(17 IAN 21)
Λένε ότι η ζωή τού ανθρώπου είναι μια συνεχής μάχη ανάμεσα στην αιχμαλωσία και τον θάνατο. Την σύλληψη και φυλάκιση δηλαδή τής ψυχής στον υλικό κόσμο, στα πράγματα στις αισθήσεις και την αντίσταση τής ιδίας-αυτής ενάντια στην μοίρα της, έστω και με την ποινή τού θανάτου.
Γεννιόμαστε, και ως αγοράκια προσπαθούμε να πιάσουμε όσα περισσότερα μπορούμε, ΣΤΡΟΓΓΥΛΑ και ΖΕΣΤΑ: σε μπάλλα και ρόδα έχουν μορφή άπαντα κι όποιος διαφωνεί, να πάει να ψηφίσει την λαμπογυαλοκαράφλα τού Μπαρουφάκη. Μέχρι να φτάσουμε εσείς-εμείς-εγώ σήμερα – και όντες κάποιας ηλικίας σοφής - κι ακόμα για μηχανάκια να γράφουμε, ακόμα μοτοσυκλέττες να καβαλλάμε, ακόμα δίκυκλα να ονειρευόμαστε. Δεν γερνάει ο άντρας μωρέ: ή τον γερνάν οι άλλες ή τον γερνάνε οι άλλοι – μόνος του, αποκλείεται. Ή θα σε φάει το αιδοίο με την γλύκα του την τρέλλα του τα κλούβια τρεχάματά του, ή θα σε φάει η Δουλειά η Οικογένεια η Κοινωνία – θηλυκά δεν είναι κι ετούτα;
Θα το ξαναπώ: ο Άντρας ΠΟΤΕ δεν γερνά. Γιατί ΠΑΝΤΑ παιδί μένει και το διαφυλάσσει αυτό, όσο κοντά στα παιδικά του παιχνίδια αυτός μένει. Το παιδικό ποδηλατάκι έγινε πανάκριβη Harley ή BMW, το πρώτο παπάκι έγινε EXC ή Panigale, το τελευταίο V-Strom έγινε πολυμορφικό SUV στην χειρότερη, στην καλύτερη μια Lamborghini. Πάει, τελείωσε: ο Άντρας όσο καβαλλά οτιδήποτε στρογγυλό και ζεστό, είναι ικανοποιημένος. Άμα μάλιστα βάζει στο στόμα του και κάτι υγρό δυνατό, κάτι που εμφιαλώνεται-παλαιώνεται ανάμεσα σκωτσέζικων glens και κεντάκυκων plains – τότε αυτός είναι πλήρως ευτυχισμένος, τέλος.
ΟΚ λοιπόν. Είμαι έτοιμος και ακούραστος, αξεδίψαστος και λυσσάρης, μοτοσυκλέττα ν' αποκτήσω ξανά. (Ως πότε ρε Ντανάκο μ' ετούτες θα ασχολείσαι;) Ρωτάω τούς φίλους μου ποιάν απ' τις δυό να διαλέξω και μού απαντάνε αυτοί, με συντρέχουν – πώς το 'πε ο Καρφόπουλος; «Γι' αυτό είναι οι φίλοι. Για να σου πούνε τη λάθος κουβέντα, στη σωστή τη στιγμή. Που θα σε στείλει στη γλυκιά σου καταστροφή, έτσι είναι». (Πότε θα πεις μπάστα, ρε Ντανάκο; Πότε τα μηχανάκια θα βαρεθείς; Πότε θα πάρεις ένα μπουρδέλο-παπί, τις δουλειές σου απλώς για να κάνεις; Κι αφού επί 25 χρόνια κοιτάς ακίνητη δίπλα σου την Φλορέττα σου, γιατί δεν την κυκλοφορείς αυτήν επιτέλους;)
Άμα ο άντρας είχε απαντήσεις, Κούγια θα τονε λέγανε. Άμα ο άντρας ήθελε απαντήσεις, στην Μενεγάκη αυτός θα στρωνότανε. Κι άμα ο άντρας άκουγε απαντήσεις, στην ΚΝΕ θα γραφόταν. Γιατί ο άντρας φίλοι μου ΔΕΝ είναι για δουλειά σιρμαγιά, ντήλι και νταραβέρι, λόγια παρόλες και κουσκουσιά. Ο άντρας είναι για μούρλα, ροχάλα και χαλασιά, ο άντρας είναι ρέμπελος αδιάφορος μανουριάρης, ο άντρας είναι Οδυσσέας Κολόμβος Βούδδας, Μάο Τραμπ και Παΐσιος ταυτοχρόνως. Δεν είναι ο άντρας ρε για εντολή και αποστολή (γι' αυτό είναι κάτι μόγγγολα-φονιάδες τής Λεγεώνας), δεν είναι ο άντρας για υπηρεσία και προκοπή (γι' αυτές είναι κάτι Γιατρομανωλάκηδες δουλάκια Μενδώνη), δεν είναι ο άντρας για Μάνατζμεντ/Μάρκετινγκ (αυτά είναι για κάτι τζουτζέδες τού Τζομπς, τού Ζούκερμπεργκ βασταζάκια).
