Καλό το ιταλικό παραμύθι, μα έχει ιαπωνικό δράκο
Φίλος παλιός, μηχανολόγος-μηχανικός Ε.Μ.Π. καλός, βρίσκεται μεσημεριάτικα-καλοκαιριάτικα σε φανάρι με Ducati 750 Sport μοντέλλο 1989 (προσωπική εισαγωγή από Βρεττανία παρακαλώ), σερβισαρισμένο μάλιστα απ' τον ίδιο τον φέιμους κι-όχι-γκράους Steve Wynne αυτοπροσώπως. Με το κρανάκι του ο δικός μου, τα γαντάκια του και το μηχανάκι «μαμά» εντελώς, ευπρεπώς, ορθοπολιτικώς. (Έτος, εποχή και αιώνας; Μα φυσικά το 1992!) Αίφνης, στο απροειδοποίητο και απέριττο, σκάει δίπλα του ψιλοπουρός-αεράτος-φλασάτος, με μουστάκι-κοιλίτσα-σκαρπίνι, με πιεττούλα-γραββατούλα-σακκακιά, την καράφλα για αλαβάστρινο κράνος και τις χρυσές αλυσίδες στον λαιμό ως έρμα και ο είρων φίλος μου μουρμουρά από μέσα του... «Τώρα δέσαμε, με το μ@λ@κ@!»
Έλα όμως που ο ευτραφής δίποδος φάρος καβαλλούσε ένα ΗΟNDA CBR 900RR Fireblade μοντέλλο 1992, αυτό το κουκλί με «τις σπυριάρικες τρύπες στο μούτρο του», τον πονηρό και κοφτερό δεκαεξάρη τροχό του για μπροστινό και εκείνο το απαράμιλλο τετρακύλινδρο δούλεμα κινητήρα που ΜΟΝΟ τα HONDA στον πλανήτη αυτόν έχουνε. Και ώ της αποθεώσεως, της ύβρεως και του μπινελικίου-γωνία, ακοστάρει ο κιμπάρης χοντάκιας τον ιταλοπαρμένο αμίκο μου που είχε κρεμαστεί απ' το γκάζι να μην του σβήσει, που κλώτσαγε το κωλοκιβώτιο να βγάλει την πρώτη μπας και πετύχει επιτέλους την πολυπόθητη νεκρά έστω αρόδο... και τί του μηνά ο προπετής πάς-τίς-είς; «Ρε μεγάλε σόρυ, αυτό το μηχανάκι πρέπει να τη στραμπουλάει τη δικιά μου στο στροφιλίκι το άγαρμπο, έτσι;» – έτσι ξερά, απλά μονολιθικά, σχεδόν ξεροκάμπανα που γράφω εγώ και διαβάζετε σεις και περνάμε την ώρα μας άπαντες φίνα κι ωραία. (Ελπίζω την συμβία για ψώνια να στείλατε, γιατί το διάβασμα τού λογοτεχνικού και μηχανολογικού, μοτοσυκλεττικού και χιουμοριστικού και προπάντων αρσενικού κοντακίου ετούτου θα κρατήσει. Πολύ. Πιο πολύ κι απ' όσο το «...δεν πρέπει Γιώργο μου μη, μη με αναστατώνεις και θα μας δούνε στη γειτονιά Γιώργο μου, άσε μου το σουτιέν Γιώργο μου και βάλε τα χέρια σου ΤΩΡΑ, ΟΛΑ, ΜΕΣΑ και ΚΑΤΩ απ' τη φούστα μου, μη Γιώργο σού λέω...»!)
Έμεινε ο κοψομεσιασμένος κομμεντατόρε απ' την ατάκα τού γκρηκ σαμουράϊ, τού έσβησε το μοτέρ, πάει-κόλλησε το «βε-ελ» απ' την μανουριάρα Μπολόνια. «Όχι φίλε μου, μην τα παραλέμε κιόλας, τα Ducati – εντάξει στρίβουνε, μα και τα Fireblade δεν πάνε πίσω, τον έχουν τον ψιλοζαχαροδιαβήτη στο αίμα τους» ο μι κομπάντρε απάντησε, για να μην φέρεται αγενώς στον πάσα-ένα που νομίζει ότι επειδή η πάσα-μία «Υπάρχουν λεφτά» BANK αυτά τα σκορπά, μπορεί ο καθείς να του στήνεται προκλητικώς και κοντρακικώς στα φανάρια. «Μου έχουνε πει ότι ειδικά στις στροφές, με πολλά χιλιόμετρα και στις παρατεντωμένες... τούτα δω κρατάνε, ενώ τα δικά μας τα γιαπωνέζικα κουνάνε» ο άλλος επέμενε όμως.
