Ας ξεκινήσω την κριτική μου στο βιβλίο ετούτο, με τις εξής ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ παρατηρήσεις-διευκρινίσεις, ως προκαταβολικό αντίλογο μάλιστα:
Όταν γράφω εγώ – και είναι τούτη η πρώτη, μόνη και τελευταία αναφορά στο πρόσωπό μου – μια κριτική, ΑΥΤΟ ακριβώς κάνω. Κρι-τι-κή. Ούτε επίδειξη υπερβολικών γνώσεων ή κονσομασιόν εκδοτικών υποχρεώσεων, ούτε πάτσισμα συγγραφικών φιλοφρονήσεων ή κραγμένη «παρουσίαση βιβλίου». Ασκώ κριτική σημαίνει λέω τί μου άρεσε και τί δεν μού άρεσε λεπτομερώς, ακριβώς, αναλυτικώς και πάντα με πάθος, αλλά ουχί εμπαθώς. (Εμπαθώς ουχί κατά του προσώπου τού όποιου συγγραφέα φυσικά, αλλά με πάθος υπέρ ή κατά τού εκάστοτε έργου του αποκλειστικά – μέχρις εδώ, πάμε καλά;) Ας συνεχίσω...
Αυτά τα γλυκερά παπαροχαδάκια, οι πασίτσες χαρών κομψευάμενων, τα υπόγεια μικροσυμφεροντάκια, τα ρωμέϊκα ρουφιανογλυψίματα ενώπιον κοινού κλπ-κλπ. κρατήσαν την Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα, σε βαθμό που η τόσο ζαχαροδιαβητική «γυναικεία» και τόσο μακαριστά «ευπώλητη» λογοτεχνία να φαντάζει – κατά Μανίνα Ζουμπουλάκη – σκέτη «γαμάουα» μπροστά της. (Και ενίοτε ΕΙΝΑΙ, καθώς τούτη τουλάχιστον δεν προφασίζεται, ούτε κατ' ελάχιστον υποδύεται κάτι που ΔΕΝ είναι.)
Κριτική για μένα σημαίνει πιάνω και ξετινάζω το καλό (όπου υπάρχει), εξ ίσου με το κακό (όπου υπάρχει) και το γράφω επωνύμως κι αιτιολογημένα αυτό. Και γράφω ΓΙΑΤΙ δεν μου άρεσε (κι έμεινα φτωχότερος-ηλιθιότερος διαβάζοντας το κάθε βιβλίο), όπως γράφω και ΤΙ μου άρεσε (κι έγινα πλουσιότερος-ευτυχέστερος με το κάθε βιβλίο). Το βιβλίο τού Νόλλα «Το ταξίδι στην Ελλάδα» λοιπόν το αγόρασα ως αναγνώστης απλός και κοινός και το διάβασα τρεις (3) φορές, ως αναγνώστης ειδικός και δύσκολος: Μία για την γνωριμία κι απόλαυση, δεύτερη με στόχο την ανάλυση, ψάξιμο-«ψείρισμα»-κριτική του και τρίτη για να «δέσει» η γνώμη μου και να διασταυρώσω τα «πατήματά» μου. Βλέπετε, την ίδια χρονιά – 2013 – το δικό μου βιβλίο «τα τρία μι» είχε προκριθεί στην «μικρή λίστα» τής Επιτροπής Κρατικών Βραβείων 2014 και μ' ενδιέφερε ιδιαιτέρως να δω ποιός και τί-προπαντός στέφθηκε επιτέλους με τις τόσο-πολύτιμες και συνάμα τόσο-μαραμένες κρατικές λογοτεχνικές βρούβες! (Νοtam: και όχι, εγώ δεν υπέβαλα τελικά το βιβλίο μου για τελική κρίση, γιατί γνωρίζω πολύ καλά ότι: 1/ ήταν αδύνατον κρατικός φορέας να βραβεύσει αυτό μου το βιβλίο και 2/ ως αυτοέκδοση, «τα τρία μι» ξεκινούσαν όχι με «γκολ απ' τ' αποδυτήρια», αλλά με μπάλλα ξεφουσκωμένη και διαιτητές πιασμάν.) Αλλά στο σημείο ετούτο, προς άρσιν πάσας ευκόλου και του κώλου παρεξηγήσεως, θα επανέλθω...
Διαβάζοντάς το λοιπόν, απογοητεύτηκα που επιβεβαιώθηκα και επιβεβαιώθηκα που απογοητεύτηκα – δυστυχώς και για τα δύο. Το πρώτο συνέβη γιατί καλώς ή κακώς διαθέτω ήδη μια-κάποια-όποια άποψη για το πόσο μάπα είναι/μπορεί να είναι/επιμένει να είναι η Σύγχρονη – και δη η «σπρωγμένη» – Ελληνική Λογοτεχνία (Σ.Ε.Λ.) (Είμαι στο κουρμπέτι εκδοθείς απ' το 1985, mind you.) Το δεύτερο συνέβη γιατί πάάάντα ελπίζω πως κάάάτι επιτέλους κάάάποτε θα βρεθεί να τα κουνήσει επιτέλους τα λασπωμένα, ναρκωμένα, βαρύθυμα, κουλτουριάρικα, θολωμένα, συνεννοημένα και γερασμένα νερά – σιγά μη. Το βιβλίο ετούτο τού Νόλλα λοιπόν είναι για γέλια και για κλάμματα μαζί και δεν έχω καταλήξει ακόμα ποιό είναι το καλύτερο απ' τα δύο: να γελάσεις με το πόσο καθηλωμένη εξ επόψεως πασσέ υλικού-αυτιστικής έκφρασης-άδειας γραφής βρίσκεται η Σ.Ε.Λ., ή να κλάψεις με το πόσο μαντρωμένη τούτη η δύστυχη είναι απ' τους λογής και επιλογής – καθόλου δε διαλογής – συγγραφείς και εκδότες, αναγνώστες και κριτικούς; Ας είναι. Ας μπω λοιπόν στο άψητο «ψητό» τού κακού βιβλίου αυτού, γράφοντας τα ανάλογα σε κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο. Και ας αρχίσω με τα γενικά:
Επιτροπή Κρατικών Βραβείων
1/ Εντάξει, θα πούμε καμμιά φορά σε ΤΟΥΤΟΝ τον τόπο, ΟΝΟΜΑΤΑ; Όχι; (Δε «θέτε», που λέει ο Γκιωνάκης;) Καλά, άντε το χατήρι να σας κάνω εγώ και να μην θίξω καθόλου τέτοια τιτάνια και γρανιτώδη ονόματα όπως τού Αλέξη Ζήρα! Ο οποίος αν με απατά η μνήμη μου – που δεν με απατά διόλου – σε μια «ημερίδα» για την Μακρόνησο, ανέφερε όόόλη την σχετική με αυτήν την νήσο-βασάνων βιβλιογραφία, εκτός από το «Ελένης νήσος» μου βέβαια, φυσικά και προσεκτικά! Παρ' όλον ότι τού είχε αποσταλεί αντίτυπο!! (1ον/ Έτσι στήνονται οι «κορυφές των Γραμμάτων»-τρομάρα τους και οι «καριέρες των Τεχνών» τρομάρα μας και 2ον/ ήτανε δυνατόν ένα τέτοιο αιρετικό και δυνατό, ριζοσπαστικό και αντικομματικό βιβλίο να στάξει απ' τα χειλάκια ετούτου;;;
2/Καλά βρε κυρία κρατική και βαρύγδουπη Επιτροπή – άμα βλέπεις πολλούς πανεπιστημιακούς τίτλους μαζεμένους, ξέρεις ήδη ότι δεν πρόκειται να γίνει δουλειά – μέσα σε ΤΟΥΤΟΥΣ τους κατακλυσμιαίους καιρούς, ΑΥΤΟ το βιβλίο βρήκες να το βραβεύσεις; ΑΥΤΟ το βιβλίο, ΑΥΤΟΥ του προβληματισμού και ΑΥΤΗΣ της αφήγησης έκρινες πως άξιζε να αναδειχθεί, ή τον βράβευσες τον συγκεκριμένο συγγραφέα για «το σύνολο του έργου του», λες και είναι ο Μπομπ Ντύλαν;) Ας μπούμε όμως στην ψίχα τής συγγραφικής του δουλειάς:
Kύριο θέμα
«...μόνη σημασία έχει να μπορείς να ζήσεις τη δικιά σου ζωή και να μπορείς να την αλλάζεις όταν έρχεται η ώρα» (σ. 26 και 174) Και για την προτασούλα ετούτη που ουδείς άλλος γραφιάς έχει ποτέ φανταστεί, έπρεπε εμείς να υποστούμε 184-ολόκληρες νούλες σελίδες;
Επίπεδο γραφής Δημοτικού, (μα απελπιστικά εντελώς μιλάμε!)
