Χτες ήμουν εκεί. Πού; Μα στην λεωφόρο όπου περπάτησα από μικρός, στην μεγάλη οδό την μοναδική που κοιτάζει ευθεία στα μάτια τον Παρθενώνα, στον ανοικτό δρόμο που σήμερα έχει γίνει πιάτσα μικροπωλητών, πασαρέλα για πόρνες και δεκάδες κλειστά μαγαζιά να χάσκουνε στο σκοτάδι. Χτες ήμουν πάλι εκεί. Πού; Στο δεύτερο σπίτι μου, στην μόνη γωνιά την ζεστή μου που την δημιούργησαν άλλοι «παλαιότεροι» πριν από με, εκεί όπου με το αλκοόλ να ρέει σταθερά πενήντα χρόνια από κάτω επιπλέουν κι αναδεικνύονται οι κρυφοί αδάμαντες και τα εμφανή κάρβουνα της αθηναϊκής νύχτας.
Όχι δεν παραμιλώ, μα μιλάω. Όχι δεν γράφω απλώς, μα επιθυμώ να κεντάω, (ράφτης ήθελα να γίνω όταν ήμουν μικρός, άλλο αν κατάληξα λέξεις να γράφω). Και κάθε φορά που εκεί θα εισέλθω θα μπω, είναι ο προθάλαμος του εγκεφαλικού μου υποθαλάμου - am I tripping or what? Μην κάνετε όμως το λάθος εσείς και φανταστείτε κάναν παππούλη ετοιμόρροπο που τραυλίζει απ' το ξίδι και σαλιαρίζει από το οινόπνευμα, έναν μπουχέσα σουρουκλεμέ που του τρέχουν μάτια και μύτες, του τρέμουν ποδόχερα, του λυγίζουνε γόνατα, μέση, κεφάλι. Θέλω να πιστεύω – και έχω δουλέψει σκληρά για αυτό – ότι κρατιέμαι καλά στην ζωή μου ακόμα, άλλο αν από την ζωή μου δεν κρατιέμαι καλά, δεν κρατιέμαι από πάνω της άλλο. Γιατί; Δικός μου λογαριασμός. Πώς και δεν; Είναι δική μου δουλειά να μη φορτίζω πλέον την δική μου ψυχή μ' όλα αυτά τα γελοία που ξετυλίγονται γύρω μου, με ό,τι κάνει π.χ. τον Παπαδήμο να διοικεί, τον Γιωργάκη ν' αντιεξουσιάζει και τον Αντωνάκη να διαφωνεί και να υπογράφει μετά.
Το μπαρ Au Revoir είναι ο απολύτως τελευταίος ναός των σεπτής τούτης πόλεως των Αθηνών, (και ουχί της Αθήνας αμόρφωτοι). Το μπαρ Au Revoir δεν είναι ακόμη-ένα παλιό ποτάδικο όπου μαζεύονται τα γερόντια να ισολογίσουν τους πόνους τους, όπου σπεύδουνε πιτσιρίκια να βυζάξουν λίγο απ' την μαγεία της «νύχτας», όπου ηπατοκιρρωτικοί δίνουνε ραντεβού για να κοντράρουν τρανσαμινάσες. Στο μπαρ Au Revoir δεν θα δείτε γκομενίτσες να κακαρίζουνε, φλώρους να τηγανίζουν το Σύμπαν με τις απόψεις τους ή παρέες να χαβαλεδιάζουνε ασυστόλως. Στο μπαρ Au Revoir επικρατεί μία άκρα της ζωής σιγαλιά, μια σιωπή χαρακτήρων, υποφώσκει ένα έμπειρο ανθρωπόστρωμα από κουβέντες και χνώτα, ατάκες-σπαθιές και γέλια βαθιά, εσκαμμένα. Ας γίνω λοιπόν για μιαν ακόμη φορά προσωπικός, αφού κανέναν δεν βλάπτει εκτός από εμέ φυσικά, οπότε μπορώ και να συνεχίσω.
