(28 ΣΕΠΤ 21)
Πήρα προχθές το αυτοκίνητο και πήγα σε ένα στεκάκι μου, προσήνεμο καιρικά και απάγκειο κοινωνικά. Είναι ωραία εκεί, με σκιά και μπροστά στην θάλασσα, καμμιά σαραντάρα χιλιόμετρα μεν από την Κυψέλη, μα αξίζει τα μάλα το μέρος. Συχνάζουν εκεί μεγάλοι-φραγκάτοι-γνωστοί, χαμηλόφωνα ομιλούντες και οι περισσότεροι σιωπηλοί, το μαγαζί είναι σωστό νοικοκυρεμένο και ακριβό – τα 'χει όλα.
Πήγα νωρίς και παρήγγειλα έναν καφφέ. Που έγινε μπύρρες μετά, που γίναν σαλάτα μετά, που αυτή έφερε νέο καφφέ με τιραμισού, που κι αυτό έφερε τις αναπόφευκτες γκράπες και έκλεισα με ένα πιτσόνι ζουμιάρικο-ζετεμιάρικο-χορταστικό! (Μαγεία, ξεκούραση, ησυχία.) Το αεράκι φυσούσε σώψυχα-καρφωτά, ο ήλιος παιχνίδιζε πάνω απ' τα μεγάλα-σοφά αρμυρίκια, τα κύμματα δεν γλείφαν τα πόδια μου κι ευτυχώς είχα πάρει κάτι cigarillos καινούργια, (που μού ζήταγε ο Κάστρο και δεν τού έδινα). Πήγα χαλαρός το πρωί κι έφυγα χαλαρότερος τα μεσάνυκτα φαγωμένος-πιωμένος, δεν είπα κουβέντα – παρά μόνο παραγγέλλοντας – και χορτάσαν τα μάτια μου Φύση νερού, το δέρμα μου Ζέφυρο δρόσου κι η ψυχή μου Αναψυχή θεσπεσία. (Όμως, εδώ ελλοχεύει ο θηλυκός πυροκροτητής ναζιάρικα και τεμπέλικα, περιμένοντας το μεροκάματό του να βγάλει.)
Σε δυό διπλανά-πιο μακρινά τραπέζια καθόντουσαν δύο παρέες γυναικών: στο ένα ήταν δυό ελληνίδες τριάντα-σαράντα χρονών και στο άλλο τρεις ξένες είκοσι-τριάντα-σαράντα. (Στην αρχή σημασία δεν έδωσα, καθώς από πολλών ετών πια έχω πάψει να κοιτάζω γυναίκες – τα καλά τής μοναξιάς τής σπηλιάς.) Όταν όμως γύρισε ο ήλιος κι έπεσε στα τραπέζια τους, αναγκάστηκαν και οι πέντε θέση ν' αλλάξουν, με αποτέλεσμα να κάτσουνε δίπλα μου, πιο δίπλα μου δεν γινόταν. Κι έτσι τις παρατήρησα – πεταχτά μεν γαζωτικά δε, αδιάφορα μεν προσεκτικά όμως. (Και στρώνω, απ' τα αλλοδαπά «σαρκοτεμάχια» ξεκινώντας...)
Τρεις γυναίκες με φωτεινά πρόσωπα, ωραίο δέρμα, απλά φορεματάκια, ελαφρότατα-σχεδόν-ανεπαίσθητα αρώματα και χαμηλόφωνη κουβεντούλα. Η εικοσάρα μιλούσε λιγότερο, η τριαντάρα τα πιο πολλά έλεγε κι η σαραντάρα γέλαγε περισσότερο. Κινητό στο τραπέζι τους πάνω δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, η μικρή δειλά μόόόλις και κάπνιζε, η μεσαία δεν κοιτούσε παρά την θάλασσα ρεμβωδώς και την κουβέντα της επιμελώς, η δε σαραντάρα ήτανε βυθισμένη στον κόσμο της μ' έναν τρόπο σοβαρό σεβαστό, απρόσιτο θαυμαστό, σαλπιγγωδώς γυναικείο. Έφαγαν λίγο, δεν σηκώθηκαν για τουαλέττα ούτε μία φορά, δεν τράβηξαν πάνω τους καν μία ματιά – κι ας «από κάτω» τα κορμιά τους ξυρίζαν και κόβανε, οι σάρκες τους οιστρογόνα ξεχείλιζαν και τα αιδοία τους ξυπνούσαν μεσημεριάτικα την σελήνη. (ΟΚ λεβέντες μου, κρατείστε ανάσα για τους ημεδαπούς «μπαζοκόμματους» τώρα...)
