Θυμάσαι Σία, το θυμάσαι εκείνο το μεσημέρι τού καλοκαιριού στην Ανάβυσσο με τον Τάσο που. Στα μαλλιά σου ο αθεόφοβος, να μην σταματάει αυτός κι εσύ τραβήχτηκες και σε ξώφαλτσα η αρμύρα, να το δεις ήθελες κι όχι από, να δεις λίγο και λούστηκες φως, λούστηκες κόκκους σταγόνες μυρωδιά, ευλογία Κυρίου και έλεος άντρα. Τ’ άπλωσες στα μαλλιά σου να ποτιστούν, ίδια τα μαλλιά σου να λάμπουν στραφταλιστά – εκεί στην άμμο μωρέ, το θυμάσαι;
Μάτια μου εσείς, χείλια σμιχτά, μαλλιά πνιγμένα. Πόδια και χέρια, μηροί και δάχτυλα, αυτό το χάδι πάνω σας γύρω σας, ένα σώμα όλο φωνή, μια κραυγή όλο αναμνήσεις, ένας ξεσηκωμός σκέτος για σένα Σία μου, έτσι στα ξαφνικά.
Ξενυχτούσες κάθε βράδυ τόσα βράδυα χρόνια ολόκληρα, ψυχές να δεις, κορμιά που πέρασαν μπροστά σου και πέσανε, γονάτισαν μέσα στα χέρια σου και δεν άντεξαν φύγανε, στ’ άγια χέρια σου πάνω. Ξενυχτούσες κι όπως πάντα ξεφύλλιζες αβέρτα περιοδικά, έβαζες και τα γυαλιά να χαζέψεις καλύτερα, να δεις να ψάξεις, να ονειρευτείς όλα τα κατάλληλα ρήματα στην σειρά. Συνήθειά σου χρόνια τώρα μάζευες ό,τι εύρισκες, ντάνιαζες φύλλα χαρτιά απ’ όλους – επισκέπτες κι αρρώστους – και τα διάβαζες κάτι τέτοιες ώρες πάντοτε στην δουλειά και ποτέ σου στο σπίτι. Διάβαζες περιδιάβαζες τις σελίδες, τα χρώματα τις εικόνες περισσότερο, τις λέξεις πιο λίγο.
Αχ ρε Σία καημένη, έτσι ποτέ σου εσύ. Τέτοια μεγαλεία ποτέ, τέτοια ζωή, τέτοια ομορφιά όμως; Δεν λέω, ήσουνα κι εσύ στην εποχή σου κορίτσαρος, στην ώρα σου στον καιρό σου μανούλα καμένη, καρδιές κι αν έκαψες συ με τέτοιο φωτιά βλέμμα, τα χείλια – το βίτσιο η αδυναμία σου – τα χέρια τα μακριά δάχτυλα, κράτα εσύ τώρα τις ενέσεις τού 87 και πορέψου στους σκοτεινούς διαδρόμους τής πτέρυγας, στις υγρές ερήμους τού Κρατικού τής Νίκαιας – έτσι λέγεται αυτή η παραδείσια νήσος των τόσων πενήντα-και χρόνων τής σημερινής σου ζωής.
Πάνε χρόνια – ήσουνα νέα τότε, μαθητευόμενη, πες διψασμένη, άβγαλτη – τα ‘παμε αυτά, άσ’ τα προχώρα πιο κάτω. Μάζευες απ’ όλα τα κρεβάτια δίπλα απ’ όλους τους «ασθενείς» τα περιοδικά, αυτά τα «ποικίλης ύλης» τα οικογενειακά και τα ρουφούσες κυριολεκτικά, τα ξεπέταγες, τότε δεν ήτανε δα και τόσα πολλά, μια απόλαυση όλα. Κι άρχιζες μετά τα τηλέφωνα, είχες σκοτούρες εσύ, νταραβέρια να δεις, ο ένας ο άλλος, εκείνος – αμέ τί νομίζεις; Πέρασε όμως ο καιρός, τα χρόνια – μπράβο ρε έξυπνε, την θυμήθηκες πάλι την πικρή την αριθμητική σου – στρώματα ξεφλουδίζοντα η κίτρινη ρεπουλίνα στους διαδρόμους, στρώματα χάρβαλα οι μέρες μέσα σου πάνω σου, εκεί εσύ η μανία σου διάβαζες, ξεφύλλιζες πάντα, μόνο που αυγατίσανε αυτά τα ρημάδια και δεν τα προλάβαινες, γίναν πολλά, βαρύνανε κιόλας. Έμπαινες τώρα πάντα νυχτερινή να ‘χεις ησυχία, προϊστάμενη πια, δεν είχες πολλή δουλειά παρά μόνο ευθύνες, ευθύνες πολλές και βαριές. Και μοίραζες «τομείς αρμοδιότητος» – έτσι σ’ το είχε κολλήσει κι ο Αρμόδωρος, Τμηματάρχης άνθρωπος τού Ελεγκτικού, «είμαι άτεγκτος Σία μου εγώ», τί άτεγκτος μωρέ χασάπης ήσουνα και μάλιστα ψυχών, τα κορμιά κολατσό τα ‘χες, σε τέλειωσε άσχημα αυτός σε ρήμαξε σχεδόν, σε σκότωσε έτσι πως σε παράτησε, μα ας είναι.
