(Δίχρονο ρε, μέχρι το τέλος τού Χρόνου!)
«Μ' αυτά τα τραγούδια μεγάλωσα» τραγουδούσε ο Μαργαρίτης; Ε, κι εγώ με τούτες τις μοτοσυκλέττες μεγάλωσα, τις εντούρο δηλαδή, τις δίχρονες εντούρο μάλιστα και ιδιαίτερα τις μεγαλοκυβισμένες – πώς λέμε «μεγαλοκοπέλες»; Στα τιμόνια τους έμαθα να οδηγώ σωστά και γρήγορα, να οδηγώ τεχνικά και μ' ασφάλεια, πάνω σε τούτες κυριολεκτικά δικυκλικώς ανδρώθηκα και δεν το ξεχνάω ποτέ μου. (Άλλο βέβαια αν κατόπιν τις «πρόδωσα», με κλασικές ή στρητάδικες, με trial ή supersport απίστησα...
Ήταν μια αδιάφορη Τρίτη πρωί, μια ανοιξιάτικη μέρα από κείνες τις τελευταίες χειμωνιάτικες, με ήλιο τσιγκούνη, κρύο δαγκωτό και την βροχή να 'χει στεγνώσει λιγάκι. Μόλις είχα παραλάβει το ΚΤΜ (καθώς βρισκόμαστε στο 2010) και όδευα σκεπτόμενος και ορεγόμενος νέες χωματερές δόξες. Άμεσα όμως συνειδητοποίησα το πρώτο «λάθος» τού 300αριού: ήταν κοντό, πολύ κοντό, τόσο κοντό που υγιή «τελική» είχε περί τα 80χλμ. και τούτα μέσα σ' έναν ορυμαγδό διαμαρτυριών από τακούνια ελαστικών, αλυσίδας μετάδοσης, ελατηρίων πιστονιού και παλινδρομήσεων τής μασέλας μου. Το κατάπια όλο τούτο το πρωτόγνωρο κι απαράδεκτο γεγονός κι ετοιμάστηκα για το εντούρο μου τής επόμενης μέρας. Όταν μόνος μου στις παλιές διαδρομές πλέον, πατούσα τα παλιά γνώριμα κομμάτια και αισθανόμουν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τις αρχές τού '70, τα μέσα τού '80, τα τέλη τού '90 όταν «χωματιζόμουν» επί εβδομαδιαίας βάσεως. Στρίβοντας και γκαζώνοντας, σουζάροντας και φρενάροντας, απλά αναφώνησα: «Εντούρο να 'ναι κι ό,τι να 'ναι. Άμα βέβαια είναι και δίχρονο/πολυκυβισμένο/ΚΤΜ μάλιστα – ε, τότε καλύτερο σφουγγάρι χρόνου δεν υπάρχει και δεν χρειάζεται».
Πέρασα τρείς (3) ολόκληρες-συνεχείς-ατέλειωτες μέρες στα χώματα με τούτο το μηχανάκι, τελεία. Τρείς μέρες στο βουνό και τον κάμπο, στην παραλία και τα νταμάρια, στην άσφαλτο και τις λάσπες. Το στήριξα σε ένα δένδρο, κάνοντας ένα τσιγάρο μέσα στο ξαφνικό ψιλόβροχο. Το 'στησα στο πλαϊνό σταντ, τρώγοντας μια χωριάτικη τυρόπιττα και μυρίζοντας τα αναμμένα τζάκια των σπιτιών. Το 'ριξα κάτω στην άμμο – για να δω αν θα μπουκώσει σε συνθήκες «αγώνα» – στον Σχοινιά, αγναντεύοντας την θάλασσα. Το «πλάκωσα» στις λασπουριές τού Γραμματικού, το «έσπασα» στα κοτρώνια τής Πεντέλης, το «γώνιασα» στο πούσι των πεύκων των τέως Βασιλικών Κτημάτων και το «τσίτωσα» στις ευθείες τού βοιωτικού κάμπου. Κι αφού τα 'κανα όλα αυτά, αυτά λέω:
Προτιμώ τα enduro, μα αγαπώ περισσότερο τα play-bikes και ψηφίζω τα open μηχανάκια φυσικά. Γιατί επιθυμώ να συνδυάζω χωματερή οδήγηση (μη-αγωνιστική, το τονίζω) με ψυχική ανάταση, τεχνική εξέλιξη με γυμναστική προπόνηση και τούτο δεν γίνεται με 125άρι, αν θες να γράψεις και καμμιά 200αριά τουλάχιστον χιλιόμετρα την ημέρα. Τα παλιά Yamaha 500άρια που σού μακραίναν τα χέρια, τα πρωτόγονα 400άρια Maico που σού δίδασκαν «εγγραφές μπροστινού», τα αξέχαστα 390άρια Husqvarna που σού μαθαίναν τί εστί ακράδαντο ψαλίδι ήταν ΤΑ ιδανικά – για εμένα πάντα – μηχανάκια για να χαρείς ποσοτικά και ποιοτικά Φύση και Μοτοσυκλέττα, που άλλη δεν πρόκειται να σταθεί.