Απλώς παραθέτω μετά των ελαχίστων σχολιασμών, (και οι δάφνες παρακαλώ, σε όποιον αντέξει)!
1/ «...έστελνε μαύρες τούφες καπνού να ενωθούνε με τα σύννεφα» – και αυτό, μην ανησυχείτε, απλό ζέσταμα κοινοτοπίας είναι.
2/ «Το φεγγάρι... άπλωνε ένα φωτεινό παραμυθένιο πέπλο κι ασήμωνε την πλάση στην πιο σκοτεινή της ώρα» (σ. 9) – αυτό είναι αληθινό επίπεδο γραφής Δημοτικού σχολείου, ακριτικού χωριού μάλιστα, άξιο για Κρατικό Βραβείο ενηλίκων επαϊόντων, αρμοδίων και θεραπευτών τής Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας (πάντα με κεφαλαίο το λάμδα παρακαλώ).
3/ «...αισθάνθηκε το βάρος τους – [των χρόνων] – να πέφτει πάνω του όπως ασήκωτοι αιώνες» (σ.32) – η προθέρμανση τής κοινοτυπίας συνεχίζεται, να μην κρυώσει ο αθλητής-αναγνώστης και του πέσει η... φιλολό απόδοση.
4/ «Το κενό, σαν πληγή ανάμεσα στα πλαϊνά σπίτια που αντιστέκονταν, έχασκε όπως ξεδοντιασμένο στόμα» (σ. 32) – εδώ η παρομοίωση ωχριά μπροστά σε τέτοιο εφεύρημα νοός κι οφθαλμών συνάμα. (Μόνον οδοντίατρος το αντέχει.)
5/ «...το απογευματινό φως, κρεμασμένο απ' τον φεγγίτη που στόλιζε τον ψηλοτάβανο θόλο...» (σ. 54) – εδώ πια και ο πλέον καλόπιστος αναγνώστης αρχίζει ν' αντιλαμβάνεται ότι η προθέρμανση είναι η ίδια και ολόκληρη η προπόνηση. (Κι έχει ήδη παραγγείλει τις πίτσες...)
6/ «...την ομίχλη, η οποία αν και είχε θολώσει τον αέρα, συγχέοντας προς στιγμήν τα πράγματα...» (σ. 67) – ουδέν εδώ έτερο σχόλιο, έχει και η κοινοτοπία το ναδίρ της το απαράβατο.
7/ «...οι αναρτήσεις του κατάφεραν να περιορίζουν τους κραδασμούς απ' τις κακοτεχνίες της ασφάλτου και τις λακκούβες που 'χαν δημιουργήσει οι δαγκωματιές του χιονιού και της βροχής». (σ. 68) – πού 'σαι κυρία Μαντά, να σπεύσεις ν' απομακρυνθείς ΚΑΙ εσύ, ΙΔΙΩΣ εσύ!
8/ «...μέσα σε κείνη την ασάλευτη σιωπή...» (σ. 71) – βοήθεια κυρά Μάρω Δούκααα, σπεύσε με τις «Λεύκες ασάλευτες» στον ομότεχνο, να γλυτώσουμε εμείς περιγραφικό και εκφραστικό πλούτο.
9/ «...είχε αρχίσει να νιώθει κατσαρίδα σε μεταλλικό κλουβί μέσα στο Φολκσβάγκεν» (σ. 73) – έτσι περιέγραψε ο τιτάν τού φετινού μας Βραβείου τον μινιμαλιστικό πανικό εγκλείστου τινός, κι έστειλε για πάντα τούς μαιτρ τού τρόμου στ' αζήτητα τής πάσης-φύσεως Καλλιτεχνίας και Δημιουργίας.
10/ «...την ασημένια επιφάνεια της λίμνης...», «...ξεχειλωμένα φωνήεντα...» (σ. 118) – εδώ κι η κυρία Ρίτσα η δασκάλα μου τής 1ης Δημοτικού μηδέν θα του έβαζε του κυρού Δημητράκη!
11/ «...μίλησε σαν αιωνόβια βαλανιδιά» (σ. 132) – μωρέ κι εγώ θέλω να μιλήσω σαν εφηβικό καυλοράπανο, μα κρατιέμαι.
Συγγραφικά ατοπήματα
1/ ΟΛΟΙ οι ήρωες, με τον ίδιο τρόπο μιλάνε. Και λένε – ΟΛΟΙ τους – τις ίδιες «φιλοσοφίες»/απόψεις, με τον ΙΔΙΟ τρόπο. (Εμ δεν έχει κι άλλο τρόπο ο δύστυχος συγγραφεύς!)
2/ Να δεχθούμε ως συγγραφική πρωτοτυπία την εμφάνιση ονομάτων «νέων» ηρώων και την «εξήγησή» τους μετά;
3/ Την έχασε πάλι την αλλαγή προσώπων που ομιλούν, από τρίτο σε δεύτερο εκεί στο μέσον τής σελίδας 135. (Αμέσως μετά το «περίτεχνο μεταξωτό χαλί της Μεσοποταμίας». (Μα καλά, ΤΕΤΟΙΟΣ λογοτέχνης, ΤΟΣΩΝ βιβλίων και ΑΥΤΩΝ των βραβείων, μια ΑΛΛΗ παρομοιοσούλα δεν μπόρεσε να μας στήσει τουλάχιστον;)
4/ Φλυαρία στην σ. 87 περί ικανοτήτων και προτιμήσεων του Βιρτζίλη. Ο οποίος στην σ. 89 ρετάρει κουραστικά, «κρεμαστικά» και ανεπανόρθωτα.
Κοινοτοπίες
Είναι αυτό που λέει η λέξη ακριβώς. Λέξεις από συγγραφέα τόόόσο κοινές, που και οι ίδιοι οι υπόλοιποι Έλληνες τις έχουν ξεχάσει.
1/ «...οι άνθρωποι συνέχεια χάνονται και βρίσκονται χωρίς τελειωμό» (σ. 13) – ωχωχωχ, ο κύριος Δημήτρης Νόλλας άναψε το φωτοτυπικό πάλι.
2/ «ο κόσμος είναι μια μπάλα που δεν σταματάει να γυρίζει...» (σ.16) – κι εγώ που νόμιζα πως μόνον στο μυαλό τού Γαλιλαίου ΑΚΟΜΑ γυρίζει!