Και δώσ' του ψευτό-μοτό-φιλολό διάλογος στο φανάρι – πώς λέμε «Σπανό-Βαγγελό, πες με Γύλλο κύριε Πρόεδρε»; – πασίτσες και λεκτικά τάκλιν στην διάβαση, ανταλλαγή απόψεων και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης..., ότι η Ιταλία και-καλά είναι μπονσάϊ πετρωμένο και η Ιαπωνία είναι ντεμέκ σπαγκέττι παραβρασμένο. Δεν του το 'βγαζες απ' το μυαλό τού καλού παχουλού και ευκαταστάτου ανθρώπου ότι οι ερυθρές σανίδες τής Bologna είναι παντού ανώτερες (άντε εκτός τελικής), απ' τις χιλιοπιτσιλισμένες βολίδες τής Minato (άντε εντός τελικής).
Αχ ρε Εφραιμίδη ξύλο που θες, εσύ και κάτι παλιότεροι από σένα, εσύ και κάτι νεώτεροι από σένα. Που ως άλλοι Γκέμπελς, με το αμπλάρε και την κατήχηση την ανοίξατε τελικά την τραττορία-σε-ψησταριά και γεμίσατε την κοινωνία τσίκνα και σπέκουλα ότι τα ιταλικά εκείνο, τα ιταλικά το άλλο, τελειωμό δεν έχουνε τα ποιήματα και τα πονήματα, τα ανθρακονήματα και τα ανδραγαθήματα τής γείτονος χώρας. Ότι τα Ντουκάτια λέει κάποιον αιώνα αγύριστο ήτανε «του Δούκα τα άτια». Ότι ο Ταλιόνι ακόμη τα κρύβει τα καλούπια στο υπόγειο και δεν τα 'χει λειώσει, αλλά στην κατάψυξη τα 'χει. Ότι της Ιταλίδας το νινί είναι όσο της Γιαπωνέζας το νιονιό, (ή τ' αντίστροφο, δεν θέλω να σας γελάσω). Τέτοια, και άλλα, και πολλά ακατάλληλα έως γραφικά, κωμικά έως τραγικά μα απερίγραπτα πάντα έχω ακούσει και επιζήσει. Ο δικός μου πάντως τσαντίστηκε μα δεν το 'δειξε ως Παγκρατιώτης well-bred, μ' αυτή την «φαιά προπαγάνδα» που έλεγε ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ τότε και έγινε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. (Και μας πήρε σύριζα εμάς, ό,τι είχαμε και δεν έχουμε πλέον.) Είπε ο φίλος λοιπόν να το κάνει το δίτροχο ψυχικό, τον αγκαζάρισε τον ευγενικό μα άπιστο κύριο-άγνωστο απ' το κλιπονάκι και τονε τσίχλωσε μια ψιλή μέχρι Σαρωνίδα έτσι για aperitivo, άντε μέχρι τα Λεγραινά ως digestivο, ως το Σούνιο κράτησε το απογευματινό εκ-των-ενόντων εκείνο δίτροχο συμπόσιο επιπέδου ρωμαϊκού οργίου και άνω.
