UKIYO
Aυτός – στα ιαπωνικά – είναι ένας παρεπιδημών (fleeting), ένας επιπλέων (floating), ένας πλαστός κόσμος.
«Fleeting» σημαίνει κάτι περαστικό διαβατάρικο, ανήσυχο στιγμιαίο, αλλοπρόσαλλο πολυπρόσωπο, ψεύτικο και απατηλό. «Floating» σημαίνει κάτι αφρίζον μεταβλητό, ασταθές και κινούμενο, εντυπωσιακό και υδάτινο, επιφανειακό πέτσινο.
Δεν υπάρχει άλλος – ορατός αισθητός, υπνωτιστικός παραπειστικός – κόσμος από αυτόν και το κλειδί που δεμένο κι αδιαφανή, κλειδωμένο και δυστυχή τον κρατά λέγεται «πλάνη». Illusion στα αγγλικά, Maya στα σανσκριτικά, στα γραικά Τύφλα.
Αυτός ο κόσμος είναι πάντοτε ζωντανός σάρκινος, καυτός ξεμυαλιστικός, φλογερός και ναρκωτικός και πνίγει τον πόνο τού πόθου του με υγρά, νερά, ύδατα και υδρογονοξυγόνα. Περπατά και κοιτά, ανάβει και αγκαλιάζεται, χύνει τινάζεται, σπασμωδεί κι αποθνήσκει.
Στην Yoshiwara, την μπουρδελλογειτονιά τού Edo – πρωτεύουσα τής Ιαπωνίας, 1600-1867 – σύχναζαν αιθέριες πανάκριβες γκέϊσσες, κίναιδοι καλλιτέχνες τού καμπούκι και τού τσιμπούκι, ανερχόμενοι άξεστοι έμποροι κι απλησίαστοι σαμουράϊ μοβόροι, πουτάνες κάθε κατηγορίας/τιμής/κυβικών και νταβάδες παλαιστές σούμο.
«Ukiyo» λεγόταν η τέχνη και κουλτούρα αυτού τού υπόκοσμου κόσμου, αρσενικών και θηλυκών και σερνικοθήλυκων που επέπλεαν σε θολά-πάντα νερά, ζούσαν απ' τούς ανθρώπινους αδένων-χυμούς και χάνονταν μέσω σπέρματος κι αίματος, βαρθολίνειων και χρημάτων.
«Ukiyo» όμως λέγεται και η κατάσταση η αίσθηση, το μυαλό κι η ζωή, η απόφαση κι η ποινή να ζεις στην στιγμή, να διαλέγεις την απόλαυση αντί για την κόπωση, την εκτόνωση αντί για την δόμηση και το άδειασμα μέσω τινάγματος, αντί για το γέμισμα μέσω κοπιάσματος.
Στην Ελλάδα, στην μπουρδελλογειτονιά τής Ευρώπης – υστάτη χαμοκέλα πανάκριβη, βλ. 1821-2021 – συχνάζουν μέτριες ηλίθιες γκόμενες, πουστάρες καλλιτέχνες τού πινέλλου και τής ροδέλλας, πτωχευμένοι γιαλαντζί μπίζνεσμεν και συνταξιούχοι στρατηγοί φλώροι, πουτάνες εκτός κατηγοριών/τιμών/κυβισμών και σουμιέδες πολιτικοί νταβάδες.
Τούτος ο κόσμος είναι πάντοτε νεκρός άμυαλος, κρύος παραμυθιαστικός, παγωμένος εξουθενωτικός και πνίγει τον φόβο τού πάθους του με στερεά, υλικά, πράγματα και λεφτά, άπαντα εντελώς εξαρτησιογόνα. Περπατά δεν κοιτά, σβύνει όταν αγκαλιάζεται, αυνανίζεται δεν οργάζεται, χασμωδεί και ψοφάει.
Αυτό που αλλάζει, δεν ζει. Αυτό που ζει, δεν αλλάζει. Αυτό που πλανάται, πλανεύει και αυτό που ακινητεί, ακοινωνεί. Yoshiwara κι Αθήνα διαλέξαν το τώρα το σήμερα, το ψέμμα το μύθευμα, το σκότος το έρμα. Και δυστυχώς για εσάς, Κουλτούρα και Τέχνη βουλιάξαν σε σαλπιγγώδη στενά, έθαψαν λαμπρών αγνώστων νυγμούς και χάθηκαν μέσω εμέσματος κι επινίκειων, φρενιάσματος και νομισμάτων.
Χαρωπός και χαρίεις εγώ, παίζοντας με τις λέξεις θα πω, ότι η τωρινή (παρεπιδημούσα) επιδημία είναι ο αιώνιος (επιπλέων) πλους που πλάθει ο κόσμος αυτός, αυταπατώμενος ότι ζει, μεγαλουργεί, θάλλει.
Συγγρού και St. Pauli, Φυλής και Place Pigalle
Τούτοι δω – σε όλες τις γλώσσες – δεν είναι «παρεπιδημούντες» και «επιπλέοντες», πλαστοί ψεύτικοι, ανύπαρκτοι και παραπλανητικοί κόσμοι.