Μάτια μου εσείς, τα μάτια σου – έμεινες, εκεί έπεσες κι εκεί βούλιαξες βούρκωσες, "βρε Σία" πήγες να πεις, "Σιάκι" κόντεψες να πνιγείς, "τα μάτια τα δικά μου είναι αυτά" είπες. Σαν να τυφλώθηκες, το φως σου να έχασες κι ας φώτιζε ο διάδρομος πίσω σου το κρεβάτι σου εκστρατείας, η θάλασσα μπροστά σου η άμμος σκληρή, τόση η ομοιότητα που τρόμαξες, από πού να αρχίσεις;
Άσπρισες. Τα μαλλιά σου κοντά πια, τρίχα σκληρή άγρια - πού ‘ναι κείνες οι κοτσίδες του τότε, μακριές σαν κάβοι, ένας δεξιά-ένας ζερβά τού λαιμού τα στολίδια. Θυμάσαι Σία, το θυμάσαι εκείνο το μεσημέρι τού καλοκαιριού στην Ανάβυσσο με τον Τάσο που. Στα μαλλιά σου ο αθεόφοβος, να μην σταματάει αυτός κι εσύ τραβήχτηκες και σε ξώφαλτσα η αρμύρα, να το δεις ήθελες κι όχι για, να δεις λίγο και λούστηκες φως, λούστηκες κόκκους σταγόνες και μυρωδιά, ευλογία Κυρίου και έλεος άντρα. Τ’ άπλωσες στα μαλλιά σου να ποτιστούν να αγιάσουνε, ίδια τα μαλλιά σου να λάμπουν στραφταλιστά – εκεί στην άμμο μωρέ, το θυμάσαι; Σάμπως τότε έβλεπες, σκεφτόσουν τί έκανες; Μόνο ζούσες, ρούφαγες την ζωή, τα χρόνια – άντε πάλι αυτά, κακός βραχνάς – "άσε με κάτω ρε, εγώ δεν τα βάφω". Πάει κι η γυαλάδα τους η φωνή, αυτό το στακάτο κορακίσιο μελαχροινό, το ξέπλεκο μήκος τους, κόπηκε η μιλιά σου εδώ ράγισε, να – πήγες μα κρατήθηκες. "Ίσα το κεφάλι μωρή" έκραξες, σιγά που θα σκιαχτείς εσύ τώρα από τέτοια.
Θυμήθηκες την γριά στο 112, σηκώθηκες, πήγες κι έδωσες μια σκουντιά άγρια τής νυχτερινής που ροχάλιζε ν’ αλλάξει τον ορρό, μια βόλτα έκανες σε σκάλες άδεια γραφεία κενά δωμάτια να ξεμουδιάσεις, τρεις και είκοσι ακόμα – α ρε Σία νύχτες κλεισούρας πίκρες σαν φυλακής, οι ώρες οι σκέψεις σε φάγανε, «οι άντρες» αποφάνθηκες και «σιγά τα μεγαλεία» απάντησες. «Πάει η ζωή μου. Εγώ την εξόδεψα, εγώ με το κουτάλι την έφαγα, εγώ την έζησα πάντως» τους έλεγες, στις μικρές που τραβιόντουσαν εδώ κι εκεί, πηδιόντουσαν με τον έναν και με τους άλλους και με κανένανε - έτσι είναι αυτά.