Ε όχι αδελφοί, μην τρελαθούμε κιόλας. (Κι εδώ θα «μπω κόφτη» εγώ, υστερικό γιαπωνέζικο μάλιστα και όχι ιταλικό τρακτερίσιο, για να πω την δική μου γνώμη αμέσως κι ευθέως.) Εισέρχεσαι ως ανήρ-οδηγός-ιδιοκτήτης εσύ στην στροφή και το προσσούτο ιταλιάνο – που δεν διαθέτει μοχλικό, αλλά αμορτισσέρ-κιλοδοκό – χτυποκοπανιέται τόσο δυνατά που έτσι και δεν σε πετάξει σε κανένα χαντάκι, κάνεις τάμα σ' αυτόν που ήθελε να τελειώνει, που γούσταρε να τα σαλιώνει, που έμεινε να τα λειώνει – πώς τονε λέγανε τελικά ρε τον «κιαρατά» τον Taglioni; Άμα μάλιστα διαπράξεις το στρατηγικό λάθος και λύσεις το φαίρινγκ τής μπελέτσας απ' το Μπόργκο, ούτε το τρίο Μπάρναρντ-Φουστάνος-Σκαλκέας δεν μπορεί να το βάλει πάλι στην θέση του, να ταιριάξουνε «πρόσωπο» τα κακιασμένα τα πλαστικά, να ξετρυπήσουν-δευτερωμένες οι ξετσίπωτες βίδες. Ανοίγεις το γκάζι στο κατακεκλιμμένο απ' το γήρας-μπας-και-ψυχθεί μοτεράκι, και σεκλετισμένα τριποδίζουν «εξόδου» κάτι αργόσχολα νυσταλέα, ράθυμα και ροπάτα – αυτό τους μάρανε – αλογάκια, που τα βλέπουν τα πόνυ τής Σκύρου και στο τσίρκο Medrano τα στέλνουνε. Κρατάς το μοτέρ λίίίγο ψηλά (όχι και στο ταβάνι βρε αδερφέ, μη μαζεύουμε απ' τον Υμηττό μπιέλλες), για λίίίγη ώρα (άντε τριάντα δευτερόλεπτα, μετά φόβου Θεού, Πάπα και Μπάνκο ντ' Ιτάλια) κι εκεί που η ταλιατέλλα σού δίνει την πεποίθηση – προσοχή, όχι απλώς την εντύπωση – ότι θα σκάσει σαν θερμοσίφωνας σε μασσατζίδικο(!), περνά το τζαπάν-ήβνινγκ-σπέσιαλ και σου ψιθυρίζουν τα βαλβιδάκια του μια άρια τού Βέρντι, μια κουάττρο-στατζιόνι τού Βιβάλντι, από πιανίστα προελεύσεως Τόκυο μάλιστα. (ΑΥΤΟ είναι χιούμορ κύριοι, κι όποιος μ' ΑΥΤΟ διαφωνεί, επιβάλλεται να συνεχίσει να με διαβάζει!)
Λίγα να λέμε, πολλά να καταλαβαίνετε. (Έτσι ώστε ενέργεια κι εγώ να εξοικονομώ, που κάθομαι γέρος-χρονών και αιώνων-σοφός άνθρωπος και γράφω τζάμπα, για κάτι που ξέρω εκ των προτέρων πως θα με λιθοβολήσουν, τόσο οι πιστοί, όσο κι οι άπιστοι – ελληνική παγκοσμίως πατέντα ετούτο!) Είχε μείνει ο αθώος μας Χόνταμαν με την πεπλανημένην εντύπωσιν ότι η stilissima μεσογειακή χώρα γ...ελά και δέρνει, ακόμα. Είχε «φάει» το συμπαθές άτομο αμάσητη και μονομπουκιά όλη την λατίνα προπαγκάντα τού Ρέντσι που – εδώ που τα λέμε – τον έκανε «μια χόρτα» τον δικό μας τον φλώρο με τα έξω-πουκάμισα, την έξω-καρδιά-με-τα-δικά-μας-λεφτά, τον «έξω π@%#&στη απ' την παράγκα» τελικά! Δεν του είχανε ψιχαλίσει στ' αυτί τού συμπαθούς κατόχου σοϊτσιριάς ότι όταν τούτοι οι effettο-bagnato καλοκαιρινοί εραστές ασχολούνταν με τις κομματικές μίζες, η μακρινή χώρα τής Ανατολής δούλευε σκληρά, προοδεύοντας αριθμητικώς, πουλώντας γεωμετρικώς και βελτιωνόμενη λογαριθμικώς, νύχτα-μέρα. (Εμ γι' αυτό ονομάζεται η Χώρα τού Ανατέλλοντος Ηλίου