ΟΚ, ήμουν νιός κι άβγαλτος τότε. Κανονικό τζόβενο, με χνούδι στα μάγουλα, ξανθά τα μαλλιά κι ένα δέρμα σταράτο κρουστό, τα μάτια μου λάμπαν ευφροσύνη χαρά και τα πόδια μου τον πλανήτη βιδώναν. Γύρω στα 25 έτη στον λαιμό μου κρεμόντουσαν, το καθημερινό Tae Kwon Do έσταζε απ' το σώμα μου σπάταλα και διάβαζα λυσσασμένα Camus και PLAYBOY, Τσίρκα και Proust, Raymond Chandler και την ΗΜΕΡΗΣΙΑ τού Πεκίνο. (Μα δεν θα μιλήσω εδώ για εμέ.)
Το πώς γνωρίστηκα με την σαραντάρα Λάνα Τέρνερ τής Εκάλης, δεν είναι τής παρούσης στιγμής. (Πόσω μάλλον σε ένα ηλεκτρονικό μέσο τής αδιάφορης αρπαχτής.) Απλώς θα τολμήσω να την περιγράψω κι αν ξεχαστεί τίποτα, καλό σ' όλους μας κάνει. Το πώς γνωρίστηκα με την σαραντάρα Λάνα Τέρνερ τής Εκάλης αν ξεκινήσω να πω, βιβλίο θα γράψω και δη γυναικείο ρομαντικό, ευπώλητο δημουλιδικό, η κυρία Μαντά θα σερβίρει ποτά και φοντάν κι ο Ψυχογιός ο εκδότης με το Αννάκι Πατάκη το εκδοτάκι για το συμβόλαιό μου θα ερίζουν θ' ανταγωνίζονται, ποιός τα λιγότερα θα μού δώσει.
Η Λάνα Τέρνερ τής Εκάλης ήταν μια καραπλούσια καρασαραντάρα καρατρελλή, τέλος. Ο μπαμπάκας της – μια γεροντάρα κυριλέ κοτσωνάτη, με δερμάτινο γιλέκο λεπτό και ισοβία γραβάττα ακόμα κι όταν έχεζε – είχε την μισή Μάνη ως γη κι η μαμάκα της όλα τα Σπάτα ως προίκα, η αδελφή της είχε παντρευτεί έναν πουρό εφοπλιστή και η Λάνα έναν βιομήχανο Ιταλό, από παλιά ευγενή και ευκατάστατη οικογένεια τού Βορρά, όταν σπούδαζε Ιστορία τής Τέχνης στο Μιλάνο. Κάποτε. Όταν. Το Λανάκι όμως είχε μια μανία: τα αυτοκίνητα. Έτσι λοιπόν απ' αυτά είχε καμμιά δεκαριά, και μιλώ τότε που δεύτερο αυτοκίνητο δεν διέθετε ούτε ο Ζάχος Χατζηφωτίου (αυτουνού τού τα χάριζαν οι σαλιάρες οι θείτσες του), ούτε ο διάδοχος Κωνσταντίνος (αυτουνού τού τα χάριζε ο τρόμπας ελληνικός λαός), ούτε ο Σταμάτης ο Κόκκοτας (αυτουνού τού τα χάριζε ο κιμπάρης Ωνάσης).
