(Άμα σε φτιάξαν ένας μηχανικός, ένας εφοπλιστής, ένας πιλότος... και Ιταλοί μάλιστα!)
Αγαπώ την Ιταλία. Είναι μια χώρα που θα ήθελα να ζήσω, για μιαν ατέλειωτη σειρά λόγων, με τον εξής έναν ως πρώτο: τις γυναίκες της. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχουνε ιταλίδες, πιο ιταλίδες απ' την Ιταλία. Η Ιταλίδα τής Κυψέλης (ένα ψέμμα), η ιταλίδα τής Νέας Υόρκης (καμμιά σχέση), η ιταλίδα τής Αυστραλίας (μπλιαχ).
Από πού να ξεκινήσω και να υμνώ την χώρα ετούτην; Απ' τα παγωτά ή τα πιστόλια της; Απ' την υψηλή/μέση/χαμηλή ραπτική της ή τα πολυσχιδή ζυμαρικά της; Απ' τα αυτοκίνητά της με τις αγωνιστικές δάφνες τους ή τα αμέτρητα τυριά της με τις παραδοσιακές συνταγές τους; Η χώρα ετούτη έχει αλλάξει τις περισσότερες μεταπολεμικές κυβερνήσεις από κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος, κι όμως η ζωή εκεί ακολουθεί τούς ρυθμούς της και τον παλμό, την κουλτούρα και τα δικά της τα λάθη. Τα ups and downs που άλλες σωριάζουνε, οι ιταλοί τα περνάνε με χάρη και καπατσιτά, κοκεταρία και νάζι, πολλή δουλειά και αστάθμητη ρουφιανιά.
Η Ιταλία αποτελεί την δημοκρατική-κοινοβουλευτική ένωση περισσότερων από 70 βασίλειων τοπικών, εξ ου και οι αμέτρητοι τίτλοι που συνοδεύονται από μαγευτικά κάστρα, πλουσιότατη ιστορία, βαθεία κουλτούρα και μιαν «ευρωπαϊκότητα», δίχως να χάνει τα εθνικά της χαρακτηριστικά. Κι ετούτα απεικονίζονται και είναι θαμμένα βαθιά μέσα στο karma και το DNA των ΕΚΛΕΚΤΩΝ προϊόντων της, είτε είναι το prosciutto, είτε είναι το MOTO GUZZI Le Mans. (Nτάνης ΦΩΤΟΣ ALWAYS strikes back, and twice.)
Ρε παιδιά, φίλοι και κύριοι, εχθροί εκλεκτοί και κολλητάρια αγαπημένα, τέτοια μοτοσυκλεττάρα τού θανατά ΑΛΛΗ ΕΤΣΙ δεν έχει φτιαχτεί, κι ούτε πρόκειται ποτέ της-ποτέ μας. (Χαχαχα!) Ήταν τα τέλη τού 1975 που εμφανίστηκε η «μπικινάτη» μηχανάρα στου Μιλάνο την Έκθεση και τέτοια δίβυζη, παράλληλη με το έδαφος, γωνιώδης και φαλλική, σχεδόν έρπουσα κι οργασμικά σφεντονιαστή κουκλάρα τα παρθένα ματάκια μας δεν είχανε ματαδεί. Γουρλωμένοι και σοκαρισμένοι καθώς ήμασταν, κεραυνοβολημένοι και τριπαρισμένοι απ' την Ναυαρχίδα τής HONDA – το CB 750 τού 1969 – όταν δίπλα μας πέρασε, ξυστά πάνω στην άσφαλτο σαν F16 πάνω απ' τα κύματα τού Αιγαίου ένα Le Mans, τότε εμείς άντρες γίναμε με μία ματιά, σε μια στιγμή μέσα.
