Ήμουν στην διάβαση και περίμενα ν' ανάψει το δικό μου φανάρι. Πεζός κι όρθιος, με τα χέρια μου στο παλτώ, τον σκούφο μου στο κεφάλι και το τσιγάρο αναμμένο στο στόμα. Κι από δεξιά, «σπάει» ξερά και στεγνά το STOP μία γκόμενα μέσα στο γαλλικούλι-κοκκινούλι-καμπριολούλι αυτοκινητάκι της και τον βλέπω ήδη εγώ τον ντελιβερά ξαπλωμένο κάτω απ' το καλτσονάτο διαφορικό της. Φρενάρει του πανικού ο τριτοκοσμικός, μπλοκάρουνε άπαντα, βροντάει τούτος χαμαί κι ενώ το 'χει σώσει κάπως ο δύστυχος, ανοίγει κλαπέτο πιτσοκυτίου η quattro stagioni πίσω του και χύνεται σπλασαριστά στην βρεγμένη άσφαλτο πάνω. Κι η γκόμενα, ίσα που φρέναρε. Σταματάει κι ανάβει επιτόπου τ' αλάρμ, εγγράφει στα περιποιημένα νυχάκια της όλη την πηγμένη κυκλοφορία, κατεβαίνει κάτω, πηγαίνει πίσω και πλάι του ζουζουνί της τουτού και αυστηρά πιο κι από Γερμανός κτεοτζής, επιθεωρεί λαμαρίνες και πλαστικάντζες. Κι αφού τα βρίσκει άπαντα αγρατζούνιστα και τζιτζί, τότε γυρνά στον βροντημένο κι εμβρόντητο, γδαρμένο και ματωμένο διακομιστή και του σκάει μια προπετή μούντζα κατάμουτρα, ως αμοιβή και ταμείο των ηρωικών αυτοσυντηρητικών προσπαθειών του.
Πάω σπίτι μου κι ανοίγω την τηλεόραση – όχι ώστε ειδήσεις να δω, αλλά για να μελετήσω εμβριθώς τις επαναστατικές μπροσούρες των απλήρωτων εργαζομένων της ΕΡΤ. Να φτιάξω συκώτι με τις ιερεμιάδες του Μπάμπη Απαπαδημητρίου, να δω ποια μάγουλα τράβηξε πάλι η Τρέμει και να λύσω το αιώνιό μου μυστήριο, πώς γίνεται η γενειάδα του Τσίτα να 'ναι άσπρη και μαύρα εκεινού τα μαλλιά. (Το STAR δεν το βλέπω. Το γράφω στο βίντεο προσεκτικά και το αναλύω μετά εξονυχιστικά στα esoteric σεμινάρια που διδάσκω, όπου μου κάνουν την τιμή να με παρακολουθούν ευλαβικά, στελέχια και πράκτορες από διάφορες χώρες του κόσμου.)
Παίζει λοιπόν το κουτί ένα βιντεάκι από μιαν-ακόμη ληστεία, σε ένα ελληνικό βενζινάδικο. Και η ληστεία αυτή – καταγεγραμμένη από την κάμερα «ασφαλείας» (sic) – δεν είναι ένα-ακόμη αστείο, κωλοπαιδίστικο και χαβαλεδιάρικο βιντεάκι των «Αρβύλα» ή των προγόνων τους, των ΑΜΑΝ. Στην ολοζώντανη, ματωμένη και ημιφονική, βίαιη και τρομακτική ταινιούλα των σαράντα δευτερολέπτων παρατηρώ ολοκάθαρα δύο κουκουλοφόρους να μπουκάρουνε στο ταμείο του πρατήριου, να κραδαίνουν ένα πιστόλι και ένα μαχαίρι και να επιτίθενται ξαφνικά και δυνατά στον δύστυχο τον βενζινοπώλη. Τον μεροκαματιάρη κι ανυπεράσπιστο, τον τριτοκοσμικό και ανίδεο, τον ξενυχτισμένο κι απλήρωτο, τον παχύσαρκο και άοπλο φυσικά. Του επιτίθενται και αρχίζουν να τον τρομοκρατούν και να τον μαχαιρώνουν, να τον κόβουνε και να τον κοπανάνε επί παράλογα πολύ χρόνο λες και μαζί του είχανε προηγούμενα, λες κι ο μετανάστης αρνήθηκε να τους δώσει ό,τι ζητούσαν, λες κι ο παράνομος εργαζόμενος τούς τσαμπουκαλεύτηκε ενθυμούμενος και προβάροντας δάνειες τεχνικές από Στήβεν Σηγκάλ, Μάικ Τάισον και Μπρους Λη ταυτοχρόνως.