Η Λάνα ήταν ψηλή με δεμένο κορμί, μάτια χωστά κοφτερά λαμπερά, ένα χαμόγελο να βάφονται μαύρες οι πέρλες Πολυνησίας, δυό βυζιά για bumpers αμερικάνικων φορτηγών και κάτι καπούλια ολοστρόγγυλα πεταχτά, να τα φορτώσεις όσο αντέχουνε δυό καμήλες. Η Λάνα μιλούσε δυνατά συνεχώς, μπαρμπάλαγε επί παντός τού επιστητού κι αν τής τελειώναν τα ελληνικά, στα γερμανικά αυτομάτως το γύρναγε μέχρι παλιάτσο τον Γκαίτε να κάνει. Και τότε θυμόταν την γαλλίδα την γκουβερνάντα της, ώσπου τελικά σήκωνε απ' τον τάφο του και τον Μολιέρο. Η Λάνα – τής Εκάλης, μην ξεχνιόμαστε – Τέρνερ ήτανε όμορφη πλούσια ώριμη, έξυπνη μορφωμένη μουράτη, είχε αέρα από μπουρίνι Ικάριου και πάνω, είχε αντριλίκι από Νίκο Κούρκουλο και κάτω, είχε θηλυκότητα μίγμα μαντάμ Μέρκελ και Μπελούτσι Μόνικας, Θάτσερ κλειτοριδική πυγμή και Τσιτσιολίνας πρωκτική προοπτική – δεν το τραβώ άλλο, με διαβάζουνε και μεγάλα παιδιά. Αλλά.
Για την Λάνα Τέρνερ τής Εκάλης, δεν υπήρχε κανείς. Άλλος από αυτήν. Άνθρωπος στον πλανήτη. Και στο μέχρι τούδε γνωστό, ηλιακό σύστημα όλο. Όταν μίλαγε, σκόρπαγε λέξεις για πάρτη της πάντα, μόνο και αποκλειστικά γύρω απ' τον δικό της τον εαυτό, σχολιάζοντας οτιδή απ' το παιδικό το μυαλό της περνούσε. Όταν το στόμα της άνοιγε – εκτός για το φιλότεχνο το deep-throat της – τα θέματά της ήταν μόνο γι' αυτήν, αυτηνής, πάρτη της κι εκεί τελειώναν και αρχίζανε όλα. Ρε τί για τον Καραμανλή(!) εγώ τής έλεγα, αυτή το γυρνούσε στο λάστιχο τής κυλόττας της. Ρε τί εγώ για την Πόρσε(!!) τής μίλαγα, αυτή την κυτταρίτιδά της σχολίαζε. Ρε τί εγώ για ομαδικό και οπαδικό σεξ(!!!) κι αν κορνάριζα, αυτή τις ρηχές παρόλες της τιτίβιζε. (Ευτυχώς πού την δεκαετία τού Ογδόντα δεν υπήρχανε κινητά, γιατί αλλιώς κάποιο αγανακτισμένο "alpha-male" – χαχαχα – μ' αυτήν θα τα «έπαιρνε» και θα την φύτευε τη μαλάκω φορ δε ρεστ οβ χερ σαλταρισμένη λάϊφ ισοβίως.)
Η Λάνα Τέρνερ λοιπόν (που στην Εκάλη φυσικά έμενε), ήρθε και έπεσε πάνω στον άγνωστο κι άσημο, αμίλητο και φτωχό, γυμνασμένο και σιωπηλό, μορφωμένο και δυνατό νιό (που στην Κυψέλη δυστυχώς έμενε). Κι έφαγε κόλλημα η φραγκοτσαμπουκολωλή με την πάρτη μου τέτοιο, που όπου κι αν πήγαινα, πίσω μου ήταν. Απ' όπου κι αν ερχόμουν εγώ, νά την πάλι μπροστά μου. (Να το ξεκαθαρίσω όμως, να μη σέρνονται υποψίες και ύβρεις, λοιδωρίες δυσφήμιση, πικρόχολα σχόλια κι ειρωνείες τού κώλου: δεν είμαι όμορφος, δεν είμαι γκόμενος, δεν είμαι μαλάκας. Δεν είμαι κορόϊδο, δεν είμαι μουνόδουλος, δεν είμαι τσουτσέκι. Δεν είμαι καληνυχτάκιας ή καλησπερτζής, δεν είμαι προθυμόπουλος ούτε καν χωσελίτος, δεν είμαι πιστό καθρεφτάκι καμμιάς ούτε πορτοφόλι παχύ έκαστης ψόφιας – ευχαριστώ, διατελώ.)