Τούτοι είναι κόσμοι πραγματικοί ζωντανοί, σάρκινοι αεικίνητοι, σκοτεινοί στο φως τής ημέρας και λαμπεροί στο σκότος νυκτός. Αυτά που εμφανίζονται και πλασάρονται εκεί, πωλούνται καταναλώνονται, φτύνονται και σκουπίζονται είναι αυτά-ακριβώς που θα πληρώσεις εσύ, άπαντα μετρημένα συμφωνημένα σωστά, οι «όχθες» μένουν προσεκτικά αποστασιοποιημένες χωρισμένες κι αδιάφορες – έτσι οι άνθρωποι βγάζουν τον επιούσιο και πηγαίνουν αδειασμένοι χαράματα σπίτι.
Ο «άλλος» κόσμος που υπάρχει – έξω και πέρα απ' αυτόν – είναι ο κανονικός, ο αποδεκτός, ο συνηθισμένος. Εδώ άπαντες γνωρίζουν τί κάνουν, πού πάνε, με ποιούς και γιατί ομιλούν, δουλεύουν ερωτεύονται και πεθαίνουν. Καμμιά πλάνη, no illusion at all, nirvana in dharmakaya.
Αυτός όμως ο κόσμος εδώ στις βιτρίνες και τα υπόγεια, στα στούντιο στα μασσατζίδικα, στα μπαρ και τα παρτουζάδικα κρατά τα κλειδιά των νεφρών και δεν ανοίγει ποτέ του τις «βάνες». Γιατί μόνον τυραννισμένοι θα προσπέσουν εδώ, μόνον εύκολες θα στηθούνε εδώ, μόνον αισχροί θα κόψουν μονέδα εδώ. Είναι ΚΙ αυτός, όπως ΟΛΟΣ ο υπόλοιπος, «άλλος», κανονικός – πείτε τον όπως γουστάρετε – κόσμος: ξυπνά και κοιτά, υποδύεται χαμουρεύεται, τον τινάζει υποκρίνεται, κυρίως ούτε οργάζεται και προπάντων ποτέ δεν ιδρώνει.
Στην Συγγρού απ' το '70 κάναν στράκες τα ψηλοτάκουνα και το '80 παίρνονταν ανατολικογερμανές στα στενά τού St. Pauli στο Αμβούργο. Απ' το '90 η Φυλής γέμισε φανάρια κατάλευκα και στο millennium η Pigalle τα λοίσθια πνέει. (Με Yoshiwara, καμμιά σχέση.) Στις λεωφόρους και πλατείες αυτές, στους μουχλιασμένους πεζόδρομους και τις συνοικίες προσφύγων, χαρμάνια τής σαγρέ σάρκας και πιτσιρικάδες σε ορμονική αποστολή, ανώμαλοι που την ομαλότητα τηγανίζουνε και ομαλότατοι που ξεφτιλίζουν Ντε Σαντ και Μαζώχ Λεοπόλδο περπατούν και βοσκούν, γεννητικά όργανα αναζητούν για βακχεία κι οχεία, όχι για παντρειά και τεκνοποιία.
Δεν υπάρχει καμμιά Τέχνη εδώ και καμμία Κουλτούρα. Άπαντα τα ρυθμίζει το νόμισμα, όπως εξ άλλου και στον «άλλον» τον κόσμο: «Υou pay me-I do to you, φτιάξε με συ-να σε βολέψω εγώ, τα ανοίγω λιγάκι τα πόδια εγώ-για να κλείσεις πολύ τα ματάκια σου συ»... και ούτω καθ' εξής, λογάκια και φούμαρα, παρόλες και ψέμματα, λαβές κοροϊδία – συμφωνημένοι είναι κι οι δυό.
Εδώ βασιλεύει το χνώτο κι οι λιπαντικές, διπλό προφυλακτικό και ξεστρωμένα σεντόνια, καπούλια στημένα ν' αχολογούν απ' τις καρπαζιές και κουβάδες σε γωνιές σκοτεινές με σπερματοζωάρια στραγγισμένα. Πέντε λεπτά, είκοσι λεπτά, μία ώρα; Άπαντα τα ρυθμίζει – όπως και στον «άλλον» τον κόσμο παντοτινά – η βασική, σιωπηλή, αυτόματη συμφωνία: εσύ θα γαμήσεις κι εγώ θα πληρωθώ, εγώ θα γαμηθώ κι εσύ θα πληρώσεις – για την εσωτερική την πληγή και την εξωτερική την κραυγή δεν θα μιλήσει κανένας.