Τον πετσόκοψαν τα καθάρματα άδικα, παράλογα, σχεδόν φονικά κι εκείνος ο δύστυχος τούς παρακαλούσε, ούτε καν αμυνότανε. Προσπαθούσε μόνο ν' αυτοπροστατευτεί, τους εκλιπαρούσε να του χαρίσουνε την ζωή κι εκείνοι είχαν κανονικά διονυσιαστεί – πώς τρελαίνουν οι ύαινες η μία την άλλη με την θέα του αναβλύζοντος αίματος; (Εμ βρε κακόμοιροι, δεν είναι εκεί έξω η ζωή, ντοκυμανταίρ του Νational Geographic!) Είχαν λησμονήσει οι φονιάδες τον λόγο για τον οποίοι μπουκάρανε κι είχαν βαλθεί να κομματιάσουν το πακιστάνι – ε στο τέλος κουράστηκαν, ανοίξανε το ταμείο κι αρπάξανε ό,τι βρήκανε, σηκωθήκαν και φύγαν.
Where's my point and the catch? Οι εγκληματίες ήτανε έτοιμοι, ενώ ο υπάλληλος όχι. Οι επιτιθέμενοι ήταν αποφασισμένοι και πρόθυμοι, ενώ ο αμυνόμενος ήταν απροετοίμαστος και αμέριμνος. Οι άλλοι θέλαν και επιβάλανε κάτι με την λεπίδα και τον τσαμπουκά και εκείνος υπέκυψε, δέχτηκε τον δικό τους τον νόμο. Μη όντας εκπαιδευμένος ή ικανός, καν θυμωμένος ή διαμαρτυρόμενος, τουλάχιστον ζωωδώς πράττων και αυτοσυντηρητικώς ενεργών έκατσε και λούστηκε δυστυχώς όλη την βία που του εξάσκησαν αδικαιολόγητα και απρόκλητα κάποιοι άλλοι. "And he put his life down the line" – και το δηλώ αγγλιστί γιατί μόνον έτσι παίρνει το ξεχωριστό της το βάρος η φράση – προκειμένου στιγμιαία ν' απαλλαγεί να γλυτώσει, όλα να τα δώσει αυτός μπας και σωθεί, λες κι αν μου/σου/του κάτσει η στραβή, η ζωή μου/σου/του θα εξαρτηθεί απ' το πόσο κοτούλα θα είμαι/θα είσαι/θα είναι.
Κι αν το αίμα δεν σας έφτασε εσάς, πάμε τώρα και στο αληθινό First blood, (πού είσαι ρε γίγαντα Τζων Ράμπο να πάρεις μαθήματα). Στο τραπέζι της κουζίνας μου πάνω καμαρώνει ο λογαριασμός της ΔΕΗ, ο οποίος λογαριασμός τούτος δεν είναι – όπως και εσείς ήδη πικρά θα γνωρίζετε – όποιος και όποιος, καθώς φέρει κρυφομπάνικα μέσα στα σπλάχνα του το περιώνυμο, πρόστυχο όσο και δυσβάσταχτο «χαράτσι» των ακινήτων. Αποφάσισε κάποιος έλληνας Βενιζέλος-ονόματι πως έτσι θα εξευμενίσει τις διεθνείς «αγορές» και θα ξεχρεώσει η Ελλαδίτσα τις μίζες του Τσοχατζόπουλου (μόνον αυτός πήρε;), του Τσουκάτου το εκατομμύριο (μόνον αυτός στο κόμμα το έδωσε;) και μαχαίρωσε βίαια και απρόκλητα, άδικα και παράλογα το σύνολον της Ελληνικής Ιδιοκτησίας. Και με ποια λογική; «Δεν μπορώ να τα πάρω απ' αυτούς που με κρατούν να σας κυβερνάω, γι' αυτό θα τα πάρω από αυτούς που δε με κρατούν για να τους κυβερνάω». Και έσπευσε – κατά την εξωνημένη πλην όμως πανηγυρική εκ χαζοκουτίου ανακοίνωση – το 85% του περήφανου και αδούλωτου ελληνικού λαού να πληρώσει τον ευρωπαιοθωμανικό τούτο φετφά μη και μείνει ο μπάσταρδος χωρίς φραντζολάκι, μη και μείνει η μπέμπα χωρίς ζεστό μπιμπερό, μη και κρυώσει ο πρωκτός της γριάς και δεν ψήσει το καφεδάκι στην άμμο ο γέρος.