βρε ημιμαθείς κι αδαείς: γιατί οι κάτοικοί της δουλεύουν «από ήλιο σε ήλιο» κι άμα μαζί σας γελάσουνε με την ΔΙΚΗ ΜΟΥ ερμηνεία ετούτη – καλά, πείτε τους να μου στείλουν τα royalties μαζί με τα check τους και άντε, δικός μου ο ΦΠΑ!) Ήρθε όμως το πλήρωμα τού χρόνου (κι ο λογαριασμός φυσικά), και οι γιαπωνέζικες έγιναν μοτοσυκλεττάρες τού κερατά, απ' την εποχή βέβαια που οι Ιταλίδες ήταν μ@%#&νάρες τού θανατά, πάντα. Όταν οι Τζαπαναίοι στοιβάζανε κύπελλα-πρωταθλήματα πια, δεν δεχόντουσαν ειρωνικά γέλια και μεσογειακή λοιδωρία, δεν σκορπάγανε εταιρικά φράγκα και φέσια κρατικά, οι ιτάλιαν λάβερς είχανε μείνει να καμαρώνουνε την Ferrari, να βρίζουνε τον Αργύρη τον πρωθυπουργό τους με τα τεκνατζίδικα "bunga-bunga" του και τον γενναίο αλλά τόσο-μόνο δικαστή τής κάθαρσης Αντόνιο ντι Πιέτρο να δοξάζει την γείτονα χώρα. (Άντε και την μιλφάρα την Ιλόνα Στάλλερ για τους «πρωινούς», την γνωστή στα «τσοντοκάναλα της διαπλοκής» και ως Cicciolina.)
Τώρα λοιπόν που αράξαμε άπαντες στου Ζάκερμπεργκ το κατάστημα μέσα και δη δωρεάν, σερβίραμε μόνοι μας το καμπαράκι μας, βάλαμε και τα Κατσαμπάκια στο «Εσύ-τούμπα» – το Υoutube είναι τούτο ευέξαπτοι – για πρίμο-σεγκόντο, ν' ακουστώ επ' ολίγον κι εγώ ζηλώσας φήμην δικαστού ανωτέρω. (Ξέρω πως μερικές μουρίτσες θα μου τσουρώσουνε, μα «μόνο αγάπη» ρε, το ΜΜΑ θ' αρχίσει κατόπιν.) And the story goes like THIS, folks...
ΑYTO το συγκεκριμένο Ducati 750 Sport, «το μπιστόλι το άπαιχτο», το «όποιος πει κακό για αυτό, να του χυθεί το μάτι σαν παγωτό», «το στρίβειν δια της σκέψεως» και ουχί δια του αρραβώνος, «το μηχανάκι που προσφέρω γυνή-πεθερά και γειτόνισσα, προκειμένου να το καβαλήσω», εγώ το διέθετα στο γκαράζ μου επί τρείς (3) ολόκληρους, βασανιστικούς και ατέλειωτους μήνες. Είχε πεταχτεί ο φίλος μου μέχρι το Μάντσεστερ να κλείσει κάτι δουλειές, είχε αφήσει ο εντζινήερ κάτι χρέη σε τοπική χαρτοπαικτική λέσχη και επειδή «τα χρέη είναι χρέη, αλλιώς – με τους βαρύθυμους μπρίτις bouncers – τα χρέη παύουνε να 'χουνε πέη» – ε, πήγε το άτομο να ρεφάρει, να ξεχρεώσει. Και μου άφησε αμανάτι τού Δούκα το άτι. (Εμ δεν είχα εμπεδώσει ακόμη τον Δον Κιχώτη τού Θερβάντες, με τον γενναίο και ψωραλέο Ροζινάντε του, ως παράδειγμα να τον πάρω.) Λοιπόν κύριοι, βάζω το χέρι μου στης Χαλυβουργικής την φωτιά, σε λιμασμένης σμέρνας φωλιά και στο Ιερό Ευαγγέλιο πάνω (σχώρα με Άλκη μου), μα ΤΕΤΟΙΑ καραμάντρα τού πεταματού – με μόνον 9.000χλμ. κοντερίσια αληθινά – δεν είχα ποτέ καβαλλήσει-τσουλήσει-οδηγήσει. (Από δω και πέρα, Παναγιά Οδηγήτρα μου βάλε το σεπτό χέρι σου: θα ξεκινήσω να εξηγήσω σε ανθρώπους και δη μοτοσυκλεττιστές, ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ, γιατί τα πράγματα έχουν ως είχαν. 'Η είχαν ως έχουνε.)