Ο άντρας είναι μαλάκας φίλοι και φίλοι μου κι όποιος έχει πιάσει μετά παρρησίας και τιμίως στα χέρια του, αυτό που διαθέτει ανάμεσα στα ποδάρια του, το γνωρίζει. (Άλλο δε, αν σιωπά.) Κι ευτυχώς που εμείς τουλάχιστον βρήκαμε κάπου να τ' ακουμπήσουμε, κάπου να τ' αποθέσουμε, να μη μας ζαλίζει μπερδεύει. Το στριμώχνουμε το Γκρέητ Παπάρι λοιπόν ανάμεσα σέλλα-ντεπόζιτο κι από κει νομίζουμε πως διοικούμε τον κόσμο, καβαλλάμε και οδηγάμε προς το παροιμιώδες και ένδοξο... «Κουραδόκαστρο» κι από δω πάν' κι άλλοι. Αμ δε!
Σκλάβοι αιχμάλωτοι κι εμείς είμαστε, και μάλιστα of two rolling wheels ιδιαιτέρως. Ρωτήστε κάναν παλιό με εκατομμύρια χιλιόμετρα στο κοντέρ του και τί θα σας πει αυτός; (Αν δεν έγινε εκδότης φαλιρισμένος μωρός, αν δεν κατάντησε αγωνιζόμενος σαλιάρης πουρός, αν δεν έφτασε πρόεδρος-εκπρόσωπος-δημοσιογράφος σαχλός.) «Άσ' τα φιλαράκο, κανένας δε γλίτωσε.» «Άσ' τα μεγάλε, γυρουβουλιές κάνουμε.» «Άσ' το δικέ μου, καβάλλα και ξέχνα τα όλα.» Τί δύναμαι εγώ-τουλάχιστον τώρα να πω; Δεν υπάρχει θεραπεία, τέλος. Όσο ο άντρας αγκαλιάζει τα παιχνιδάκια του, τόσο πιο αιχμάλωτος μένει κι όσο ο άντρας αρνείται τα παιχνιδάκια του, τόσο πιο νεκρός καταντάει.
Αν η ζωή είναι πορεία στον θάνατο, τότε μόνο τα δυό ΣΤΡΟΓΓΥΛΑ και ΖΕΣΤΑ τον αργούνε, τον γλυκαίνουν λιγάκι. (Γι' αυτό οι άντρες κολλάν στα βυζιά: γιατί ΑΥΤΑ, ΚΑΙ τα δυό είναι.) Τον κάνουν να διασκεδάζει και να ξεχνά, να ξεκολλάει και να γελά, να παραμένει ασυνείδητος, να τρέχει όπου τού πούνε και να καμώνεται κιόλας τί και πόσο γαμάτος και τρομερός είναι αυτός. (Τί είπε ο μέγιστος ΑΠΟΔΥΤΗΡΙΑΚΙΑΣ; «Το θέμα του άντρα είναι στη ζωή του να βρει, τί τονε κάνει μαλάκα. Ή πουτάνα.» Αναλόγως και αντιστοίχως, συμπληρώνω εγώ και διαλογιστείτε εσείς επ' αυτού, κάτι θα βρείτε.
