Η ομιλία των ανθρώπων μεταξύ τους είναι σαν την βροχή που πέφτει πάνω στην λαμαρίνα. Ένας διακριτικός ψίθυρος, ένας ήχος κρουστός, μία αρμονία γλυκεία. Ένα μουρμουρητό, ένα ρητό, μία ροή όσο και τανάπαλιν ρεύση. Οι λέξεις είναι σταγόνες που εξακοντίζονται από στόματα που ανοιγοκλείνουνε ακατάπαυστα και πέφτουνε σε αυτιά που από κατασκευής ολάνοιχτα είναι.
Συζητούν όλη μέρα μεταξύ τους οι άνθρωποι – την νύχτα η πάρλα συνεχίζεται μέσ' στο μυαλό, μέσα στα όνειρα – κι επικοινωνούν, συλλογίζονται ασταμάτητα και εμέσσουν το προϊόν τής διανοίας τους, όποια κι αν έχει ως τέτοια ο καθένας. Λόγια σε-δεσμίδες-σφαιρών, σκέψεις σε-γραμμή-παραγωγής, ιδέες σε-συνεχή-αναβρασμό έτσι και τέτοιες, που δεν προσέχει κανείς τίποτα πλέον ποτέ, πια και προπαντός πάντα.
Έχω τρία ανηψάκια εγώ, δυό εικοσάρες κουκλίτσες καυλιάρες κι έναν τριανταρούλη πολυάσχολο μπούλη – τα «παιδιά» τούτα λίγο θα περιγράψω. Πάνω απ' τα είκοσι η μια κι αρκετά πριν τα τριάντα η άλλη, η πρώτη ακόμη φοιτήτρια και η δεύτερη εργαζόμενη ήδη. Με τους γκομενάκους τους, τα σπιτάκια τους, τα κινητάκια τους, τα συμπαντικά γεγονότα που ουδόλως τις αφορούν, τα παγκοσμίως συμβάντα που εμμέσως τις αφορούν και τα προσωπικά γεγονότα που αμέσως τις αφοράνε [sic]. Ρε μιλάμε, όσες φορές τις έχω αυτές δει, «γλώσσα μέσα» τούτες δεν βάζουνε, (ελπίζω το αντίθετο να κάνουν στην πεολειχία).
Καθόμαστε στο κυριακάτικο τραπέζι ένα κομμάτι ψωμί για να φάμε και με το κινητό – όχι «παρά πόδα» ρε αείβλακα Ζαχαριάδη απέθαντε – ν' ακουμπά στο μαχαιροπείρουνο παρλάρουν ρετάρουν, λεξοκαυλαντίζουνε κι ιδεοσπρεκάρουν τον κόσμο ολόκληρο και τους δύστυχους ομοτράπεζους επί παντός τού αδιαφόρου κι επιστητού, κουνιστού κι ακινήτου. «Μπάλα ή πάσα» δεν τούς παίρνεις καμμιά: θα σχολιάσουν με την ίδια άνεση κι ευκολία, ταχύτητα και τραχύτητα, μαλακία και άγνοια απ' τα ελληνοτουρκικά μέχρι τα φλωρογκομενικά, τον πληθωριστικό τιμάριθμο και τα πανάκριβα διόδια στον Παναμά, πόσο θεοί είναι οι σημερινοί ινφλουένσερς και πόσο μαλάκες είναι οι σημερινοί καθηγητές, πόσο ημίθεοι είναι οι σημερινοί οπίνιον-λήντερς και πόσο μαλάκες οι σημερινοί καθοδηγητές, πόσο δεν υπάρχουνε πλέον άντρες ν' αξίζουν (η παλιά και γνωστή «κασέτα» αφού «δουλεύει» κλασικά σταθερά, γιατί ν' αλλαχτεί;) και πόσο υπάρχουνε μόνο γυναίκες π' αξίζουν (η φρέσκια και τής μοδός «κασετούλα» κι αυτή θα παιχτεί, μέχρι σταθερή-κλασική να γίνει κι ετούτη).
