(Μέρος πρώτο) ΜΕ ΤΗΝ CHER, ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ
Μόλις, μα μόλις πριν λίγο-ελάχιστο μπήκες στην ζωή μου, ένα αθώο κοντό κοριτσάκι απ' την επαρχία, ένα πονηρό ψηλό γυναικάκι απ' την περιφέρεια, τα δυό μικρά μυτερά σάρκινα κι επιστήθια όπλα σου κραδαίνοντας στα χεράκια σου, για τα χέρια μου. Και τα χείλια μου. Και τα δόντια μου. Και τα άλλα δυό δίδυμα σφαιρικά πιο κάτω ανώνυμα και επώδυνα, επώνυμα και τόσο επονείδιστα... που δεν θα τα ονομάσω.
Όπως το τραγουδά επικά-σαρκικά-πάντα, η όνομα-και-πράγμα Σαρκισιάν: ένα αφηνιασμένο κουκλάκι-βλαχάκι-καυλάκι ήσουνα, μ' ένα δάνειο-αρπαχτό-ληστρικό «big city attitude» που το μόνο που κατάφερες είναι σε μπελάδες να μπαίνεις, να σε βάζει το πωρωμένο διεγερμένο, το εγωισμό-φουσκωμένο μυαλουδάκι σου – το κορμί σου αντέχει πολύ περισσότερους μώλωπες. (Όχι κακώσεις, αλλά ρουφήγματα σεξουαλικά, κτυπήματα πορνικά, χυσίματα αμαρτωλά απολύτως.) Και σαν να μην σού φτάναν αυτά, νόμιζες κιόλας ότι ήσουν κακιά, ένα καλομαθημένο παλιοκόριστο, a true bitch from your rhodesian beach – χαχαχα, δεν ήξερα ότι έχει και η Ρόδος βουνά, με τις ρόγες σου σκούρες και μυτερές πάνω τους, σαν ξωκκλήσια συννεφιασμένα-ξεσηκωμένα-θυμωμένα απ' τους βοριάδες και τις βροχές, τα λιοπύρια και τις νυχτιές. Νόμιζες επιπλέον ότι όλους τούς αντρίκους και τα αντράκια τα έχεις τα έπαιζες, with the flash of your pearly smile κυρίως τα άρμεγες και τα πέταγες ανέτως ευκόλως και αδιάφορα προπαντός, μέχρι.
I got news for you beautiful-baby-bitch μου: «You met your match tonight» στο πρόσωπό μου ακριβώς κι όχι μόνο, αλλά κυρίως και πολύ πιο χαμηλά. Ξανανόμισες όμως – ως συνήθως κάνεις και χάνεις – ότι με κατάφερες με τα λόγια σου, με καπάκωσες με τα σκέρτσα σου, με τελείωσες με τα κόλπα σου και με άδειασες με τα νεύρα σου μα, μα, αντιθέτως απ' τις προσδοκίες σου και τις ευκολίες σου ήσουν εσύ που κρυβόσουν πίσω απ' τις κουρτίνες τού δωμάτιου πριν, κάτω απ' τα μαξιλάρια τού κρεβατιού κατά και πέρα απ' τις καρέκλες τής βεράντας μετά. Να γλυτώσεις. Να πάρεις ανάσα. Να ηρεμήσεις, να ξεϊδρώσεις και να συνέλθεις, να συγκροτηθείς να σκεφτείς και να μετανιώσεις. «Til' your heart is cryin' Indian and you're begin' for more» χαχαχα, «Til' you're flat on the floor» παρακαλώντας με ξανά και ξανά, για ξανά και ξανά, μέχρι να ξημερώσει.
«Come on baby» φώναζες γαλλικά, «Come on baby, show me what that loaded gun is for» ούρλιαζες ισπανικά, «If you can give it, I can take it» επαναλάμβανες ρυθμικά ξέπνοα αφροδισιακά, «Ιf you're so tough, come on and prove it» έχυνες παραληρούσες χτυπιόσουνα, κλείνοντας με το επικό σου «'Cause if this heart is gonna break tonight, it's gonna take a lot to break it» όταν οι αλλεπάλληλοι οργασμοί σε κατέκλυζαν, έκλαιγες παρακάλαγες έλειωνες και πραγματικά ζούσες, ψέλνοντας σπαστικά και ηδονικά «Tonight Ι'm gonna take YOU down in flames, just like Jesse James».
Ενώ στο κρεβάτι έπεσες κραυγάζοντας αρχικώς παιανικά-εκδικητικά και τελείως αρσενικά-απειλητικά ότι «I'm after your hide», γελώντας κιόλας ειρωνευόμενη εμένανε-ακριβώς που καθώς γδυνόμουν, χαμογελούσα ήρεμα ήπια σιωπηλά και γλυκά. Εσύ όμως εκεί: την κασσέττα σου, την πάρτη σου, την συνήθειά σου. Τον αυνανισμό σου, τον αυτισμό σου, τον αυτοεγκλεισμό σου. Και με προειδοποίησες ότι «Υou ain't so strong, and it won't be long, 'til your hands are tied», καθώς αυτό και εάν ήταν ένα απ' τ' αγαπημένα ψόφια παιχνίδια σου: Ο άντρας πειθήνιος από κάτω σου κι εσύ ηγερία και μαινάδα από πάνω του, κυριαρχική μήτρα πατριαρχική, πυριφλεγής κλειτορίς the size of John Holmes κι έξω χείλη the size of Suez Canal κοφτερά. Οι παλάμες σου να κλειδώνουν τούς ώμους του, τα δόντια σου να φτύνουνε ύβρεις μίσος χολή, πάθος λάθος κι ένα χάος αποκάλυψης σαρκικής, πόνοι ζημιές και εγκλήματα – όλα ένα δερμάτινο φύλο συκής πάνω στα ανατιναγμένα και επικηρυγμένα σου σώψυχα.
