέρμοι ολομόναχοι, στην πιο σκληρή, έκθετη και ασύλληπτη μοναξιά μόνοι. (Να μείνω λίγο εδώ, το έχω ανάγκη.) Σκυλάκια ψυχούλες τετράποδες λιανές μισερές που πετάγονται στην άκρη του δρόμου φοβισμένες καθώς περνώ κι αμέσως μετά κοντοστέκονται. Και κοιτούν, έτσι όπως κανενός άλλου όντος και καμμιάς άλλης ύπαρξης δεν με έχουν αντικρύσει τα μάτια: μάτια γεμάτα και άδεια μαζί, μάτια γυάλινα και χάρτινα ταυτοχρόνως, περιέχοντας όμως μία μόνο σκέψη και έγνοια, ένα μόνο πόνο και βάσανο μαζί – μια λέξη καρτερίας «πεινάω». Ποτέ άλλοτε δεν αντιλήφθηκα σε τόσο μικρά, αθώα και ταπεινά μάτια να υπάρχει τόση πείνα μεγάλη κι ακόρεστη, πείνα υπομονετική θεριεμένη, πείνα συμβιβασμένη τρελή κι αυτή από πλάσματα τόσο μικρά, ορφανεμένα μοναχικά, είτε έξω απ' τα Γρεβενά, είτε στα Βαρδούσια μέσα χαμένα.
Μια άλλη Ελλάδα με συνεπήρε ταξιδεύοντας τις ημέρες αυτές, μια Ελλάδα που αισθάνομαι ότι την πρόδωσα μένοντας γαντζωμένος, κολλημένος κρεμάμενος στο νησί μου επάνω. Επί έντεκα χρόνια. (Τόσο κράτησε το ιδιότυπο, όσο και προσωπικό ραμαζάνι μου.) Και μ' αφορμή το ταξίδι ετούτο, ανοίχτηκα χάθηκα, αφουγκράστηκα σκέφτηκα, σταμάτησα σιώπησα, μονολόγησα και κοιμήθηκα σε τούτη την μοναδική αγκαλιά – που ποτέ μου δεν ξέχασα – από πέτρινες στέγες σπιτιών που καπνίζουνε, τουλουπάνια στρωμένα από γέρικες ελιές κάτω, στωικά μισογκρεμισμένα γεφύρια, στάνες βουτηγμένες στην λάσπη κι ένας αέρας, μα ένας αέρας που μόνο το ελληνικό φθινόπωρο καταφέρνει να έχει και να φυλά. Ακόμα. Ένας αέρας κρουστός κοφτερός, αναβράζων – όπως ένα spumante εξαίσιο – λεπτός και διακριτικός, συγκρατημένα αρωματικός και υστερικά εθιστικός, ένας αέρας απερίγραπτος ελληνικός, ένας αέρας Ελλάδας που τόσο μού έλειψε στην Βοστώνη και το Χαρτούμ, στην Μελβούρνη την Κοπενχάγη. Ένας αέρας ξεχωριστός που τόσο διαφορετικός απ' της θάλασσας είναι, καθώς αυτός της ηπειρωτικής – κι όχι μόνο της Ηπείρου – όλως τελείως διαφορετικός είναι, γι' αυτό και το γράφω εδώ, γι' αυτόν εδώ γράφω.