Την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα τι τα ματάκια μου καθρεφτίζανε, πρέπει να ήταν εκεί γύρω στο 1970. Καθώς τότε είχα αρχίσει να πηγαίνω μόνος μου κινηματογράφο ή με τους φίλους μου, κατεβαίνοντας στην οδό Πατησίων η οποία διέθετε πάμπολλους τέτοιους. (Ομολογείστε το βρε παρτσακλά, στον αιώνα των πόπκορν-σίνεμας και των μπάμπλγκαμ-μούβιζ, είναι δυνατόν ένας κινηματογράφος ν' αποκαλείται «Αελλώ»;) Ορμούσα εγώ από την πλατεία Κυψέλης μέσω Φωκίωνος Νέγρη και ξεβραζόμουν στην πολύκοσμη κι ολόφωτη Πατησίων κι ένιωθα ότι διέθετα το Μανχάταν της Νέας Υόρκης και τα Ηλύσια Πεδία των Παρισίων στα δικά μου ποδαράκια από κάτω. Και μία φορά μπροστά στην βιτρίνα του Au Revoir σταμάτησα, για να πάρω απ' το διπλανό περίπτερο κάτι. Και καθώς γύρισα το κεφάλι μου φεύγοντας, η ματιά μου το τζάμι διαπέρασε, μπήκε στον χώρο του σεμνού τούτου ναού και προσγειώθηκε κάπου στην μπάρα, στα πρόσωπα, στους ανθρώπους. Και ένα σημείωσα: ότι άπαντες οι άνδρες φορούσαν κοστούμια και οι λίγες κυρίες φορούσαν ταγιέρ. (Ανοίγω παρένθεση.) Μπορεί σήμερα το καλό ντύσιμο και ο κώδικάς του να έχει πασοκοσυριζοποιηθεί, μπορεί στο Λας Βέγκας σήμερα να πατούν τις μοκέτες παχύσαρκοι Αμερικανοί με βερμούδες και σαγιονάρες, μπορεί σήμερα ο παγκοσμιοποιημένος πολίτης να μπαίνει στα μοναστήρια με το μπικίνι του και να βγαίνει για βραδυνό φαγητό φορώντας το πρωινό του τζηνάκι, αυτό όμως απλώς σφραγίζει το γεγονός ότι τα κουρέλια που απ' έξω φορεί, καλύπτουν τα κουρέλια που κουβαλάει εντός του. (Και δεν συνεχίζω, διότι θα εκτραπώ.) Διέβην λοιπόν τον παροιμιώδη Γάγγη αυτόν για πρώτη φορά πέντε χρόνια μετά, καθώς πρέπει να ήταν το 1975 όταν τόλμησα ν' ανοίξω την πόρτα του Au Revoir και να εισέλθω στο πρυτανείο, (ακολουθεί ακόμη μία δική μου παρένθεση).
Είναι αλήθεια – το ομολογώ - ότι γράφω προσωπικά. Και είναι μια σκληρή αλήθεια ότι αυτά που εγώ καταγράφω μπορούνε να εκληφθούν ως ξεπερασμένα και βαρετά, κουραστικά και επαναληπτικά, μονομανιακά και ξεπερασμένα. Από κάτω όμως κρύβουν ένα ασίγαστο πάθος και μια εμπλοκή, έναν διακηρυγμένο ιερό πόλεμο και μιαν άσβεστη διάθεση να κρατήσω ζωντανό κι αναπνέον ό,τι κοντεύει να εξαφανιστεί κάτω απ' την οδοστρωτική αδιαφορία της σημερινής «καθημερινότητας». Που «επικαιρότητα» την καταντήσαν αυτοί που θέλουν να κυβερνούν, «πληροφορία» την βάφτισαν αυτοί που θέλουν σ' αιχμαλωσία να μας κρατάνε, «δημοκρατία» την διαφημίζουν αυτοί που θέλουνε την δουλειά των ολίγων να εκτελέσουνε. Αμ δε. Η Ζωή – δεν το 'χω ξαναπεί τούτο – σε καλούπια ή ψηφοδέλτια, γραμμάτια ή δελτία ειδήσεων, οικονομικές παροχές ή προεκλογικές υποσχέσεις δεν μπαίνει. Κι