Όταν αναμετρηθήκαμε με το πρώτο δαγκωτό-αίματος φιλί, μού 'πες: «Tonight I'm gonna take you in 'Dead or Alive'», εγώ ούτε που σ' άκουσα. Είχαν τυλίξει τα κοντά σου μαλλιά τα αυτιά μου, είχαν μαγκώσει τα επιδέξια χέρια σου τις πλάτες μου μα κρατούσα εκπαιδευμένα κι ελεύθερα, ευκίνητα κι έτοιμα τα πόδια μου, ώστε σε περίπτωση που εσύ θα «Βreak the laws of love, in the name of desire», να μπορέσω εγώ να «Τake ten steps back» και να είμαι έτοιμος και ευθύβολος να «Αim and fire», όπως ακριβώς δεν περίμενες. Δεν το περίμενες. Γιατί ενώ εγώ ήμουν ανέτοιμος, εσύ πανέτοιμη ήσουνα κι έτσι ακριβώς δεν κατάλαβες ότι «Βaby there's nowhere you gonna run tonight».
«Come on baby» σού 'πα προστακτικά και απόλυτα, «So come on baby» σού επανέλαβα συρριχτά σφυριχτά μέσα στ' αυτιά σου που βούιζαν από πόνο και πόθο, από πόθο και πόνο – η σειρά καμμιά σημασία δεν είχε πια. «Well you've had your way with play» σού τόνισα, «But at the end of the day, there won't be nothing left to say» γιατί τελικά και καταδικαστικά, επιτακτικά κι εκτελεστικά «I'm gonna shoot YOU down Mrs. Jesse James».
Όπως έγινε τελικά και δεν τ' άντεξες, στην παγωμένη βεράντα πετάχτηκες, στα κρύα πλακάκια πάτησες κι απ' το σιδερένιο κάγκελο πιάστηκες – νόμισα προς στιγμή πως στην θάλασσα από κάτω ακαριαία θα πήδαγες, απεγνωσμένη πανικοβλημένη να αποδράσεις. Το τσιγάρο σου αναμμένο δαγκωμένο στο στόμα σου, το στήθος σου ιδρωμένο και σημαδεμένο από το στόμα μου, τα πόδια σου κρεουργημένα και μαυρισμένα από τις λαβές μου – μόνον ο Μόγιας, το μπουρδελιάρικο alter ego τού Καραγάτση έλειπε, να συμπληρώσει το σκηνικάκι.
Είχε ξημερώσει, είχαμε τελειώσει. Η ημέρα ξεκίναγε, εμείς λήγαμε. Έπρεπε να φύγω σε λίγο, εσύ είχες έτοιμη την βαλίτσα σου όπως πάντα, δίχως να 'χεις όμως πουθενά και κανέναν να πας. Άλλαζες τόπους και σπίτια, ανθρώπους κρεβάτια προσπαθώντας να μην χαθείς και πρώτιστα να μη χάσεις, μα έτσι χανόσουνα τελικά και μετά αναρωτιόσουν τί λάθος μόνον-οι-άλλοι σού κάνανε, γιατί τα λάθη τα κάνουνε μόνον-οι-άλλοι.
Ευτυχώς όμως που τα έγραψαν άπαντα και σωστά ο ευφάνταστος Desmond Child, η καταθλιπτική Diane Warren και το τραγούδησε μοναδικά η Cher – για μάς δεν έμεινε τίποτα. Για σένα ένας θυμός και για μένα ένα χαμόγελο: όπως στις παλιές αμερικάνικες καουμπόϋκες ταινίες με τους καλούς και τον κακό, όπως στις παλιές γαλλικές αστυνομικές ταινίες με τον αυστηρό μπάτσο και το κωλόπαιδο τον ληστή. Απειλές κι αγκαλιές, κυνήγι με σκοπό τίποτα να βρεθεί, έρωτας επιτηδευμένα ανύπαρκτος, με λάφυρο επτά δευτερόλεπτα τρέλλας.
Και αυτή η Φωνή να ψέλνει διακαώς προπαντός, αυτή η Γυναίκα που stinks and perfumes the whole Las Vegas, αυτή η Θεά που rocks hearts and breaks balls με τον επικό κι απαράμιλλο τρόπο της τούτη... μέχρι να ξεκολλήσει και λυθεί το σαρκικό σου νησί και στο πέλαγος να χαθεί. Μέχρι να εκραγεί και να βουλιάξει ο βράχος ψυχής σου και στην άβυσσο να ποντιστεί. Μέχρι να μη μείνει καμμιά ανάσα καμμία ματιά, καμμία ανάμνηση και καμμιά χαρακιά – μέχρι τότε μέχρι τότε μέχρι τότε θα με θυμάσαι εσύ.
Ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι κι αν γίνεις. Gypsy, tramp or thief...
(Μέρος δεύτερο) ΜΕ ΤΗΝ TINA TURNER, ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ
Μέχρι κι η θάλασσα κάτω απ' το μπαλκόνι μας, μπροστά απ' το δωμάτιό μας, στην κοινή μας ψυχή μέσα είχε ακινητήσει κι αυτή. Πώς κρατάει η θάλασσα την ανάσα της; Πώς παύει ο φλοίσβος τον ψίθυρό του; Πώς τα κύμματα σιδερώνονται, πνίγονται, καίγονται απ' τα δάκρυά σου που πότιζαν τα σεντόνια, καθώς αυτά μόλις έσβηναν;
Ψέλλιζες μέσα στ' αναφυλλητά σου «You got the right to tell me, it's all over» και ταυτόχρονα ήξερες πόσο άδικο δίκιο είχες εσύ. Και πόσο δίκιο άδικο εγώ είχα που κάπνιζα κρύος αδιάφορος και ακίνητος, σκληρός-λένε, αδέκαστος-λένε και αδίκαστος-ακόμα (στο τέλος θα πουν). Και αμέσως μετά συμπλήρωσες – με όσα κατεψυγμένα ψήγματα εγωϊσμού σού είχανε απομείνει – «It isn't like me to be begging you» και είχες τόσο αλήθεια που μέχρι και το φεγγάρι στιγμιαία ντράπηκε, κρύφτηκε, εσβήσθη απ' το συνεχές έγκλημα που διαπράττονταν μέσα σ' εκείνο το ξενοδοχείου σφαγείο μας, δωμάτιό μας ικρίωμά μας, τάφος τού έρωτά μας και ποταμός ανίερος ανυποχώρητων τακτικισμών.
Εγώ είχα φέρει την απόφασή μου, θα χωρίζαμε. Εσύ δεν είχες δώσει τα όνειρά σου, θα χωρίζαμε. (Σημειώστε ενδιάμεσα σεις: από ισοπαλία χωρίζουν οι άνθρωποι.) «Don't let go, don't let go / Just stay with me another day» παρακαλούσες το αναπόφευκτο, «Please understand me / When I'm not myself / I'm so confused» μού εξηγούσες απλά-κατανοητά για πρώτη φορά, «Ι don't know what to do» μ' εμένα κι εσένα, μ' εμάς και την ζωή, με τον κόσμο ολόκληρο και την αποψινή νύχτα ιδίως.
Φθινοπώρου αρχή κι έκανε μία ψύχρα δροσιάς, που είχε φωλιάσει ύπουλα μέσα μας. Εσύ στο κρεβάτι ακόμα, εγώ ήδη στην καρέκλα τής βεράντας καπνίζοντας, μιλούσαμε υποτίθεται, συνεννοούμασταν υποτίθεται, θα χωρίζαμε δεν υποτίθεται διόλου. (Πόσα ζευγάρια δεν φεύγουν απ' την πόλη τους για ένα τριήμερο, «για να τα βρουν»; Και φυσικά όχι μόνο δεν τα βρίσκουν ποτέ, αλλά χάνουν κι εκείνα που ξέρανε, είχανε, αγαπούσαν.) Έτσι κι εμείς, γιατί όχι εμείς; Τα λάθη είναι οι μεγαλύτεροι και σκληρότεροι κομμουνιστές: μοιράζονται ΙΣΑ κι ΑΠΟΛΥΤΑ σε ΟΛΟΥΣ τούς ανθρώπους και δεν γλυτώνει κανείς. (Και τα «σωστά» είναι οι μικρότεροι και πιο πωρωμένοι αναρχικοί: μοιράζονται άτσαλα και τρελλά, παράλογα κι αποκλειστικά σε ορισμένους ανθρώπους κι αυτοί που γλυτώνουνε, δεν λένε κουβέντα.) Έτσι λοιπόν και εμείς, γιατί όχι εμείς; Πήγαμε σ' εκείνο το παραλιακό ξενοδοχείο μακρυά από την πρωτεύουσα, εκεί όπου ο τουρισμός παγώνει εντελώς μετά το Δεκαπενταύγουστο και τα χιόνια-πάνω-στο-κύμμα «ξεκινούν απ' τις 16 Αυγούστου» χαριτολόγησες στο βραδυνό φαγητό, όταν είχε περάσει κιόλας μισή ώρα χωρίς να σού πιάσω το χέρι το μπούτι, τον κώλο ή τα βυζιά.