Μεγαλώνοντας την δεκαετία τού '60 και τού '70 σταθήκαμε πολύ τυχεροί γιατί, αντί να κοιτάμε το κινητό, κοιτούσαμε δίπλα μας, γύρω μας, πέρα. Όπου κυκλοφορεί και οργάζεται η ζωή, σαχλαμαρίζει και τεμπελιάζει μα οργιάζει κι εργάζεται, δημιουργεί και τυφλώνει. Το γεγονός μάλιστα ότι η Χούντα τράβηξε κουρτίνα Πολιτισμού και Πολιτικής, ταφόπλακα Τέχνης κι Οράματος, τσιμέντωμα Ονείρων και Φαντασίας μάς έκανε να εντείνουμε προσοχή ακαριαίως κι ακαταπαύστως. Βλέπαμε μια Corvette να περνά και χύναμε μέσ' στα κοντά μας παντελονάκια, (δεν περιμέναμε ούτε την ΕΟΝ, ούτε την ΚΝΕ). Ακούγαμε ένα Le Mans και πετάριζε η καρδιά μας, κωδωνοκρούουσα τα αυτιά μας. Οσφραινόμασταν το after-shave τού νονού μας κι ονειρευόμασταν την στιγμή που θα ξυριστούμε. Και πέρναμε μάτι την ξαδελφούλα που άλλαζε, την θεία μας που bikini πρωτόβαλε και τονε παίζαμε τόσο πολύ, που λύσαμε την υπογεννητικότητα τής Ινδίας, ακίνητοι και κατάχυστοι [sic], από Αθηνών κιόλας και δη Κυψέλης μας προπαντός...
Βρείτε μου έναν σχεδιαστή που ΑΥΤΗΝ την σέλλα να μπορέσει έστω να αντιγράψει, κι εγώ τον παντρεύομαι. Βρείτε μου έναν σχεδιαστή που ΑΥΤΟ το φανάρι-πίσω να δυνηθεί να καλουπώσει, κι εγώ θα κάνω μαζύ του παιδιά. Και βρείτε μου έναν σχεδιαστή που να δέσει αισθητικά-οπτικά ΕΚΕΙΝΟ το φαιρινγκάκι το στρογγυλό, με ΑΥΤΑ τα καπάκια βαλβίδων τα θολωτά και να τα ταιριάξει άπαντα με ΕΤΟΥΤΟ το μακρόστενο-ημιγωνιώδες-ημικαμπύλο ντεπόζιτο, κι εγώ θα τον χωρίσω και θα πάω ιεραπόστολος στο... Pornhub! ΟΙ μοτοσυκλέττες – αν θέτε να ξέρετε κύριε Tσίρο-από-Σόϊ – δεν είναι μόνο μηχανάκια μεταφορικά, είναι ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ έργα καλλιτεχνικά κι εδώ ανάβει τον θερμοσίφωνα ο Καραβάτζο τα πινέλα τα πλύνει. Άμα ήταν η χρηστικότητα να προηγείτο τής φόρμας, τότε όλοι θα φορούσαμε φόρμες αγγαρείας στρατού, είτε στον γάμο μας, είτε στην κηδεία μας. Άμα ήταν κανών η Μεταφορά, τότε άπαντες θα 'χαμε από 'να εισιτήριο Μ.Μ.Μ. δαγκωμένο στα δόντια, ο Enzo Ferrari πομόνες θα έφτιαχνε και οι κ.κ. Carlo Guzzi, Giovanni Ravelli, Giorgio Parodi «ιδρυτές» δεν θα ήτανε, αλλά δημόσιοι υπάλληλοι να 'χουν χτυπήσει κάρτα Χριστούγεννα και να επιστρέψουν το Πάσχα. (Κι ύστερα διερωτώνται γιατί δεν πάει η Ελλάς «ομπρός»!)
Ημιξαπλωμένος στον δίκυκλο προβλήτα αυτόν, κρατάς το στενό τιμονάκι και είσαι έτοιμος να εκτοξευθείς κατάβαθα ως την μήτρα τού Σύμπαντος. (Να χέσω πουλιά γιαπωνέζικα – τί να κλάσουνε ρε οι μικρόπεοι; – που τα λένε μάλιστα τής SUZUKI γεράκια.) Όταν εκκινεί σπαρταριστά και σπιναριστά – του άξονος επιτρέποντος, χαχαχα – ένα Le Mans, δεν νοιάζεται να ξηλώσει την άσφαλτο, ούτε επιθυμεί να κολλήσει την Θήβα χαλκομανία στην Αθήνα. Αυνανίζονται οι περιπτεροειδείς πιστονόμπιελλες μέσα στα πυργάτα τα κύλινδρα – με "Nicasil" παρακαλώ, άλλη μία πρωτοπορία τής GUZZI – και στροβιλοσουβλίζοντας ένα βολάν σαν τού Κρόνου τούς δακτύλιους, εκτοξεύουν μ' έναν μοναδικό τρόπο την ιταλιάνα σεζλόνγκ, το ακριβές αντίθετο-ευτυχώς ενός KAWASAKI 500 Mach! Ανεβοκατεβαίνεις τον Μπράλλο με γεμάτη τέταρτη στο κιβώτιο κι αφού έχεις κρατήσει ΜΙΑ (1) «γραμμή» απ' την ώρα που ξύπνησες μέχρι την ώρα που θα επιστρέψεις, στρίβεις και γέρνεις διόλου εντυπωσιακά μα όλως διόλου αποτελεσματικά, ξεφτιλίζοντας στην πορεία και ΟΛΟΥΣ τούς άλλους με τις στενές τις ζαντούλες σου και τα λιγνούλια τα λάστιχά σου. (Κι ας σε περνούν τα Fireblade από δίπλα σου, τα 'Busa από πάνω σου και τα Crossplane από μέσα σου.)
