(17.09.21)
Καλά το λέει ο βλαξ ο λαός μας: «Όσα δε φέρνουν τα χρόνια, τα φέρνει η στιγμή». Ή «Πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά της δεν είναι». Ή «Του κουτοπόνηρου αεριτζή, ο εκλογικός νόμος τού φταίει».
Περπατούσα στην Πατησίων προχθές, και ποιάν βλέπω αίφνης μπροστά μου ρε παιδιά; (Όχι, αν έχετε τον αντιθεό σας.) Την Κάτια «μου» ρε παιδιά, την Καιτούλα μας ρε παιδιά, το Κατερινιώ τους ρε παιδιά! Έβαλα τα γέλια με το που την είδα, καθώς θυμήθηκα εκείνην την αστραπή στην ματιά της να κεραυνώνει και να βροντά, κι ας είχε η πολυθρύλητη λεωφόρος των Αθηνών συν-πενήντα βαθμούς απ' την ζέστη και μείον-πενήντα βαθμούς απ' την καύλα.
Χαχαχα! Το Καιτάκι ρε παιδιά – τί να σάς λέω εγώ και να ανάβετε τζάκι εσείς, το κονιάκ να μού φέρνετε με την καρρώ κουβερτούλα και να με γλυκογαργαλάτε «πες μας κι άλλα παππούλη»! Επειδή λοιπόν είστε καλά νινιά κι όπου να 'ναι θα 'ρθει ο Μορφέας, ο Χαρδαλιάς και ο Ιερώνυμος να με πάρουνε – άντε να σάς την διηγηθώ την ιστορία εκείνης τής μοναδικής και ανεπανάληπτης hustler που γνώρισα στην ζωή μου εγώ, και μάλιστα στα αγνά κι αφελή νειάτα μου, τριάντα κοντινά χρόνια πριν τώρα.
Ήτανε φυσικά στις αρχές των Nineties και τότε γενικώς στην Ελλάδα επικρατούσε έέένα κέφι, λες και χτες-μόλις είχανε κάνει οι Έλληνες την Επανάσταση και σήμερα-κιόλας θα περνούσανε από το ταμείο! Πρόσφατα είχα παραιτηθεί απ' το Υπουργείο εγώ, ατένιζα μετά σφρίγους και τρόμου το άγνωστο και καταβαραθρωμένο μέλλον μου, μέτραγα τα λιγοστά μου δολλάρια και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί αισθανόμουνα κόπανος, σε μια χώρα τόσων έξυπνων κι ικανών δημοσίων υπάλληλων και γιατρών, λαμπρών σύζυγων και πανηδονικών γυναικών. Παλεύοντας να ξαναβάλω την παλαιά την ζωή μου σε νέα πορεία, είχα πολλές δουλειές: πού να χωρέσω τα πενήντα κοστούμια μου, πού να παρκάρω τις είκοσι μοτοσυκλέττες μου, πού να πρωτοβάλω το ένα μου πέος. (Ξέχασα να σάς πω ότι η φήμη και το αγλάϊσμα ενός διπλωμάτη – που ακόμη δεν είχε κάνει «μπαμ» το ότι είχα παραιτηθεί – ήτανε για τις ελληνίδες τόσο αφροδισιακό, όσο η Εξουσία για τον Τραμπ, τα λεφτά για τον Μπέζος, το ΚΚΕ για την Λιάνα μας και οι 4ΤΡΟΧΟΙ για τον Καββαθά τους.) Μέσα σε όλην εκείνην την ταραχή και προσπαθώντας να διασκεδάσω την αβεβαιότητα τής καρριέρας μου, έβγαινα σχεδόν-κάθε βράδυ.