Η Λάνα Τέρνερ – χέσε μας μωρή επιτέλους με την Εκάλη σου – ήταν και όμορφη και αμπλάτη, και απεγνωσμένη και χειριστική. Και τσακωμένη ισοβίως με τ' αρσενικά, και κοντραριζότανε εσαεί με τον μπαμπά, και πλακωνόταν για πλάκα με την μανούλα. Είχε διέθετε και ακούμπαγε μόνον και αποκλειστικά μια γιαγιά κει στα Σπάτα, μιαν αρβανίτισσα λεπτή και περήφανη αρχόντισσα – που με είχε πάει για να την δω – κι απ' αυτήν ζούσε. Κυριολεκτικά. Η γιαγιά τηνε φράγκωνε, η γριά την δυνάμωνε, η γραία τηνε κρατούσε. (Α ρε Φώτο, μεγάλε γραφιά: σαράντα χρόνια πιο πριν έζησες εσύ «τα τρία μι», άσχετο αν σήμερα δεν τα διαβάζει κανένας!) Η γιαγιά τής μιλούσε γλυκά και το τσαχλοκούδουνο αυτό ηρεμούσε, η γιαγιά τής τα «έχωνε» και η δίποδη-δίβυζη-δίκωλη καυλοφοράδα ετούτη τον σκασμό έβγαζε, η γιαγιά την αγκάλιαζε και η προπετής και αυθάδης, πολυλογού κολπατζού, κενότατη και μαλακισμένη ψυχούλα εκείνη έσβηνε, έλειωνε, να ζει ξεκινούσε.
Το ότι η συγκεκριμένη Λάνα Τέρνερ που γνώρισα έμοιαζε με την πασίγνωστη τού Χόλλυγουντ περσόνα και άκτρες, περιττεύει να πω. Στο μελαχροινό όμως. Με την ίδια πλάνα ματιά. Τα πομπέ ζυγωματικά, τα λεπτά χέρια τα υστερικά, τα νευρικά πόδια που κλειδώναν στην πλάτη μου κι αν δεν έχυνα τον Αχελώο στον Γιανγκ Τσε, δεν με ξεκαβάλλαγε η αφορεσμένη. Την γλώσσα ροδάνι, το ξυράφι μυαλό και την στέρφα την μήτρα. Το σωματικό αεικίνητο, το πνευματικό το ακάθιστο, το υπαρξιακό το βασανισμένο. (Τί να τα κάνω εγώ τα λεφτά σου μωρή, άμα είσαι τσιγκούνα; Τί να πηδήξω απ' την κορμάρα σου ρε, άμα δεν τα ανοίγεις εσύ παρά μόνον για να ουρήσεις; Τί να τολμήσω να σού πω να συζητήσω μαζύ σου εγώ, άμα ξεκινάς τον τηλεφωνικό κατάλογο συ βαρετά να εκφωνείς, προκειμένου να μην ακούσεις κανέναν και προπάντων τον εαυτό σου;)
Το Λανάκι όμως had her way with men. Ντέφινιτελυ και indefinitely. Μια ματιά τούς πέταγε ρε και σούρνονταν τούτοι καυλοσαλιαρισμένοι επιτόπου. Μια ατάκα προκλητική έσπερνε και τινάζονταν οι αρτεσιανοί τρόμπες εξ αντανακλάσεως κι εξ ενστίκτου. Μια φορά την κέρασα χάμπουργκερ την λιμασμένη-δια-βίου στην Γλυφάδα και μόλις τον Τάσο/Γιώργο/Μπάμπη συνάντησε, πήρε αλαμπρατσέτα το χάμπουργκερ, απ' το τραπέζι «μας» σηκώθηκε αυθωρεί και έστησε λακριντί με τ' αντράκια ατάκα. Να μιλά και να μασά, να γελά και να γαργαλά, να σκορπά και να μπαρμπαλά – ρε μιλάμε σηκώθηκα, πλήρωσα και πήρα το καΐκι για την Κυψέλη. (Το να κάτσω με την Λάνα την ψευτοαλάνα, λεζάντα και το φαρφίζα να τής κάνω εγώ – δεν έλεγε, δεν λέει και δεν πρόκειται ποτέ-τίποτα να μού πει, οπότε;)
Πάντα με ξενερώνανε οι γκόμενες που νομίζανε κι επιπλέον το παίζαν. Ότι είναι πρώτιστα γκόμενες, μετά γυναίκες και άντρες-με-διακοποδάνειο τελικά. Πάντοτε αισθανόμουν καλά με το φύλο μου, πεθυμούσα γυναίκες αποκλειστικά και για πάρτη τους ψόφαγα, όπως κάναμε εμείς στα χρόνια μας κείνα και κάνω ακόμη εγώ στα χρόνια σας τούτα. Αλλά. Να κρατάω εγώ πέος αποφασισμένο σκληρό και να μού σπρώχνει η άλλη στ' αυτιά έναν λεκτικό πάπαρο πλαδαρό – δεν λέει, δεν είπε και δεν πρόκειται τίποτα-ποτέ να μού πει, οπότε «αντίο Γλαρέντζα». Πώς το λέει ο φίλος μου ο λαστιχάς ο Καλφόπουλος; «Την έδιωξα την άμυαλη και ησύχασα, την έστειλα τη λωλή στο Δαφνί τους τρελούς να γιατρέψει.»
