1/ «Χύσε στην πλάτη μου»
Κάάάποτε είχα γνωρίσει μια γκόμενα, μα μια γκόμενα, που τέτοια και τόση γκόμενα άλλη αποκλείεται έτσι κι αυτή να υπάρχει. (Όλοι βέβαια είμαστε μοναδικοί, μα μερικές-μερικοί είναι μοναδικές και μοναδικοί στη... δεν θα πω ποία!) Συνήψαμε σχέση λοιπόν κεραυνοβόλα και ολιγόμηνη, λυσσαλέα κι απεγνωσμένη, λυσιτελή όσο και ζερό-επικερδή για αυτήν, που μόνη λύσσα-στόχο-σκοπό είχε αποκλειστικά «να φτιαχτεί». (Δίχως να κουνηθεί, δίχως να δώσει κάάάτι αυτή, άσε δε να κουνήσει τον κώλο της, λετ αλόουν βρε να ιδρώσει.)
Κι έτσι μια μέρα – που αισθανόμουν τόόόσο φιλάνθρωπος – βρέθηκα να τής τον είχα στο στόμα τής νταρντανομπέμπας αυτής, για κάνα προκαταρτικό προθερμαντικό, αθλητικό κι απολαυστικό δίωρο. Την έβλεπα να το χαίρεται να γλυκαίνεται να τρελλαίνεται, να τον μασά να τον προσκυνά να τον επεξεργάζεται κι είχα ξεχάσει εγώ και την ελληνική γλώσσα και τα σανσκριτικά, τον εθνικό ύμνο τής Σουμάτρας, καθώς και τού Βαρουφάκη το Ε9! Κι όταν την ρώτησα τελικά, ευγενικά κι αλτρουιστικά, προσφερτικά και συνεργατικά, φεμινιστικά και αφροδισιακά... «Πού θες να σ' τα εκταμιεύσω, ματάκια μου;» – αυτό το ανωτέρω κουφό το κουλό, το κουτσό και το μόγγολο η γκό μού απάντησε!!!
Ε λοιπόν, εγώ Πολεμικές Τέχνες έμαθα – όχι για να δείρω τον πεθαμένο Μπρους Λη, ούτε για να σιάξω Σχολή, αλλά για να μπορώ να προλαβαίνω να απαντώ εγκαίρως αποτελεσματικώς και ακαριαίως στην πάσα-μία, ξερόλα και ξενέρα ελληνί-γκόμενα.
Οπότε «Άσ' το καλύτερα κούκλα μου» τής εσκάω εγώ – καταπώς λέει και το γεράκι τής Νίκαιας. «Ευχαριστώ για την λάθος διεύθυνση, μα προτιμώ να πάω να τονε παίξω στο δίπλα οικόπεδο και να ποτίσω τη μάντρα καλύτερα, παρά να χαραμιστώ κει που ούτ' ο ήλιος, ούτε συ βλέπεις»...
2/ «Χτύπα με, βάρα με, σκότωσέ με»
Τα 'χω λοιπόν πρόσφατα με μία γαλλίδα, κι επιπλέον ελληνογαλλίδα σοφιστικέ. Μανούλα τεσσάρων κουκλιών-τέκνων μάλιστα, που τα 'χε αφήσει έρμα και άσπλαχνα α λα Φρανς με την μαμμά και γιαγιά. (Η οποία γιαγιούλα – ως Γαλλίδα μαντάμ και ματσιούρ – «σκότωνε» πολύ περισσότερο και από την κορούλα. Στην εγγονούλα δυσκολευόταν κομμάτι, αλλά όλο και κάποιος επρόθυμος εβρισκότανε – ΟΚ, μη το γαμίσουμε με το γεράκι νυχτιάτικα πάλι).
Την έχω σωστά τεντωμένη και θερμά συμμετέχουσα την κυρία αλοζανφάν, και «πού σε σφάζουν, και πού σε πονάν» στο κρεβάτι μου. Μελαχροινή, αδύνατη, σκοτεινή. Μ' εκείνες τις μόνο γαλλικές κάλτσες τις αψηλές, με την δαντέλλα και την σιλικόνη στο τέλειωμα, το στραβό στοματάκι για αεράντληση και το καρρέ το μαλλάκι για σωστό σκούπισμα, άφτερ. (Είπαμε: ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ είναι παγκοσμίως άγνωστος για τις σεξουαλικές του περιγραφές, η εξαίρεση εσείς είστε.)