Απορώ πότε προλαβαίνουν οι κούκλες να φάνε να χέσουνε, να πιούνε να κατουρήσουνε, να γαμηθούν να γεννήσουνε, να κοιμηθούν να ξυπνήσουν. Μιλάνε από την στιγμή που στο σπίτι θα μπω, στο τζάκι θ' αράξω μπροστά με το ουΐσκυ που θα μού φέρουνε, να μού πουν τα ισοπεδωμένα-επαναληπτικά-βαρυεστημένα «νέα» τους, τα ξαδέλφια μου-οι γονείς τους. Οι πιτσιρίκες κινούνται διαρκώς ανάμεσα σε κουζίνα τσιμπώντας πατάτες και μιλώντας στο κινητό, γράφοντας μια εργασία για το Πανεπιστήμιο ή για ένα πρότζεκτ και μιλώντας στο κινητό, στην τουαλέττα πηγαίνοντας και στο κινητό φλυαρώντας. Και όταν καθόμαστε τελικά στο τραπέζι να φάμε το λαμπρό μενού που η εξαδέλφη μου ως αρίστη νοικοκυρά έχει μετά κόπων κι επαίνων ετοιμάσει-για-να-με-τιμήσει, σωριάζονται οι πιπίτσες στην θέση τους και συνεχίζουν να πολυλογούν είτε με το στόμα τους μπουκωμένο φαγάκι, είτε με το στόμα τους ποτισμένο κρασάκι. Οι τρόμπες γονείς – που τα κακομαθημένα «εργόχειρά» τους καμαρώνουν αμίλητοι και κάάάπου σίγουρα προβληματισμένοι – κουβέντα δεν βγάζουνε, άχνα καμμιά. Και μένω μόνον εγώ να προσπαθώ κάάάτι να πω μια λέξη ν' αρθρώσω μιαν ιδέα να μοιραστώ, με ακούν έκπληκτες και αδιάφορες οι μουνίτσες για δυό δευτερόλεπτα, ένα μικρό και ελάχιστα «άνοιγμα» – περισσότερο από ενόχληση και λιγότερο από ευγένεια – μού επιτρέπουν και μετά στον ποταμοχετό τούτον κορναρισμάτων και σαχλαμαρών [sic] ασφαλώς επιστρέφουνε και προσωπικώς πιτσιλάνε.
Το ανηψάκι μου – αν και αγόρι-άντρας-αρσενικό – τα ίδια, να μην πω χειρότερα κιόλας! Εργάζεται ως μεσαίος-μα-ανερχόμενος μάνατζερ σε μια πολυεθνική, επειδή τού δώσαν εταιρικό αυτοκίνητο τού έχουν φορτώσει κι ένα κάρρο ευθύνες, εργάζεται σχεδόν-τελικά ολημερίς καθώς με το επίσης-εταιρικό κινητό τον έχουνε «πρόθυμο, πρόχειρο, πρόδουλο» όποια ώρα καυλώσει να δώσει εντολή ο κύριος προϊστάμενος, η κυρία τμηματάρχις κυλόττα αλλάξει, μέχρι κι ο μούλος ο αποθηκάριος τον απασχολεί Κυριακές και αργίες. Βρεθήκαμε καλοκαιριάτικα στο παραθαλάσσιο εξοχικό τής άλλης ξαδέλφης μου και ήμουν προσκεκλημένος της, «να κάνεις κι εσύ κανένα μπανάκι βρε Ντανάκο μου, όχι όλο διαλογισμό και σπηλιά, άσκηση και νηστεία...» κι επειδή την ξαδελφούλα μου τούτην εγώ παιδιόθεν την αγαπώ, προθύμως έσπευσα και παρέστην.