Έχουμε βάλει τα μηχανάκια νταλγκά στο κεφάλι μας και στην τσέπη μας, τζίρο στα εργοστάσια κάνουμε ή προσπαθούμε απ' τις «υποχρεώσεις μας» να λακίσουμε; Φτάσαμε στα γεράματα να σαλιαρίζουμε για ροδίτσες την στιγμή που ο Πλανήτης διαλύεται, ή καλά κάνουμε και τα γράψαμε άπαντα στο μπουρί τής εξάτμισής μας; Γελοίοι έτσι κι αλλιώς ως άνθρωποι πλέον δεν είμαστε, να περιμένουμε τον Μητσοτάκη να μας επιτρέψει αν το πουλί ή το δίκυκλο έξω θα βγάλουμε; Πρόβατα μαντρωμένα δεν καταντήσαμε, να δίνουμε λόγο κι αναφορά στο γυναικάκι πού τα ξοδέψαμε τα λεφτά, ν' αγοράσουμε κι άλλο ένα μας μηχανάκι; Μαλάκες ισόβιοι πάντα δεν είμαστε, κρεμασμένοι δια-βίου απ' τα δυό πεφημισμένα και αναντίρρητα ΖΕΣΤΑ-ΣΤΡΟΓΓΥΛΑ, δίχως ελπίδα καν σωτηρίας;
Χα! Εδώ το χασικλίκι αυτό δεν κόβεται με σεμινάρια, ομαδική συμβουλευτική, ψυχανάλυση αιωνία. Άμα ο άντρας έχει εντοπίσει τί τον σκλαβώνει αυτόν και κάθεται στα χρυσά του αυγά να κλωσσά, τότε δεν είναι κότα αυτός, δεν είναι στο κοτέτσι αυτός αρχηγός, είναι κάτι χειρότερο: ξεφτιλισμένος. Άνευ αξίας μα κάποιας τιμής, άνευ σημασίας μα πλήρης εννοίας. Να κάθομαι τώρα εγώ στα 65 μου και να «τσακώνομαι» με αμούστακα χιπστερόφλωρα που κατέχουν Τuono ή SMR, νομίζουνε ότι είναι μοτοσυκλεττιστές ενώ στην τσέπη ούτε ευρώ για λάδια, ούτε προφυλακτικό για γλυκάδια καν έχουνε (άλλο απ' το πανάκριβο κινητό), ρε σ' εμένα ανήκει ολόκληρη η ξεφτίλα! Ύστερα από εβδομήντα+ μοτοσυκλέττες – και τί καραμοτοσυκλεττάρες τού κερατά – αν κάθομαι ακόμα και για μηχανάκια μιλώ, άξιος τής μοίρας, της μαλακίας και της αιχμαλωσίας μου είμαι. Δε λέω: καλό το δίκυκλο, μα οτιδήποτε ξεφεύγει τού Αττικού μέτρου – όχι τού Μετρό άσχετοι – είναι ανθρώπινη ύβρις. Κοιτώ γύρω μου και μπανίζω κάτι σαλταρισμένους πολυλογάδες κολλημένους στην δημοσιότητα κι ευλογώ τον θεό των ελλήνων εκδοτών βιβλίου που δεν με ξέρει κανένας. Ατενίζω σιμά μου κι ορώ κάτι σαλτιμπάγκους κολλημένους στην επικοινωνία κι ευλογώ την κατάθλιψή μου που με απέσπασε in due time απ' την Αθήνα των εκατομμυρίων και μετοχών, της επιτυχίας και διασημότητας, της πτώχευσης και ανοίας.
}
Τί να σας πω φίλοι μου, την έχω ΕΝΤΕΛΩΣ βαρεθεί την μοτοσυκλέττα. (Πώς ο κουρασμένος και καταβεβλημένος σύζυγος, προτού χωρίσει την γκόμενα, τής τραβά κάτι γαμήσια θεσπέσια; Έτσι κι εγώ νιώθω.) Καβαλλώ τέσσερις μοτοσυκλέττες ταυτόχρονα και παράλληλα, λες και είμαι ξανά τριανταπέντε ετών, τότε που είχα εικοσιδύο! Ξοδεύω ένα οκτάωρο καθημερινώς στον υπολογιστή βιδωμένος γράφοντας για Μηχανές, ενώ εκεί έξω η Ζωή χτυπιέται και χάνεται, σβήνει το φως αργά βασανιστικά, γερνάμε άπαντες κάθε ώρα. Μια-ακόμη βόλτα στο Σούνιο είναι σαν το αποχαιρετιστήριο γαμήσι που σού χαρίζει η ερωμένη σου, προτού παντρευτεί τον βιομήχανο, προτού πέσει στην πρέζα, προτού αναχωρήσει για την Ινδία, του γκουρού να τονε πάρει πεσμένον στο στόμα.