(Κι από πού να ξεκινήσω; Ρε ξεκίνα απ' τα υπόγεια μάστορα!) Το κιβώτιο ήτανε επιεικώς ιδιότροπο και σκληρό, παρ' όλη την συχνή αλλαγή διαφόρων λαδιών, το πολύωρο ζέσταμα και τα «όχι-με-πρώτη-στο-φανάρι πουλάκι μου»! Το Μαρτζοκάκι-πειρούνι του δούλευε σαν κουτάλι και το ψαλίδι πίσω κόντευε να κοπεί, ώσπου ράγισε αρχικά και κόπηκε τελικά. Ρε τί τζόγους και μπόσικα – ήδη στα 9.000χλμ. – διαθέτανε οι πολιούχες τσιμούχες μπροστά δεν λέγεται, και γι' αυτήν την ρημάδα την κιγκαλερία τού ψαλιδιού πίσω με την άλλη Μαρτζοκιά καντιλεβεροειδώς-κατακεκλιμμένη... ένα τραγούδι τής ταιριάζει τής άπιστης: «Τάμπα-τούμπα ταραρά / Τάμπα-τούμπα ταραρά-ραρά...» και παρακαλώ βάλτε τώρα στο Youtube – όχι στο Υouporn πάλι βρε κολλημένοι! – την έκδοση με τον Μιχάλη Μενιδιάτη ως πρώτο διδάξαντα, και όχι τον Τάσο Μπουγά ως Πλανητάρχη. Τόσο λάθος σχεδίαση-τοποθέτηση, ρύθμιση και κατασκευή ήτανε, που αφού το κολλήσαμε, ξανακόπηκε. Και αφού το ξανακολλήσαμε, ξανακόπηκε. Και μετά το παρκάραμε το μπουρδέλλο σούμπιτο-σύσσωμο, να κρυώσει κομμάτι και η argon, που κοντέψαμε απ' το πολύ γαζί κοπτοραπτούδες να γίνουμε πάνω στα – όχι άνθη μα – αγκάθια τής αμάθου ηλικίας μας.
Διπλαμπραγιάρω και συνεχίζω – οι παλιοί ν' ανοίξουν ένα tam-tam, οι νέοι μια βοτκίτσα τούς βλέπω να την τριγυρίζουνε από ώρα. (Ξηροκαρπί δεν έχει, το 'φαγε ο «πρόεδρος» – εεεπ, είναι κι άλλοι πρόεδροι σ' αυτήν την ζωή. Δεν γίνονται αρχαιρεσίες μόνο στους αθλητικούς συλλόγους και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, δημοκρατία είχαμε κι εμείς στο αλήστου-μνήμης Million Dollars Club και την ασκούσαμε άχρι κεραίας!)
Το Weber έβηχε, έκλ@νε κι έφτυνε λες και κάπνιζε Ματσάγγο στην Κατοχή. Μα τί τους έπιασε τους Ιταλούς να κατσικώσουνε Γερμανό, πάνω σε μοτόρι ιταλιάνο; Και πώς να μην κάνει μαγικά η Dellorto μετά, ώστε να μην κρατά ρελαντί το Sportάκι με τίποτα, πόρκα Μαντόννα; Είχατε αυτήν, είχατε και την Magneti-Marelli – ωραία ρε γείτονες, μπορείτε να μου πείτε τώρα ποιός κίναιδος «τα πήρε» χοντρά, για να διαπράξει την αισχρή σιρμαγιά τούτη; Οι άνηβοι δεκαεξάρηδες τροχοί πίσω-μπροστά ήτανε ΗΔΗ λάθος για τα τοτινά μέτρα – μιλάμε για 1989 και βάλε ή βγάλε – το γεγονός όμως ότι ΚΑΙ ο Ιάπωνας απ' «το απέναντι τραπέζι» τα ίδια βρήκε και έκανε – αφήστε, θα το προσπεράσω αυτό εις ένδειξιν «ειρήνης, φιλίας και καλής γειτονίας» που λέγανε και τα πασόκια τα ντερμπεντέρικα και την χώσαν τότε την χώρα αύτανδρη στον παροιμιώδη «κουβά». Και μας φορέσαν τώρα στον λαιμό μας εμάς κουδούνια και κέρατα ταυτοχρόνως, όχι «δια χειρός Βαράγκη» τού επιπλά, αλλά «δια τσερβέλου Μπαρουφάκη» τού Αιγινά!