3/ «...αχνά σημάδια, σαν τον αφρό των νερών, που χάνονται πίσω από μια βάρκα» (σ. 17) – να το ξαναδιαβάσω αυτό, κι αν μπω σε βάρκα να με δείτε τσο(μ)μπανόπουλο στο Μέτσοβο!
4/ «ποιος μπορεί να ξέρει πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος που φοβάται» (σ. 101) – έλα μου ντε; Ποιός μπορεί να ξέρει πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος που ΔΕΝ φοβάται αυτό που ΔΕΝ ξέρει πως τον περιμένει, ανοίγοντας το βραβευμένο βιβλίο ετούτο; (Που έχει και συνέχειες βέβαια, μη χάσει ο Έλλην βιβλιόφιλος βάθος και πλάτος συγγραφής μοναδικής κι απολαυστικής στην καψόχωρα τούτη.)
5/ «Κάποια στιγμή όλο αυτό το πράγμα θα τελειώσει και θα πρέπει πάλι να ζήσουμε όλοι μαζί» (σ. 110) – «Θα ζήσω στον κόσμο τους, χωρίς να του ανήκω». (σ. 111) Αποθέωση: «Εδώ, στην ύπαιθρο, οι άνθρωποι πανηγυρίζουν όταν κατισχύουν πάνω στις άλογες φυσικές δυνάμεις, ενώ στην πόλη οι άνθρωποι πενθούν, γιατί η σύγκρουσή τους αυτή έχει ήδη μεταλλαχθεί στην αλληλοσφαγή με σκοπό το κέρδος» (σ. 113) – κι αποφοίτησαν επιτέλους δαφνοστεφή τα προαναφερθέντα ατυχή παιδιάκια τού προειρηθέντος δυστυχούς Δημοτικού Σχολείου magna cum laude για την υπομονή και τον κόπο τους να υπομείνουν έναν τέτοιον Νό(ύ)λλα.
6/ «...κουράστηκαν οι άνθρωποι από αυτό το διαρκές παραλήρημα αλλαγών στις ανθρώπινες σχέσεις...» (σ. 116) – «Η ομορφιά όμως της ζωής είναι να παλεύεις». (σ. 117) – κι αμέσως έσπευσαν οι διευθύντριες γυναικείων περιοδικών ποικίλης ύλης, μόδας, υγείας και ομορφιάς να του δώσουν τού Νόλλα μόνιμη στήλη.
7/ «...αλήθεια δεν είναι μόνο αυτό που έγινε, αλλά κι αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει;...» (σ. 122) Το τί έγινε, άστ' το. Το τί θα κάνεις εσύ από δω και εμπρός πρόσεχε, γιατί ώρα είναι ο εκδότης σου να κανονίσει κάνα Μέγαρο για «κλειστές» αναγνώσεις και αναλύσεις τού έργου σου κι εμείς πόλη θα πρέπει ν' αλλάξουμε, ΤΩΡΑ.
8/ «Μπορείς να κάνεις καλό σε κάποιον, χωρίς αυτός να σ' το 'χει ζητήσει;» (σ. 131) – ξαναέλα μου ντε; (Και το έλυσε και τούτο το μεταφυσικό ερώτημα ο ράϊτερ μας.)
9/ «...η πραγματικότητα έρχεται να πέσει στο κεφάλι σου» (σ. 175). Πάντως το δικό μου κεφάλι ακόμα πονάει απ' την αδήριτη και σκληρή πραγματικότητα, στην Ελλάδα τού 2013-14 να βραβεύεται ΑΥΤΟ και ένα ΤΕΤΟΙΟ βιβλίο.
10/ 1/ Πάλι αυτή η κακομοιριά των Ελλήνων γραφιάδων και η συνήθης «πτώση» τους στα εκδοτικά νύχια, στην ούζου αποφορά των Ελλήνων εκδοτών; Και στην Καλαμαριά ρε, "Οut of all the places and gin-joints of this world"; Να 'χουμε φάει στην μάπα εμείς τα λογής «καρβουνιάρικα» τού Βάρναλη, τους «Απότσους» τού Κατσίμπαλη, τους «Μαγεμένους αυλούς» τού Χατζιδάκι, το «Ντόλτσε» τού Βέλτσου και των παραφυάδων αυτού, να 'χουμε τώρα και τους Βαρδαριού-εκτός έδρας του παρεπιδημούντος Νόλλα;
ΕΝΑΣ και μόνο ΕΊΣ έγραψε για ταβερνάκι σαλιονικιώτικο, και ήταν ο απλός και απέριττος, δωρικός και επικός Στρατής Τσίρκας, στις ΜΟ-ΝΑ-ΔΙ-ΚΕΣ «Ακυβέρνητες πολιτείες» του και ΟΥΔΕΙΣ άλλος. (Οι υπόλοιποι, ν' απομακρυνθούν πάραυτα.)
Ασφαιρες έως άτοπες παρομοιώσεις
1/ «...η νύχτα γλιστρούσε πάνω στα μάτια τους όπως το σκοτεινό κύμα της παλίρροιας...» (σ. 14), «...ένα μεθύσι ήπιο σαν μαλακό κι ευωδιαστό κερί...» (σ. 27) Κλισεδούρες σε τέτοιο βαθμό, που μερικές «τού φύγαν» τελείως
2/ «Στη θέση της ένας εργολάβος παίζει το κομπολόι του και το συνεργείο των οικοδόμων συνεχίζει την εκσυγχρονιστική ανοικοδόμηση που ταρακουνούσε συθέμελα όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας απ' τα μέσα του '50 και δεν έλεγε ακόμα να χορτάσει» (σ. 33) – «Είχαν κι εδώ πλουτίσει οι εργολάβοι, όπως σε όλη τη χώρα, αναλαμβάνοντας πανάκριβα δημόσια έργα» (σ. 68) Να τα διαβάσει ο Μπόμπολας τούτα και να χαρίσει τις Εθνικές Οδούς εις το ελληνικόν αναγνωστικόν πλήθος ΑΜΕΣΩΣ κι ΑΥΤΟΜΑΤΑ, ΔΩΡΕΑΝ κι ΙΣΟΒΙΩΣ.
3/ «... όλα αυτά τα κτήνη πάντα στον αφρό...», «η ζωή συνεχίζεται, όπως γινόταν πάντα...» (σ. 42), «...κάθε ζωντανός οργανισμός για να στεριώσει πρέπει να ματώσει» (σ. 46), «...μέσ' στην οθόνη του μυαλού του...» (σ. 47) Τούτα ιδίως και απολύτως απαγορεύονται από οποιονδήποτε ελληνικά γράφει, χώρια απ' τον πολυβραβευμένο-μάλιστα Νόλλα μας.
4/ «Τι υποκρισία κι αυτή η πόλη. Ό,τι και να κάνουν το κάνουνε κρυφά» (σ. 51) – τσώπα μωλέ! Οι Μοσυνοίκοι είναι;
5/ «...όπως γεράκι πριν εφορμήσει από ψηλά καταπάνω στο θήραμά του...» (σ. 55) «Είμαι και τέρμα να πεθάνω» θα ερμήνευε τούτο το ασύλληπτο και πρωτογενές ο αείμνηστος Κώστας Καφάσης, αν ήταν τόσο κουτός ώστε να κάτσει να το διαβάσει.
6/ «Μπορείς να υπάρχεις όταν ο άλλος πάρει το βλέμμα του μακριά απ' το πρόσωπό σου;» (σ. 136) Αυτό το κλισέ, ούτε η άλλη κυρία Δημουλίδου θα το συνέγραφε. Άσε δε που η κυρία Χρυσούλα, ακόμη και εάν το συνέγραφε, καλύτερα θα το έγραφε.