Άντε ρε, γελοίοι εντελώς καταντήσαμε, άντρες όντες! Να 'χουνε πέσει χιόνια στα μαλλιά μας (κι όχι στην Πάρνηθα, εκεί λειώνουνε τουλάχιστον κάποτε) κι εμείς ΑΚΟΜΑ για τα τιμόνια και τα πιστόνια να τιτιβίζουμε, (κι ύστερα τις γκόμενες κοροϊδεύουμε, που μιλάν για κυλόττες και μουσακάδες). Συνταξιούχοι πια με κόρες τής μη-παντρειάς, με αγοράκια-χωμένα Αστυνομία-Στρατό, με κλειστά εξοχικά, πέντε αυτοκίνητα με κατατεθειμένες τις πινακίδες τους, πενήντα μηχανάκια «ιστορικά», μια σάπια βάρκα και πορτοφόλι αδειανό – λέω πως ήλθε η ώρα την επανάστασή μας να κάνουμε. Και να βγούμε στους δρόμους στις ρούγες και τα στενά, «με ξέπλεκες τις καράφλες και στα χέρια τα δωδεκάποντα» και να γίνουμε γελοίοι ΔΗΜΟΣΙΩΣ και ΕΜΦΑΝΩΣ, αφού κι επειδή ιδιωτικώς κι αφανώς ΑΥΤΟΙ μάς έχουνε ΗΔΗ κάνει...
Είναι ζωή ρε αυτή; Είναι ζωή στην Ελλάδα αυτή; Είναι ζωή να μην έχεις ζωή, επειδή κάάάποτε κάάάτι ένιωσες και προσπάθησες να το κρατήσεις, όσο κρατούσε εκείνο; Ρε άντρες μου, κρατά/αντέχει/διαρκεί ισόβια ένας... οργασμός; (Για σκεφθείτε.) Τί το βαστάμε λοιπόν το γαμίδι το γκάζι με τα δόντια πνιχτά δαγκωτά, γιατί δεν το παρατάμε στο διάλο να πάει; Κι αν «μαλάκες τρελούς εξορισμένους» μάς πουν, τί ακριβώς είμαστε εμείς ΗΔΗ τώρα κι εδώ; Μαλάκας δεν είναι αυτός που να γαμήσει πια δεν μπορεί, (γιατί και οι νέοι πια δε γαμάνε); Τρελλός δεν είναι αυτός που κάθεται να δουλεύει στην Ψωροκώσταινα που τονε ξεφτιλίζει στις φοροαρπαχτές, (δίχως λόγο και αύριο); Εξορισμένοι δεν είμαστε άπαντες αφού απομακρυνθήκαμε απ' τα παιδικά μας όνειρα, απ' την άχραντη την ψυχή μας, απ' τις νεανικές τις επιθυμίες μας, στα γεροντικά καβλαντίσματά μας;
Όχι ρε, δεν θ' ανταλλάξω εγώ την παραμικρή ελπίδα γνώσης φωτός, για ΑΚΟΜΗ-ΕΝΑ μου μηχανάκι. Ίσως πάρω Tuono ή SMR, μα αν το κάνω θα ξέρω απόλυτα πως ανάποδα προχωρώ, μετεξεταστέος σταθερά μένω, «κολλάω-κολλώ» λέγεται το συνηρημένο ρήμα αυτό και τα ρήματα είναι απλά λόγια για να πεις παρόλες στ' αφεντικό, παπαριές στην γυναίκα, παρολί στον Χάρο.
«ΟΧΙ» λοιπόν τ' αποφάσισα, λευτεριά τραγουδώ και δεν ξέρω καν καταπού εγώ πάω.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021