Ο Γιουκίο Μισίμα είχε κάποτε πει: «Στην κλασική αρχαιότητα, οι άνθρωποι πέθαιναν νέοι. Γι' αυτό ο παράδεισος πρέπει να ήταν γεμάτος από κούρους και κόρες»! (Και μπορεί να μην το εξέφρασε έτσι ακριβώς – χώρια που δεν γούσταρε κόρες – μα το νόημα τής σκέψης του με βολεύει για να γράψω ετούτα.)
Πώς λέει ο λαός, «τί να τα κάνεις τα λεφτά, άμα δεν έχεις φράγκο»; Παραλλάσσοντάς το αυτό, εγώ ερωτώ: «τί να την κάνεις την ζωή, άμα δεν έχεις νιάτα»; Όχι ότι τα νιάτα ξέρουνε τί τους γίνεται ή μπορούν να χωρίσουν τα παροιμιώδη άχυρα δυό γαϊδάρων, μα τα νιάτα ΕΝΑ ακριβώς και απόλυτα έχουνε, ως πολύτιμη και μόνη αποσκευή τους: τα νιάτα.
Θα το πω λοιπόν ευθύς εξ αρχής, (ώστε να υπάρχει χρόνος μετά να κρυώσει λιγάκι το πράγμα): «Αν δεν αυτοκτονήσεις στα τριάντα σου, τελευταία στροφή σου θεώρησε τα σαράντα πέντε. Κι αν και ΤΟΤΕ δεν το κάνεις εσύ, σου δίνονται ως "last call" και αντίδωρο τα ρημάδια τα εξήντα. Κι αν ΚΑΙ ΤΟΤΕ εσύ δεν προβείς, για την Κόλαση προορίζεσαι – ποιός να σε πάρει εσένα γεροντάρα παράξενη, σακκουλιάρα και άρρωστη στον Παράδεισο για τα εκεί γλέντια;»
Και εξηγούμαι: Μέχρι τα βασικά τριάντα σου έχεις όλο τον χρόνο να ζήσεις να λάμψεις, να ξοδευτείς να χαρείς, να κάνεις βλακείες ανεύθυνα και να καρπωθείς απύθμενα ό,τι γύρω σου σού γυαλίζει. Εκεί απολαμβάνεις το φόρτε σου κυρίως σωματικά, άλλο αν πνευματικά δεν ενδιαφέρεσαι πέραν όσων το περιβάλλον σου σού πουλάει. Το δέρμα σου είναι από ανθρακόνημα, τα μάτια σου τηλεσκόπια για κοντά και μικροσκόπια στο χιλιόμετρο, η καρδιά σου πιστονάρει σαν Φερράρι, ο προστάτης σου είναι μωρό, τα πόδια σου σεγκόγιες, τα μαλλιά σου μπουχάρα και το πέος σου έχει βγάλει φλεβίτη απ' την ορθοστασία! Ελάχιστοι όμως άνθρωποι ζούν τότε 100% μετά γνώσεως ύπαρξης και καίνε το επίσης-παροιμιώδες κερί «κι απ' τις δυο άκρες». Οι περισσότεροι αναλώνονται προσπαθώντας να περπατήσουνε με ό,τι το μυαλό ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ προστάζει και οδηγεί, με ό,τι το δικό τους τσερβέλο ονειρεύεται και επιθυμεί, κορνάροντας μάλιστα πως ξέρουνε πού πηγαίνουν – χα!
Πού να βρεθεί η αντίληψη η συνείδηση, η κατανόηση κι η υπέρβαση, η συμπόνια η ψυχραιμία, η πνευματικότητα και η πτητικότητα ώστε να κάνει κανείς τούτο το απαραίτητο-έως-υποχρεωτικό βήμα, ΤΩΡΑ. Ν' αυτοκτονήσει αυτοκρατορικά στα τριάντα του, ώστε να 'χει αναχωρήσει ΑΚΡΙΒΩΣ στο φυσικό "peak" του – όπως ένας rock-star οφείλει να πεθάνει στα 27, ένας C.E.O. να παραιτηθεί στον κολοφώνα του και ν' ασχοληθεί με κρασιά, ένας ζωγράφος να σπάσει τα πινέλα του μόλις τελειώσει το magnum opus του.