Έχουμε θερμανθεί, υπερθερμανθεί – όχι όσο ο πλανήτης μας βέβαια, π' αναζητά να τον σώσει ο ντιπ-ΓΚΑΠ Παπανδρέου – και έχουμε ανοιχτεί σε σκηνές, κόλπα και βαριάντες τέτοιες σεξουαλικές, που με πήρε μετά ο Dorcel και ο Σειρηνάκης-μαζύ και τα κλειδιά των εταιριών τους μάς δώσαν. Κατάλαβα κι αντελήφθην εγώ ότι το σαραντάχρονο γαλλιδάκι δεν «το πήγαινε» μόνο «το γράμμα», μα το έφερνε κιόλας στα πόδια μου ως πιστός σκύλος. Το άνοιγε μάλιστα με τα δοντάκια του, το έγλειφε σωστά στις ακρούλες για να μην σκιστεί το χαρτί, το έφτυνε μετά κιόλας ώστε το γραμματόσημο να υγρανθεί, να κολλήσει. Κι εκεί όπου σχεδόν-όλα τα είχαμε κάνει – αφήνοντας το BDSM και το κρέμασμα για τα Χριστούγεννα, το piercing και τις παρτούζες για Δεκαπενταύγουστο, το εικονικό πνίξιμο και το fisting για Πάσχα – βάζει φωνή το τρελλαμένο κουκλί και μού σκάει την ανωτέρω ατάκα.
Τί να σας πω εγώ, τότε! Ξενέρωσα; Ξεμέθυσα; Ξενιτεύτηκα; Απαγοητεύτηκα; Αποθανατίστηκα;
«Ρε μαμαζέλ» απαντώ στο φτερό, «αν ήθελα σάκκο τού μποξ, θα 'παιρνα κάτι σε πιο βαρύ, πιο μαύρο και πιο κοντό» τής αναρτώ νέτα-κοφτά-σκέτα. Και τηνε βλέπω τη δόλια να σφαδάζει στην Μπουχάρας-φλοκάτη μου-απ' τα Τρίκαλα, ν' αυτοχτυπιέται με ό,τι προλάβαινα να τής αρπάξω απ' τα χέρια – μετά βίας και κόπου τής αφαίρεσα τού τζακιού το φτυαρί, την τσάπα τού κήπου, τον ιστό τής εθνοσωτηρίου σημαίας μας κι εκείνο το ρόπαλο τού μπέηζ-μπωλλ που έχω και το φοβούνται οι αρουραίοι σπηλιάς μου.
3/ «Μην είσαι τόσο ευγενικός»
ΟΚ, I'll behave myself πια, ήταν και άλλα εκείνα τα χρόνια. Ήμουν δακτυλοδεικτούμενος κι εκλεκτός δημόσιος υπάλληλος τότε, ένας νεοσσός διπλωμάτης, με τα κοστουμάκια μου και τα μηχανάκια μου, τα λεφτουδάκια μου και τα νειατάκια μου – να με πιείς στο ποτήρι. Και γνωρίζω την «Τσαρίνα» λοιπόν, μια Κατερίνα σαλλλονικιά, αυτοκρατορική και βυζαντινιά, καστανή και ξανθιά, μελαχροινή και κοκκινομάλλα. Φραγκάτη, μορφωμένη, επιτυχημένη. Μόνη, αγάμητη, εκνευρισμένη. Πύρκαυλη, μπαϊσέξουαλ, τολμηρή. Που απ' τον τόσον πολύ έρωτα που την είχε βαρέσει κατάμητρα [sic] για την πάρτη μου – όχι μόνο όποτε μ' έβλεπε έφτυνε (μέσα της), αλλά μετά που με έχυνε, την έφτυνα γω (πάνω της).