7/ «...είναι συστατικό της ζωής σου το παρελθόν... είναι η καμπούρα σου...» (σ. 145) Ευτυχώς που το έγραψε ο Νόλλας, να κοιτιέμαι κάθε πρωί που ξυπνώ στον καθρέφτη μου, γιατί τώρα τελευταία νιώθω ένα βάρος στην πλάτη αδικαιολόγητο. (Εμ μ' αυτά που κάθομαι ο ανώμαλος και διαβάζω...)
8/ «...η ζωή δεν είναι ίσιωμα και πως τίποτα δεν σου δίνεται για πάντα» (σ. 156) – καλά, αυτό ούτε οι ηνωμένες δυνάμεις Δήμητρας Λιάνη και Μαργαρίτας Παπανδρέου δεν θα μπορούσαν να το συγγράψουνε. (Δια χειρών Μάκη Δελαπόρτα και Νικολό Παπαντρέ.)
9/ «Αλλά, όπως καθετί που αγαπάς, για να γίνει δικό σου, πρέπει να του δοθείς ολόκληρος κι ολόψυχα. Στο πιάτο δεν θα σου προσφερθεί ποτέ, πρέπει να το κατακτήσεις» (σ. 181) Κοινώς, «τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου και γράφε στη μανούλα σου» που λέγαν κι οι αμετανόητοι φυλακισμένοι αριστεροί.
10/ «... με ανταριασμένα μάτια εξαχρειωμένων στασιαστών του ΝΙΚΑ...» (σ. 46) Μα πού πάν' και τα βρίσκουνε οι λαμπροί Έλληνες συγγραφείς μας ετούτα; Κάτι τέτοιες κουφές νουβωτέ καταγράφουνε απ' το βάθος τής φαντασίας τους, θαμπώνουν τις Κρατικές μας Επιτροπές και τριγυρνάμε με γλαύκωμα κι αποκόλληση υαλοειδούς εμείς οι αθώοι, αγνοί και υπόλοιποι κι έκτοτε δεν διαβάζουμε ούτε απόκομμα εισιτηρίου τού τρόλλεϋ...
11/ «... είναι τόσο πολλά τα σώματα της θλίψης που πελαγώνουν μέσ' στα άνυδρα σοκάκια...» (σ. 59) «Μπρρρ αετόπουλο» ο ανεπανάληπτος μα τόσο πηγαίος Ζήκος θα κραύγαζε!
12/ «... νιώθω σαν να με κατακλύζει μια κατεβασιά,..., που μέσα της λαμπιρίζουν ψήγματα χρυσού, που μπορεί να 'ναι τίποτα πέστροφες παγιδευμένες, ένα πλατύ ρωμαίικο ποτάμι...., και βεβαίως ούτε ξέρω τι λέω» (σ. 89) Επιτέλους εδώ δεν κρατήθηκε και τ' αμόλησε ο συγγραφεύς, την αλήθεια μάς είπε. Ότι «ούτε ξέρει τι λέει», αφού ακόμα χρυσές πέστροφες στον πλανήτη αυτόν ΔΕΝ έχουνε γεννηθεί!
Ατεχνίες κοινές
1/ Ο Νόλλας επανειλημμένα χάνει το πέρασμα ανάμεσα στα πρόσωπα: από 3ο σε 1ο (σ. 33 και κάτω) Κι επιπλέον εισάγει άτεχνα και απότομα τον αφηγητή – τσαπατσούλικα θα 'λεγα, (στην μέση της σελίδας 35).
2/ Κάπου – και συχνά – χάνει ή ξεχνά να βάλει ερωτηματικά. (Άλλη μια πρωτοτυπία του συγγραφέα) «Και για πόσο καιρό μπορείς να τα παραβλέπεις, επειδή είχαν αποκλειστεί απ' τον δικό σου κανόνα.» (σ. 43)
3/ «.. πιο πραγματικά κι απ' την ίδια την πραγματικότητα. Πράγματα που φαίνεται...» (σ. 43) Μα καλά, διορθωτής/επιμελητής δεν υπάρχει; Στον ΙΚΑΡΟ; Κάποιος τέλος πάντων να προσέξει και μια κουβέντα να – του – πει; (Γιατί μπορεί κοτζάμ Νόλλας - στην βίλα Μαργαρίτα μάλιστα κοπιών - ν' ασχοληθεί με τέτοιες ΔΙΚΕΣ ΤΟΥ επαναλήψεις;)
4/ (Στην σ. 181): Εγώ ξέρω την καθετή, το «καθετί» δεν το γνωρίζω. Γράψε βρε βλογημένε – στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ – το «κάθε τι» και σώσε βρε ΚΑΤΙ από την υπέροχη ελληνική γλώσσα. (Ίσως όμως είναι τα «νέα κι απλά» ετούτα ελληνικά που στα προαναφερθέντα σε βαθμό γελοιότητας δύστυχα Δημοτικά Σχολεία τής χώρας διδάσκουνε κι ως style-guide οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι επιβάλλουν. Μαζί με το «παρόλο» (από το parola), και το «μόλο»(καθόλου απ' τον μώλο) – μιλάμε τέτοια σύγχιση εκδιδόντων κι εκδιδομένων που να δω τί άλλο οι γραφιάδες θα καταπιούνε αμάσητο και αδιαπραγμάτευτο, προκειμένου να εκδοθούν επιτέλους.
5/ Κι άσε και τον Σεφέρη ήσυχο – «τ' αηδόνια στις Πλάτρες» – δεν κουμπώνει στο ταξιδάκι-τριπάκι σου κύριε Νόλλα, ούτε ως επίδειξη γνώσεων «δεν το έχεις».
Ρουκέττες απλές
1/ Οι «απρόσεχτοι βαστάζοι» κύριε Δημήτρη, όσο απρόσεχτοι και να είναι, δεν πετάνε «βαρύ έπιπλο», απ' «το δεύτερο όροφο». Το πολύ να τους γλιστρήσει στο κλιμακοστάσιο λέω εγώ, άντε να το παρατήσουν στον δρόμο να μην ιδρώνουνε τζάμπα κιόλας. (Κυρία επιμελήτρια, παρακαλούμε αλλάξτε επάγγελμα, μπας κι αλλάξουν επάγγελμα κι ετούτοι οι συγγραφείς μας!)
2/ Όποιος καταλάβει το «Τα χρήματα, τα ονόματα, οι λέξεις και τα λόγια. Στον Βάιο, και τον Τρύφωνα, οι λέξεις στον Πασχάλη και για της Χρυσάνθης την ποδιά, τα λόγια τα μπαλόνια» (σ. 180), ας του μεταβιβαστεί αυθωρεί και ολόκληρο, πρόντο ε σούμπιτο το Κρατικό «τους» Βραβείο. (Αφού εμάς, μάς τα 'κανε μπαλόνια κυριολεκτικά. Ή ας μάς το εξηγήσει ο συγγραφεύς κι ας το κρατήσει στο σκρίνιο του, θαυμαστός κι άξιος των κόπων του πάντα.)
Καθαρά λάθη, απλά
1/ «Ανάμεσα στους σταθερούς και ευκαιριακούς θαμώνες...» (σ. 53) Δεν δύνασαι φίλτατε – άμα γράφεις ελληνικά – τούτο. Ο σύνδεσμος «και» συνδέει, δεν κολλά αντίθετες έννοιες, εκτός εάν έγραφες π.χ. «τους άλλοτε σταθερούς», εκτός εάν έβαζες ένα ρημάδι διαλεκτικό «ή» ανάμεσα στο «σταθερούς» και το «ευκαιριακούς». (Άμα όμως ο λαμπρός και δαφνοστεφής εκδοτικός οίκος ΙΚΑΡΟΣ είχε διορθωτή/επιμελητή τέτοιον που να το ανακαλύψει ΑΥΤΟ – ο Knopf θα 'τανε, δεν θα παλεύαν οι κόρες Καρύδη μετά εγγονών το «μαγαζί» να κρατήσουνε, που 'χει – κατά την ταπεινή μου άποψη – από πολλού φαλιρίσει. (Με την λογοτεχνική έννοια φυσικά κι αποκλειστικά, η οικονομική είναι πρόβλημά τους.)
