Ποιά χρονιά όμως σάς είπα πως γίνονται αυτά; Το 1993 σάς έγραψα, τότε που κατείχα τόσες μοτοσυκλέττες that I don't care to remember no more, την έχω γυρισμένη την σελίδα αυτήν πλέον. Κι αν το LAVERDA μου εσπευσμένως το τέλειωσα, τού έβαλα φώτα και πινακίδα τού βίδωσα, στα φρένα έκανα προσεκτική εξαέρωση και αγόρασα σπέσιαλ σέλλα, ήταν για να κατεβαίνω Λεψίνα ΜΟΝΟ Μ' ΑΥΤΗΝ και να βρίσκομαι – συνευρισκόμενος – με την Tracy. Το γεγονός ότι διέθετα τόσες άλλες μοτοσυκλέττες ουδόλως μ' ενδιέφερε, το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλες γυναίκες στην ζωή μου εκείνην την εποχή ουδόλως με αφορούσε. Γιατί – όπως ο Μέλιος εδήλωσε – «Άμα σου κάτσει η μοιχεία, τί να σου κλάσει το στεφάνι;» (A very distant second? Άμα καβαλλήσεις ΤΟΥΤΟ το LAVERDA, τί να σου πουν KAWASAKI 900 Νinja και SUZUKI 500 RG Gamma, Moto GUZZI Ambassador και NORTON Commando, BSA M20 και Scrambler DUCATI, HUSQVARNA 400 WR και KREIDLER Florett;) Και για να το σκουπίσουμε: άπαξ κι έχει κάτσει μεσημεριάτικα ή χαραματιάτικα μια Tracy εκεί επάνω, ΕΝΑ πρέπει να κάνω εγώ και το είπε ο φίλος μου Γιώργος: «Μπράδερ" μού σκάει μια μέρα που με είδε να κοιτώ το LAVERDA ξεζουμισμένος κι ανοϊκός, «τούτη τη δερματίνη τής σέλας, μόλις σπατσάρεις με την καυλιάρα τρελή, να την ξηλώσεις και να τη ράψεις δυό αλλαξιές σώβρακα κι αν σου βγει, άντε και μια φανέλα. Έτσι για να το φορέσεις επιτέλους κατάσαρκα αυτό το μουνί και για πάντα, κατάλαβες;» (Τέτοιους φίλους κυρίες και κύριοι διέθετα εγώ στην ζωή, και οι μεν κύριοι δεν το αντέξανε, οι δε κυρίες τούς τηνε πέσανε και χαθήκαν απ' την ζωή μου κι οι δύο.)
Δίκιο έχει αυτός, δίκιο έχετε και εσείς, εγώ το δικό μου το δίκιο θα το βρω πότε; Ποιός να με καταλάβει εμένα που είχα παρατήσει μοτοσυκλεττάρες γαμάτες και τραβιόμουν με το ιταλικό τρικύλινδρο που βενζίνες μού έφτυνε, πρόστιμα για ηχορύπανση μ' έραινε, μυρμήγκια απ' τούς κραδασμούς στα χέρια μού γάζωνε και την μπαταρία του άδειαζε κάθε λίγο; (Και πού να βρω το κουράγιο να το σπρώξω εγώ, μετά το άλλο το σπρώξιμο το εκείνο;) Ποιός να με καταλάβει εμένα που είχα παρατήσει γυναικάρες αστές και κρουστές και τραβιόμουν με την ισπανοαμερικάνα, την σουηδοκρεολή, την αφρικανοκινέζα την Tracy; Που απόθετε τούς μαλακούς βαριούς και καυτούς της μαστούς πάνω στο στέρνο μου κι αισθανόμουν εγώ σαν τον κομμουνιστή και Πρώτο Αντιστασιακό τον Μέγιστο Κώστα τον Κάππο, που του βάζαν οι Εσατζήδες στο στήθος επάνω ένα τσιμέντο σακκί και τον αφήναν εκεί ξεψυχώντα για ώρες; Που τής έφραζα με το σεπτό συζυγικό μαξιλάρι το στόμα τής ουρανομήκους κι οργαζομένης μήτρας αυτής – αφού δεν βγαίναν μόνο οι γειτόνοι στα μπαλκόνια και τα παράθυρα, δεν βγαίναν μόνο οι σμηνίτες απ' την 112 Πτέρυγα Μάχης στ' αεροδρόμιο, μα ακόμα κι αυτοί οι τρελλοί από το Δαφνί, το γαμήσι στον αέρα το πιάνανε και «βαράγανε» άρνηση συσσιτίου! (Γιατί όταν η Tracy έμπαινε σ' οργασμό, έβγαινε η Γκεστάπο μαζύ με την ΚαΓκεΜπε, κυκλοφορούσαν οι Μαύροι Πάνθηρες αγκαλιά με την Κου Κλουξ Κλαν, σεριανίζαν οι Χίτες αγκαζέ με την ΟΠΛΑ – να το δυναμώσω ακόμη λιγάκι το volume τού κείμενου ή σάς αρκεί μέχρι επόμενης παραγράφου;)