"Τα γόνατά σου καρδιά μου" ψιθύρισες έψαλες σχεδόν ψέλλισες, αυτές οι λέξεις δυο καμπύλες δυο γωνιές σκιερές, ένας αέρας θαλασσινός, μια αύρα νεανικής σάρκας, δυο μπούτια «προσκυνάω μάνα μου» ο Μενέλαος – α να χαθείς τομάρι όπου κι αν βρίσκεσαι και ψοφολογάς τώρα. Χάιδεψες την σελίδα, «ψυχή μου εσύ κορμάκι μου» είπες και πήγες πάλι να, δυο δάχτυλα έσυρες πάνω στην μοδάτη φωτογραφία τής κοπελιάς, εκεί έσκασες τελικά και σε πήραν ναι ρε τα κλάματα, τα δάκρυα τα νερά ασταμάτητα – αχ ρε Σία. Αυτά σπάσαν και τρέχανε και τα άφησες να κυλούν, σαν τα χρόνια Σιάκι τα κρίματα, μήνες πληγές και εγκλήματα, πράξεις πουστιές τόσα θύματα, γαμώ την ρίμα σου μέσα.
Ψηνόσουν στην φαγωμένη καρέκλα σου, η άμμος στα πόδια σου, εσύ ήσουν ρε Σία, εσύ είσαι φτυστή ρε γαμώτο η κοπέλα ίδια ολόιδια η κοπελίτσα ετούτη στα νιάτα σου, καθρέφτης της συ στα δεκάξι στα είκοσι στα εικοσιδυό σου, τότε – πότε ήταν μωρέ αυτό το τότε και λίγο ακόμα δεν κράτησε; Τα χέρια της πόδια σου, το στήθος σου χείλια της, όλα ίδια μία γραμμή, ένα φως χαρά μου δυο μάτια, δυο μπόμπες έτοιμες που πήγανε ο ένας κι ο άλλος και όλοι τους και σ’ τα σβήσανε, σ’ τα σκοτεινιάσαν εσένα – πολύ θέλει; – ίδιο το σώμα της το δικό σου τότε μωρέ ούτε δανεικό να ‘ταν. Μείνε όμως λίγο εδώ, κάτσε να δεις και να τα χαρείς αυτά τα μάτια μονάχα, έτσι ορθάνοιχτα και βαριά, δυο κόγχες μαύρες κοφτερές χαραμάδες θεοσκότεινες όλο φως, ρολά αληθινά ρε να τ’ ανοίξεις εσύ, να τα τινάξεις τέντα ν’ ανακαλύψεις όλο τον κόσμο μέσα τους. Τί θάλασσες και φοίνικες, τί διάδρομοι και τί ράντζα, εκεί να σκύψεις και σ’ αυτό το πηγάδι να βαφτιστείς, να νιώσεις «το φως το αληθινόν, το θήλυ το αιώνιον» που έλεγε κι ο.
Τί να περιμένεις όμως. Όλοι τους στο άλλο το πηγάδι το ρηχό εκεί κάτω πάνε μη χάσουνε, και σπρώχνουνε να μπούνε εκεί στην φούντα και την γλίτσα, σάμπως κάθονται και καθόλου να το χαρούν; Καναδυό σπρωξιές μέσα έξω, τρία λόγια στημένα και βιαστικά, φτυσιές πρόστυχες μια αηδία, αυτές οι υποσχέσεις κυρίως σε διαολίζανε λες από υποχρέωση οι λαμέδες, από ενοχές οι αλήτες, από – πώς το ‘λεγε ο κύριος Κωνσταντίνος; – από «σύνδρομο», άι σιχτίρ σάς σιχάθηκε το κορμί μου τελικά, η ψυχή μου να δείτε.
Μα τί έπαθες Σία μου απόψε; Φταις εσύ που ήρθε αυτή η κοπελίτσα στην φωτογραφία αυτή καλή της ώρα και μ’ ένα ξεφύλλισμα σ’ έστειλε μεμιάς τόσα χρόνια πίσω, εσύ φταις που μοιάζετε τόσο πολύ πια; Εδώ μόνη σου ήσουνα, ολομόναχη στο γραφείο στον όροφο και την ζωή, τί φοβάσαι; Κι έβγαλες ταυτότητα να ταιριάξεις χαρακτηριστικά, τράβηξες απ’ τα βαθιά φυλλοκάρδια τού πορτοφολιού την άλλη φωτογραφία την αγαπημένη σου – τα ‘παμε, στην Ανάβυσσο – και σύγκριση δεν χρειάστηκε να κάνεις επαλήθευση, όλα ίδια της δικά σου, τί αδελφές ίδιες σού λέω, ένα πρόσωπο ένα σώμα ψυχή μία. Βρε ίδιες λέμε χωρίς τα χρόνια, δίχως απόσταση, εσύ η ίδια και σήμερα, ίδια σαν τώρα.