2/ «...να στο πω...» (σ. 70) – «να σ' το πω...» είναι βρε ΤΟ ΣΩΣΤΟ επιτέλους!
3/ «ωδή στο χρήμα και την πούλη» είναι το σωστό κύριε ανυπάρκτου-διορθωτά, όχι «στην» πούλη. (Το γιατί, ρώτα την επιμελοδιορθώτρια κα Μακρή)
4/ «ακατάληπτος» κα Μακρή, όχι «ακατάλυπτος» κε Νόλλα. (σ. 166) (Σε «ακάλυπτος» η ελληνική γλώσσα η δύστυχη το 'χει μέσω του Καφετζόπουλου - εσείς τί απ' όλα εννοείτε;)
Καθαρά λάθη, μήπως
1/ Μήπως στην σ. 108 ο συγγραφεύς ήθελε να πει «...η φυλακή είναι ο κατεξοχήν τόπος του μαρτυρίου των λογισμών...», αντί για το δικό του «λογαριασμών»; (Αλλά και πάλι, τί ξέρω, εγώ, για να μπω, στο μυαλό, ενός, τέτοιου, συγγραφέα; Νά που έμαθα και τα κόμματα!)
2/ Μήπως στην σ. 134 ο γραφεύς αντί για «περιοχή», «εποχή» ήθελε να πει; (Και κοιμήθηκε η επιμελήτριά του;)
3/ Μήπως στην σ. 165 ο ράϊτερ μπέρδεψε το «στοιχειοθετημένος» με το «στοιχειωμένος»; (Έτσι, μια ντεκοντρακτέ και στο φλού ερώτηση κάνω.)
4/ Μήπως στην σ. 170 ήθελε ο εκριβέν να πει «τότε που ήταν όμορφα γιατί ήταν δύσκολα»; (Ή θέλησε ΚΑΙ ΕΔΩ να πρωτοτυπήσει, να ξεχωρίσει κι έβαλε το ακαταλαβίστικο το αντίθετο, το ανάποδο «τότε που ήταν δύσκολα γιατί ήταν όμορφα»– άντε μη μου κολλήσει κι εμένα η κομματομανία!)
Ασύμβατα έως λαθεμένα
1/ «...να πηγαινοέρχονται σαν κύματα σε μια παραλία ανοιχτή σαν αγκαλιά, όπου έρχονταν κι απάγκιαζαν τα παράπονά τους, αλλά και η ελπίδα πως τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό να παραμείνει αύριο ίδιο με χτες» (σ. 27) ΔΕΝ μιλά ΕΤΣΙ η εργάτρια Χρυσάνθη/μια εργάτρια Χρυσάνθη επιτέλους μωρέ. Κι άλλοτε μέσα σε εισαγωγικά κι άλλοτε έξω, ο Νόλλας το 'χει χάσει τελείως εδώ, αυτοπαγιδεύτηκε στ' ονειρικό γράψιμό του και τούς το περνά μάλιστα ως ντανιά.
Κι αφού στην γειτονιά της Χρυσάνθης βρισκόμαστε, ορίστε άλλη μια της μακροσκελή «φιλοσοφία», στην σ. 30. «...είμαστε πλασμένοι από σταλαγματιές απουσίας και κενού» (σ. 35) Άμα το είπε ΑΥΤΟ η Χρυσάνθη, η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ Χρυσάνθη – τότε εγώ όχι μόνο πάω πάσσο, αλλά θα βράσω και τα μολύβια μου να φάω μολυβονάδα!
Αχ καλέ μου το, χυδαιότητες
1/ Πετάει ο Νόλλας κι ένα «πουστοπαρέες» (σ. 53) για να ξυπνήσει το κοινό του, να το σοκάρει κομμάτι, να του τρίψει στα παχυλά αστικά μούτρα του ολίγη λούμπεν ατμόσφαιρα πρέπουσα και exotica – αμφοτέρων τρομάρα. Και μ' ένα καυστικό «..έχει γούστο να τον παίρνει αυτός ο καυλιάρης...» (σ. 59) μάς σοκάρισε και μας άφησε ενεούς απ' την τόλμη του, εύγε στον χαλκέντερο εκδότη που άντεξε – χάριν της Τέχνης και των Πωλήσεων – τέτοια ασυστόλου πορνολογία.
2/ «...στο τέλος όμως της παρηγοριάς πάντα παραμονεύει ένα πήδημα» (σ. 69). Προσοχή εδώ στην συμβουλή τούτη άπαντες οι τεθλιμμένοι λάβερς: να αναμασήσουν βροντερή τη φωνή την κλισσεδούρα ότι τα καλύτερα γαμήσια έρχονται μετά απ' τα χειρότερα κλάματα.
3/ Βρε σεις, πάλι αυτή η κακομοίρα Θεσσαλονίκη; Σαλονικιώτικη στοκιά (απ' το στόκος): «...φεύγουν μηνύματα προς όλη τη χώρα απ' αυτήν εδώ την πόλη...» (σ. 51) Και πότε – μας λέτε παρακαλώ – θα σταματήσει αυτή η πολυετής ερωτομανώδης (sic) μυθιστορία, λες και τα γκαρντάσια έχουνε μόνο πουλί, λες και οι γκαρντασίνες το δίνουν τόσο-αβέρτα-πολύ, από όλην την ατυχή και υπολοίπου Ελλάδα;
4/ Και μάς έβαλε ο συγγραφεύς και ολίγην από κωλάδικα-στα-Λαδάδικα, μια πρεζούλα πουστοσύνης τυλιγμένης σε μπατσοδιπλόπιττο να 'ναι αμπιγιέ με το πνεύμα των ημερών, συνδέοντας το ένδοξο παρελθόν τής πρωτοπόρας ομό-συμπρωτεύουσας με το περήφανο gayμπουταρικό pride-παρόν της. (Ρε δε μαδιόσατε λέω εγώ;)
ΚΟΜΜΑΤΑ. Πολλά κόμματα. Μα πάρα πολλά κόμματα. Αμέτρητα κι ατελείωτα κόμματα,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Λέει ο Νόλλας στην σελίδα. 182 «Πόσα ονόματα αρκούν, μονάχα για ένα Μόναχο...» κι ο πραγματικός υπότιτλος τούτης τής κριτικής μου είναι «πόσα κόμματα αρκούν για ένα Κρατικό Βραβείο;» ΟκτΠόσα μωρέ δύστυχα κόμματα σε μία αθώα πρόταση μπορεί να αντέξει ο σημερινός αναγνώστης; Οκτώ; (σελ. 9) Εννέα; (σ. 137) Δέκα; (σ. 55-56) Έντεκα; (σ. 128, και 129, και 175, και 184) Δώδεκα; (σ. 22 και 176) Δεκατρία; (σ. 172) Δεκατέσσερα; (σ. 157) Δεκαοκτώ; (σ. 182)! Το 'σπασε το κοντέρ ο κυρ Δημήτρης ο βραβευθείς, το 'σκισε, το ξεκάσωσε. Γιατί ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΣ αν ένας έλλην γραφιάς δεν μπορεί να σύρει μια ιστορία ένα νόημα δίχως να το κάνει κομμάτια-γαρμπίλι-νιανιά (πώς αλλιώς και κομψώς να το πω;) – ε, τότε ας πιάσει καμμιάν άλλη δουλειά, τέλος. Τέτοια μάλιστα η λύσσα και εμμονή του – και τόσο κραυγαλέα η αδυναμία του – με τα κόμματα, που και μετά την παύλα, ακόμα κι εκεί κόμμα βάζει ο άνθρωπος. («...να μη λερωθούν -μπορούσε να διακρίνει ο Αρίστος-, κατάφεραν να...» (σ. 49)
Εκδοτικά
1/ Από εξώφυλλο – άσ' τα: δυό παπούτσια προς-το-κυριλέ γεμάτα χώμα, χώμα ελληνικό σίγουρα (μα τί φαντασία)!