Κάθεσαι για λίγο επάνω του, πατάς τελείως και λυγισμένα τα πόδια σου κάτω, κοιτάς την φάτνη οργάνων του κι ανάβεις τσιγάρο εκεί που ευρίσκεσαι, δεν πέφτει το ζάχαρο άλλως. Κατεβαίνεις και το τριγυρνάς, το περιεργάζεσαι το βλεφαριάζεις και βγάζεις από την τσέπη σου το φορητό-πλακουτσωτό-μεταλλικό μπουκαλάκι σου με το αλκοόλ, να βαρέσεις δυο γουλιές δυνατές, δεν λακάει το έμφραγμα άλλως. Απομακρύνεσαι να πάρεις απόσταση απ' το αντικείμενο, αποστρέφεις τα όμματα για λίγο να το ξεχάσεις κι όμως όταν επιστρέφεις γυρνάς, ΑΥΤΟ είναι εκεί, επιγράφεται ΠΑΝΤΑ Le Mans και δεύτερη μοτοσυκλέττα σαν ΑΥΤΗΝ στον Πλανήτη ολόκληρο δεν υπάρχει. (Την αίσθηση ΤΟΥΤΗ μόνον πέννα κοφτερή δυνατή και φανταστική σαν την δική μου μπορεί να μεταδώσει, 1ον/ γιατί την Μοτοσυκλέττα πολύ αγαπώ και 2ον/ γιατί της Μοτοσυκλέττας εγώ μόνον έδωσα και τίποτα απ' αυτήν 'γω δεν στέρησα, δεν τής πήρα.) Κι επειδή γεννήθηκα πολλά χρόνια πριν, χιλιάδες καρδιές και μυαλό πριν, εκατομμύρια μάτια και ένστικτο πριν, αν προσθέσετε και την έμφυτή μου λατρεία για τις ελληνικές λέξεις – ε, γι' ΑΥΤΟ δικαιούμαι «καραπαλιοπυραυλόμαντρα» να αποκαλώ το Le Mans κι ετούτο κομπλιμέντο μου τού 'ναι!
Οι σωματικές μοτοσυκλέττες οδηγούνται με τα γόνατα, και μάλιστα οι στρητάδικες οι παλιές, απ' το '80 και πίσω. Κι η Γκουτζάρα ετούτη σού στήνει τα κύλινδρα ανοικτά κι εκατέρωθεν, ώστε πίσω απ' αυτά και με μοχλό τα ΝτελΌρτο να βιδώνεις, να διαβητώνεις και να υποτάσσεις τον μακρύ σκελετό και να τον καρφώνεις εκεί που εσύ θέλεις. (Τί είχε πει ο αείμνηστος Μπαντουβάνης σε κάποιον «πισινό» του στην Κακιά Σκάλα, που έβλεπε τον άξονα να χοροπηδά και τον πίσω τροχό τού Le Mans να ταλαντώνεται σε ύψος και πλάτος; «Τί με νοιάζει εμένανε ρε, τί κάνουνε άπαντα πίσω μου; Κρατώ ρε εγώ το τιμόνι στα χέρια μου; Οδηγώ εγώ ρε τον σκελετό με τ' αρχίδια μου και τα κύλιντρα με τις επιγονατίδες μου; Άσε δε που ποτέ ρε δεν κοιτώ πίσω» κι από τότε το παλικάρι στο Δαφνί το 'χουμε, τσιγάρα τού πηγαίνουμε και τού 'χουμε δώσει και μια μινιατούρα γκουγκούτζι-σε-γλυφιτζούρι την ώρα του να περνάει.) Ακόμα κι αν ανάμεσα στις ταχύτητες μπορούσες – απ' την μακριά διαδρομή – άλλες πέντε να βάλεις, ακόμα κι αν βραχίονες έκαιγες στην προσπάθειά σου να πείσεις τα συρματόσχοινα τα slide να σηκώσουνε, ακόμα κι αν στο φρενάρισμα ή στο κατέβασμα σούρωνε ο άξονας με τους σταυρούς, και τα λοιπά έσωθεν-εξαπτέρυγα, καταφύγιο να βρούνε μέσα στις κάσσες.