Κι έφαγα «πακέτο» τον γιόκα της – που όλο μιλούσε ο κατά τα άλλα κούκλος σκέτος – συνεχώς για δυό (2) μόνο πράγματα και επιμένω στο «συνεχώς»: για την δουλειά του (που είχε, αλλά δεν άντεχε) και την γκόμενά του (που άντεχε, αλλά δεν είχε). Όλο το σαββατοκύριακο – ο «μικρός», που ήταν τριανταπεντάρης πια – αναλώθηκε σε εμφανίσεις του στον καφφέ/ούζο/τραπέζι μας μετεωρικές κι αγχολυτικές, τον ακάθιστο είχε καθώς απ' τον καφφέ τσίμπησε τα κουλουράκια και μια «καλημέρα» στον θείο του πέταξε, στο ούζο μια ελιά και λίγο τυράκι δάγκωσε και μια «καλή όρεξη» στον θείο ευχήθηκε και στο τραπέζι που τελικά μάς έκανε την μεγίστη τιμή και παρακάθισε, με το αριστερό χέρι έτρωγε και με το δεξί χέρι πληκτρολογούσε. Μηνύματα. Στην δουλειά. Στους υφιστάμενους και συνεργάτες, στους προϊστάμενους κι εντολείς. Με τις εταιρείες εξωτερικού (που αυτήν την ώρα στην Κίνα ήτανε ανοικτές), με τις εταιρείες εσωτερικού (που αυτήν την ώρα ήτανε βέβαια ως ημεδαπές εντελώς κλειστές, μα επικοινωνούσε με τους άλλους μαλάκες-σαν-αυτόν, που στην μαμμά τρώγανε και ταυτοχρόνως δουλεύαν, συνομιλώντας).
Είχα μείνει να χαζεύω την «νεολαία» μας/τους και να μην μπορώ να πιστέψω τούτο που έβλεπα. Κι όσες φορές τα παρακάλεσα έως τελικώς μπινελίκωσα τ' ανηψάκια να παρατήσουν τα κινητά, να βγάλουνε τον σκασμό και να φάνε ή ν' ακούσουνε έστω μία (1) κουβέντα – κακός έγινα, ο στρυφνός και γραφικός, παρμένος και δοσμένος, ούφο και μόγγολο «θείος» που τελείως «παππούλης» κατάντησε κι ας είναι μάγκας κυρίλας σπορτίφ, έξυπνος μορφωμένος και συγγραφέας, «μούρη» και «πάρτη του» και «προχώ», (καταπώς τούτα παραδέχονται, λένε). Τα μούλικα γλώσσα μέσα δεν βάζανε καθώς σε μόνιμο και διαρκές λεκτικό παραλήρημα ήταν, οι καμαρώνοντες και μαλακισμένοι γονείς σιωπούσαν – οδοστρωμένοι, μα κατά βάθος περήφανοι – για το τί λαμπτήρες γνώσης και κοινωνικότητας, φωστήρες διανοίας κι επικοινωνίας, αστέρες επιτυχίας κι αναγνωρισιμότητας είχανε στήσει αυτοί κι εγώ πήγα στο σπορ αυτοκίνητό μου να βάλω στ' αυτάκια μου κάτι ωτοασπίδες που έχω και τις φορώ, όταν πλακώνομαι σε καμμιά ξεχασμένη-χαραματιάτικη «ειδική διαδρομή» και η εξάτμισή μου η ελεύθερη ξεσηκώνει πουλάκια και αλεπούδες.
Έτσι είναι πλέον σήμερα... «the shame of things... already here»! Η κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο ανοίξαν-ξεχυλώσαν-ξεσκίσανε τα στόματα των ανθρώπων και πλέον κουμάντο κάνουνε και διοικούν το Instagram και το Twitter, το Facebook και το Tinder, το Tiktok και το Youtube – τέλος. Γιατί; Διότι συνέδεσαν δωρεάν κι άκοπα το μυαλό με το στόμα σε ευθεία επικοινωνία και συνεχή σύνδεση και πλέον ό,τι η κάθε μουνίτσα οιστρογονικά και πυρκαύλως γεννά, πρέπει να κάτσουμε εμείς να το λουστούμε και δη όλο. Όπως και ό,τι η κάθε πουτσούλα ασθενοσπερμικά πλέον πετά, πρέπει να παλουκωθούμε εμείς, να το σκουπιστούμε κι αυτό όλο. Ρε ο Βούδδας και ο Παΐσιος να επιστρέψουν να κατεβούν, αυτές Mad Clip και Τανιμανίδη θ' ακούσουν. Ρε ο Χριστός κι ο Σωκράτης να επανέλθουν στην γη, αυτοί Τούνη θα προσκυνούν και Μπόμπα θαυμάζουν...