2/ Απλός και ρηχός είναι ο τίτλος του, όπως κι ολόκληρο το βιβλίο. Μια άνετη ευκολοδιάβαστη, ψιλοβαθορηχή αρπαχτούλα – ας μην είμαι όμως τόσο ανεπιεικής!
3/ Το copyright παραμένει πιστό στην πίστη και συνήθεια των ελλήνων συγγραφέων: να το μοιράζονται με τον εκδοτικό τους οίκο – τρομάρα τους και ισόβια φωτιά στα χαρτιά τους!
4/ Και γι' ΑΥΤΟ το βιβλίο ο Νόλλας ήθελε και μια ολόκληρη βίλλα Marguerite Yourcenar – στην γαλλική Φλάνδρα παρακαλώ – για να γράψει το πόνημα ΤΟΥΤΟ;! Δηλαδή άμα αποφασίσει ή του κατσικωθεί να γράψει το νέο "The Avignon Quintet" – τρομάρα μας, πού θα πάει; Τί θα του δώσουν; Το Φονταινεμπλώ;
5/ Άλλο ένα ακόμη «βιβλιαράκι» μαζεμένο και γρήγορο, εύκολο-σβέλτο, σκάρτων-200 σελίδων – α ρε άπαιχτο δίδυμο Χαριτόπουλου-Καστανιώτη, τότε που βγάζατε «βιβλία» 40-50 σελίδων αραιογραμμένων και πουλάγατε κιόλας – μη και κουραστεί ο σημερινός αναγνώστης, μη και τολμήσουμε κι εμείς να στήσουμε ένα βιβλίο τρανό, πολυσέλιδο πλούσιο, πυκνό και χορταστικό, δύσκολο κι επικίνδυνο. Άσε ρε, είναι καιροί τώρα; Την ευκολία τού κοινού υπηρετούνε οι «πνευματικοί» – τρομάρα μας σταθερή – άνθρωποι τού καιρού μας: Μπαλτάς-Φίλης-Ξυδάκης-Κονιόρδου-Ζορμπά(!) ως κάποτε-υπουργοί και θα κάτσουμε εμείς να συγγράψουμε λογοτεχνία με αξιώσεις γι' αξίους; Διαχείριση λοιπόν και συντήρηση, διακίνηση λοιπόν κι επιβράβευση, κειμενάκια-βιβλιαράκια κι εμπορικούς τίτλους να βγάζουμε, παρόντες να είμαστε να δηλώνουμε, από καμμιά επιτροπούλα «αναγνωστών» να βραβευόμαστε κι από ΑΛΗΘΙΝΗ λογοτεχνία – γράφ' την στο χιόνι. (Μικρό βιβλίο ίσον και ευκίνητη/ευπώλητη τιμή: 200 σελίδες=10 ευρώ – "fair enough" που σπρεχάρουν κι οι Κνίτες σήμερα, εμφιάλωσης Ανδρουλάκη.)
6/ «Γράφοντας και ξαναγράφοντας το ίδιο» – εμ βέβαια βρε αθώα κουτά, σωστότατη και ειλικρινότατη η εισαγωγή τού Δημήτρη. (Δεν μπορώ να πω, μάς προειδοποίησε ο συγγραφέας κι εμείς έπρεπε ν' ακουμπήσουμε πάραυτα ΑΥΤΟ το βιβλίο του στον πάγκο τού βιβλιοπωλείου. Γιατί συγγραφέας που μάς προτάσσει-μάλιστα τέτοιο motto – κατ' εμέ, και μη με συγχωρείτε καθόλου – όχι μόνο την ανεπάρκειά του δηλώνει και την πτωχεία του καλύπτει πίσω από κουλτουροετικέττα, μα ακριβώς για αυτό κι απ' αυτό carta bianca λαμβάνει ώστε αθώους και καλοπροαίρετους αναγνώστες στα «δίχτυα τού υψηλού δια-νοήματός του» να πιάσει. (Βρε εδώ βγήκε η Μαργαρίτα Παπανδρέου και της γράψαν καθ' υπαγόρευσή της ένα βιβλίο «διαφορετικό», και κάθομαι εγώ και τραγανίζω τον Νόλλα; Ο οποίος στο κάτω-κάτω ΕΙΝΑΙ λογοτέχνης, ασχέτως προτίμησης ή μη της δικής μου;)
Σωστά
Ας πάμε όμως και στα καλά σημεία/μέρη τού βιβλίου, καθότι «ουδέν κακόν αμιγές καλού»:
1/ «Η οδύνη όμως παραμένει και περιμένει, γιατί αν δεν βιωθεί, όσο και να μεγαλώσει το μωρό, θα παραμείνει για πάντα μπέμπης» (σ. 17) – συγγνώμη, η βαρυνόητη παρόλα ετούτη μού ξέφυγε απ' τις ανωτέρω κρίσεις.
2/ «Τι πόλεμος, τι ειρήνη, για ένα κομμάτι ψωμί η δουλειά είναι ίδια πάντα» (σ.24) – αυτό ξαναπέσ' το. Ξύπνα και τον Τολστόϋ να του το ψιθυρίσεις στ' αυτί κιόλας, να μετανιώσει την ώρα και την στιγμή που 'πιασε ο άτεχνος ρώσσος παππούλης μολύβι.
3/ «Όσο καλύτερος και να 'ναι ο αυριανός τρόπος απ' τον χτεσινό, η συνθήκη των προβάτων και του ποιμένα στην ουσία της δεν αλλάζει». (σ. 116) – και άφωνα μένουν τα χείλη των ανευλαβών αναγνωστών, όσο και τα μη-βελάζοντα-πλέον τα λαρύγγια των Ελλήνων βιβλιοφάγων.
4/ «...Δεξιοί κι Αριστεροί, είναι οι δυο πλευρές του ίδιου μαλάκα». (σ. 133) – ααα, εδώ τα χαλάμε κύριε Νόλλα μας. Τί εξισωτισμός, ισοπεδωτισμός, εξολοθρεμός είναι αυτός. Όλα ίσωμα δηλαδή; Επειδή ΣΥΡΙΖΑ π.χ. και ΝΔ π.χ. υπογράφουνε πλέον τα ίδια μνημονιακά χαρτιά π.χ., θα βγεις να μας πεις και να μας πονέσεις εμάς με ετούτα;
5/ «Σαν να 'πρεπε να πληρώσω εισιτήριο, για ν' αλλάξει η ζωή μου, με το διαλυμένο μου ποδάρι» (σ. 155) – τούτο το παραθέτω ως digestivο χωνευτικό, μπας και αλλάξει αμπιάνς το στομάχι μου.
Θετικά
Κράτησα προς το τέλος το – όποια του – θετικά, ώστε να απαλύνω κάπως την γεύση τού αναγνώστη μου!