Ήταν τέτοια η λύσσα μου, που με την ίδια την μοτοσυκλέτα, ούτε που ασχολήθηκα. Δεν έκατσα να την «ψειρίσω», να την παρατηρήσω, να την σχολιάσω όπως κάνω συνήθως. Sinisalo-Gaerne-Shoei, σακκίδιο με λάδι, εργαλεία και... δρόμο. Έκπληξη; Η μίζα. Πατάς το κουμπάκι και με αντάλλαγμα ένα-δυό κιλάκια δεν μανιβελλιάζεις ατέλειωτα, εμένα όμως τούτη η νουβωτέ δεν μού «είπε». Γιατί; Γιατί θέλω να βάζω ΕΓΩ μπροστά το μοτέρ και όχι ο Τόμας Έντισον. Μια και δεν πρόκειται να βρεθώ πεσμένος μέσα σε λασποειδική τού WEC να με πνίγει το άγχος των συμβολαίων, θέλω να πατάω την μανιβέλλα και να δίνω ΕΓΩ ζωή σε τούτο το μηχάνημα που τόση ζωή έχει, και τόση ζωή μού δίνει αυτό. (Πείτε με παρελθοντολάγνο, πείτε με παραδοσιακό, μα αυτός είμαι και εμένα διαβάζετε, πήριοντ.) Ο συμπλέκτης τού EXC ήταν ανύπαρκτος κι αξεθέωτος. Τον χρησιμοποιούσες-δεν τον χρησιμοποιούσες, ένα και το αυτό. Τις ανέβαζες τις ταχύτητες-τις κατέβαζες, δύο και το αυτό. Το αριστερό σου χέρι απλώς χρειάζεται για να κρατά το τιμόνι, άσε δε η νεκρά: την έβαζα ό,τι ώρα ήθελα, όπου ήθελα, όπως ήθελα. Μάλιστα στο τέλος τής μέρας, έμπλεκα επίτηδες μέσα στην απογευματινή-βραδυνή κίνηση τής Λιοσίων ή τού Χαλανδρίου και σταματούσα στα φανάρια με ...πέμπτη. Κι από εκεί άρχιζα να κατεβάζω εν στάσει μέχρι την μπαλλετοπατούμενη νεκρά, χαμογελώντας κάθε φορά που την έβρισκα!
Όμως, από δω και μετά τα χαλάμε. Η μοτοσυκλέττα δεν είναι endurάδικα στημένη (όπως εγώ την θέλω), αλλά είναι motocrossάδικα, για να μην πω σχεδόν supercrossάδικα. Γιατί; Μα διότι είναι γραναζωμένη απελπιστικά κοντή: πρώτη-δευτέρα για να ανεβαίνεις τοίχους, τρίτη-τετάρτη για να ανεβαίνεις πλαγιές και μια πέμπτη για να συνδέεις όλα αυτά με άνετη τελική, τα 80χλμ! (Το άνοιξα μέχρι τα 100χλμ. αλλά το έκλεισα αμέσως, καθώς το κακόμοιρο ούρλιαζε υποφέροντας, στρίγκλιζε σκάζοντας – τί άλλο να γράψω δεν ξέρω.) Διατρέχοντας όλη την παραλία τού Σχοινιά εκείνο το πρωί, πάνω στην άμμο και άκρη στην θάλασσα ίσα-ίσα να μην βρέχεται, δεν μου έκανε την ίδια γεύση κι απόλαυση με το μακρύτατο WR μου. Θα το ήθελα λοιπόν πιο μακρύ και πιο απλωτό κινητηριακά/κιβωτιακά, με χαρακτήρα λιγότερο Ertzberg και περισσότερο play-bike. Ή να κάνει την τρέλλα η ΚΤΜ και να βγάλει στην παραγωγή κι ένα δίχρονο 500άρι OR ακριβώς, «open ratio» ακριβώς, όπως τα Husky τού '80 ακριβώς.