Σταματούσα σε διάφορα μέρη για να πιώ λίγο νερό, να μην βγάλω φωτογραφία, σταματούσα και πολλές φορές έτσι, χωρίς κανένα λόγο απολύτως. Αν αισθανόμουν εκείνο του ενστίκτου το τσίμπημα, μια αίσθηση που από μόνη της πατούσε τα φρένα και γύριζε το κλειδί – εγώ επήκοος και υπήκοος σταματούσα επί τόπου. Κι εκείνο το μέρος ο τόπος, η στιγμή ο χρόνος με αντάμειβαν πάντοτε, είτε μ' ένα ρυάκι διακριτικό που μόλις κάπου κοντά ακουγόταν, είτε μ' έναν βροντερό χείμαρρο που άφριζε τα νερά του μερικά μέτρα πίσω μου. Είτε μ' ένα εικονοστάσι αναμμένο και ολοκάθαρο, είτε μ' ένα εκκλησάκι – όχι ξωκλήσι – περιποιημένο. Και πηγές, πολλές πηγές, πηγές που τρέχουν ολοχρονίς, τόσες πηγές που μοιάζουν πληγές που ρέουν ασταμάτητα, πληγές που ανοιγμένες προσφέρουν αξεδιάλυτα ξεδιψασμό και λησμονιά ταυτοχρόνως, λήθη και άφεση μαζί, συγχώρηση και ανάταση για πιο πέρα. Και δέντρα, δέντρα άπειρα, δέντρα υπέροχα και αγέρωχα, καταπράσινα και ολόρθα. (Δεν «το 'χω χάσει», απλά μετά την ξαναμμένη πέτρα της Αμοργού, τα μάτια μου η ψυχή μου κι η μύτη μου αναπαύτηκαν πέφτοντας πάνω σε τούτη την υπέρλαμπρη πράσινη μάζα που στέκεται αδούλωτα και ελεύθερα, μέχρι του εμπρηστή ή του ξυλοκόπου το χέρι...) Κι εργάτες αλλοδαποί, αφεντικά με φορτηγάκια και τζιπ, γυναίκες που ξεπρόβαλαν λίγο στα παράθυρα, σπίτια περιποιημένα ολόφρεσκα, εδώ θα το πω: κάναν οι βλάχοι την Αθήνα μου σαν τα μούτρα τους και τα χωριά τους σαν την Αθήνα μου όπως ήτανε κάποτε και δεν θα 'ναι ποτέ πλέον. Είναι τούτη η διατεταγμένη χάβρα από ζωές που εκεί στην ύπαιθρο, στα βουνά στις κοιλάδες, στα ποτάμια και τα χάνια, στις στροφές και τους φούρνους, είναι η ζωή ξαναλέω που δεν κρύβεται, αυτή ζει και εγώ καθώς περνούσα από δίπλα της την ένιωθα στο πετσί μου να με χαϊδεύει διακριτικά, να με σκουντά ελαφρά-περιπαιχτικά-συνωμοτικά, η αιώνια ζωή που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει όσες πυρηνικές καταστροφές και εάν γίνουνε, όσα χρόνια κι αν ζήσει ακόμα ο Μητσοτάκης.
Αφέθηκα και χάθηκα για μια στιγμή μέσ' στο ψιλόβροχο στην ομίχλη, το 'κοψα δεξιά και πατώντας ένα χαλί από αφράτα μουσκεμμένα μοσχομυριστά φύλλα εξαφανίστηκα μέσα στο δάσος που τανυότανε δίπλα μου. Μπήκα μέσα του σαν χαμένος, ένας απόλυτα χαμένος άνθρωπος μέσα στον πανμέγιστο και τόσο μικρόν ωκεανό της ελληνικής Φύσης, ένας τόσος δα άνθρωπος να περπατά πλατσουρίζοντας σε χαντάκια, λάσπες τσιμέντα κλαδιά, ένας παραλοϊσμένος άνθρωπος στεγνός από μέσα και μούσκεμα έξω του να περπατά στο πουθενά κι όμως εκεί ακριβώς και συγκεκριμένα εντελώς, μου έμοιασε σαν ένα μικρό, ανεπαίσθητο satori το περπάτημα τούτο. (Κρυφό μυστικό και απολύτως προσωπικό, της Ελλάδας μου ακόμη ένα δώρο.) Δεν ήταν ανάσταση δεν ήτανε επιφοίτηση, δεν ήταν τίποτε το θρησκευτικό, το προσωπικό, υπαρξιακό. Αυτό που ήταν «σιωπή» ονομάζεται και είναι το δυσκολότερο κι ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. (Και λέξεις άλλες επόμενες δεν χωρούν εδωπέρα, σιωπή σημαίνει σιγή και σιγή σημαίνει see-γη και τούτο τα λέει, τα μιλά όλα.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013