Εσύ μέσ' στα νιάτα σου, μ’ αυτό το σεντόνι σού φάνηκε – θυμάσαι, δεν είχες πετσέτα μαζί σου – το πουκάμισό του να κλαίει πάνω σου ένα κουβάρι, πάνω στο κορμάκι σου όπως τούτης εδώ, να κρύβει να κρύβεται, να ψάχνει να ψάχνεται, δες βρε μηρούς δες σφυρά, δες γόνατα χέρια μαλλιά, το στόμα καμάρωνες Σία μου σαν να ‘σουν εσύ – γιατί, εσύ δεν ήσουνα; – και καιγόσουν, δεν ήθελες και πολύ για να βουτήξεις πάλι στα παλιά, άλλο δεν άντεχες πλέον. "Αυτή είμαι εγώ ρε" ξανάπες, "αυτή εδώ ήμουνα κι ακόμα εγώ εδώ είμαι". "Δεν χάθηκα" μίλησες, "υπάρχω καργιόληδες" φώναξες, "να ‘μαι που ζω" και σηκώθηκες και έτρεμες όλη. Έστησες το περιοδικό όρθιο κι αυτό έκατσε ντούρο ακίνητο, "αντιρρήσεις σε μένανε ρε, τέτοιες στιγμές"; "Σπρώχ’ του ρε το βάλιουμ και μας πέθανε ο κωλόγερος" έκραξες και καμάρωσες γι’ άλλη μία φορά, "κοιτάτε με ρε εγώ είμαι ολόιδια" ξανάπες, "σήμερα η ίδια φτυστή, εγώ τότε και τώρα και πάντα λοιπόν θα 'μαι".
Νά τα πόδια μου – και χάϊδεψες το σφιχτό καλτσόν, το τριζάτο για την φλεβίτιδα – και κοίταξες πάλι αυτήν την σάρκα την διπλωμένη που ‘φεγγε σαν τον ήλιο του μεσημεριού, σαν τα φώτα τού χειρουργείου και δυνατότερα, μια ζέστη όμορφη θερμή ράθυμη, λες κι η ζωή εκεί όλη.
Τα μαλλιά βρε δείτε, τα φύκια τα μακριά όλο αρώματα σχοινιά πλέγματα, λεπτά φίδια σαν μαστιγώματα κι άρπαξες τα άλλα τα κοντά τα σημερινά, τα γκρίζα τ’ αγριεμένα σκληρά, τί σου φταίνε κι αυτά και δεν μίλησες άλλο.
Τους ώμους να πεις. Δυο λόφοι, γραμμές υψώματα κάτι κορφές γλυκές που τις πονούσε ο Σίμος με λύσσα δαγκώνοντας, ίσιωσες το κορμί απ’ τα χρόνια ξανά, τα ένσημα διαδρομές μια στιγμή, αϋπνίες τσιγάρα και παρακάλια κενά, υποσχέσεις – σιγά ρε και σας πιστέψαμε, περαστικοί βρε όλοι σας είσαστε σαν τα σημάδια στον λαιμό που αφήνετε, μιας βραδιάς μιας πνοής, μισής ζωής κι αυτής σαλεμένης.
Αμ τα χείλια της – σκοτείνιασες λίγο, άντε να πεις τί ν’ αρθρώσεις; – μισάνοιχτα ρε, ρηχό πηγάδι κόκκινο καυτό, σάρκινο μαγκάνι παιχνιδιάρικο «της κόμπρας φωλιά και θαλάμι» ο Θάνος, ο Θάνος σου το αγόρι σου, εκεί να δεις σκάγια αλάτια πυροτεχνήματα, ανδρών εξαίσιων βλήματα – ήσουνα πρώτη εσύ στο, όλοι είχαν να σου το λένε. Δαγκώθηκες όμως τώρα, δάγκωσες κι αυτά τα ίδια μα λίγο πιο στεγνά, πολύ πιο πικραμένα έρημα τα δικά σου τα χείλια, σοφά πια όσο να.