Αντ' αυτών όμως ο άνθρωπος συνεχίζει να ελπίζει, να επιθυμεί και να εργάζεται, να τεκνοποιεί και να σχεδιάζει, να επιδεικνύεται και να μανουριάζει. Και προσκρούει ευδοκίμως στα σαράντα πέντε του, όπου κάτι έχει καταφέρει εκεί, κάάτι έχει κατασκευάσει δίπλα του έξω του, κάάάτι έχει στήσει να τον προστατεύει. Και πάλι όμως, ΚΑΙ σ' αυτή την στροφή τής δικής του ζωής το μήνυμα χάνει κι αυτό χάνεται κι αντί να μουλαρώσει ως δεύτερος Λεωνίδας εντός των Θερμοπυλών διαλογιζόμενος το απλό αίνιγμα «γιατί βρέχει βέλη;», συνεχίζει την κατηφόρα τού βίου του σκεπτόμενος την σύνταξη ή το εξοχικό, τις σπουδές των παιδιών ή το καινούργιο του σκάφος, την εταιρική συγχώνευση στα σκαριά ή την κουκλίτσα ερωμένη του τελικά. Και δεν αυτοκτονεί ούτε εδώ, τώρα που κάπως στέκεται ακόμα και διαθέτει κάποια πνοή και ζωή, ακόμη ενέργεια και τελευταία ουσία.
Συνεχίζει λοιπόν ο άνθρωπος τής ιστορίας μου με αβαρίες κι επιτυχίες, σταυροφορίες κι ανατροπές και βυθίζεται αισίως στα εξήντα – ε, αν δεν σαλτάρει ΤΩΡΑ από το παράθυρο, δεν υπάρχει πια γιατρειά για εκείνον! Καθώς σε τούτη την ηλικία ο αρχικός κατήφορος έχει γίνει γκρεμός, το γλίστρημα ελεύθερη πτώση, το πλατσούρισμα στα ρηχά μια αβύσσου κατάδυση μ' εξασφαλισμένη την των δυτών νόσο. Το σώμα ολιγωρεί και κρεμά, το μυαλό θολώνει και ταυτόχρονα κοκκορεύεται, η ψυχή σκοτεινιάζει και φρικιά. Δεν υπάρχει πλέον ούτε αντικείμενο ούτε διακύβευμα να τα κάνει ετούτα να ζωντανέψουν και κάπως να κινηθούν, να συγκινηθούν να δημιουργήσουνε κι άλλο. Όσο κι αν νεάζει-φουσκώνει-καμώνεται ο άνθρωπος, η Φύση έχει από αιώνων αποφασίσει πριν απ' αυτόν για αυτόν και το αργό λασπερό και αδιάφορο ποτάμι τούτο το φονικό όχι μόνο δεν γυρίζει πίσω (Ηράκλειτος), όχι μόνο παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του (Όσσο), αλλά είναι ΠΟΛΥ αργά για να το αντιληφθεί οποιοσδήποτε ΤΩΡΑ (Φώτος).
