Ρατσιστής δεν είμαι και δεν υπήρξα ποτέ. Εθνικιστής δεν είμαι και δεν θα γίνω ποτέ, αγαπάω όμως την χώρα μου, πονώ το χώμα της που γεννήθηκα πάνω του, πίνω τα νερά της που ακούω πάντα στον ύπνο μου και τρέμω στην ιδέα πως κάποιοι μπιζυμπόντυδες αμερικανόδουλοι κι ευρωπαιοϋπάλληλοι απεργάζονται σήμερα το δικό της το τέλος.
Στην Κυψέλη μου που μεγάλωσα, από νωρίς ένιωσα τι θα πει η λέξη «κυψέλη»: ήταν το μπουντουάρ της βασίλισσας, το κάτεργο των εργατριών-μελισσών, τα καλλιστεία κηφήνων. Εκεί μέσα στους ραγισμένους τους τοίχους της κούρνιασαν οι ξένες φυλές πρώτα: Πακιστανοί μελαψοί και Άραβες σιωπηλοί, Ρουμάνοι καχύποπτοι κι Αλβανοί μουλωχτοί, αγαθοί Πολωνοί και Βουλγάροι βασιβουζούκοι. Από εδώ πέρασαν και περνούν «των εχθρών τα φουσάτα», καθώς εδώ δοκιμάζεται ό,τι από τους κρατούντες έχει οριστεί ως το τέλος που θα 'ρθει. Στην αρχή το θέαμα ήτανε γραφικό, μετά το θέαμα έγινε αναγκαστικό, κατόπιν το θέαμα έγινε επιβιωτικό και τώρα το θέαμα είναι μια τραγωδία. Τώρα οι ματιές όλων γυαλίζουνε, σήμερα άπαντες κάθονται πάνω σε μία χειροβομβίδα και με την περόνη της τα δόντια τους καθαρίζουνε, έναν καινούργιο Γρηγορόπουλο περιμένουνε για να κάνουν την πόλη των Αθηνών ολοκαύτωμα, τον επόμενο Κορκονέα αναμένουνε για να γίνει η συνοικία μου Λος Άντζελες επί εποχής Ρόντνεϋ Κινγκ, να καταλήξει το μπάριο τούτο των αλλοεθνών σε Θερμοπυλών μάχη.
Ήμουν εκείνο τ' απόγευμα στα μαρμάρινα σκαλιά του σπιτιού του Αντώνη. Παλιοί, βέροι και γκάγκαροι Κυψελιώτες κι οι δυο διατηρούμε ακόμη με πείσμα το αναφαίρετο δικαίωμά μας να καθόμαστε τα γλυκά, ζεστά κι αποβροχερά απογεύματα στα σκαλιά του και να πίνουμε τον καφέ μας, τα τσιγάρα μας να καπνίζουμε και να κοιτάμε να σχολιάζουμε την κίνηση που έχει ο δρόμος. (Κάτι σαν τους γέρους του Muppet show!) Λεωφορεία που ανεβαίνουνε, ταξί που άδεια πια τριγυρνάνε, άμυαλοι μπάσταρδοι με κομμένων εξατμίσεων παπιά σουλατσέρνουνε και κάτι γιαπωνέζικα καταλυτικά «γρήγορα» σέρνονται με εκκωφαντικά ηχοσυστήματα μέσα μην και χαθεί ο ήχος του Κιάμου του Οικονομόπουλου, του Βέρτη της Καλομοίρας. Μανάδες που μπαφιασμένες περπατάνε σκυφτά, Αιθιοπίνες αέρινες και Φιλιππινέζες κακάσχημες, κάτι στραβόξυλα γέρων υπόλοιπα που απορούν και οι ίδιοι γιατί ζουν και κάτι γριές ξόανα που ακόμη στην εφηβεία των charts την Μενεγάκη κρατάνε.