Τα αλογάκια τού εφτάμισυ – που εφτάμισυ να 'ταν οι ώρες του – ήσαν τόσα λίγα (72 λένε οι πρόστυχες και ψεύτρες φήμες τρομάρα τους), τόσο ψόφια-λέγε τα-καλόβολα, τόσο εξασθενή-λέγε τα-ιδιότροπα, που αν έπρεπε να φτάσω σε σημείο βρασμού το αερόψυκτο κεφαλάκι μου για να υπολογίζω πού θα βρω την ροπή και πού θα πετύχω την ιπποδύναμη – άσε, «πάω για ψάρεμα» που λέει κι ο Βάγγος στην Λαχαναγορά, κάθε φορά που δεν του "κάθεται" το γυναικάκι πρεπόντως. Έχοντας οδηγήσει πολλές μοτοσυκλέττες μέχρι τότε, ήθελα-πίστευα-ήξερα ότι σ' αυτές ανοίγεις το γκάζι απλά και με μια στοιχειώδη τάξη-σειρά, βγαίνουνε οι όποιες φορβάδες αγέρωχες στην άσφαλτο πάνω. Το τί έβγαζε ΚΑΘΕ-ΦΟΡΑ-ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ο ιταλικός σταύλος ετούτος με έκανε ο καριόλης και έκοψα τον ιππόδρομο... κι ας είχα σταντάρει ένα μουλάρι – τον μυθικό «Έλα Τάσο μου» – που μπατίρη δεν πρόκαμε να με κάμει. (Εκείνον τον αρχαίον ημών πρόγονον που έσταξεν το σοφόν «ουδέν κακόν, αμιγές καλού» τονε φάγανε δυστυχώς κάτι γκαντέμηδες μπούκηδες, κάποιοι αλογομούρηδες ακοινώνητοι, κάτι σανά κοπρισμένα.)
Άντε να του συγχωρήσω του Δουκατιού, την σακατιλίδικη θέση οδήγησης. Άντε να του συγχωρήσω τα φώτα του, που ανάβανε το μεσημέρι στα ξαφνικά και σβήναν το βράδυ, ξαφνικά πάλι. Άντε να του συγχωρήσω την από-κατσαρή-έως-τρελή κατανάλωση. Άντε να του συγχωρήσω το σύνδρομο να τ' ανοίγεις εσύ και να κόβει εκείνο, να κλείνεις το γκάζι εσύ και να βροντάει πεταλούδες και πορτοπαράθυρα τέντα-ανοιχτά τούτο. Άντε να του συγχωρήσω πως έπαιρνε αείποτε-όποτε και ποτέ του δεν έπαιρνε, ορίστε δύο (2) σκαμπρόζικες όσο και χαρακτηριστικές δικές μου σκηνούλες: 1η/ Μια φορά, από μπαρ βγαίνοντας μεθυσμένη, με είχε ακοστάρει μια άσχημη, μια πολύ άσχημη, μα μια άάάσχημη λέω, που ήθελε και βόλτα η έρμη. «Εντάξει» τής μηνάω κι ετοιμαζόμουνα να την πάω να την παρατήσω σε καμμιά ερημιά να τρομάξει τους λύκους και μόλις βάνω το κλειδί στην κλειδαριά – μα πού στο διάλο αλλού να το βάλ'ς ρε Ντανάκο; – σιγά μην πήρε μπροστά το ιτάλιαν καζίνο. (Και στα Βιργιλίου ιταλικά, ΤΟΥΤΗ είναι η ορθή λέξη συμπάσχοντες φίλοι μου, για τον οίκο ανοχής κι απωλείας.) 2η/ Μια άλλη φορά, από μπαρ ξανά βγαίνοντας μουσκεμένη, με είχε καρυδώσει μια κουκλάρα, μια γυναικάρα, μα μία μουν@ρα (το λέω και κλαίω), που ήθελε και πήδημα η λαοφιλής. «Εντάξει» τής ψιθυρίζω κι ετοιμαζόμουνα να πάω να την καλιμπράρω στην κρεββατάρα μου και μόλις βάνω το ίδιο κλειδί στην ίδια κλειδωνιά – ναι, ναι, το καταλάβατε και με καταλάβατε και μαζί μου πιστοί μου φίλοι εκλάψατε..., αφού το ιτάλιαν σούργελο ΟΥΤΕ την φορά τούτη σπλαχνίστηκε την εκρηξιγενή λιβιδώ μου. (For History's sake και χάριν αφήγησης – ταξί πήραμε, η θεά ξενέρωσε, ο ταρίφας μάς παραχρέωσε κι εγώ έκανα παγωμένα ντους όλη νύχτα.)