Διότι για ν' αποχωρήσει από την ζωή ο άνθρωπος χρειάζεται μια αιτία, μια πρόφαση, ένα νεύμα που να μην είναι προϊόν ψυχολογικού βρασμού, ούτε οικονομικού κλονισμού, μήτε κοινωνικού αποκλεισμού. Απ' το σεντούκι τής ψυχής καθενός μας ξεκινούν τόσα καλώδια που δεν υπάρχει ηλεκτρολόγος να τα ξεμπερδέψει αυτά, μόνοι μας παλεύουμε να κρατήσουμε την λάμπα μας φωτεινή, μαζεύουμε ελιές στο χωριό για το παροιμιώδες-κι-εδώ "λαδάκι" τού καντηλιού μας – και πάλι όμως. Πολλοί έχουν σηκώσει την κάννη στο κούτελο νοερά καμμιά δεκαριά φορές στην ζωή τους, ελάχιστοι την κρατήσαν επ' ολίγον εκεί και οι υπόλοιποι πατήσανε την σκανδάλη.
Η αυτοκτονία δεν είναι υπόθεση μαζική, απόφαση εξωτική, αντίδραση σπαστική ή λύση στον κυκεώνα. Η αυτοκτονία είναι πράξη στρατιωτική και όχι πολιτική, αληθινή-αξιοπρεπής-δυνατή κι απαιτεί αυτοέλεγχο και ουχί τιμωρία. Η αυτοκτονία είναι ένα γενναίο ταξίδι χωρίς εισιτήριο, έξοδος άνευ επιστροφής αφού ΑΥΤΟ το «σου-κου» θα σε κρατήσει για πάντα, (δεν θα επιστρέψεις δηλαδή Κυριακή-βράδυ εσύ στο σπιτάκι σου, απ' την εκδρομή σου). Η αυτοκτονία μάλιστα διαθέτει ΕΝΑ μόνο απόλυτο timing, λεπτό χρονισμό και μοναδική στιγμή που αν σταθείς τυχερός και τα δεις, θα στεφθείς νικητής τής δικής σου της ήττας. (Όπου ως «ήττα» θεωρείται και εκλαμβάνεται η πράξη σου από τους μικρούληδες τής ζωής, τους αγύρτες τής διατριβής, τους κοινούς τρόμπες τού βίου.)
Τί έχει πει ο Τσαζ Παλμιντέρι στο "A Bronx tale" (και παραφράζω εγώ); "Great moments are like great boxers: they come only three times in a lifetime" και δεν χρειάζεται άλλη ατάκα. Κι αφού εγώ τα 30-45-60 τα καβατζάρησα, λαμβάνω λευκό φύλλο πορείας, τακτοποιώ εκκρεμότητες και λέω απαλά-χαρωπά να την «κάνω». (Παρ' ότι ΚΑΙ για μένα που τα γράφω αυτά είναι αργά πλέον. Καθώς έχω διαβεί δυστυχώς και τον τελευταίο οδοδείκτη αυτόν, πέρασα τα εξήντα μου και το σώμα μου δεν με ακούει καν πια, το μυαλό μου έχει κόψει συρματοπλέγματα κι άγκυρες και η ψυχή μου κατέθεσε τα διαπιστευτήριά της στο τελευταίο βιβλίο μου.)
Τί είπε ο Ντε Νίρο στο "ΗΕΑΤ" (και δεν μεταφράζω εγώ); "Whatever time you get is luck" κι εδώ απόλυτα συμφωνώ: σπατάλησα αμέριμνα τα τριάντα μου, απόλαυσα λυσσωδώς τα σαράντα πέντε μου κι έχω στεγνώσει στα εξήντα μου τώρα. Και δεν υπάρχει έστω ένα κιόσκι μικρό ανάμεσα στα αντίπαλα γκολπόστ Παράδεισου-Κόλασης για να με πάρει να με στεγάσει, να με δεχτεί και να μ' αφήσει σε μιά γωνιά του άγνωστο και ανύπαρκτο να κουρνιάσω. Καθώς ξανά μπροστά μου – ως ειρκτή – βρίσκονται η Ανάγκη κι η Τύχη ως ερίννυες και όχι θεές, Σειρήνες καννιβαλιστικές και όχι τρυφερές Μοίρες.