Τότε και ΜΟΝΟ τότε, δεν ρώταγες, καβάλαγες. (Όπως τότε δεν συζήταγες, γαμούσες). Τότε και μόνο τότε, δεν γκρίνιαζες, οδηγούσες. (Όπως τότε δεν κουτσομπόλευες, αγαπούσες.) Τώρα και μόνο τώρα, έχουνε πιάσει άπαντες από μια λέσχη ή ένα πληκτρολόγιο, ένα «μαγαζάκι» ή ένα «πηγαδάκι» και φέρνουν τον διαδικτυακό τον ντουνιά, στα μέτρα τής μυαλοχέστρας τους... χαχαχα! Τώρα και μόνο τώρα, φρέσκοι και άσχετοι, ασυγκράτητοι και σπατουλαριστοί, φαλιριτζήδες σύμβουλοι και τού δίκυκλου ζητιανάκια έχουνε πιάσει άπαντες από ένα στασιδάκι κι ένα μικροφωνάκι και κοντεύουν αερόστατο ν' ανατινάξουνε απ' το «φύσα και τράβα». Το καταλαβαίνω, τούς συμπονώ: οι κενοί – και διόλου καινοί – τούτοι καιροί ανάγκη από νταβατζήδες-ινστρούχτορες ΠΑΛΙ έχουνε, να πούνε στο πόπολο τί να φορέσουνε τί να πούνε, τί να καβαλλήσουνε και πώς να καμωθούνε.
Απ' την στιγμή που ο... Πανούτσος για βουλευτής έβαλε, ήρθε η ώρα των σημερινών Πανούτσων «κοινοβολευτικοί» εκπρόσωποι των καγκουροχίπστερ να γίνουν. Απ' την στιγμή που το Le Μans έπαψε να ανήκει στον ύμνο του και τον ήχο του, στους γκρίζους κροτάφους και τον «τάφο» του, άντε να δούμε και κάνα μουσάτο γιαρμά με το αηδιαστικό πριόνι στα χέρια «καστουμάκι» για ναν τού κάν', «ρηστορέϊσιω» για ναν ντού φιάξ'... Και δεν υπάρχει Αστυνομία Τέχνης- Μηχανολογίας-Αισθητικής να τα μπουζουριάσει τα αναιδή τα παλιόπαιδα, τα φλύαρα τα ξερόλικα τα ατίθασα και να τα υποχρεώσει να οδηγήσουνε ένα Le Mans αποκλειστικά-καθημερινά, με πεθερά και παιδιά, για γυρουβουλιά και δουλειά επί πενήντα συναπτά χρόνια – όπως ο κύριος Φίλιππος Μπογοσιάν, ο οποίος ΚΑΙ γνώστης είναι ΚΑΙ γρήγορος, ΚΑΙ παλιός ΚΑΙ σιωπηλός είναι. Οπότε; «Στα τέσσερα» και παίρνετε κάμψεις μπροστά στην μοτοσυκλέττα-εικόνισμα, στην μοτοσυκλεττάρα-αγλάϊσμα κι όταν πάρετε σύνταξη, θα γελάτε κι εσείς με τα τεκνά που κοροϊδεύουνε τα ιτάλιαν πτηνά!
(ΝΟΤΑΜ: ο «πάγκος» μου τούτος δεν είναι καθρέφτης ΜΟΥ για να χτενίζομαι μέσα του, ν' αυτοματιάζομαι και να λέω τί καραγκόμενος μοτομάγκας που είμαι. Χαίρομαι και τιμώ ονόματα γνωστών και αγνώστων μου να αναφέρω εδώ, δεν ζω μόνον εγώ και το εγώ μου εδώ, σιγά μη μοιάσω του..... και των..... τέλος τελεία.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021