1/ «...ένα αντιμάμαλο λαγνείας...» (σ. 61) – ΑΥΤΟ μάλιστα! Ορίστε κι ένα διαμαντάκι παιχνιδιάρικο, πουτανιάρικο, κλειστομάτικο!! Πάει η καύλα, χτυπά την λαγνεία κι όλο τούτο το πέρα-δώθε σαρκικό αντιμάμαλο λάμπει με την εκφραστικότητά του, την ζουμερότητά του, το άρωμά του – κανονικά με την resto κριτική θα 'πρεπε να είχα εγώ ασχοληθεί κι όχι με την λογοτεχνική τέτοια. Γιατί και θεϊκά θα 'τρωγα, και τα ματάκια μου θα 'σωζα, και κάνα κιλό θα 'χα πάρει αφού ο στεγνός, μη-λιπαρός, αχνιστός και φουρφουριστός λειμών τού Δημήτρη Νόλλα μετά από 'να ολόκληρο «Ταξίδι στην Ελλάδα» με καραπείνασε, θεονήστικο μ' άφησε, άσε δε που με λύπησε κιόλας. Γιατί;Γιατί ήλπιζα πολύ απλά το βιβλίο που θα βραβευόταν την χρονιά που αυτο-εξέδωσα εγώ «τα τρία μι» – και μου ζητήθηκε να το δώσω να διαβαστεί για να μπει στην «μικρή λίστα» και αρνήθηκα να το δώσω – ότι θα ήταν καλύτερο. Ή να ήταν απλώς καλό. Ή να ήταν διαβαστέο τουλάχιστον. Ή να ήταν επιεικώς υποφερτό.
Και για τους πεταχτούληδες τού ευκόλου παπαροσχόλιου να πω ότι αρνήθηκα να το στείλω στην Επιτροπή, γιατί δεν ήθελα να την φέρω σε δύσκολη θέση να ασχοληθεί με το βιβλίο μου και το θέμα του – τόσο καυτό και επίκαιρο, τόσο δυνατό τολμηρό καινοτόμο, τόσο παθιασμένο και φονικό, μανικό ελληνικό, ζωντανό τελευταίο. Αφήστε λοιπόν τους λαμπρούς και κατάλληλους κριτικούς τού βιβλίου – τρομάρα τους – ν' αποφανθούν πως ΑΥΤΟ ήταν το καλύτερο βιβλίο που εξεδόθη το 2013 κι εσείς δύστυχοι Έλληνες αναγνώστες επιστρέψτε στον ύπνο σας πάντα, (προκειμένου να συνεχιστεί η ομερτά μετριότητας των Γραμμάτων). Ποιοί φταίνε που σε νάρκωση σάς κρατούν; (Σε επόμενό μου άρθρο, η λύση τού σκανδαλιστικού αυτού κουΐζ...)
Κριτική
1/ Μα ούτε μια καινούργια λέξη ελληνική; Μια λέξη προπαντός ζωντανή, μια φράση που να λέει ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ; Κάτι πέρα, κάτι πιο, κάτι – δε γαμιέται, κουράστηκα.
2/ ΟΛΟΙ μα ΟΛΟΙ οι ήρωες, με τον ίδιο τρόπο μιλάνε, του ίδιου τύπου σταφιδοφιλοσοφίες – ούτε καν αμπελοφιλοσοφίες – κι απόψεις βγάζουν. Καμμία διαφοροποίηση στον λόγο και στο «πίσω» τους. Μπατίρια ισόβιοι φοιτητές, τοκογλύφοι Θεσσαλονίκης, εργάτριες ηρωίδες παραλοϊσμένες και φαλιρισμένοι μπαταχτσήδες αδελφοί, αδελφές απωλεσθέντων αδελφών και λαχαναγορίτες Μονάχου – άπαντες έναν θεό κι ένα λόγο έχουνε κι ετούτος ονομάζεται Νόλλας, (θα τρίζουνε και τα κόκκαλα του εξαίρετου πρώτου-διδάξαντος Αντώνη Σουρούνη).
3/ Αποθέωση; Ο gay μπάτσος Τρύφωνας λέει επί λέξει: «...αυτό μου το πάθος που καταφέρνει να θωρακίζει το ψωροεγώ μου απέναντι στις ενδεχόμενες χυλόπιτες... καθώς αυτό που ονομάζω ψωροεγώ είναι στην υπηρεσία ενός άλλου, υπέρτατου εγώ, που είναι το ακατανίκητο πάθος μου...» (σ. 57) – σηκώθηκα και πήγα στο γυμναστήριο αμέσως, μπας και σπάσουν τα επικίνδυνα λογοτεχνικά άλατα και συγγραφικά οξέα που το ανωτέρω σχηματάκι και σύλληψη στον εγκέφαλό μου στάξαν βιαίως.
Και τούτη η περιγραφή τής σ. 57 ενός απλού τσιμπουκιού – που ο τολμηρός Νόλλας ως «πεολειχία» κατέγραψε, μαζί με «κόρες του Λωτ κι απλές καλντεριμιτζούδες... για να προσθέσουν τον απαραίτητο τόνο βακχείας..., στα πέριξ των Ηλυσίων Πεδίων αλσύλια...σ' εκείνο τον πρωτοφανή συνδυασμό εθνικού πένθους και μιας πάνδημης παρισινής παρτούζας...» – ΑΥΤΟ ρε Νόλλα τί στο καλό το 'θελες εκεί μέσα χωμένο; (Κλασική συνταγή Έλληνα λογοτέχνη: κάτι κατεβάζει η κούτρα του και θα στραβώσει όόόλη την Ιστορία, όόόλη την Λογοτεχνία και το ρημάδι το έργο του προκειμένου: 1/ ΑΥΤΟΣ το δικό του να κάνει και 2/ ΕΜΑΣ μαλάκες κι αμόρφωτους να μας βγάλει, που δεν καταλάβαμε την ασύλληπτη σύλληψή του.) Με δυό απλές λέξεις: ξαναγάμα τα.
4/ Το κεφάλαιο 8 μπορούσε να λείπει ολόκληρο και δεν θα 'τρεχε κάστανο. Εξ άλλου δυό-τρεις σελιδούλες είναι, μα φαίνεται εκεί στην βίλα Μαργαρίτα είχανε σιάξει ένα μυρωδάτο κοκκινιστό μ' ένα «ζωμπολέ» (πού 'λεγε κι η γιαγιά μου), που αποκλειόταν ο Έλλην μας συγγραφεύς να την κοπανούσε προ ώρας!
5/ Η πραγματική τραγωδία είναι ότι ο Νόλλας θα συνεχίσει την «τριλογία» του – αλί και τρισαλί μας – ξεκινώντας από ΤΟΥΤΟ το «έργο». (Αχ τα κοκκαλάκια τού Τσίρκα θα τρίζουνε, του Ντάρρελ θα 'χουνε γίνει μια στάχτη.) Δηλαδή με «βάση» ΤΟΥΤΟ το «Ταξίδι», αγωνιώ-τρέμω-λιποθυμώ για το πού θα μας βγάλει ο τολμηρός αυτός συγγραφεύς μας.
6/ Ο Αποστόλης του πλατύασε, ο λοχαγός τού ξέφυγε, η Βασιλική ένα πέρασμα κάνει, η Χρυσάνθη ήλθε είδε και απήλθε εξαφανισθείσα – αυτό δεν είναι μυθιστόρημα, Κέντρο Υποδοχής Λογοτεχνικών Μεταναστών και Αδεσπότων Προσφύγων ως ηρώων λογοτεχνών είναι. Και το μόνο που τους συνδέει είναι ένα ποτάμι κουβέντες, θολές για ξεκάρφωμα, παρτές για εντύπωση, περιττές για να εκδίδουμε ακόμη ένα βιβλιαράκι.