Στα Nineties, έβγαινες-γάμαγες. Τον έβγαζες-γάμαγες. Βγαίνατε-γ@μιόσαστε. Βγήκατε-γαμηθήκατε. Λες και οι ελληνίδες τότε ρίχναν βιάγκρα-για-βουβάλια στο πρωϊνό γάλα τους, λες και οι ελληνίδες τότε στραγγίζαν τα οιστρογόνα τους ολημερίς με το τουλουπάνι, λες και οι ελληνίδες τότε απ' τα ντιβάνια-καρέκλες-στενά-χαντάκια-ταράτσες, ξενοδοχεία ημιδιαμονής-βίλλες παράνομες-κρεβάτια συζυγικά-κούνιες παιδιών τους δεν σηκωνόσαντε, εάν δεν είχανε πάρει «τη μισή Αθήνα», το εν τέταρτον τής Αραπιάς και κάτι αβορίτζινες πεοχιλιόμετρους, άπλυτους, χασισωμένους! Κάποια στιγμή λοιπόν τότε και κάποτε, έπεσα πάνω στην Κάτια ή μάλλον έπεσε πάνω μου η Καιτούλα αυτή, έτσι που ήταν αδύνατον από κάτω μου να την σηκώσω. (Να σάς το εικονογραφήσω κομμάτι εσάς που δεν είστε εκείνης τής εποχής, γιατί με Κυριάκο κυβέρνηση και αντιπολίτευση Τσίπρα, εσείς αν δεν έχει επίδομα οτιδήποτε, δεν πάτε πιο κάτω, πιο μέσα.)
Η Καιτούλα ήταν ένα ζιζάνιο σκέτο. Κοντούλα, ξανθούλα και άβυζη. Αδυνατούλα, νευρικούλα, λογού. Αεικίνητη, μουλτιπαλούκωτη, παντεσγάματη. Μ' εσένα μίλαγε, τον άλλονα κοίταγε, τον τρίτον εψώνιζε, τον τέταρτο πούλαγε και έπαιρνε – με τα λόγια – ταυτόχρονα την Λεγεώνα των Ξένων, την ώρα που 14 Ιουλίου τούτη παρήλαυνε στα Ηλύσιά τους Πεδία. Με ματάρες σαν τής Τουίγκυ, με δυό ρόγες σάρκινες προτεταμένες ως κριούς εξωφθαλμικούς, δύο γλουτούς ανάγλυφους αριστουργηματικούς-εντελώς-ανδρικούς και κάτι χείλια να κυλιέσαι επάνω τους και να μη θες να ξεκολλήσεις αν δεν σού είχαν προηγουμένως ξεζουμίσει αυτά, αρχίδια και πορτοφόλι. Άνεργη, τρακαδόρισσα, ατακαδόρισσα. Καταφερτζού, καμωματού, νταραβεριτζού. Σχεδόν καλντεριμιτζού, παντός καιρού και πεδίου, με το ΚΤΕΟ της την ασφάλεια και τα προφυλακτικά της, αδέσποτη ακάθιστη και ξερόλα, χαριτωμένη βλαμμένη και επιθετική, στο κρεβάτι μάπα και στην παρέα θεά, στο σεξ ήταν για γέλια και στο αμπλάρε ήταν για θαύματα – περίπου αυτή κι έτσι ήτανε η Καιτούλα.
ΜΙΑ λέξη αντιπροσώπευε την γυναίκα αυτήν: HUSTLER. Κι επειδή με την κουκλίτσα αυτήν τραβήχτηκα τότε περιπαθώς και ασχολήθηκα τότε ενδελεχώς για κάνα εξάμηνο ταλαιπώριας ευφάνταστης και συθέμελης διάλυσης, άνοιξα κάποια στιγμή το αγγλικό λεξικό στο λήμμα "hustler" για να μού δώσει τα φώτα του και ορίστε τί βρήκα: 1/ Άτομο που δεν ορρωδεί προ ουδενός και δεν σταματά πουθενά προκειμένου το δικό του να κάνει, παίζοντας παιγνίδια από παράνομα έως ανήθικα, μαλακισμένα έως χασούρικα, ψεύτικα έως φαντασιωτικά, άρρωστα κι αποτυχημένα, 2/ Άτομο με ασύμμετρη επιθετικότητα και ενέργεια περισσή, ανασφαλές και εξαρτώμενο, που το παίζει καλό για να τσιμπήσει χαζούς και μετά να τούς αρμέξει δι' ίδιον όφελος κανονικά, πετώντας τους οπωσδήποτε στην άκρη μετά, αφού θα 'χει πάει αυτό «παρακάτω», 3/ Άτομο εκπορνευόμενο, είτε για φράγκα είτε για σπίτια, είτε για χαϊλίκια είτε για ζητιανιά, είτε για κονέ είτε για μούρη, είτε για τράκα είτε για πλάκα και 4/ Άτομο πεπεισμένα χειριστικό, λανθασμένα ναρκισσιστικό, συναισθηματικά ανασκολοπισμένο. Χρησιμοποιεί πολύ τούς άλλους και καθόλου τον εαυτό του, αναπνέει μόνον για ν' αφαιμάσσει και δίνεται μόνον αφού πληρωθεί, ηδονίζεται για κόλπα περίτεχνα και κομπίνες αεριτζίδικες, απατά δίχως τύψεις και παραπατά χωρίς να το αντιλαμβάνεται, κυκλοφορεί ψηλομύτικα μη βλέποντας πώς αληθώς το βλέπουν οι άλλοι, άτομο βίαιο-υβριστικό-προσβλητικό είτε με γλυκό γυναικείο χαμόγελο, είτε με πικρό ανδρικό γέλιο, που υποκρύπτει τα σοβαρά και βαθιά συναισθηματικά και ψυχολογικά του προβλήματα με ατέλειωτα σχέδια-πλάνα-ιδέες-προτάσεις και όνειρα-ψεύδη-φαντασιώσεις-αρρώστιες. Και έκλεινε το καλό, ακριβές και ανελέητο λεξικό με τούτες τις αμετάφραστες τέσσερις λέξεις: 1/ con-artist, 2/ crook, 3/ cheater, 4/ whore.