Δεν είμαστε όλοι μωρέ φυντανάκια να τσακωνόμαστε ένα σαββατοκύριακο με τις κοτρώνες και τις ρίζες, στρίβοντας στο δίφραγκο, κλωτσώντας το χρονόμετρο και trialίζοντας το enduro μας. Για μια ντάνα old bones σαν τα δικά μου, τέτοια μοτοσυκλέττα χρειάζομαι κι αμαρτίες πολλές έχω. Αν ο συνάδελφος-συναγωνιστής εντουράς είναι 20άρης, ας πάρει το 150/200άρι. Αν είναι 30άρης μεστός, να ψωνίσει 250άρι. Κι αν είναι από κει και πάνω, να πάρει τ' απαυτά του και να τα κλωσσήσει πάνω σε τούτην ακριβώς την μοτοσυκλέττα και θα δει πώς/πόσο τα μέγιστα θα ανταμειφθεί. Στην δική μου ηλικία/άποψη/ψυχή/απόλαυση αυτό που μετρά δεν είναι οι τερματισμοί σε εναλλακτικούς αγώνες που κάναμε κάποτε. Αυτό που μετράει σε κατασταλαγμένους και πιο laid-back n' cool αναβάτες είναι η αίσθηση ότι ευχάριστα-άνετα-σχετικά ξεκούραστα, πολύ περισσότερο τεχνικά και περισσότερο απολαυστικά τούτο το ΚΤΜ σε φτιάχνει. (Δεν έχεις τίποτα να αποδείξεις πια, γιατί πολύ απλά ξέρεις ότι αποδείξεις ζητάει μόνο η Εφορία και οι ανικανοποίητοι συμπλεγματικοί άνθρωποι, άσε τα επηρμένα κι αυθάδικα φλώρια.)
Οπότε έχουμε: Ένα πλαίσιο να πηγαίνει όπου τού λες, κι ακόμα και λάθος να κάνεις, αυτό να σε βγάζει αλώβητο. Από φρένα; Tο πίσω παραμένει πάντα το μυγιάγγιχτο και κλασσικά-ευαίσθητο ΚΤΜ. Μόλις το αχνοενοχλήσεις, μπλοκάρει. Το μπροστινό γονατίζει γλυκά και απότομα μαζί, και ΑΥΤΟ είναι σωστή επιβράδυνση και πέδηση χωματερή. Ούτε μια στιγμή, παρ' όλες τις κλίσεις και τις τρελλές γωνίες, δεν μου μπλόκαρε να με ρίξει. Και μια και το αναφέρω, και τις δύο φορές που έπεσα (αριστερά), έπεσα γιατί δεν άνοιξα ΟΛΟ το γκάζι. Τα έκανε τούτο το μηχανάκι τόσο άνετα όλα, τόσο πολύ όλα, τόσο ελαφριά όλα, που με... κατέστησε παλιάτσο έναντι τού ίδιου μου εαυτού. Σαν να μου έλεγε: «Εγώ μπορώ, άνετα μάλιστα. Εσύ όμως μπορείς, αυτά που μπορώ εγώ;» Ομολογώ λοιπόν ότι «δεν μπορώ», για πλειάδα λόγων προσωπικών κι αληθών.