Άφθονοι μαύροι απάντων των αφρικανικών χωρών και εθνών, μανιαμούνιες Κινέζοι ανάκατα με στραβοχυμένες Ουκράνες, κάτι πιτσιρίκες βαλκάνιες αφράτες και έτοιμες από Γιουροβύζιον μέχρι Γιουροπαρτούζιον κι εκείνοι οι ηλικιωμένοι Αλβανοί στην πλατεία Κυψέλης να παίζουνε με μανία ντάμα και τόμπολα, τάβλι και σκραμπλ. (Η κυρία Κική Δημουλά που «δεν βρίσκει παγκάκι να κάτσει», ας κοπιάσει να βγει από το σπιτάκι της και μη φοβηθεί στην πλατεία ν' αράξει. Φαίνεται όμως πως η διαδρομή Τράπεζα της Ελλάδος-Πυθίας αποκλεισμένη την κράτησε, όσο κι η τρανή βιβλιοθήκη του συζύγου της Άθω.) Κατηφορίζω καμμιά φορά για δουλειές στην Φωκίωνος κι εκεί στην αρχή στο παλιό μου σχολειό συναντώ αεικίνητα παιδικά μαύρα κορμιά να παίζουνε μπάλα με άλλα δυσκίνητα παιδικά άσπρα κορμιά. Ακούω γλώσσες άγνωστες πασπαλισμένες με έθνικ «ρε μαλάκα», καθώς τούτη την λέξη κατάφεραν οι Έλληνες και την παντεντάρισαν διεθνώς μαζί με το σουβλάκι και τον μουσάκα, τα ρουμς-του-λετ και το τράτζικ-γκρηκ-ντεμπτ, τα άλλα κλάφ' τα Χαράλαμπε αφού έχουνε πάει άπαντα άπατα απ' το πολύ το «fast-track» και το «open-gov», το κέρατό τους το τράγιο.
Καθόμασταν με τον Αντώνη αμέριμνοι και συζητούσαμε απ' το πώς θα τεστάραμε μια Lamborghini Miura με μια Ferrari GTO στο Μονακό φυσικά, πώς θα γκρεμίζαμε το σπίτι του, θα το κάναμε όλο έναν καταπράσινο κήπο με μια τέντα στην μέση και νερά να κελαρύζουνε διαρκώς, ως το πώς ο Δικαστής κι ο Ληστής έχουνε συμφωνήσει τον κοσμάκη να κάψουνε καθώς κι ένα σωρό άλλα δικά μας. Κι απ' το βάθος του δρόμου ακούστηκαν γι' άλλη μία φορά δύο παπάκια, δυο μηχανάκια κινέζικα ν' ανεβαίνουνε φορτωμένα την ανηφόρα - δεν έδωσα σημασία. Δυο μηχανάκια με εφτά ανθρώπους επάνω τους, δυο μηχανάκια μ' ένα μάτσο κορμιά και μέλη πολλά, θόρυβο γέλια φωνές, κορναρίσματα φρεναρίσματα φασαρία, στενάζαν οι αναρτήσεις από το βάρος τους, τσιχλώναν οι αλυσίδες από το τέντωμα και ζορίζονταν οι κινητήρες να μεταφέρουνε με τα ελάχιστα αλογάκια τους τούς ανθρώπους. Στο ένα γυαλισμένο και καθαρό μηχανάκι ήταν μπροστά, στο τιμόνι όρθιο πατώντας στην ποδιά ένα φεγγαροπρόσωπο κοριτσάκι με κάτι μάτια ανοιχτά, μα τόσο ορθάνοιχτα που σχεδόν έδυσε ο ήλιος. Πίσω του ήτανε ο πατέρας του, ένας μετανάστης αδύνατος δυνατός, ένας Αλβανός ισχνός μα σκληρός, ένας Γκεγκοτσάμης κατάλευκος που οδηγούσε, μιλούσε, γελούσε και τραγούδαγε ταυτοχρόνως. Πίσω του κολλητά καθόταν ένα μικρό αγόρι τρομαγμένο αμίλητο με κάτι αυτιά πεταχτά, τα χεράκια του περασμένα σφιχτά στου πατρός του την μέση και στο τέλος, στο χείλος της σέλας καθότανε μια νταρντάνα Αλβάνα από Δυρράχι-μεριά με τις δίπλες της τα βυζιά της, τα στολίδια της τα χρυσά της, το ξανθό της μαλλί και την έγνοια της να φτάσουνε σπίτι σώοι και αβλαβείς όλοι τους, να βγάλει αυτή τα παπούτσια που της είχαν χτυπήσει τους κάλους.