Δυό γυναίκες με άγριο-λιπαρό-λιοκαμμένο δέρμα, ντυμένες την Άρτα και τα Γιάννενα για πρωί, το Τατζ Μαχάλ και το Λούβρο μεσημεριάτικα, το ROMEO και το CAN-CΑΝ για βραδυνό τους. Τα αρώματά τους ρίχνανε δορυφόρο από το διάστημα, η μεγαλόφωνη-κακαριστή πάρλα τους κάλυπτε και αυτόν τον μουεζίνη τής Μέκκας, καταμεσήμερο-ντάλα-ραμαζανιού. Δυό (2) γκόμενες γκρέκες με τέσσερα (4) κινητά, δίπλα σε τσάντες-τσιγάρα-γυαλιά, κρέμες για τον αέρα και τον ήλιο, τα κουνούπια και την ατμοσφαιρική μόλυνση, τον ιό τού κόβιντ και τα χλαμύδια των ιτιών, τα βακτηρίδια καρεκλών και τις μυκητιάσεις κυλοττών – Θεέ μου σ' ευχαριστώ που μού έδωσες πέος. Η τριαντάρα δεν έβαζε γλώσσα μέσα της, μιλούσε στον γκόμενο στο κινητό-στο γκαρσόνι για την παραγγελία-στον εαυτό της εάν έκλεισε τον θερμοσίφωνα-στην φίλη της πόσο είχε παχύνει και άλλο. Η σαραντάρα μιλούσε λιγότερο μεν αλλά εκτόξευε τέτοια εκκωφαντικά ρουκετόνια, που το 'κλεισε το Κανάβεραλ: απ' το ότι ο γκόμενός της δεν μπορεί-γκέης θα ήτανε αφού δεν την πήδαγε όσο τούτη δεν ήθελε, μέχρι το ότι τ' αφεντικό που την πήδαγε-δεν μπορεί, γκέης θα ήταν κι αυτός, αφού αυτή-αυτουνού δεν τού έφτανε, (εσείς μετρήστε τα «δεν» και κερδίστε). Απ' το ότι ήξερε την τέλεια δίαιτα για γλουτούς πέτρινους, μέχρι το τέλειο μη-εμβόλιο που θα έκανε τον Χαρδαλιά χαλιαμπάλια. Απ' το ότι «Δεν υπάρχουνε άντρες πια», μέχρι το ότι «Γυναίκα σαν κι εμένα, έτερη δεν υπάρχει».
Καπνίζαν και οι δυό την ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ και τής Κολομβίας όλο το Μεντεγίν, χαχανίζαν χαζολογώντας και κορνάρανε ατακάροντας συνεχώς-προπετώς, λες και ήταν στο ΔΕΛΦΙΝΑΡΙΟ ολημερίς με τον Μάρκο Λεζέ και τον Σεφερλή σε παρτούζα. Δεν συζητούσαν, δεν γνώμες αντάλλασσαν, δεν επικοινωνούσαν: γαυγίζαν και κλάναν δια στόματος ταυτοχρόνως, αλληλοεκπέμποντας μαλβινοπαρόλες και προτάσεις τζιναβωτές που μπροστά τους η Τσιμτσιλή ντύθηκε Μπαμπινιώτης, η Μενεγάκη έγινε Χρήστος Γιανναράς κι η Άση Μπίλιου, Αρβελέρ Ελενίτσα. Έφαγαν τον αγλέουρα (βαριέμαι να περιγράψω), σηκώθηκαν καμμιά δεκαριά φορές η κάθε μια την σερβιέττα να στρώσουνε, το μέϊκαπ να σοβαντίσουνε, τα χάπια για την οστεοπόρωση-την κλιμακτήριο-την σχιζοφρένεια-το ζάχαρο-την κατάθλιψη να ρουφήξουνε – μόνο κόκα ή παραμύθα δεν είμαι σε θέση ενόρκως να καταθέσω εγώ, αν σουτάρανε κιόλας. (Συνεχίζω και στην επομένη παράγραφο.)