Τούτες οι δίτροχες-δίχρονες Serres μπορεί να μην ήταν ξυραφάτα τζεταρισμένες στις χαμηλές, να μουρμούριζαν στις χαμηλομεσαίες, μα απ' τις μεσαίες που σέντραρε η ροπή και τις ψηλές που τριπόδιζε η ιπποδύναμη, απλά ζητούσες περισσότερο χώρο να ξετυλιχτείς, να τρέξεις, να πετάξεις, να απελευθερωθείς. (Συστατικά ρήματα βασικά για την μοτοσυκλέττα και δη την χωματερή, και δη την εντούρο.) Να ομολογήσω εδώ ότι αναρτησιακά, διχάστηκα λιγουλάκι: το μπροστινό ήταν οριακά σκληρό για τις προτιμήσεις και τους καρπούς μου, ενώ το «άμοχλο» πισινό αμορτισέρ χτυπούσε, τσινούσε και «μπίσταγε» ακόμψως και περιέργως. Μπορεί να διάβαζε τέλεια, μα στις απότομες επαφές πέτρινου και ανυποχώρητου τύπου σού έστελνε την πινακίδα στα ουράνια να την τσεκάρει ο Ύψιστος! (Πότε επιτέλους θα αυτοξεβρακωθεί η ΚΤΜ και θα γλιστρήσει ένα μοχλικούλι πίσω να ησυχάσουμε κι εμείς, καιρό θα το περιμένουμε ακόμα; Άντε, μην καταντήσουν κι οι Αυστριακοί, σαν τους Γερμανούς με τους μαλακοΒΜWδοδιακόπτες!)
Διάφορα: 1/ Όλα είναι σωστά μαζεμένα-χωστά στην μοτό τούτη. Απ' την αριστερή μεριά κυρίως, ενώ από την δεξιά-χαμηλά θα κινδυνέψει το κυρίως σώμα τής εξάτμισης η οποία έτσι όπως είναι νικελωμένη, την λυπάται η καρδιά σου. 2/ Μπράβο στο διάφανο ντεπόζιτο. Έβλεπες και κανόνιζες. (Να προσθέσω ότι μάλλον προς το «καίει» το έχω το 300άρι, χωρίς να το λυώσω στις RPM.) 3/ Tζιτζάτο όργανο-tripmeter. 4/ Το τσεπάκι τής σέλλας κάνει για τα λίγα ευρώ τής βενζίνης. Κάποια στιγμή έβαλα και το μεζουράκι για το λάδι, αλλά το λυπήθηκα να το χαλάσω (το τσεπάκι) κι έτσι επέστρεψε στην μπανάνα εργαλείων μου. 5/ Συγχωρήστε με, μα δεν ψάχτηκα πολύ με ρυθμίσεις καρμπυρατέρ, ηλεκτρονικής και αναρτήσεων. Όπως προείπα: ήταν τέτοια η λύσσα μου, που τον ακράτητο είχα...
Αφιερωμένο εξαιρετικά. Στην ΚΤΜ
Για μια εταιρεία τόσο παραδοσιακά και επιτυχημένα χωμάτινη όσο η ΚΤΜ, τί να πεις; Αγοράζεις τα προϊόντα της και μόνο για να τιμήσεις την πίστη, την δουλειά και την εμμονή-επιμονή των Αυστριακών στους δύο – λαδιάρικους – χρόνους. Όχι να απαιτούμε από τους άλλους πίστη, και να πηγαίνουμε εμείς μετά να βγάζουμε τα μάτια μας, έξω κι αλλού; Όχι να μυξοκλαίμε που τα πνίξανε τα εργοστάσια τα διχρονάκια, και στο γκαράζ μας να αναπαύεται το τετράχρονο 450! (Με αντιλαμβάνεστε, νομίζω.) Αν πειστούν μάλιστα και συνεχίσουν επίμονα κι αφιερωμένα «στην κόντρα» και άλλοι – βλ. BETA, Gas-Gas, Husqvarna, ΤΜ – μάλλον το μέλλον δεν προδιαγράφεται και τόσο δυσοίωνο για τους αγαπημένους μας δύο χρόνους. (Και όχι, δεν τ' αγοράζω, ούτε τότε ούτε σήμερα: γιατί επιθυμώ απόλαυση-όχι ένταση, άπλωμα-όχι κοπάνημα, multiply-orgasmic γκάζια και όχι σπαστήρια-σιχτίρικα τύπου WESS!
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021