«Don't give up, don't give up / It just may take a little time» επιστράτευσες την αριστοτέλεια λογική σου για να σώσεις την σχέση μας, μόνο που τούτη η δύστυχη είχε περισσότερη σχέση με τον σμυρνιό τον Ωνάση απ' τον σοφό απ' τα Στάγειρα. Ίσως εγώ λοιπόν έβλεπα αυτό που δεν ήθελες ν' αντικρύσεις εσύ ή ίσως εσύ έβλεπες αυτό που δεν ήθελα εγώ ν' αντιμετωπίσω, (τί προηγούμενα έγραψα περί ισοπαλίας;) Κουβέντες παλιές προηγούμενες που τόσο-αθώα λέχθηκαν, έρχονταν τώρα και στοιχείωναν την παραμικρή κίνησή μας. Χειρονομίες άνευ σημασίας τού κάποτε αποκτούσανε νόημα και βαρύτητα τώρα που καμμία πιστωτική και καμμιά κλειδοθήκη δεν μπορούσαν ν' αντέξουνε, (ευτυχώς είχαμε έλθει εδώ με ξεχωριστά αυτοκίνητα). Πώς αποφασίζεις ν' αλλάξεις χρώμα σε ένα δωμάτιο; Στρώνεις μια πινελιά πράσινο, δεν σ' αρέσει. Πατάς μια πινελιά μπλε, χάλια είναι. Πετάς μια πινελιά ελαφρύ κίτρινο, σού 'ρχεται να ξεράσεις. Τουμπάρεις τα πάντα με μια πινελιά βαρυτάτου μπορντώ και τα παρατάς άπαντα, δεν είναι εποχή για βαψίματα κι αλλαγές τώρα...
«Be tender with me baby» κατέληξες. «I'm afraid that you're going away» μονολόγησες. «Always and for always» μάντεψες κι έπεσες μέσα, διάνα πέτυχες. Βιδωμένος εγώ στην καρέκλα μου είχα παραγγείλει απ' το μπαρ ένα μπουκάλι ουΐσκυ, έναν κουβά πάγο ατσάλινο, σόδες-νερά είχαμε εμείς φέρει. (Πάντα σε διαπραγματεύσεις και χωρισμούς, πυρομαχικά απαιτούνται. Όπως και ιατρικά υλικά, ψυχικά αναλγητικά, συναισθηματικά αιμοστατικά.) Κάπνιζα κι έπινα, έπινα κάπνιζα, η τηλεόραση βουβή απλώς έφεγγε κι ήμασταν – ως σκηνικό – να περάσει ο Μπιν Λάντεν από τον διάδρομο και να μάς ρίξει μέσα μία χειροβομβίδα.
Χα! Πώς γίνεται να 'χω δίκιο εγώ εντελώς και να αισθάνομαι χάλια; Πώς γίνεται να μ' έχεις τρελλάνει με τις μαλακίες και τις υστερίες σου, τις οιστρογονικές και ουρανομήκεις ανακολουθίες σου, τις προκλητικές απιστίες σου και τα εκκωφαντικά ψέμματά σου και παρ' όλα όλα όλα αυτά, τώρα που «συζητάμε» και «σκεφτόμαστε» πώς «να χωρίσουμε», να νιώθω ότι πίνω σταχτόνερο και καπνίζω σάβανο μουχλιασμένο; Για να ρεφάρεις μάλιστα συ το επικό – «I know that you've been patient with my bitchyness» – πέταξες, δεν ασχολήθηκες αν το άκουσα και συμφώνησα ή το ξέχασα και γι' αυτό σιώπησα, εσύ εκεί: «I know that you hate to see me cry». Γιατί αληθινά δάκρυα ήταν αυτά – νά και κάτι αληθινό έξω σου σκέφτηκα, νά και κάτι που λάμπει αλήθεια έξω, εκτός από την κορμάρα σου έσπευσα να συμπληρώσω. (Ποιό Χημείο θα βρεθεί να εξετάσει, να διακρίνει και να γνωμοδοτήσει πιστά ότι τούτα τα δάκρυα είναι στημένα και υπολογιστικά, κι εκείνα τα δάκρυα είναι γνήσια και συγχωρητικά;)
Τότε μίλησα εγώ επιτέλους. «I know, yes I know, it doesn't have to be this way» το φιλοσόφησα. Αλλά «Άλλος τρόπος δεν βρίσκεται, νέα σχέση δεν γίνεται, κοινός τόπος δεν υφίσταται» απλά είπα, εμβρυουλκώντας την μαλακία απ' την φιλοσοφία και πουροθάβοντας την λογική στην ασυνεννοησία. (Γιατί η ΜΟΝΗ φορά που ο άντρας και η γυναίκα ΔΕΝ θα συνεννοηθούν, είναι όταν κάθονται ΑΚΡΙΒΩΣ για να συνεννοηθούνε.) Να συμπληρώσω βεβαίως εδώ ότι και εμείς, τα δοκιμάσαμε όλα: να χωρίσουμε λίγο, για να ξενογαμήσεις εσύ. Να μη μιλήσουμε λίγο, για να το βουλώσω εγώ. Σε παρτούζες να πέσουμε προς άγραν ποικιλίας και στον πνευματικό σου να πάμε προς δρέψιν συμβουλών. Σε ψυχολόγο προβληματικών ζευγαριών να ξεπαραδιαστούμε και να πλακωθούμε μετά σε έναν βιαιότατο και αιματηρό αλληλοξυλοδαρμό, που κάναμε μέρες να βγούμε απ' το σπίτι μέχρι να μπαλωθούν κάπως τα τραύματα, οι μελανιές, οι ουλές μας.