Και στην Ελλάδα και την Ευρώπη, και στην Ασία και την Αμερική, και στην Αφρική και την Αυστραλία αυτοί οι τσιμεντωμένοι και ουχί «επιπλέοντες», οι ισόβιοι και ουχί «παρεπιδημούντες» κόσμοι ζούνε θάλλουν και λειτουργούν άριστα, απρόσκοπτα, αναγκαία. Ο αγροίκος υπόκοσμος που τον κυβερνάει και τον κρατά, ουδόλως κι ουδαμώς διαφέρει απ' τον έγκυρο θεσμικό, κομψευάμενο πτυχιούχο κόσμο που κυβερνά και κρατά τον κόσμο που οι περισσότεροι ζούνε. (Πάντα-μα-πάντα τα καλλιτεχνάκια κι οι πούστηδες, το λουμπεναριό κι οι ακκιζόμενες γκόμενες, οι γραβαττοφορεμένοι νταβάδες και οι κυράτσες των βόρειων προάστιων αποτελούν τον δονητή τού μπετόν τής Κοινωνίας, το συγκολλητικό ακρυλικό τής Αγίας Οικογενείας.)
Θα το τονίσω, θα το ξαναπώ: δεν υπάρχει «πλαστός» κόσμος. Από την στιγμή που ΤΟΥΤΟΣ ο κόσμος αρχικώς-τελικώς πλάστηκε, what you see is what you get – ο άνθρωπος έχει γίνει θεός και θεός δεν υπάρχει. Όσο η σάρκα δια των πόρων της αναπνέει και χαίρεται, η Ζωή ζει. Όσο η ματιά μέσω νευρώνων της την Ζωή κινεί και χαροποιεί, Θάνατος δεν υπάρχει. Και ΤΟΥΤΟΙ οι γυμνοί τολμηροί, ριζοσπαστικοί κι επαναστατικοί, ασυγκράτητοι πορνικοί κόσμοι το «μήνυμα» και το «νόημα» συγκρατούν, φυλάττουν, κοσμούν: το σεξ είναι το κλειδί τής καταστροφής και το κορμί είναι η κλειδαριά τής δημιουργίας.
«Πρωινές κουταμάρες» ότι λέω εγώ, μού 'πε η ερωμένη μου χθες. Γι' αυτό έχουν πια «σπάσει τα νερά» τού δικού μου μυαλού και βλέπω τις όχθες τού σύμπαντος χωρισμένες σε «κόσμους». Μόνο αυτό που αλλάζει, επιζεί. Μόνο αυτό που καταφέρνει και επιζεί, ποτέ του δεν θα χαθεί. Με ένα όρο απλό μάλιστα: δεν θα υπάρχει Κουλτούρα και Τέχνη, δεν επιτρέπεται εδώ λόγος και όνειρο, ελπίδα και φώτιση, εξόδου παράθυρο και σωτηρίας η πύλη.
Ένας κουτός, ένας σαλός, είς γηραιός είμαι πλέον εγώ, που δεν πρόκειται με τις λέξεις να ξαναπαίξω. Καθότι ΑΥΤΕΣ είναι η επιδημία ισόβια, ο λόγος είναι ο πλους πλανημένος και ο Κόσμος ετούτος είναι ένας και ανεξάντλητος, στιγμιαίος κι ανθρώπινος, αιώνιος και ωραίος.
Sakura σημαίνει sweet cherry και είναι η ροδόχρους κέρασος
Οι άνθρωποι χρειάζονται 4 χρόνια πίκρας, για να ζήσουν 4 μήνες χαράς. Αν εκτιμήσουν ετούτα τα 4 λεπτά ευτυχίας, δεν θα χρειαστούνε ξανά εκείνα τα 400 χρόνια σκλαβιάς.
Ο αριθμός τέσσερα είναι το μισό τού οκτώ. (Το οκτώ, στην Ιαπωνία, είναι τύχη και ευτυχία.) Ο αριθμός δύο είναι το μισό τού τέσσερα. (Το δύο, στην Ελλάδα, είναι ζεύξη και διάλυση.)
Δύο-τέσσερα-οκτώ προστιθέμενα μάς δίνουν το 14. Δέκα μεν στην αρχή, αλλά τέσσερα πάλι στο τέλος. Κέρδος μεν στην αρχή, αλλά μισή ευτυχία στο τέλος.
Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί, γι' αυτό ξεχνούν και δεν εκτιμούν. Και διαλέγουνε την ίδια σκλαβιά από την καινούργια χαρά, την παλιά-γνωστή-ελεγχόμενη πίκρα απ' την καινουργή-άγνωστη ελευθερία ανεξέλεκτη.
Τί κρίμα να διαρκεί τόσο άδικα και ελάχιστο, η τρυφερή κι εκλεκτή ανθοφορία αυτή. Τί πόνος να επικρατεί τόσο κουτά και πολύ, η σκληρή και αδιάφορη μοίρα ετούτη. Άνθη και αριθμοί είναι «αι νέαι ειδοί» και μόνον τυφλοί και κρυπτοί το γνωρίζουν.
(Οι ανθισμένες κερασιές – Μάρτη με Μάη – στην χώρα τού Ηλίου Ανατέλλοντος συμβολίζουν την γέννηση και τον θάνατο, την ομορφιά και την βία, την σοφία και την δειλία, τον λόγο και την σιωπή.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022