Άντε να συνεχίσω – «τί ζωή κι αυτή Χριστέ μου!» που έλεγε η Βλαχοπούλου, σφαλιαρίζοντας τον Βουτσά και ψευδομένη στον Κωσταντάρα. Αλλά ρε παιδιά, για καθίστε ένα λεπτό: με τέτοια κέφια που έχω και γράφω αυτά – και ΔΕΝ πληρώνομαι ΓΙΑ αυτά – αν πληρωνόμουνα δηλαδή, μητροπολίτες θα έγραφα αντί για σκέτους «παπάδες»; Να σας απαντήσω αμέσως εγώ: ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ δεν θα έγραφα, ΑΥΤΟ εξ άλλου δεν κάνανε τα παρφουμολαμόγια τα φαρδυκάπουλα και τα ξερολικά αφεντικά τις εποχές τής ελληνικής Χρυσής Μοτοσυκλεττιστικής Δημοσιογραφίας; Και τούτο είναι ένα απλό δηκτικό τροχιοδεικτικό για το επερχόμενο άρθρο μου «Μοτοσυκλέτα-Πρόσωπα-Περιοδικά των '70ies-'80ies», που θα τυπωθεί σε ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα απ' την Ημερησία του Πεκίνο και θα με κάνει πλούσιο κατά δέκα εκατομμύρια αφιονισμένους εχθρούς – όσοι και οι κάτοικοι τούτης της σαλταρισμένης χώρας, μείον οι μετανάστες κι οι πρόσφυγες που θα μπούνε στα σκάφη τους και στις χώρες τους θα γυρίσουνε, μπροστά στον εμφύλιο τούτο που θα 'χω εγώ επιφέρει. (Είδατε τί σας έλεγα για το «ουδέν κακόν, αμιγές καλού»;)
Το παράτησα το Ducati να μαζεύει την σκόνη του στο γκαράζ, τέρμα. Γιατί όσο κι αν προσπάθησα να το συμμαζέψω να το συνεφέρω, να το κουλαντρίσω και να το ρυθμίσω, να το κογιονάρω να το παρακαλέσω, δεν έπαιρνε αυτό ούτε από λόγια ούτε από βρισίδια, ούτε από εικονίσματα ούτε από κοπανήματα. Ο αγαπημένος μου και ιταλοβαμμένος μηχανικός Gianni Kavliari, ο «capo Περιστερίου και primo Πετρουπόλεως» όπως τον αναφέρω στο βιβλίο μου «Ελένης νήσος» ομολογεί θυμόσοφα και καλαματιανά: «Τα Ducati» – μέχρι και το '91, το ξαναλέω – «μόλις έβγαιναν φρέσκα απ' τη γραμμή παραγωγής, ήθελαν ολικό λύσιμο, γαρμπίλιασμα πώς-το-λένε; Κατόπιν λεπτομερή διόρθωση ατελειών κι επισκευή όπου απαραίτητο – δηλαδή παντού – και ΜΕΤΑ προσεκτικό δέσιμο ΑΠΟ ΓΝΩΣΤΗ. (Απαγορεύονται εδώ αυτοί που 'χουνε μακριά κι άσχετα δάχτυλα, κι αυτοί που γιαπωνέζικα γαργαλάνε.) Με μερικές βασικές μετατροπές μάλιστα κοντά στο 'μυριάκι δραχμές, όλα μεταμορφώνονται και συμπάσχουνε αγαθώς και το Ντουκατάκι γίνεται μια απ' τις ωραιότερες και γρηγορότερες μοτοσικλέτες του κόσμου.» Και δεν τα λέω εγώ αυτά, εκείνος τα λέει. Και το μόνο που λέω εγώ είναι ότι τον αγαπώ, στο Laverda 1000 3C που μου έφτιαξε ακόμη προσεύχομαι και προσκυνάω.