όσο δεν μπαίνει αυτή, τόσο θα κυλάει ο μέγιστος Κίτρινος ποταμός – που μπορεί να δέχτηκε κάποτε τον πρόεδρο Μάο μέσα του για κολύμπι – μα όσα φράγματα και να του χτίσουνε, παραμένει ο μέγιστος Δάσκαλος και Οδηγός, η αστείρευτη δύναμη του νερού είναι η μόνη θρησκεία. (Όχι δεν το 'χω χάσει, μα κάτι θέλω να πω.) Αλλάξτε εσείς το σκηνικό και όπου νερό, βάλτε κυκλοφοριακή κίνηση, αυτοκίνητα να τρέχουν σαν σπερματοζωάρια μέσα στους δρόμους της μήτρας-μητρός-πολης, κόσμο να σουλατσέρνει να τρέχει να συζητά, πόρτες ν' ανοιγοκλείνουνε, δουλειές να ξεκινούν να τελειώνουνε κι όταν πέφτει το βράδυ τίποτα δεν σταματά, απλώς τα πάντα προσωπεία αλλάζουν.
Από τα ελάχιστά μου μειονεκτήματα είναι ότι στην ζωή μου έχω καταφέρει το εξής: να πίνω με μέτρο, να καπνίζω όσο θέλω ελάχιστα και να θεωρώ τα ναρκωτικά λιλιπουτειοδώς ενδιαφέροντα και μεγαλοπρεπώς βαρετά. Από τότε που άφησα τα παιδικά μου παιγνίδια γυμνάζομαι, από τότε που πρωτόπιασα χέρι γυναίκας τάζομαι, από τότε που έβαλα στο στόμα μου αλκοόλ, να προσεύχομαι δεν έχω σταματήσει. Γιατί τι άλλο από μια προσευχή είναι όταν φέρνεις το ποτήρι στα χείλη, θα το γράψω κι ας ακουστεί όπως δει: η πρώτη είσοδος του ποτού στο στόμα, είναι ολόιδια με την είσοδο των πρώτων πόντων του πέους στον κόλπο. Έχοντας λοιπόν επιλύσει – ελπίζω οριστικά αν δεν μου κάτσει καμμιά συντριπτική στραβή απ' τις τόσες που σήμερα πλέον στον κόσμο συμβαίνουν – το θέμα του κλινικού αλκοολισμού, μπαίνω και πίνω γενναία. Και μετά, τις επόμενες μέρες απλώς σταματώ, κατεβάζω τα καθημερινά μου 3-4 λίτρα νερό και μέχρι να έρθει ξανά – άγνωστο πότε και γιατί – η γνωστή αίσθηση στο επιθήλειο της γλώσσας και να ζητήσει να επισκεφθώ την πηγή για να ποτιστώ, μένω καθαρός και στεγνός, ένας ανυποχώρητος αντιαλκοολικός. (Για το μπαρ Au Revoir ξεκίνησα να μιλώ και σελίδα στο προσωπικό μου ημερολόγιο τελικά γράφω. Τσκ. ) Και κάθε φορά που την οδό Πατησίων 136 θα επισκεφθώ, προσεκτικά θα ετοιμαστώ, θα ντυθώ επιμελημένα ξεχωριστά, μπορεί να φοράω τζηνάκι κι εγώ μα ατημέλητος και απρόσεκτος ποτέ μου δεν ήμουν. Ίσως επειδή γεννήθηκα ένας αστός, ίσως επειδή η αριστερή ιδεολογία μού είναι πολύ εκλεκτή για να την μετατρέψω σε πολιτική, ίσως επειδή αι Αθήναι είναι πόλις αρχόντων επιφανών, κυρίων αληθινών και συνάμα πίστα προσωπικών ανταγωνισμών, αληθώς-επιπέδου. Εισέρχομαι λοιπόν κι αμέσως κάμπτω την μέση μου ελαφρά, «προσκυνώ» λέγεται στα χριστιανικά το ρηματάκι ετούτο, "rei" λέγεται το ίδιο στα ιαπωνικά, «ρέει» διαβάστε εσείς και έχετε καθαρίσει. Κι ακολουθεί η μικρή, κλειδωμένη και ιερή τελετουργία καθώς θα βγάλω το παλτώ (ή το δερμάτινο τζάκετ), θα το κρεμάσω στο