Ώσπου το είπες, σχεδόν τό 'φτυσες, ανάμεσα χολής σάλιο και όξος έντερου: «Ι'm so lonely, I could die» κατονόμασες επιτέλους τον γνήσιο φόβο σου, τον προπατορικό τρόμο σου, τής ζωής σου τον δείμο. (Ως Ιταλίδα εσύ, πού και πώς να ξέρεις ότι ο Δείμος τέκνο τού Άρη και τής Αφροδίτης εστί, δηλαδή, γάμησέ τα!) Και για ν' αποκρύψεις στιγμιαία και ακριβώς την έκφραση αδυναμίας σου τούτη, διπλασίασες την ζημιά. «I'm so afraid, you'll go away» κι εγώ σε φαντάστηκα να έχεις αρπαχτεί απ' τα πόδια μου, να είμαι ο μισός στο χωλλ κι ο άλλος μισός μέσ' στον διάδρομο, με το σακκίδιο τα κλειδιά και το κινητό, τα γυαλιά ηλίου χαράματα, τον απαραίτητο καφφέ στο δεξί και με τ' απασχολημένο αριστερό να προσπαθώ να σε ξεσκαλώσω...
Καλά, δεν φτάσαμε βέβαια μέχρις εκεί Η μπαλκονόπορτα έφερνε την θαλάσσια νυκτερινή αύρα και πλημμύριζε το δωμάτιο, ο καθρέφτης στρατηγικά κατά μήκος τού κρεβατιού αντιγύριζε τις λάμπες από τις βάρκες τού λιμανιού, το φεγγάρι παρακολουθούσε ψυχρά-έως-ιατρικά το ανθρώπινο χειρουργείο αυτό, λες και τό 'χαν ανάψει ο Φρόϋντ, ο Ρόμμελ και ο Τσάρλυ Τσάπλιν μαζύ. Σηκώθηκες, με πλησίασες και – out of all things in this night – πήρες ένα τσιγάρο μου και το άναψες! (Εσύ η αντικαπνίστρια, ορκισμένη.) «Why does my heart keep burning» με ρώτησες, «Why do I feel like I do» ξαναρώτησες και μόνη σου την απάντηση έδωσες, σε δυό τεύχη μάλιστα. Με το «I hope you see, this is NOT me» άνοιξες και το «TΗΑΤ, is just a phase that I'm going through» έκλεισες, με τον υποδειγματικό και χαρακτηριστικό σου, εγωϊστικό και αυτιστικό σου, αυτοαναφορικό κι αυτοκτονικό σου τρόπο. Και κόλπο ισόβιο. Γιατί ό,τι κι αν έκανες, ό,τι κι αν σού συνέβαινε – εσύ πάντα δεν έφταιγες, εσύ πάντα απ' έξω βρισκόσουν, εσύ σταθερά απουσίαζες και εσένα σταθερά τίποτα δεν σ' αφορούσε.
Μόνο που ΑΥΤΗΝ την βραδυά, σ' ΑΥΤΟ το δωμάτιο τραγουδούσα ξανά-και-ξανά εγώ ΑΥΤΟ το τραγούδι: «Be tender with me baby» σού έλεγα και ξανάλεγα, ήταν τα δικά μου μάτια τα κατακόκκινα που νώτιζαν το σεντόνι και ήσουν εσύ το αντράκι τ' ασήκωτο με το ντουμάνι εις το μπαλκόνι. Χα! Πόσα μαθήματα, κι ιδιαίτερα, και μεταπτυχιακά σού χρειάζονταν για να μάθεις κι εσύ ότι μόνον ο άνδρας πραγματικά κλαίει όταν χωρίζει αυτός, η γυναίκα κλαίει μόνον για να μην χωρίσει. (Ή για να το πω πιο απλά: η γυναίκα κλαίει προ χωρισμού και ο άνδρας μετά – κάθε άλλη παραλλαγή, τον κανόνα αυτόν επιβεβαιώνει.)
Ξημέρωνε. Σηκώθηκα, το μεγάλο συρταρωτό παντζούρι έκλεισα, ξάπλωσα. Σε πήρα στην αγκαλιά μου σφικτά δυνατά, ήδη κοιμόσουν εσύ και τα πόδια σου ήτανε παγωμένα, ενώ τα χέρια σου ήταν καυτά. Το μισάνοιχτο στόμα σου παραμόνευε, η επιδέξια γλώσσα σου λούφαζε, είχες απολύτως παραδοθεί πλέον. Μπορεί το «It's now or never» να είναι άλλου, μεγάλου, τραγουδιστή μα δεν είχα την πολυτέλεια, την ευκαιρία αυτήν να μην εκμεταλλευτώ. Θα ήθελα να μπορέσω μαζύ σου αιώνια να κοιμηθώ, μα όπως κάνω εγώ, πράττω το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό που εκείνη την στιγμή θέλω. Άνοιξα την πόρτα αθόρυβα κι έφυγα, πήγα στο πάρκινγκ και μπροστά το αυτοκίνητο έβαλα, ήξερα ότι εσύ δεν ακούς αυτό που δεν θέλεις ν' ακούσεις. Πάτησα το κουμπί τού στερεοφωνικού και καθώς υπήρχε μέσα του ξεχασμένη από προχτές μία κασσέτα μου, άκουσα τούτο:
«Be tender with me baby / It's just a phase you're going through / I hope you see I'm not the one»
(Mέρος τρίτο) ΜΕ ΤΗΝ CELINE DION, ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ
Δεν έβρεχε έξω, μέσα έβρεχε. Δεν έκαιγαν τα σώματά μας μέσα, έξω οι κρέμες δεν λέγαν τον ήλιο να σβήσουν. Τα σύννεφα είχανε μπει από την βεράντα και πάνω στο κρεβάτι μας έπεσαν, τα χέρια και πόδια μας παγωμένα ξεχείλιζαν από τα σεντόνια.