Και δίπλα τους ακριβώς, δίπλα τους διακαώς τσουλούσε ένα άλλο ίδιο παπί με πλήρωμα άλλη μία οικογένεια φιλτάτων βαλκάνιων, Αλβανοί και ετούτοι. Ο πατέρας μπροστά να μιλά και να φωτίζει ένα διώροφο σετ σάπια δόντια, πίσω του η κορούλα του να προσπαθεί να χτενίσει τα μαλλιά της πάνω στην ολότελα περιορισμένη δυνατότητα κίνησης και κλείνοντας το τρίο τούτο καρώ – η μανούλα στο σενάριο, ακόμη μία Αλβάνα με απροσδιόριστο πρόσωπο, ένα σώμα παρατημένο μπατάλικο κοντοκώλικο κι ας ήταν-δεν ήταν τριάντα. Οι δίδυμες τούτες μπαϊκεράδικες οικογένειες ακούγονταν ήδη από μακριά, φώναζαν ο ένας στον άλλον, τραγούδαγαν από μέσα τους και γκάριζαν ευτυχισμένοι απ' έξω, σάλια φεύγανε απ' το στόμα τους, χέρια κουνιόντουσαν στον αέρα και σχεδίαζαν ένα διάλογο με την Ζωή που μεταφραστής ή διερμηνέας αδυνατεί να αποκρυπτογραφήσει: στο φτερό εγώ αντιλήφθηκα πως κάτι ξεχωριστό κι ειδικό υπάρχει εδώ και τσούρωσα προσοχή και αυτιά αυτό το κάτι να πιάσω. Σωπάσαμε αυτομάτως με τον Αντώνη κι οι δυο, στρέψαμε τα σώματα κι αρχίσαμε να κοιτάμε το ταχέως κινούμενο «δρώμενο», λες και ήμασταν κινηματογραφικό συνεργείο του Τζων Φρανκενχάιμερ, του Mάικλ Μαν, του Κλωντ Λελούς έστω. Για μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν από μπρος μας άνθρωποι που δεν καβαλούσανε μηχανή αλλά την ίδια την Ζωή και σκόρπιζαν δίπλα και πίσω τους μιαν Αύρα ανεκλάλητη, μία Αίγλη αιώνια απολλώνεια, μία Αυγή ιερή εκτυφλωτική που μας άφησε αμφότερους σέκους. Δεν ήταν η Εικόνα αυτών των δυο οικογενειών που μετακινούνταν απλώς με τα μηχανάκια τους, αλλά ήταν η Δύναμη αυτών των Ανθρώπων που εξερράγη μέσα σ' ένα στενό δρόμο της Κυψέλης μου και τα μόνα ζωντανά θύματα-μάρτυρές της ήμασταν οι δυο εμείς γηραιοί αποσβολωμένοι.
Η ανεμελιά, η ευτυχία κι η ασυδοσία. Η αγνότητα, η αμεριμνησία και η ελαφρότητα. Η ανεύθυνη σοβαρότητα, η επαρχιωτική αλλοεθνικότητα και η οικογενειακή ενότητα. Η ανύπαρκτη άποψη ότι όλος ο υπόλοιπος Κόσμος απλά δεν υπάρχει και τούτοι οι επτά τον είχανε – εκείνη ακριβώς την στιγμή – επιεικώς ξε-γραμμένον, η αδιάφορη υπογράμμιση ότι η αληθινή Ζωή σωστά και απολύτως σοφά αδιαφορεί για οτιδήποτε δεν την κινεί και την συγκινεί, η πιτσιλωτή ρηχότητα και κεραυνοβόλα πτητικότητα μιας σκηνής που δευτερόλεπτα κράτησε και αυτόματα πήρε την θέση της στο Λούβρο, στο Πράδο και το Ουφίτσι ταυτόχρονα, το κάδρο μιας Ζωής που σβήνει στο ίδιο dt που δημιουργείται. Δυο άντρες που οδηγούνε δυο μηχανάκια κοινά, με τα παιδιά τους επάνω και τις γυναίκες τους πίσω τους – τόσοι Τρίτοι Κόσμοι το ίδιο ακριβώς κάνουνε κι έχουνε βγάλει παχυλό μεροκάματο διάφορες γκόμενες ανορεξίας-κι-απάρτου-κατάστρωμα, στις τηλεοράσεις τις βολτούλες τους να μας δείχνουν. Όποιος ιντερνάσιοναλ φωτογράφος σέβεται τους φακούς που έχει στην τσάντα του, έχει κι από μια μπαταριά slides με Βιετναμέζους να κουβαλάνε γελάδια ολόκληρα σε ποδήλατα, κοκαρισμένους Κολομβιανούς να πηγαίνουν στην εκκλησία με αραμπά που τον σπρώχνουν γυναίκες, εβένινους και πάμφτωχους Αφρικανούς σε καρότσια να σέρνουνε την πραμάτεια τους, που με δυσκολία θα χωρούσε ο Υπερσιβηρικός κι όχι μόνο.