Το γυρίζω. Αν δέχεσαι όποια βία απ' όπου κι αν αυτή έρχεται, αν αποδέχεσαι όποια κίνηση – καθαρά επιθετική – από οποιονδήποτε η οποία στρέφεται καθαρά, αναίτια και προκλητικά έως φονικά κατά σού και δεν κάνεις τίποτα, τότε άξιος της όποιας μοίρας σου είσαι. Γιατί η μοίρα δεν είναι το κισμέτ, το γραφτό ή το απλώς πεπρωμένο, αυτό το οθωμανικό «σφάξε με πασά μου ν' αγιάσω», εκείνο το χριστιανικό «γύρνα και τ' άλλο μάγουλο ταπεινέ» ή το άλλο χιτλερικό «εμείς είμαστε υπέρ της συλλογικής ευθύνης». Στην πρώτη περίπτωση το Δοβλέτι κατέρρευσε απ' την πολλή μαλθακότητα και μωαμεθανική ανεκτικότητα, στην δεύτερη περίπτωση η Εκκλησία επικράτησε απ' την πολλή υπαρξιακή ανασφάλεια και εγγενή ανθρώπινη δεισιδαιμονία, στην τρίτη περίπτωση δε ήρθε η Κάνδανος και το Δίστομο και το κλείσανε άπαξ και δια παντός το πικρό τούτο βιβλίο. Αν το μόνο που παλεύεις να κάνεις είναι να προσπαθείς να σταματήσεις ό,τι καταπάνω σου έρχεται, μου θυμίζεις μια πολύ αστεία, ηλίθια αλλά κι εντελώς διδακτική ιστορία σε ένα σεμινάριο Aikido όπου συμμετείχα. Ομιλεί ο έξι dan Άγγλος Δάσκαλος – και χασάπης παρακαλώ τω επάγγελμα – για το ki του Αikido, πόσο δυνατό κι ανεξέλεγκτο είναι, πόσο απαλό και ελέγξιμο είναι. Πόσο αποτελεσματικό αν αναπτυχθεί και πόσο σπαταλημένο καταντάει αν σκορπιστεί, ή αδιαφορήσει κανείς για αυτό στην ζωή του. Και με δυο ασκησούλες απλές απέδειξε εντυπωσιακότατα των λεγομένων του το αληθές, μη σας κουράζω. Και πετάγεται το τζιμάνι του dojo μας, το αιώνιο πανέξυπνο ελληνόπουλό μας και το μπασταρδεύει το μάθημα μιλώντας για το δικό του παράδειγμα, δικό του πρόβλημα και προσωπικό χειρισμό του όπου πάλι ξανά μεγαλούργησε, πάλι ο Έλλην αδάμαστος τρόμπας ενίκησε, πάλι ο Ρωμιός μ' ένα ασήμαντο δανειάκι από την Ασία τούς εχθρούς τούς προσωπικούς και του Έθνους κατετρόπωσε, ανυπερθέτως. Τον άκουσε προσεκτικά-πάντα ο γηραιός Δάσκαλος και έσπευσε μαζί του να συμφωνήσει – θαυμάζοντάς τον επιπλέον για την περιφανή αστοχία του κι άγνοια – συμπληρώνοντας μόνον απλά, χαμογελαστά: «Καλό το ki σου αγόρι μου, μην προσπαθήσεις όμως μ' αυτό να σταματήσεις και κάνα τραίνο, ΟΚ;»
Το σιδερώνω λοιπόν. Αυτοί οι όποιοι σού επιτίθενται, πρώτον θέλουν να «τους κάτσεις». Και δεύτερον, θέλουν την δουλειά τους να κάνουνε πάνω σου. Και τρίτο και απαραίτητο, να βγεις μετά να μιλήσεις και να μιλάς συνεχώς για το τι σου κάνανε, τι σου δείξανε, τι σου μπήξανε και πώς παρά λίγο στα θυμαράκια να σε φυτρώσουν. Αυτό ακριβώς θέλουν να κάνεις εσύ: να μιλάς, να μιλάς, να μιλάς. Να συζητάς, να συζητάς, να συζητάς. Και να διαμαρτύρεσαι, να διαμαρτύρεσαι, να διαμαρτύρεσαι – τον δικό τους μύλο πάντα γυρίζεις. Άσε δε που γι' αυτούς πάντα και συνεχώς δουλεύεις κι εργάζεσαι, στηρίζεις και πιάνεσαι, φτιάχνεις ψηφίζεις και αποδέχεσαι πάντα. Και τίποτε άλλο δεν έκανες, δεν κάνεις κι ούτε καν πρόκειται να κάνεις μελλοντικά. Γιατί κάθε φορά που δέχεσαι μια επίθεση, είτε αυτή είναι του φονιά είτε είναι του έφορα, είτε είναι του παπά είτε είναι του καλαμαρά, είτε είναι του αυθαιρεσά είτε είναι του μπρατσαρά, και δεν κάνεις τίποτα απολύτως, απλώς οπισθοχωρείς υπαρξιακά και αυτό εγώ ο Ντάνης Φώτος σ' το γράφω. Εγώ που δεν ξέρω καν σήμερα τι μου γίνεται άλλο απ' το ότι δεν γίνεται τίποτα αν δεν κάνεις αμέσως, εσύ, τώρα, εδώ, κάτι. Κι όλα τα άλλα είναι συμφωνημένα πιασοκωλάδικα πράγματα ελληνικά, το τελευταίο ΟΧΙ που η Ελλαδίτσα ξεστόμισε ήταν το 1940 κι έκτοτε όλοι στην Υφήλιο μάθανε ότι η Ελλάδα είναι όχι μόνον η χώρα του ήλιου και του αραλικιού, της αρπαχτής και του νταηλικιού, της διαφθοράς και της ανομίας αλλά και του υποχωρητικού και ορθάνοιχτου ΝΑΙΑΙΑΙ, ναι σε όλα και σ' όλους, ναι από όλους και για όλα αρκεί φράγκα να πέφτουνε, εύκολα και υπόγεια, κοροϊδέ και διαπλεγμέ αιωνίως.