«Έχω καταλάβει όλες σου τις λέξεις, πολύ καλά μάλιστα, καλά να 'σαι»
Άμα δεν θέλεις εσύ να συνεννοηθείς, να γίνεις απλώς και στοιχειωδώς κατανοητή, τότε προφασίζεσαι και στήνεις πράγματα θέματα, προβλήματα υποθέσεις. Κατ' επίφαση λογικά, πάντοτε καινούργια φυσικά, κουβέντα να γίνεται κι αποτέλεσμα να μην βγαίνει. «Έτσι γίνεται, από δω πάει, το χτες πάντα χτες είναι», ιδιαίτερα άμα το μέλλον τόσο πολύ το φοβάσαι εσύ, (το παρόν δεν το αντέχεις στιγμή..., τρέμεις).
«Αλλά πρέπει εσύ, να ξέρεις αυτό»
Δεν είμαι κανένας και διόλου σαν όλους αυτούς που από πάνω σου πέρασαν. Έκατσαν και σηκώθηκαν, μπήκανε μέσα σου χύσανε έξω σου, ξάπλωσαν δίπλα σου και μείναν για όσο τούς το επέτρεψες πάλι. Η δική μου καύλα είναι βαθιά, η δική μου γροθιά μαλακιά είναι, το δικό μου φιλί σε μεθά κι η δική μου αγκαλιά είναι ναρκωτικό και διεγερτικό ταυτοχρόνως. Και συνταγή για αυτό ή αυτά δεν υπάρχει, δεν γράφεται, δεν δίδεται όσο κι αν δεν πολλές την αντέχουν. (Οι συντριπτικά περισσότερες.) Εγώ όμως – επαναλαμβάνω το «εγώ» – γι' αυτό εσένα διάλεξα: γιατί εσύ αντέχεις. Μπορείς. Όσο ακριβώς δεν το θέλεις. Γι' αυτό λοιπόν...
«Θα πάω να ψάξω και θα βρω την καρδιά σου, οπουδήποτε αλλού κι αν την πας»
Και μην φανταστείς πως θα τρέξω πίσω σου, μόλις φύγεις. (Μα γι' αυτό πάντα φεύγεις εσύ: για να μην σε κυνηγήσει κανείς να μην σε πιάσει κανένας, να μην σε νιώσει κανείς να μην σε φτάσει κανένας.) Γιατί απ' την πρώτη στιγμή υποψιάστηκα ότι εσύ την πόρτα κοιτάς – να πιαστείς – αντί απ' του κρεβατιού το κεφαλάρι. Το πειρούνι κρατάς και στο πάρκινγκ κοιτάς. Το δικό μου χέρι φιλάς κι εκεί μέσα τούς άλλους «σου» αναζητάς – να τούς αφήσεις και αυτούς, και εμένα.
«Δεν έπρεπε ν' αρχίσεις να με ελκύεις, να πεθαίνεις να μ' ακουμπάς»
Βούταγες τ' αφράτα μαξιλάρια και προσπαθούσες να με πνίξεις μ' αυτά, το πρόσωπό μου που συνέχεια χαμογέλαγε να σβήσεις, να μην νιώθεις το δικό μου κορμί να σε τυλίγει αιχμαλωτιστικά-εξανδραποδιστικά-τελειωτικά. Αρπαζόσουν από την πλάτη μου και δεν την χάϊδευες μα την πάλευες, έπλεκες τα πόδια σου στην λεκάνη μου και δαγκωνόσουν να την καθηλώσεις, να της κόψεις αυτήν την διαπεραστική-εκπορθητική-εξωφρενική κίνησή της... που σε τρέλλαινε, σε άναβε και σ' ανατίναζε συνεχώς. Επαναληπτικώς. Και βαθέως.
«Εγώ θα κάνω τα πάντα, για να μ' αγαπήσεις εσύ ακόμα, περισσότερο»
Πόσο καιρό γνωριζόμασταν; Μήνες, αιώνες; Πόσο καιρό ο ένας, την άλλη περίμενε; Η μία, εκείνον; Πόσες ώρες κλεισμένοι μέσα σ' αυτό το δωμάτιο είχαμε για μοναδική μας τροφή την σωματική μας την επαφή και ως μοναδικό μας αφέψημα, το τραγούδι ετούτο το θεσπέσιο-θεϊκό τής Σελήνης από το Δίον; (Εσύ όμως εδώ σταμάτησες και με ρώτησες, για περισσότερες πληροφορίες.) Ποιά είναι η σελήνη αυτή; Τί είναι ετούτο το Δίον;
Η Σελήνη είναι αρχαία μυθολογική θεά, αδελφή τής Αυγής και τού Ήλιου. Οδηγεί ένα άρμα με φτερωτούς-μεν, πεσμένους στα τέσσερα-δε άνδρες και ως στέμμα της φέρει μία ημισέληνο, (οι κακές γλώσσες το δικαιολογούνε αυτό, απ' τα άφθονα «κέρατα» που μοιράζει). Ο Ορφέας την χαρακτηρίζει «φωτός άγαλμα» και ο Όμηρος την βαφτίζει «ωδής γνώστι». Σύμβολό της ο μηνίσκος τού γόνατου και όπλο της το δρεπάνι, (διόλου τυχαίο ότι με αυτό-τούτο το δεύτερο, σού κόβει το πρώτο). Κι όπως λες και εσύ, «btw» σελήνη είναι αυτό το φωτιστικό έξω από την βεράντα μας, ψηλά στο κατασκότεινο ταβάνι τού κόσμου, που ρίχνει την αργυρή αίγλη του στις κατακόρυφα σκληρημένες ρόγες σου πάνω.