7/ Τί πλοκή! Στις τρεις τελευταίες προτάσεις τής σελίδας 130! Και χρειάστηκε για όλο τούτο ένα βιβλίο ολόκληρο, ο γενναίος τής πένας ετούτος;
8/ Τα πλάγια γράμματα, γιατί ο ρέκτης τα έβαλε; Δεν έπιασα κάτι που έπρεπε; Έπρεπε κάτι να πιάσω, ή όσο κι αν βούτηξα, ο πάτος τού κειμένου δεν είχε τίποτα να μου βγάλει;
9/ Το ξανά 'χασε με τα πρόσωπα στην σ. 155: πάλι απ' το 3ο έστριψε αιφνιδίως στο 1ο αυτήν την φορά. (Έλληνας συγγραφέας είναι και δη βραβευμένος, ό,τι θέλει κάνει ΚΑΙ με τα πρόσωπα, ΚΑΙ με τα κείμενα, ΚΑΙ με την Τέχνη ΚΑΙ με οτιδήποτε – εμείς τί είμαστε να του υποδείξουμε επιτέλους; Αφού ΤΕΤΟΙΟΙ εκδοτικοί οίκοι ψήνονται χαύουνε, αναδεικνύουνε και εκδίδουνε ΤΕΤΟΙΟΥΣ συγγραφείς, ποίοι είμεθα εμείς να ψέξουμε όποιον;)
10/ Κύριε Νόλλα, άσε τον αφηγητή ήσυχο επιτέλους. Βγες εσύ μπρος κι αντιμετώπισε τις αστοχίες σου, τις δολιχοδρομίες τα λάθη σου, τις βόλτες και τ' αδιέξοδά σου: τα μπερδεμένα πάθη τού Αρίστου αν είναι δικά σου, εμείς τί σου φταίξαμε;
11/ Κι ορίστε και ολίγη ρουκετοπολιτικολογία για τον Γέρο τής Δημοκρατίας τον «Παπατζή», ως «αρχηγέτης ενός καρκινώματος» «ενός γενικευμένου αμοραλισμού, μιας πολιτικής πανώλης» (σ. 177) – να χαρώ εγώ ανάλυση επιπέδου Πρετεντέρη και Τρέμη!
12/ Άπαξ όμως κι ο κυρ-Δημήτρης έγραψε «Ας το πάρουμε απόφαση, ή είναι παντεπόπτης ο αφηγητής ή δεν είναι τίποτα» (σ. 178) «Καμιά φορά ούτε καν τίποτα» ορθά κοφτά δήλωσε και την αλήθειαν ενέγραψε στο Libro d' oro τής ελληνικής πολυπάθου (sic) και δυστύχου πεζογραφίας. (Πάρε την όμως την ρημάδα την «απόφαση» κύριε Νόλλα μας, πάρ' τηνα να πάει στο διάλο, να ξεχαστούμε κι εμείς, να διαβάσουμε τίποτε άλλο μπας και ξεπλυθούν τα ματάκια μας επιτέλους.)
13/ Δεν του βάζω του ανθρώπου δικές μου κουβέντες στο στόμα και την πένα του, μα άπαξ και διάβασα – σ. 183 – «...όλοι γι' αυτό μιλούσαν, σ' αυτό βούλιαζαν κι αυτό εκμεταλλεύονταν, καθώς όλοι τους τον ίδιο μύθο, την ίδια καθημερινή κοινότοπη ιστορία επαναλάμβαναν...» σφράγισα γιατί ΚΑΝΕΙΣ δεν διαβάζει ΣΟΒΑΡΗ και ΣΗΜΕΡΙΝΗ, ΔΥΝΑΤΗ και ΕΥΦΟΡΙΚΗ, ΑΛΗΘΙΝΗ και ΣΥΓΧΡΟΝΗ ελληνική πεζογραφία. (Να υπήρχε ΑΥΤΗ κιόλας;!) Γιατί συγγραφόσαυροι – κατά το δεινόσαυροι – την μπουκώνουν τρανώς, μεγιστάνες-εκδότες σπεύδουν να τους εκδώσουν για να μην τους «βγάλει» ο απέναντι, κι έχει φτάσει η χώρα τού φαιδρού πληκτρολογίου – κατά το «φαιδράς πορτοκαλέας» – να βραβεύει τέτοια κειμενάκια παρτάλια. (Μωρέ ρετάλια θα έλεγα αν δεν συμπαθούσα-τιμούσα την ηπειρώτικη και βασανισμένη καταγωγή τού γραφέως.)
14/ Στο κείμενο τού οπισθόφυλλου, ο ανύποπτος και ανυποψίαστος αναγνώστης διαβάζει: «Μια ιστορία εις μνήμην της ανήσυχης νιότης, εκείνων που διψούν και αναζητούν αυτό που αενάως επιστρέφει, παραμένοντας το ίδιο πάντα. Γι' αυτούς που έρχονται από πολύ παλιά, γι' αυτούς που ήτανε και είναι όλοι τους παιδιά μας» – no further comment by me, here, anymore.
15/ Και θ' αρχίσω την κριτική αποδόμηση απ' αυτή την τόσο κακούργα, βασανισμένη και απολύτως ηλίθια έκφραση: «παιδιά μας». «Ήταν όλοι τους παιδιά μας» ο ένας, «για τα παιδιά μας» οι Έλληνες πολιτικοί, πετάει κι ο Νόλλας το εθνικοφιλικοπατριαρχικό και «κλείνει». Όσο «γι' αυτούς που έρχονται από πολύ παλιά», δεύτερη μεγαλύτερη εκφραστική ευκολία δεν έχω ακούσει, με πρώτη τον «παλαιό των ημερών» του σχωρεθέντος Μάτεσι. Την κλισεδιάρικη μπαρούφα αυτού που «αενάως επιστρέφει, παραμένοντας το ίδιο πάντα» του την επιστρέφω – καταπώς επιμένουν οι αθάνατοι Έλληνες πολιτικοί. Γιατί μόνο άμα δεν έχεις ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣ, κλείνεις το βιβλίο σου με μια τέτοια – τόσο κενή, τόσο κοινή, τόσο κουτή κασσέττα. (Την οποία παρεμπιπτόντως, πρωτίστως οι σοφοί παναρχαίοι Κινέζοι την είπανε, κι έκτοτε απαγορεύεται δια ροπάλου να την αγγίξει, πολλώ μάλλον να την τυπώσει, άλλος. Α, και πού 'σαι κυρ Νόλλα; Αυτήν την «ανήσυχη νιότη», πού ακριβώς την εντόπισες, πώς ακριβώς την συνέλαβες, τίνι τρόπω μάς την εξέθεσες πάντως; Ποιός το 'χε το σωστό πει; «Πρέπει να υπάρξει Αστυνομία Τέχνης»; Γιατί τώρα που είναι Υπουργός επί των καλλιτεχνικών ο δεν-θυμάμαι-ποιό-κομματοστελέχι-διορίσανε-πάλι, ώρα είναι να επαναστατήσει και να βάλει υφυπουργό-μπάτσο τον Καφετζόπουλο ώστε να αποκατασταθεί και η σουρουκλεμέ τάξις.
Επί προσωπικού
Έγινα τόσο χάλια απ' ΑΥΤΟ το βιβλίο και από ΤΟΥΤΗΝ την κριτική, που δεν μ' ενδιαφέρει καν - για πρώτη φορά - να διορθώσω και να επιμεληθώ το κείμενο άνω.)
(Memo: το παρόν πρωτογράφτηκε στις 22.11.15.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2015