Ο ντελιβεράς της ιστορίας μου σηκώθηκε, πήρε το μαντήλι μου να σταματήσει το αίμα του που ανάβρυζε απ' τον τρυπημένο του αστράγαλο απ' το σίδερο του μαρσπιέ, δεν είχα προλάβει μέσα στην φάση αηδιασμένος-κατάπληκτος να πάρω το νούμερο αυτοκινήτου της στυγνής ψόφιας. Γυρνώντας στο σπίτι η γυναίκα μου πήρε απαλά το μπουγιουρντί της ΔΕΗ και το πέταξε μέσ' στο συρτάρι, αποφάσισε εκείνη να μην το πληρώσει ποτέ και θα δούμε πού και πώς θα περπατήσει και τούτη η ιστορία. Για τον βενζινά δεν έμαθα τίποτα, κάποιοι ειδικευόμενοι ιατροί θα περιέδεσαν τα πολλαπλά τραύματά του και θα τον έστειλαν σπίτι του, το αφεντικό του φτηνά την εγλύτωσε, άντε το πολύ να του αγοράσει μιαν ασπιρίνη τώρα που είναι χειμώνας, εν είδει ευχαριστίας. Τι μένει λοιπόν; Μα δεν μένει απολύτως τίποτα! Γιατί άμα έμενε τίποτα στην ζωή, η Ζωή μια χωματερή θα 'ταν καθώς μόνον εκεί τα πάντα ακινητούν σήπονται, πετάνε από πάνω οι γλάροι και σκάβουνε κάτω οι τσιγγάνοι για σίδερα, βράζει και ζέχνει η γη από μέσα.
Ε, και; Ε, τίποτα. Αν θες ν' αλλάξεις κάτι, οτιδήποτε, αν δεν θες κάποια στιγμή και εσύ να γίνεις του θηρίου βορά, κοίτα τον εαυτό σου προσεκτικά. Κι άλλαξέ τον απλά, φτιάξ' τον ξανά, δίχως να πεις τίποτα, πουθενά, ούτε στον εαυτό σου. Ένα βήμα κάνε κάθε φορά, έργο σιωπής και λειτουργία ανάσας, πορείας πνοή και ματιών καθαρών βλέμμα. Και μην ξεχνάς το ένα και βασικό: η ζωή δεν είναι τίποτα, γιατί – όπως κάθε πράγμα πάνω και έξω απ' την Γη – η ζωή δεν είναι δική σου. Μην την υπολογίζεις ως προσωπική-ατομική σου λοιπόν, όταν έρχεται ο όποιος άλλος να σου την πάρει. Μόνο διαφύλαξέ την και τίμα την και βάλ' την απέναντι στην δική του: όχι ενάντια ούτε από κάτω της, μόνο ύψωσέ την και δώσ' της φωνή, έκρηξη και τιμή, πρέπει ο άλλος ν' αξίζει η δική του για να σ' την πάρει. Πάλεψε να σώσεις την Ζωή όχι γιατί την φέρεις εσύ, αλλά γιατί αξίζει η ίδια η ζωή που είναι κοινή σ' όλους. Κι επειδή – συμπεραίνω εγώ – η ζωή είναι κοινή όλων, γι' αυτό ουδείς πάνω στην Γη και τον Ουρανό έχει δικαίωμα για πλάκα ή κλοπή, για τσαμπουκά ή δίχως αφορμή να την αφαιρεί από κάτι, από κάποιον, από οποιονδήποτε. Τέλος.
(Και κάτι ακόμα: quit talking. Ή ελληνιστί, shut the fuck up. And do something. Αυτά.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013