Το Δίον είναι μια αρχαία μακεδονική πόλη που απόψε βρισκόμαστε εμείς, (αφού επέμενες την απόσταση να μοιράσουμε Ξάνθης-Ιωαννίνων και Κρήτης-Κερκίνης). Ο Στράβων, ο Λίβιος – όχι ο «ηλίθιος» αγάπη μου – και ο Θουκυδίδης την αναφέρουνε και οι τρεις ως τον τόπο τής τελευταίας συνάντησής μας. Μετά από μας, οι Αιτωλοί οι Ρωμαίοι και οι Τούρκοι θα την ισοπεδώσουνε εντελώς, τίποτα να μη μείνει ως μαρτυρία τής παθιασμένης μας τής συνεύρεσης, της απεγνωσμένης μας αναχώρησής, του προσωπικού τού χαμού μας.
«Αλλά πρέπει εσύ, να ξέρεις αυτό»
Όσο εσύ χάνεσαι, εγώ δεν πρόκειται να χαθώ. Όσο εσύ πιάνεσαι, εμένα δεν πρόκειται να συλλάβεις. Και όσο εσύ παλεύεις και αγωνίζεσαι να μην δεχτείς αυτό που ποθείς, τόσο εγώ ξαπλωμένος χαμογελώ, σε τραβάω στην αγκαλιά μου και σε χαϊδεύω πολύ, απαλά και τόσο γλυκά που το φεγγάρι κοντεύει να λειώσει στο χύσιμο. Απ' το χύσιμο. Με το χύσιμό μας. (Καλά, καλά, μού το είπες: εσύ δεν αντέχεις και δεύτερο οργασμό, άσε δε τρίτο.) Εγώ δεν έχω κολλήσει στο σκληρό δέρμα σου, που ιδρώνει συνέχεια για να με ξεφορτωθεί. Εγώ δεν έχω αρπαχτεί απ' τούς τορνευτούς σου μηρούς, που να με πνίξουνε θέλουνε για πάψω εγώ να μιλώ, να βογκώ, να φωνάζω και να διατρανώνω μέσα στα άδεια δωμάτια τού επαρχιακού ξενοδοχείου πόσο ψοφάς για την πάρτη μου και τον πούτσο μου – ναι, σε σοκάρω, γι' αυτό συνεχίζω.
«Δεν έπρεπε τόσο να σού δοθώ, γιατί εσύ απλώς παίζεις μ' εμένα»
Όπως πάντοτε κάνεις εσύ, όταν θέλεις εσύ να γλυτώσεις. Να την βγάλεις στο εύκολο, στο τζάμπα, στο γρήγορο – μέχρι που μπήκα σφηνώθηκα, χώθηκα κι εγκαταστάθηκα εγώ μέσα σου κι όσο και να χτυπιέσαι, δεν λέω να βγω, να σηκωθώ και να φύγω. (Κι ούτε εσύ το θέλεις αυτό.) Είναι τόσο θεριεμένη η καύλα σου, που την θερίζω απλώς με τα βλέφαρά μου. Είναι τόσο ανατιναγμένη η λιβιδώ σου, που την συλλέγω μ' ένα νεύμα μου. Είναι τόσο επικός σου ο οργασμός, που τον πολλαπλασιάζω με μία μου κίνηση, διείσδυση, εξώθηση, εναπόθεση, πίεση, θέση. (Και να φανταστείς, δεν έγραφα διόλου καλές εκθέσεις!) Αλλά πάνω απ' όλα δεν σού 'χω πει ότι σε χρησιμοποιώ, για να γίνω καλύτερος άντρας (για σένα), δυνατότερος εραστής (για εσέ), γλυκύτερος άνθρωπος (για εσένα). Σε καθιστώ υποχείριό μου κοινό και απλό, για να βλέπω να δύουν από σαρκική απελπισία κι αφροδισία τα μάτια σου, να ασπρίζουν από οχεία και ξέχειλα βαρθολίνεια τα πόδια σου, η λεκάνη σου να συσπάται τεκτονικά και το κεφάλι σου να χτυπιέται μανικά στα τσαλακωμένα σεντόνια, ως σε τελετή τού βουντού, παθιασμένα χαράματα, στην μεθυστική Ορλεάνη. Εγώ το ξέρω, μα δεν ξέρεις εσύ ότι...