Εδώ κείται, εμφιλοχωρεί και παραμονεύει ο κίνδυνος φίλοι μου. Η Λάνα Τέρνερ – του Γκστάαντ ή τού Αιγάλεω, της Κυανής Ακτής ή τής Σουβάλας – είναι όμορφη κι επικοινωνιακή, λαμπερή και προκλητική, λαχταριστή ποθητή, λιμπιστική και καυλωτική κι όταν έρχεται όμως η ώρα τού «κρεμώ τους αστραγάλους στον πολυέλαιο», όταν φθάνει η στιγμή τού «δίνω το κορμί μου βορά στο αρσενικό»... τότε «μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες». Τότε τα λόγια κι οι λέξεις αποσύρονται, τα σκέρτσα τα νάζια βουλιάζουν σε μια δειλή άνοια, οι κατσαριδένιες ατάκες ψοφάνε αυτοστιγμεί λες και πέσανε σε πισίνα με Βaygon, τα νεύρα οι μανούρες οι τσαμπουκάδες, οι ιδιοτροπίες τα άγχη κι η τρέλλα καταβυθίζονται στα σώψυχα σπλάχνα κι εκεί τρομοκρατημένα βραχώνουνε και παγώνουνε, τρομάζουν και φρικιάζουνε στην θέα και έργα τού θαρραλέου και δυνατού πέους. ("What can I tell you", που λέει κι η φίλη μου η Cindy Lauper.)
Ηθικό και πολιτικό και σχεσιακό δίδαγμα, (να μη γράφω για μαλακισμένες και μόνο). Όπως το έχει πει ο αυνάνας λαός: «Όπου ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι.» «Όσα δεν φτάνει η αλεπού, σε βάζει να της τα φέρνεις.» «Άμα η γυναίκα μιλάει πολύ, δε γαμάει καθόλου.» Κι επειδή εγώ τον φίλο μου τον λαστιχά τον Καλφόπουλο τον έχω σπουδάσει και μελετήσει προσεκτικά και επί έτη-σειρά, έκανα ό,τι μού είπε: «Για να τηνε διώξω εγώ την τρελή, της έπιασα την κουβέντα». Ομοιοπαθητική-ακριβώς τής έκανα τής αδιαφόρου και επηρμένης κουκλάρας Λανάρας κι έτσι αμφότεροι την υγεία μας βρήκαμε: εκείνη τον εαυτό της επιτέλους παντρεύτηκε κι εγώ επιτυχώς χώρισα απ' τον εαυτό μου. Και στην σπηλιά μου πένης και πλάνης μονολογώ, θυμάμαι πρόσωπα και ηθοποιούς απ' τους παλαιούς μου «θιάσους» και γελώ, η Ζωή πάντοτε είναι ο μόνος θεός και οι άνθρωποι σταθερά ο μόνος κιμάς της.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013