Μα τούτοι οι δυο Αλβανοί, τούτες οι δυο Αλβανές και τούτα τα τρία Αλβανάκια είχαν διαχωρίσει στα δύο την Γη, είχαν κρατήσει τα Ύδατα χωριστά, είχαν καταφέρει να σταματήσουνε τους απίστους Αιγύπτιους μακράν των γραμμών τους και διέβαιναν ανέμελοι και ουδενός επιχαίροντες καθ' οδόν προς το σπίτι. Έλαμπαν πρόσωπα, μάτια στραφτάλιζαν και χέρια κρατούσαν σφιχτά, πόδια είχαν κλειδώσει ισορροπία παγκόσμια έτσι ακριβώς όπως η Παγκόσμια Ισορροπία εξαρτάται απ' το πέταγμα μιας πεταλούδας στον Αμαζόνιο, απ' το φτέρνισμα ενός μοναχού στο Θιβέτ, απ' το τίναγμα του σπέρματος στο πρόσωπο γαλλίδας πορνοστάρ, απ' τον θάνατο ενός βρέφους στο Ιράκ από έλλειψη παιδικών εμβολίων. Επτά πολίτες της γείτονος χώρας, εφτά ψυχές ανθρώπων ολόιδιων με εμάς περνούσαν μπροστά μας και δεν είχανε τίποτα για να βρεις, δεν ήτανε τίποτα για να δεις, δεν κάνανε τίποτα για να κάνεις. Επτά κορμιά ζωντανά, εφτά ανάσες ολόιδιες διαφορετικές κυλούσανε και περνούσαν με θόρυβο γέλια φωνές, μπροστά από δυο πενηντάρηδες Έλληνες – εμένα και τον Αντώνη – που μόνο σημερινοί Έλληνες δεν ήμασταν, γιατί είμαστε Έλληνες όπως οι Έλληνες έχουν ξεχάσει και δεν θέλουν να είναι. (Έλληνες δηλαδή ταπεινοί και πτωχοί, Έλληνες άγνωστοι και λιτοί, Έλληνες φίλοι με όλους.) Να κοιτούν τρυφερά με χαρά τις οικογένειες τούτων των Αλβανών που περνούσανε δυνατά, όπως οι Έλληνες έχουν αρνηθεί και παγώσει. Να κοιτάζουν αμίλητοι τούτη την περαστική τελετή και να θυμούνται όταν η χώρα τους και οι άνθρωποι οι δικοί της κάποτε το ίδιο κάνανε: βάζαν την οικογένειά τους στο δίκυκλο ή στο τρίκυκλο, στο αυτοκίνητο ή στο φορτηγό και με τα πουκάμισα ανοιχτά, τα παιδιά σιδερωμένα και καθαρά, την μάνα όλο έγνοια και ομορφιά πηγαίναν για μπάνιο ή για επίσκεψη στην γιαγιά, μια βόλτα κυριακάτικη να ξεσκάσουν ή για να φάνε σε κάποιο ταβερνάκι πιο μακριά άμα το καλούσε το βαλάντιο κι η μέρα.
Έχουνε δει κάμποσα τα μάτια μου, τα περισσότερα προσπαθώ να ξεχάσω. Ελάχιστα όμως επιμένω να τα κρατώ, όπως τον αποχαιρετισμό του Απόστολου την δαγκωματιά του γατιού, τα νερά του Αιγαίου, της Αφροδίτης τον έρωτα. Και τούτους τους επτά Αλβανούς που ευτυχισμένοι κι αμέριμνοι ανέβαιναν την οδό της Κυψέλης μου σε ένα απόγευμα μέσα που να σβήσει δεν έλεγε, καθώς έσπερναν ξόδευαν χάριζαν πίσω τους ένα κορδόνι ζωής, ένα αυλάκι πνοής, έναν τυφώνα αγάπης. Αγάπης άρρητης διαφανούς, αγάπης ανόθευτης αρραγούς, αγάπης ιερής και ετοιμοθάνατης ταυτοχρόνως. Γιατί απλά τούτο είναι η Ζωή και η ζωή μόνο.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013