Τα μάτια τους υστερικά περιπολούσαν προς άγραν προσοχής ανδρικής, ενδιαφέροντος πεϊκού, πεσίματος άρρενος και γλιστρήματος γκομενικού. Μετήρχοντο κάθε τεχνάσματος γραικού-θηλυκού ώστε το παράλιο «σύμπαν» να σπρεκάρουν και καταιωνίσουνε με την πληθωρική παρουσία τους, την σεξουαλική εποποιία τους, την αισθησιακή αυνανία τους. (Οι γλάροι είχαν αναχωρήσει από πρωίας.) Τα κορμιά τους ήταν αγύμναστα και μπατάλικα, πλαδαρά και μποτοξπρησμένα, καλυμμένα με ακριβά ρούχα επιδεικτικά και ιδρωμένα από φτηνά φαγητά, με μηδέν νερά και λίπη πολλά... να γίνει ο μέσος Βιετναμέζος, Παβαρόττι αμέσως! Εκφραστικές σε βαθμό κακουργήματος, παραληρηματικές σε βαθμό συγχωρήσεως, καβαλλημένες σε βαθμό αγαμίας αιώνιας και σαλταρισμένες σε βαθμό αφέσεως τελευταίας. (Οι γλάροι νοικιάσαν για το υπόλοιπο τής σαιζόν, φωλιά στο βουνό έναντι.) Τα θέματά τους; Γκόμενοι, μαλάκες γκόμενοι, μικρόψωλοι και πεσμένοι γκόμενοι, μαμμάκηδες και ζηλιάρηδες και τσιγκούνηδες γκόμενοι – α, και για να μην τις αδικώ, επιπλέον: η Πατριαρχία φταίει για τον φόνο στα Γλυκά Νερά, μόνον ο Πετράκος θα μάς γλυτώσει απ' τον κορωνοϊό, ποιό επίδομα «παίζει» να στάξει ακόμα ο Μητσοτάκης ή/και ο Τσίπρας θα υποσχεθεί για να κανονίσουνε τί θα ψηφίσουνε και για να μην ξεχνιόμαστε, άπαξ και πέθανε ο Τόλης Βοσκόπουλος, πάει πια, «δεν υπάρχουνε άντρες».
Το ξέρω, τις ξέρω, σάς ξέρω – δεν με πιστεύετε. Μα ούτε με νοιάζει. Εγώ γράφω τί άκουσα και τί έζησα, τί ακούω επί χρόνια πολλά και τί ζω επί περισσότερα έτη – εδώ κι έτσι, μ' αυτούς και μ' αυτές που στην χώρα μας απλώς διαβιώ και δυσκόλως επιβιώνω. Κι επειδή έχω κάάάπως στον υπόλοιπο κόσμο ζήσει-δουλέψει-επικοινωνήσει-χαρεί, γκόμενα σαν την... ελεεινίδα ουδαμώς και πουθενά δεν υπάρχει. Γιατί τούτο το είδος τής Φύσεως σπέρνεται κι αναπτύσσεται ΜΟΝΟΝ εδώ, κατόπιν στοργικής-φονικής εντολής τής μαμμάς τής γιαγιάς της, τής θείας τής φίλης της, της ανταγωνίστριας τής συναδέλφισσσας, της γειτόνισσας και της τελευταίας τραγουδιάρας τής πίστας. Κι επειδή οι εξαιρέσεις ΠΑΝΤΟΤΕ τον κανόνα επιβεβαιώνουνε, ελληνίδα «σωστή» έχω συναντήσει στην 66χρονη ζωή μόνον δυό: την Παναγία (Σουμελά ή Χοζοβιώτισσα, το ίδιο είναι) και την Αφροδίτη (τής Μήλου ή τής Κνίδου, το ίδιο κάνει). Δύναμαι λοιπόν να μεταφέρω και να γράφω τα αληθή τούτα, όχι μόνο διότι έχω σταθεί αψευδής και παθών μάρτυς αυτών και άλλων πολλών, μα γιατί έχω συσκεφθεί μετά τού εαυτού μου, επί και εντός τούτου τού λαμπρού φαινομένου εκτενώς, πληρώνοντάς το «μετρητώς» [sic] κι αφειδώς κιόλας, άσε δε γενναίως κι ειλικρινώς.