Έτσι λοιπόν, επειγόντως αναζητώ ένα απ' τα πρώτα και δη τα χρυσοπορτοκαλιά Fireblade – δεκαεξάζαντο ασφαλώς – για ένα σαββατοκύριακο για ν' αναστηθώ και να φρεσκάρω τις εντυπώσεις μου. Το Ducati 750 Sport; Όχι δεν το αναπολώ, και σας το λέω ειλικρινέως(sic) κι ευθέως. Και εάν είσαστε ανυπόμονοι ως Έλληνες, ως άνδρες, και ως πάσχοντες από πρόωρη εκσπερμάτιση – ε, να μην σας βασανίζω ποσώς, να σας προκαταβάλλω την γνώμη μου ΤΩΡΑ: «Φίλοι μου αγαπημένοι» που έλεγε ο Γιώργος Οικονομίδης, το καλύτερο espresso δυστυχώς-για-εσάς κι ευτυχώς-για-εμένα το φτιάχνουν στο Τόκυο – domo arigato και mille grazie ταυτόχρονα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερος οργασμός απ' το να είστε κάτω απ' τα «Κεντρικά» τής Honda Motor Corporation στο Minato και να πίνετε το 'κδικιάρικο μοχθηρό εσπρεσσάκι σας, έχοντας μόλις ξεκαβαλλήσει από ένα – «να του πάρει του πουτάμι;» – από ένα – «να του πάρει του πουτάμι;»... από ένα Ducati 916. Απλά. Γιατί ΑΥΤΗ κατ' εμέ ήταν η καλύτερη μοτοσυκλέττα ΕΚΕΙΝΗΣ τής μακρινής και αληθινής, μοναδικής και γλυκιάς εποχής.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Πρόόσ'χή! Τα ανωτέρω προσωπικά γραφέντα, είναι προσωπικές απόψεις που καθρεφτίζουν προσωπική γνώμη, επί μίας προσωπικής μοτοσυκλέττας, συγκεκριμένου έτους και καθορισμένης εποχής. (Όλοι για ένα «πρόσωπο» δεν ζούμε άλλωστε;) Πάσα ομοιότης προς πρόσωπα υπαρκτά, μοτοσυκλέττες φανταστικές, σκηνές κινηματογραφικές και περιγραφές παραληρηματικές – ουδεμίαν σχέσιν έχουν ή θέλουν να έχουν με το αθώο και τίμιο, ευθύ μπεσαλίδικο, υπεύθυνο και αδιαπραγμάτευτο κείμενό μου ετούτο. Το τονίζω αυτό, γιατί η στενομυαλιά και ο αναλφαβητισμός, τα συμφέροντα κι η μαγκιά, το κόλλημα κι η τρολιά σε κάποια ιντερνετικά μαγαζιά και φατσοβιβλικά ντατζιμπάο τείνουν να ξεπεράσουν τον πληθωρισμό τριτοκοσμικής χώρας και μέρες που είμαστε – άσε δε μέρες που θα 'ρθουνε πρόντο – δεν λέει να τσακωνόμαστε, ιδιαίτερα άμα έχουμε τόσο γελάσει. Να είστε καλά.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016