Το Κατερινιώ ήταν ερωτευμένο μαζύ μου από πολύύύ καιρό, μα κουβέντα δεν έλεγε, κίνηση καν έκανε, κυρία και ανωτέρου – το «αβάδιστο κι αβασάνιστο, παρά ιατρού» τής έλειπε μόνο. Κι όταν τής πρότεινα εγώ να πάμε «απογευματινή» δειλά ένα σινεμά, και μετά για καμμιά πάστα, αυτή δέχτηκε μετά μια βδομάδα νωρίτερα! Και εμφανίστηκε στην πλατεία Αμερικής τής πόλης των Αθηνών, έξι η ώρα τ' απόγευμα φθινοπώρου – στα Eighties, σημειώστε εσείς, αφού επαναλαμβάνω εγώ – με βαρύ βάψιμο, σουέντ ψηλοτάκουνα, γούνα βιζόν και κεντητό πέπλο, ναι πέπλο στα μάτια, αυτό που φορούν τσοντούδες και χήρες, (οι δεύτερες στην κηδεία τού κερατά και οι πρώτες στις ταινίες τού νταβά). Πήγα να βάλω τα γέλια εγώ, μα επειδή την φαντασιώθηκα με ζαρτιέρες-και-λοιπό-τον-εξοπλισμό από κάτω της, προτίμησα να καυλώσω.
Μπαίνουμε στον σινεμά, βρίσκουμε τις αναπαυτικές θέσεις μας, κάνω εγώ την ελάχιστη αστική και ευγενική, κυριλέ και συντροφική, ανδρική και ιπποτική κίνηση να την βοηθήσω να βγάλει τα ραμμένα-άτυχα-ζώα απ' την πλάτη της, και τότε μού σκάει το γκαρντασοθήλυκο την ανωτέρω ατάκα.
Cut και fast-forward.
Είμαστε στο στενό και πτωχό δημοσιοϋπαλληλικό κρεβατάκι μου – Ακόλουθος Πρεσβείας ήμουν ο έρμος ακόμα – και γίνεται της τρελλής, της λωλής και της ξαδέρφης τους, της μουρλής. Το Κατερινιώ, μόνο στο ταβάνι δεν έχει κολλήσει από την καύλα και τους οργασμούς, εγώ στα γυμναστικά ντουζένια μου τότε έριχνα και καμμιά κατοστή push-ups στα τσιγαροδιαλείμματα, (αυτό, ούτε ο Βαρουφάκης δεν το κάνει, με την κρυογενετική του Δανάη). Και δώσ' του αγκαλιές και φιλιά, και δώσ' της κεφαλοκλειδώματα και «τσιμεντενέσεις ΨΑΛΙΔΑΣ», και δώσ' μας «βία και νοθεία» τύφλα να 'χει ο Καραμανλής κι ο Μανιαδάκης μαζύ – τί να σας περιγράφω, και να πηγαίνετε σεις μετά με την συμβία αυτά να τα κάνετε, και να τρέχει να κοιμηθεί στη μανούλα της η δόλια απόψε.
Κι εκεί που νόμιζα ότι είχα εξαντλήσει το τρυφεροπορνό ρεπερτόριο ακριβώς ισοζυγισμένο με βία-Εμμανουέλλας, με εσσάνς από Λάουρα Αντονέλλι και μια άχνη-ζάχαρη από Τσιτσιολίνα – μην ξεχνάτε, πότε βρισκόμαστε – ακούγεται η ξελαχανιασμένη φωνή της απ' την λεωφόρο Νίκης, εκ μετεγγραφής στην Κυψέλη μας, μόνο για σας και απόψε: «Γιατί είσαι τόσο ευγενικός;»
(Εάν δικηγοράκος ήμουνα, θα έλεγα "I rest my case". Μα επειδή πολλά άλλα επαγγέλματα στην ζωούλα μου έκανα – τον ελεύθερο χρόνο μου, γυαλίζω τ' ασημικά μου – έμαθα να τηρώ σιωπή, να βαρώ προσοχή, να μη λέω κουβέντα. Άλλη και έτερη, διπλή δεύτερη, άσχετη και κυρίως σοφή – γι' ΑΥΤΟ επικά και χιουμοριστικά, αληθινά τρυφερά, εδώ και αυτά γράφω.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022