Η ξένη γυναίκα, η αλλοδαπή θηλυκιά είναι σεμνή, ταπεινή, συμμαζεμένη και προσηνής. Μεγαλωμένη ζυγισμένα έως αδιάφορα, βγήκε από νωρίς έξω και τις μάπες και τα βραβεία της έλαβε – δεν είναι όπως εδώ που τις στέφουνε τις μαλακισμένες καριόλες Miss ΓΕΙΤΟΝΙΑ, από την θερμοκοιτίδα τους μέσα! Με πρώτο νταβατζάκο και σπρώχτη τον χαζομπαμπά, με δεύτερη τσατσά και φιλάργυρο έμπορα την πονηρομαμμά, με τρίτη προαγωγό συμβουλάτορα κι οδηγό την γιαγιά και τέταρτο υπάλληλο καλησπεριτζή, κλαρινογαμπρό και κουβαλητή τον δύστυχο και καμαρώνοντα συζυγάκο. Και τώρα, I'll demolish your... everything, με το παράδειγμά μου ετούτο, και απαιτώ αμέριστη προσοχή:
Ελάχιστες γυναίκες έχουν πιάσει το χέρι μου, έχουν κρεμαστεί στον αγκώνα μου, να περπατήσουμε στην Φωκίωνος ή στην ζωή, επειδή οι γόβες την χτύπησαν ή επειδή μεθύσαν-διαλύθηκαν απ' την σεξοπορνική μου εποποιΐα. Και μόνον μιά, αλαμπρατσέτα έτσι με έπιασε και θα το θυμάμαι για πάντα. Μια καναδή stripper ήταν αυτή, που την μισή ηλικία μου είχε, με κοίταγε στα μάτια και η μήτρα της άναβε, ανέβαινε πάνω μου κι η καρδιά μου σταμάταγε, περπατούσε αυτή δίπλα μου και παρά-τω-Θεώ αισθανόμουν. Μια επαγγελματίας τής σάρκας που χόρευε και πεντοχίλιαρα μάζευε, η μισή Αθήνα την ποθούσε και τηνε πλήρωνε κι αυτή ήλθε και έζησε στο ταπεινό σπίτι μου, κλεισμένη μαζύ μου έναν υπέροχο μήνα κοιτώντας με και γαμώντας με, μιλώντας μου τραγουδώντας μου, χαϊδεύοντάς με και αναπαύοντάς με. (Σταματάω εδώ, γιατί δεν βγάζει πλέον βίζες ο Καναδάς κι έχω έκτοτε το διαβατήριό μου εγώ, από δεκαετιών σκίσει.)
Ένα όμως θα πω, και θα κλείσω μ' αυτό: η ξένη γυναίκα δεν τον φοβάται τον άντρα, γι' αυτό τον τιμά. Ενώ η ελεεινή ελληνίδα – εξ ου και ο νεολογισμός μου «ελεεινίδα» – και τον φοβάται τον άνδρα, και δεν τον τιμά. Γιατί έτσι την μάθανε και βολεύτηκε, έτσι τής είπανε και μεροκάματο βγάζει, έτσι άραξε που την συμφέρει κιόλας δια βίου της και για ν' αλλάξει κάτι ελάχιστο, τούτη βαριέται.
Καλό κουράγιο λεβέντες μου, ευχαριστώ εγώ πια τον πανδαμάτορα Χρόνο που στην Τρίτη Ηλικία με έφθασε και δεν έχω ούτε ΑΝΑΓΚΗ ούτε ΤΥΧΗ γυναίκας γραικής – and every pun and offence are intended at all here!
(H άνωθεν μοναδική φωτογραφία που βάζω είναι η μοναδική τής ανωτέρω μοναδικής γυναικάρας στην οποία μοναδικώς αναφέρομαι. Και σύγκριση καμμία δεν παίζει, καθώς άπαντα τα 'χω εγώ ήδη πει.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013