(Επιστρέφω στην Καιτούλα λοιπόν.) Σταμάτησα, την κοιτούσα και δεν ήμουνα σίγουρος εάν ήταν αυτή, γιατί αυτή φυσικά ήταν. (Αλλάζει η τσατσά επάγγελμα; Μαθαίνει νιές μούρες η παλιά πουτανίτσα μας; Ξεκολλάει η γλυκιά βίζιτα απ' τα εύκολα φράγκα; Θα ψηφίσει ποτέ ο αγνός κι άδολος ελληνικός λαός κατεδάφιση αυθαιρέτων;) Με αγκάλιασε λοιπόν τούτη άμεσα ζεστά και γλυκά, ένθερμα και σπαρταριστά, όλο χάρη και νάζι τόση και τέτοιο που αφού σιγουρεύτηκα εγώ για το πού ήταν το πορτοφόλι μου, την ρώτησα πού σκατά ήτανε τόόόσα χρόνια. Η Καιτούλα επί τόπου προσπάθησε να μού κάνει «αναμετάδοση απ' το Καραϊσκάκη», από τότε που ο Θρύλος έπαιξε με την Μπόκα Τζούνιορς κι έφαγε – αν θυμάμαι καλά – μια χορτάτη πεντάρα, σαν κι εκείνη την πεντάρα αχόρταγη που είχα ρίξει κι εγώ ένα αυγουστιάτικο βράδυ στην βεράντα μου στο Καιτάκι και μπήκε στο διονυσιακό παραλήρημα αυτό, που εξαφανίστηκε έκτοτε απολύτως και πλήρως. Τα νέα της; Λοιπόν, έχουμε και είπε: 1/ Ήταν σε μια ομάδα θεατρική, δασκάλα και έτσι, μάνατζερ και αλλιώς, ταμίας σκηνοθέτις και πνευματική οδηγός, 2/ Όχι δεν είχε παντρευτεί, αλλά συζούσε με μια nazi-lesbo «φίλη» της και δυό γάτες, πέντε λάμα απ' την Ανταρκτική και δέκα πιγκουΐνους απ' τον Αμαζόνιο, 3/ Πήγαινε στη μανούλα της την αιώνια μέγαιρα για πλυντήρια και τραβηχτικές, για να τής πληρώνει το ΤΕΒΕ και να την ξεσκατώνει αυτή και 4/ Χάρηκε τόσο πολύ που με είδε ξανά, που γλίστρησε το καπάτσο χεράκι της κάτω απ' το τραπέζι τής καφφετέριας κι αποπειράθηκε να αφυπνίσει την υπναλέα και νυσταλέα την εύσαρκη κόμπρα μου, μπάϊ δη ιντερνάσιοναλλυ φέημους νέημ οφ «πέος του Ντάνη».