Ο μόνος που με είδε, που την είδε, που μας είδε μαζύ ήταν ο Μέλιος. Ψυχή δικιά μου πολύ, ένα βασανισμένο παιδί που στρίβοντας με το ποδήλατό του απ' την γωνιά – Ελευσίνιος ων από γέννα και τα κατατόπια τα πονηρά από λίκνου γνωρίζοντας – μόλις μπάνισε το LAVERDA κάτωθεν παραθύρου και με επάνω του τα κλειδιά, όταν με βρήκε μού είπε: «Ξάδερφε μπράβο σου, ΑΥΤΟ είναι ΤΟ μηχανάκι για ΤΗΝ μοιχεία». Εγώ υποδύθηκα τον ανήξερο μπας και σώσω την σύζυγο απ' τα περιώνυμα «μανταλάκια της γειτονιάς» που οσονούπω οι κακίστρες θα τηνε βγάζανε κρεμασμένη, μα ο Μέλιος σωστά μού το 'στρωσε πάλι. «ΤΕΤΟΙΑ γυναίκα, ΜΟΝΟ με ΤΕΤΟΙΑ μηχανή μπορείς να την πάρεις. ΕΣΥ.» (Κι ώρες-ώρες ανησυχώ μήπως μόνον εγώ έχω μείνει ως συγγραφέας καλός, ευτυχώς όχι. Όλοι μα όλοι οι άνθρωποι έχουν κάτι εκπληκτικό θεαματικό, άρρητο κι άπαιχτο να σού πουν κι ο Μέλιος την έσταξε την κουβέντα του, τον πριτσίνωσε εκεί στο πυρακτωμένο ελευσίνιο λερό πεζοδρόμιο έκτοτε τον χρησμό του δια βίου.)
Κι αφότου εκείνο το πρώτο μεσημέρι προκλητικά το LAVERDA παρκάρισα και την Tracy καβάλλησα, άλλη μοτοσυκλέττα και άλλη γυναίκα εγώ δεν ακούμπησα. Μέχρι σήμερα. Έτσι. Αφότου ακούστηκε ΑΥΤΗ η βροντή στο Δαφνί κι ΑΥΤΟΣ ο σουμιές στην Λεψίνα, εγώ «παντρεύτηκα» κύριοι, ΚΑΙ γυναίκα ΚΑΙ μοτοσυκλέττα. Σπάσανε τα τηλέφωνα απ' τις δίμετρες, γέμισαν σκόνη οι δίτροχες – εγώ μόνο «στενάχωρο» που δεν έβαλα, μόνο δίγαμος που δεν έγινα. Εκείνα τα στακάτα των βαλβίδων της χειροκροτήματα, εκείνα τα μελάτα των βυζιών της αντιμάμαλα με έχουν για πάντα στοιχειώσει. (Αnd I'll stretch it a bit more, σαν το τεζαρισμένο φόρεμά της τής πρώτης φοράς που την είδα.) Εκείνοι οι τεκτονικοί κραδασμοί τού τρικύλινδρου ξερά βιδωμένου στο σιδερένιο πλαίσιο πάνω μού θυμίζαν αυτούς τούς γεωπλακών οργασμούς μας πάνω στο ξύλινο τελάρο τής κλίνης. Εκείνη η γκαζιά τού LAVERDA με χάραξε, όπως ακριβώς αυτή η νυχιά τής Tracy με όργωσε κι ας μου μηνύσαν ότι «Σε ψάχνει ο Μπάμπης, για να σε σφάξει». Ότι «Άμα δει πάλι τη μηχανή από κάτω, θα σ' την κάψει αυτή» τα μαντάτα μού φτάνανε, και νά 'μαι εγώ επάνω καβάλλα κι ανέμελος με ένα μπουκάλι νερό στα πόδια τού κρεβατιού, ένα μπουκάλι νερό στην μέση τού κρεβατιού κι ένα μπουκάλι νερό στο κεφαλάρι τού κρεβατιού... γιατί όποιος κύριοι ανέλαβε την Tracy να γλείψει – η Σαχάρα, Ανθοκομική Έκθεση Κηφισιάς θα τού φανεί, το δίωρο γαμήσι μαζί της ένα εικοσαήμερο Παρίσι-Ντακάρ θα αποδειχθεί, θα κινδυνεύσει ΚΑΙ από εκσπερμάτιση ΚΑΙ από αφυδάτωση – για τέτοια χιλιόμετρα σάρκας μιλάω. (Γι' αυτό άφηνα επάνω τα κλειδιά μου εγώ: ΚΑΙ ως μήνυμα ΚΑΙ ως μέτρο ετοιμότητας, ΚΑΙ ως προθέσεων δήλωση ΚΑΙ ως τεχνική διαφυγής – τί να λέμε ρε όμπρες μου, μ' ένα "Τhose were the days" θα κλείσω;)