«Δεν είμαι οι άλλοι, εγώ. Δεν είμαι εγώ, σαν τους άλλους»
Μέχρι και το κάπνισμα άρχισες. (Μαζύ μου.) Μέχρι που το έριξες στο ποτό. (Μαζύ μου.) Μέχρι που τον χορό έκοψες, μόλις μ' εμένα-ναι χόρεψες. Μέχρι που το χαμόγελό σου στην μέση πάγωσε, όταν με είδες εμένα μ' εσένα-ναι να γελάω. Όταν σού είπα ότι «Προτού προλάβουμε να δεθούμε εμείς, θα χωρίσουμε» κι εξεμάνης εσύ, μ' ακόμη μία φιλοσοφική μου μαλακιούλα. Όταν μ' απάντησες ότι «Προτού τα πετάξουμε όλα στον άνεμο» θα 'χουμε κάνει τόσο πολύ-και-μεγάλο κακό ο ένας στον άλλον, που δεν θα 'χει μείνει ούτε φιλί ούτε ψυχή, ούτε ψήγμα για δείγμα, ούτε χαρά καν χαρακιά. (Σε άκουγα, μέσα στην παραζάλη και τον θυμό σου, μα δεν σε άκουσα καν.)
«Θα βρω άλλη γλώσσα, για να τραγουδήσω τον αίνο σου»
Και δεν πρόκειται να κουραστώ να ξοδεύω τις λέξεις μου, προκειμένου σταθερά δυνατά κι ανδρικά να σε τρυγήσω ολόκληρη, μέσα-έξω. Όσο κι αν λες πως δεν το αντέχεις αυτό, δεν το θέλεις αυτό, σε κουράζει ετούτο και σε αηδιάζει εκείνο. (Και μετά με ξυπνάς, για να σ' το – και να σ' τα – ξανακάνω από την αρχή, και κυρίως βαθιά, δυνατά και κατ' επανάληψιν όπως χύνεις να με μιμείσαι. Να σού ψιθυρίζω διαπεραστικά στο αυτί ότι είσαι η μάγισσά μου, η ιέρεια τής εστίας μου, η μήτρα τής μέρας μου και το Δίον των Αθηνών μου. Η μέλισσα τής Κυψέλης μου, το κεντρί τού πέους μου, η τυραννίς τής παλλάδιας Πόλης μου και η μίζα των καρβουνιασμένων νεφρών μου. (Δεν μπορείς καν να φανταστείς τί μπορεί να σκαρφιστεί και να κάνει ένα μικρούλι παιδί, που δεν κατάφερε ποτέ του να γίνει αντράκι μεγάλο, τρανό. Φραγκάτο, δειλό. Γνωστό και πετυχημένο.)
«Θα επανεφευρεθώ βασιλιάς, για να σε στέψω βασίλισσα»
Και γελάσαμε εδώ και οι δυό, γιατί εμένα μού χύθηκε ο καφφές κι εσένα απ' το μπουκάλι, το άρωμά σου. Εμένα το τασάκι απ' τα χέρια μού έπεσε κι εσένα σού γλίστρησε το σουτιέν απ' την πλάτη. Η κουρτίνα σταθερά όλη νύχτα τριβόταν στην μπαλκονόπορτα και ναζιάρικα χαϊδευόταν άχρι πρωΐας, ενώ οι βαλίτσες σου κλειστές κι όρθιες στην είσοδο σε περίμεναν, βαρυεστημένες κοιτώντας το κινητό σου. Εγώ είχα σχεδόν εξαντλήσει το ερωτικό μου ρεπερτόριο κι εσύ ούτε καν είχες ιδρώσει, (παλιό κλασικό κόλπο για να γλυτώνεις τούς έρωτες, τις εκτρώσεις και τις τραπεζικές οφειλές). Εσύ είχες ήδη βγάλει πορεία για την νέα σου πόλη σου και για μένα ο παρκαδόρος είχε ήδη βγάλει έξω τ' αμάξι μου και το μαρσάριζε λυσσάρικα, μάγκικα, τσαντισμένα. Η τράπουλά μου είχε εξαντλήσει τα φύλλα της, η αντοχή σου είχε εξαντλήσει τούς άσσους της και κανείς μας δεν μπορούσε – ούτε καν ήθελε – να γίνει λίγο-αλλιώτικος έστω, προκειμένου να κρατήσει τον άλλον κι από τούτον ή τούτην να κρατηθεί. Όσο χρυσό κι αν διαθέτεις, δεν αναμιγνύεται αυτός με τον άργυρο τον δικό μου. Όσο σκοτεινό κι άραχλο κάρβουνο κι αν μεταφέρω εγώ, δεν ανάβει με το θολό και βρωμό το νερό σου.
«Κανείς δεν αλλάζει, ούτε καν για τον ίδιο του τον εαυτό, πόσω μάλλον για κάποιον άλλον»
(Αυτό έγραψε, στο βιβλίο επισκεπτών με την αιθέρια πέννα της, η ουρανία Σελήνη απ' το καναδικό Δίον. Θεά των Μουσών και Μούσα θεών, η διάφανη γυναίκα αυτή με την αέρινη παιδική της φωνή έσβησε το φως, την πόρτα έκλεισε και στο ιδιωτικό jet της ανέβηκε, να πάει να ξαναθαμπώσει το Las Vegas. Και μείναμε εμείς να την κοιτάμε και να την θαυμάζουμε, κι ας πήρε μαζύ της για πάντα τα υπολείμματα απ' τον διαλυμένο τον έρωτά μας.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022