Τί να σας πω ρε παιδιά, δεν ήξερα τί να κάμω: να γελάσω, να κλάψω ή να τής αστράψω δυό χαστούκια εκκωφαντικά στα βαμμένα της μάγουλα, (που ήθελε η άτεχνη και αδιάφορη να μού τονε πάρει κιόλας επι-τόπου και-καλά και στο στόμα). "Some people NEVER learn" θυμήθηκα τον Ρον τον συγκάτοικό μου στην Βοστώνη, που θυμόσοφα φιλοσόφησε, όταν οι συμπολίτες του ψηφίσαν τον Ρήγκαν. «Οι άνθρωποι ΠΟΤΕ δεν αλλάζουν» είπα εγώ πικρά αναμιμνησκόμενος, όταν τράβηξα το όλο-νόημα-και-σκοπό κουλό τής Καιτούλας από το μπούτι μου, τής το απίθωσα στο τραπέζι επάνω και τής πλήρωσα τα ποτά. Την άφησα εκεί να παραμιλά για σχέδια κι έρωτες, για δουλειές και ταξίδια, για θολά όνειρα και πάμφωτα ψέμματα, για άντρες που εκείνη ξεζούμισε (ξεκινώντας απ' τον μπαμπά της) και γυναίκες που εκείνην ξεζούμισαν (τελειώνοντας στην μαμμά της). Την άφησα εκεί να μονολογεί και αυτιστικά-παραληρηματικά να κεντά ξέφτια ζωής παραδομένης στους άλλους (ενώ εκείνη καμωνόταν τον ελεγκτή-χειριστή), να παρλάρει ρετάροντας για σχέσεις συγκλονιστικές μα κλούβιες κενές (ενώ εκείνη νόμιζε πως ζούσε σε υπερπαραγωγή), να μιλά για να μην ακούει και να μην ακούει για να μιλά – και δεν είναι ΜΟΝΟΝ η Κάτια «μου» ΕΤΣΙ.
Άμα σε πάρει η «μπάλα» τού εαυτού σου στα είκοσι, στα τριάντα έχεις μπει γκολ ήδη. Άμα βάλεις την «μπάλα» τού εαυτού σου στο δίχτυ τού μυαλού σου στα τριάντα σου, στα σαράντα σου θα ψάχνεις για τ' αποφάγια τους στην κερκίδα. Και άμα πετάξεις την «μπάλα» τού εαυτού σου στα διαφημιστικά πανώ τού γηπέδου τους στα σαράντα, στα πενήντα σου είσαι τελείως κι απλώς μόνο για λύπηση – σαν την Σάρον Στόουν ως Τζίντζερ στο CASINΟ τού Σκορτσέζε. Οι πιο χαμένοι άνθρωποι είναι οι εγωϊστές και παρτάκηδες, οι πιο χαμένοι άντρες είναι οι γαμίκοι μαμμάκηδες και οι πιο χαμένες γυναίκες είναι οι ντίβες που τις ζητιάνες καλύπτουνε, οι ρουφήχτρες που την τεμπελιά και πειρατεία τους κρύβουνε, οι ανίκανες που αυτοκαταδικασμένες στα κόλπα και σκέρτσα τους, σκοτώνουν οι ίδιες άσπλαχνα και αλύπητα την ζωή τους.
Τί σκηνή λυπηρή: στα κατωφερή της πενήντα πια η Κάτια «μου», με γκρίζα μαλλιά και αχτένιστα η Καιτούλα τους, με σπασμένο κι άβαφο πρόσωπο το Κατερινιώ σας. («Ίδια η καριόλα η μάνα της, κόπια ο πατέρας της ο σκατόψυχος ίδιος» πονόψυχα εγώ σφράγισα, καθώς απομακρυνόταν εκείνη ήδη μιλώντας στο κινητό, ήδη τσιγάρο ανάβοντας, ήδη με τον ταξιτζή τσακωνόμενη, ήδη κοιτώντας αρπακτικά γύρω της τί να αρπάξει κι από ποιόν/πού/πώς ν' αρπαχτεί.
Αυτή η ψυχική πείνα είναι που ψοφά τούς ανθρώπους, αυτή η πενία η συναισθηματική είναι που τις γυναίκες γερνά και αυτή η υπαρξιακή πάθηση τούς άντρες πεθαίνει – έτσι λέω εγώ, μα ποιός με διαβάζει εμένα. (Καλύτερα έτσι: ο καθείς θα συνεχίσει να ζει όπως ξέρει και θέλει και ελάχιστοι θα επωφεληθούν την στιγμή να αρπάξουνε και ν' απορρίψουν τον εαυτό τους. Όπου ως «εαυτό», εσείς διαβάστε «όλοι οι άλλοι».)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022