βάθος του μαγαζιού, θα πάρω μαζί μου τσιγάρα, σπίρτα και το κομπολόι μου και θα πλησιάσω δειλά, διακριτικά, μαλακά την ξύλινη μπάρα. Αν δεν έχει αράξει ήδη εκεί κανένα από τα ιστορικά κι επικά «στελέχη» του μπαρ, θα κάτσω στο σκαμπώ το «δικό μου», θα χαμογελάσω στον μπάρμαν κύριο Λύσανδρο και θα χαιρετήσω από κοντά τον γιό του Σωτήρη. Θα μεσολαβήσουν μερικά λεπτά με τις σημαντικές τυπικότητες μέχρι να προσγειωθεί το ποτήρι στην μπάρα, να μπει πρώτα πλούσια η μεζούρα του Jim Beam – είναι δυνατόν ο Φώτος να πίνει τίποτα άλλο από ακτίδα ή λάμψη; – κι ο πάγος να βουτήξει μεθύστερα, να κατευθυνθεί έπειτα το ποτό έμπροσθέν μου. Ακολουθεί το συρτάρωμα του sous-verre και αμέσως το Sprite θα ανοιχτεί, (από τότε που ο ομοιοπαθητικός μου γιατρός την Coca-Cola μού έκοψε, το 'χω ρίξει στο άλλο αμερικάνικο ζαχαρώδες). Θα ξεχειλίσω λοιπόν το ψηλό ποτήρι μου με το διάφανο κρυσταλλωμένο βουρβωνογενές νέκταρ, θα το ευλογήσω με το δεξί μου το χέρι τρείς φορές, θα το σηκώσω να το φέρω πρώτα στο αριστερό μου αυτί και μετά στο δεξί για ν' ακούσω το κουδούνισμα των αλληλοσυγκρουόμενων πάγων και κλείνοντας τα τσίνορά μου απαλά, θα το φέρω στο στόμα. (Ιs this Zen, or what?)
"The first cut is the deepest" τραγουδά ο ψαρομάλλης Σκωτσέζος τραγουδιστής. «Έλα μωρό μου βαθιά μέσα μου τώρα», ψιθυρίζει η ασυγκράτητη Γαλλίδα γυναίκα. «Πολλά μεταξύ πέλει κύλικος και χείλεος άκρου», μουρμούριζαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι κι εγώ τα 'χω δει κι ακούσει διαμιάς όλα. Η γεύση του κρύου και γλυκυτάτου υγρού σκάει στον ουρανίσκο μου, κατρακυλάει στον οισοφάγο γουργουριστά, κοχλάζει η παγωμένη θέρμη του και η καυτή παγωνιά του καθώς βουτάει στον στόμαχο, ένα πράγμα αναμένουνε όλα για να ανθίσουν: το τσιγάρο. Και βεβαίως ακολουθεί του πακέτου το άνοιγμα, η έξοδος του αφίλτρου ΚΑΡΕΛΙΑ και το σάλιωμά του (μια ράβδος χνώτου στην κόψη του), προτού κρεμαστεί τούτο στο στόμα. Μια-δυο εισπνοές για να ρουφηχτεί το αλκαλοειδές, μια-δυο εκπνοές για να υγρανθεί ο καπνός κι αμέσως μετά η φλασιά κι η εκπυρσοκρότηση, η λάμψη της φλόγας που έρχεται να συναντήσει την λάμψη του αλκοόλ, στο ίδιο και το αυτό ανύποπτο στόμα. Η πρώτη ρουφηξιά του καπνού είναι ολόιδια με την πρώτη ρουφηξιά του ποτού, που και οι δυο τους είναι ολόιδιες με την πρώτη ρουφηξιά του κορμιού, αν με εννοείτε. Από εκεί και μετά "all is History, repeated and known, boring and frothed", το μπαρ Au Revoir ξαναγίνεται ο χώρος που σχεδίασε ο εξαίρετος αρχιτέκτων και μυθική persona Αριστομένης Προβελέγγιος, κράτησαν τα αδέλφια Θόδωρος και Λύσανδρος Παπαθεοδώρου και συνεχίζει διαδοχικά ο γιός του δεύτερου, ο Σωτήρης.
Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, γιατί έχω εκατομμύρια πράγματα να εκθέσω. Για το μπαρ Au Revoir έχω γράψει ξανά, για το μπαρ Au Revoir γράφω και στο τέταρτό μου βιβλίο που επιτέλους εξέδωσα και το διαβάζει κλειστός κι εκλεκτός αναγνωστών κύκλος. Όταν με είχε ρωτήσει μάλιστα μια δημοσιογράφος τι θα γίνει αν το μπαρ τούτο κλείσει, της απάντησα ότι αυτό και μόνο το γεγονός αποτελεί αιτία να μεταφέρω τα εκλογικά μου δικαιώματα στην Πολυνησία. Μια και τα τελευταία χρόνια έχω από τους ανθρώπους απομακρυνθεί, δεν γνωρίζω πού και πώς πίνει τα ποτά του ο κόσμος. Μια και τα τελευταία χρόνια πιστεύω ότι η ελληνική ζωή έχει εξευτελιστεί, δεν γνωρίζω πού ακουμπάνε και πώς την βγάζουν οι Έλληνες. Γνωρίζω όμως ότι το πρώτο και κεκρυμμένο πρόβλημα στην χώρα μας είναι ο αλκοολισμός, το δεύτερο τρανό και ημιφανερό πρόβλημα είναι τα ψυχοφάρμακα που καταπίνονται στην Γραικία. Και μπροστά σε τούτα τα δυο, τα ναρκωτικά και η ενδοοικογενειακή βία, η ανεργία και η ταξική πάλη είναι παιδίων παίγνια, η αντικαπνιστική εκστρατεία είναι για να προβάρει μανικετόκουμπα ο Λοβέρδος, η κυκλοφοριακή αγωγή είναι για να φοράει ο Ιαβέρης μπαντάνες. Η υπόθεση «ποτό» είναι μία πολύ δυνατή και απόλυτα επικίνδυνη ιστορία κι όποιος μπαίνει μέσα της ανύποπτος, μύρια κακά έπονται και του ειδοποιούνται. Η υπόθεση Αu Revoir είναι μια πολύ ισχυρή και απόλυτα ακίνδυνη ιστορία κι όποιος μπαίνει μέσα του υποψιασμένος, μύρια καλά έπονται και θα του ομολογηθούν οσονούπω.
Να τελειώνω. Εκεί όπου λέξεις μαζεύονται, το νερό στερεύει. Εκεί όμως όπου στερεύει και το νερό, έρημος γίνεται, έρημος λέγεται και πέφτει τρελή φονική δίψα. Κι αν ο άνθρωπος δίχως τροφή μπορεί να ζήσει καιρό, δίχως νερό δεν κρατάει βδομάδα, δίχως ποτό δεν βαστάει λεπτό και άνευ παραμυθίας πεθαίνει σ' έναν μηδέν χρόνο. Όπου παραμυθία είναι η παρηγοριά, η συμπαράσταση και η ευσπλαχνία, η αγάπη και καταφυγή, μια ψυχής χόβολη κι εφημερία καρδίας. Όπου Αθήνα ονομάζεται του κόσμου η πρωτεύουσα, οδός Πατησίων είναι ο παναιώνιος ρους και Au Revoir σημαίνει αυτό ακριβώς: «εις το επανιδείν» δηλαδή, στην ξανά-επαφή, στην μετάγγιση και κλειδί, στο άγγιγμα των ανθρώπων.
Υγιαίνετε.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013