Η αυτοκτονία μπορεί να είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για τα χέρια τού τριαντάρη, μα μόνον αυτός οφείλει να την διαπράξει ΚΑΙ ενταύθα ΚΑΙ εγκαίρως. Στην συνέχεια, η αυτοκτονία είναι πολύ εύκολη υπόθεση στα χέρια τού σαρανταπεντάρη, μα αυτός είναι τώρα αλλού, απασχολημένος συσκοτισμένος. Και στο τέλος, η αυτοκτονία απ' τα χέρια τού εξηντάρη (ενώ θα ήταν ευλογία Θεού), καταντάει διαόλου τυραννία, μια διαπόμπευση προσωπική, μια τιμωρία δια βίου. Κι εκείνους που κάποια ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ στιγμή την ζωή ΤΟΥΣ παίρνουν στα χέρια τους απ' τα χέρια τους – ουδείς θα ρωτήσει γιατί το 'κάναν αυτό, αν τελείωσαν ή δεν αρχίσαν ποτέ, αν ενδιαφέρονταν τον παράδεισο να στολίσουνε ή στην κόλαση να βουλιάξουν.
Η αυτοκτονία είναι μια στιγμή τραγική, λιγότερο τραγική απ' την ζωή πάντως. Και οι κουρελήδες σαλοί που απ' τα δέντρα ορούν ουρανό και στις σπηλιές γονυκλινούν στον γης ασπασμό ψιθυρίζουν πως ο θάνατος "just a revolving door" είναι, χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί από ποιά μεριά βρίσκεται η ζωή. (Γιατί παίζει και η περίπτωση μέσα-κι-έξω να κολυμπάει αυτή, «ολούθε» όπως ακριβώς λέει ο Γκιωνάκης στα «Κίτρινα γάντια».)
Κι αυτό που εγώ – δεν – συζητώ είναι ότι σου δίνονται αφειδώς τα πρώτα τριάντα χρονάκια για να δεις ποιός είσαι εσύ και όχι πώς σε θέλουν οι άλλοι. (And you miss this fucking door.) Άντε και παίρνεις παράτα δεκαπέντε ακόμα, and you skip again this gorgeous door once more. Κι ο Μεγαλοδύναμος – γι' αυτό θεωρείται φιλεύσπλαχνος – σού δίνει απ' την κάβα του άλλη μία δεκαπεντάρα, αλλά τώρα σε άπταιστα οξφορδιανά την έχεις χεσμένη εσύ τούτη την αμυδρή μα πάντα λαμπρή πόρτα εξόδου και κλαίγεσαι, μεμψιμοιρείς καίγεσαι, γερνάς και γκρινιάζεις, σέρνεσαι και διασύρεσαι – εσύ ο εκλεκτός τού αμνού καταντάς βορά σκουληκιού, ούτε καν λύκου. (Γιατί η μόνη παγκόσμια σταθερά είναι μιά: πως χειρότερη από την πληγή είναι η εθελοτυφλία, χειρότερη απ' αυτήν είναι η ξεφτίλα και χείριστη από όλες τους είναι η δειλία στην αναπόδραστη Γνώση μπροστά – γι' αυτό εσύ εξήντα χρόνια το είχες ρίξει στην γνώμη.)
Α, και κάτι ακόμα: Cool your jets φίλοι μου, δεν πρόκειται να αυτοκτονήσω. Όχι μόνο γιατί τα εξήντα μου πέρασα και τις «ευκαιρίες» μου πέταξα, μα γιατί η αυτοκτονία «είναι σαν το πραξικόπημα» που ο... Παττακός(!) είπε. Αν την αναγγείλεις, θα αποτύχεις και θα γίνεις δια-βίου ρεντίκολο, κι αν την πραγματοποιήσεις σε χρόνο passé – πάλι μ' εσέ θα γελούν οι ψυκτικοί στον Παράδεισο και οι θερμαστές τής Κολάσεως και δεν το θέλουμε αυτό, έτσι;
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016