Εδώ είσαι Σία μου, μάτια μου εσείς πάλι. Εδώ σε πήραν αληθινά περήφανα κλάμματα – τα μάτια τα μουντά πονεμένα Σία μου, τα μόνα που άλλαξαν και δεν είναι ίδια, δεν είναι αυτά, πώς να ‘ναι ύστερα από τόσα; Εδώ χωρίζετε με την μικρή, διαφέρετε, το βλέμμα της βαθύ καρφωτό, μελωμένο και έτοιμο, το βλέμμα σου θολό και κομμένο, κοφτερό σκοτωμένο, καμμιά σχέση δεν έχει με τούτα τα μηνύματα τα δικά της τα νήματα, γεμάτα θύματα τα δικά σου τα μνήματα – άντε έγινες και ποιήτρια τώρα, το έκλεισες με πάταγο το περιοδικό και το πέταξες πέρα.
Δεν ήθελες άλλο να το κοιτάς – τί να δεις αφού τα 'χες δει όλα, τόσα χρόνια δύο στιγμές, μια γέφυρα κι ένα τίποτα η αφορμή που τα ξεκίνησε όλα, αυτό ήτανε. Δυο-τρεις λέξεις μόνο, η ομορφιά του, του κορμιού τού προσώπου του, η ομορφιά μόνο η δικιά σας, η δικιά σου τότε και κάποτε, η δικιά της τώρα μπροστά σου. Όπως εσύ Σία μου έτσι για πάντα, όπως τώρα Σία μου νά κοίτα – όχι μωρέ ξανά – κοίτα μη φοβάσαι, ναι, ξανά ναι, πάντα ναι, εξ άλλου το είπες Σία μου «την έζησα την ζωή μου εγώ» και ακόμα την ζεις, από την αρχή πάλι νά την μπροστά σου, χαμογέλα τώρα έλα χαμογέλασε, απ’ την αρχή πάλι.
Ξάπλωσε, δίπλωσε έτσι τα πόδια σου και γείρε στο χέρι το αριστερό, έέέτσι. Τα δάχτυλά σου πιάσανε το κουτί με τα φρέσκα γλυκά, το αδειάσανε όλο μεμιάς άπληστα στα τυφλά – τύλιξε τώρα το σεντόνι γύρω σου σεμνά κι όμορφα Σία μου κούκλα μου, σπρώξε λίγο πίσω τα μαλλάκια σου αγάπη μου, κοίτα και λίγο με τις ματάρες σου, μάτια μου εσείς και φως μου μοιραίο, άνοιξε τα χείλια σου μια κίνηση είναι μόνο αυτή, είδες; Μια κίνηση κι άσ’ τα όλα, φώτα ξενύχτια χαράματα, άμμος και δέντρα και σκέψεις μια θάλασσα – άσ’ τα, ένα τίποτα είναι και γείρε γλυκά εσύ τώρα ψυχούλα μου, όλα μια σβηστή φλόγα. Εσύ έζησες, τέλος κι αρχή πάλι, "γεια σου κούκλα μου" όλοι τους στην σειρά ένας-ένας μπροστά σου να σε χαιρετούν – κι έπεσες – γειά σου ρε μάτια μου μια σελίδα γωνιά, χαρτιά και φωτογραφίες σειρά, μια προσπάθεια να σηκωθείς έκανες τελευταία έτσι από αντίδραση, από σπασμό, μα δεν ήταν. Εσύ είσαι Σία μου φωτογραφία λαμπρή στο ξένο περιοδικό που βρήκες και στα χέρια σου έπιασες - ησύχασε τώρα, πάντα εσύ ήσουν αγάπη μου και τα ‘κλεισες επιτέλους βαριά τούτα τ' ανήσυχα μάτια, τα ρολά τα ατίθασα, τα ‘κλεισες για πάντα τούτα γλυκά ψυχή μου, τα μάτια τα δικά της που δικά σου βέβαια ήτανε, επιτέλους για πάντα αυτά, επιτέλους όχι άλλο για να εσύ έτσι.
(To κορίτσι των φωτογραφιών είναι η Frederique van der Wall, Ολλανδή top-model των 90ies.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013