ΟΚ, βρίσκομαι και εγώ στο απολύτως έτερο άκρο: αραχτός και ευκίνητος εντός σπηλιάς μου από ετών, βγαίνω έξω μόνο για να επικοινωνήσω με τους άλλους ανθρώπους και κάπου να συνδεθώ, μα το μάθημά μου απ' τα ίδια μου... τα βιβλία δεν πήρα. (Ο δόλιος ο βλαξ, που μόνο δόλο δεν έχω.) Δεν αντελήφθην ότι δεν χάθηκαν τζάμπα κι εξαφανίστηκαν τα βιβλία μου, οι σκέψεις κι οι λέξεις μου, η φωνή η δική μου: άμα λες «κάτι» σήμερα, απαγορεύεται να πέσει τούτο μέσα στα μπάζα τα λαλημένα και άναρθρα που κυκλοφορούν. (Άσε δε που ελληνική λογοτεχνία – τρομάρα της – κάνουνε μπέμπηδες που για την μανούλα τους γράφουνε, πούστηδες που για την μανούλα τους γράφουνε, αγάμητες που για τον μπαμπούλη τους γράφουνε και λεσβίες που για τον μπαμπούλα τους γράφουν... says I and me only.)
Τώρα κάάάπως τελευταία – και με την πολύτιμη συμβολή των ανηψακίων μου [sic] – κατάφερα τούτο ν' αντιληφθώ: ότι αφού για εμένα η γραφή στο κενό έπεσε, δεν θα χαθεί κι η φωνή μου; Αφού οι λέξεις μου μείναν χωρίς ανταπόκριση, δεν θα μείνουνε κι οι κουβέντες μου ξεκρέμαστες έωλες περιττές, ακαταλαβίστικες κι ενοχλητικές, μπερδεμένες βαριές, δυσάρεστες αν και «ψαγμένες», δύσπεπτες αν και «σοφές»;
Οι άνθρωποι σήμερα μιλάνε ΠΟΛΥ, για δυό λόγους: 1ον/ ν' ακουστούν έξω και να υπάρξουνε και 2ον/ να μην ακούσουνε μέσα τους τίποτε, γιατί θα τρομάξουν. (Λίγο – αν μπορείτε κι αν θέλετε – σκεφτείτε το, τούτο.) Ουδείς ακούει και άπαντες ομιλούν: είναι σαν όλοι να κατουρούν και κανένας το καζανάκι στοιχειωδώς-τελικώς να τραβάει! Φυσικά και δεν λέω ότι τον κύκλο έχω τετραγωνίσει εγώ, μα άμα κάνω και μια βδομάδα για να μιλήσω με έναν άνθρωπο, πώς να αντέξω τον fake λεκτικό οργασμό τής καθεμίας μουνίτσας «που μιλάει συνέχεια» (καταπώς Τζούμας έφα, και τώώώρα άπασες θυμηθήκανε τί κλούβιο τσόφλι αυτός είναι), πώς να υποστώ την faux εκφραστική εκσπερμάτιση τού καθενός παπαράκου που είναι «στα τέσσερα» (καταπώς Καμμένος έφα, και τώώώρα άπαντες θυμηθήκανε τί κύμβαλο αλαλάζον ψηφίσανε).
Φακ δεμ ωλλ, ένα λέω. Η ανθρώπινη ομιλία είναι ΑΚΡΙΒΩΣ και ΜΟΝΟΝ αυτό, και ΕΤΣΙ πρέπει ΑΥΤΗ να 'ναι: μια βροχή πρωϊνή. Αιθέρια λεπτή σιωπηλή, χαϊδευτική καθαρτική ανατασιακή, θεραπευτική ευλογητική παρηγορητική, οδηγήτρια και σοφή, ουσιαστική και αντιφωνήτρια, αδιαπραγμάτευτη και ζωηφόρος.
(Κι όλα τα άλλα είναι τζίρο να κάνει ο Ζάκερμπεργκ, κόκα να σνιφάρουν οι ινφλουένσερς και κόλλυβα ήδη να βράζουνε οι γονείς – Ντάνης this time έφα.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022