«Άμα σε βρει πάνω, θα σε φάει αυτός» επιμένανε, «μα δεν υπάρχει κανένας επάνω ρε πείτε του, τον έχει φάει όλον η Tracy» απαντούσα εγώ, μα ουδείς ήτο διατεθειμένος να καταλάβει. «Άμα τη δει τη μηχανή κάτω, θα σ' τη λαμπαδιάσει» επαναλαμβάνανε, «ρε πείτε του πως η φωτιά έχει ήδη επάνω συμβεί, επάνω να στείλει την Πυροσβεστική, δεν του φταίει το δύστυχο το LAVERDA»! (Άσ' τα να πάνε, αλήτικες κουβέντες αυτές και συμφωνώ: ας όψεται η μοιχεία κι εμένα τα τζιέρια μου δεν ήταν για ομηρικές ναυμαχίες με απουσιάζοντες τρίτους μηχανικούς, ούτε για οδομαχίες με σόγια παρόντα και τσαμπουκαλευόμενα, την τιμή τής αλλοεθνούς συζύγου άσπιλη να κρατήσουν.) Κάθε φορά που στην Κυψέλη ακουγότανε το τηλέφωνο, έλεγα πως δεν το σηκώνω και δέκα-λεπτά-μόνο αργότερα, τσιγάρα μού δίναν και καλό κατευόδιο οι τρελλοί τού Δαφνιού, εκεί στα φανάρια. Όλο έλεγα πως βαρέθηκα το σκληρό γκάζι τού LAVERDA και θα διάλεγα το μαλακό γκάζι τού Ninja, μα ποιός είπε αλήθεια στον εαυτό του και ψέμμα στις πράξεις του; Και κάθε φορά που περιπλέω τον Σκαραμαγκά, κάθε φορά που διαπερνώ αδιάφορος-βιαστικός το βιομηχανικό νέφος τού Θριάσιου, κάθε φορά που επισκέπτομαι το σοδομημένο χωρίο τού Λάτση χαμογελώ και ομολογώ ότι η τωρινή μου ζωή δεν αξίζει... παρά μόνο για να καβαλλώ το LAVERDA μου και για να πηδάω την Tracy. Η απονενοημένη εκείνη μου η ζωή είχε ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ διχαστεί ανάμεσα σε μία Μοτοσυκλέττα και μία γυναίκα και είχε ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ενωθεί από μία Γυναίκα και μία μοτοσυκλέττα, τελεία. (Ακόμη κι εγώ, καλύτερα δεν θα μπορούσα να το 'χα πει - mind me παίδες!)
Πολλές φορές έκτοτε έγραψα για «δαντελένια κλιπόν», για «γόβες καμπύλων αισθήσεων», για «στήθη αλουμινένια βαριά και στροφαλοφόρους οργασμούς ατελείωτους» και ελάχιστοι καταλάβαν. (Αυτό το 'χω λύσει και λήξει: είναι ΠΑΝΤΟΤΕ οι λίγοι, οι εκλεκτοί, που θα καταλάβουν. Γιατί ΑΥΤΟΙ ψάχνουν και ψάχνονται, οι πολλοί μασάν ό,τι βρούνε και ό,τι τούς δώσουνε.) Κι αν ήξερα να γράφω καλά, άντε λίγο καλύτερα θα έπαιρνα ξανά το μολύβι και το χαρτί και δεν θα 'γραφα μα θα ζωγράφιζα πια, να χρωματίσω μοναδικά λέξεις και ώρες. Σκηνές και στιγμές, κινήσεις και πράξεις, ήχους βογκητά μυστικά, πουλιά που τιτιβίζουν χαράματα και κινητήρες που βρυχώνται τις νύχτες. Μια γυναίκα που δίνεται φανερά απ' τον άντρα της κι ένας άντρας που δίνεται ανοιχτά στην γυναίκα. Μια μοτοσυκλέττα που περιμένει υπομονετικά από κάτω με τα κλειδιά πάνω της, ένας άντρας που έχει ανέβει επάνω σε μια γυναίκα αρπαγμένα βίαια δυνατά και μια γυναίκα που έχει κατέβει στα υπόγεια ψυχικά τού άντρα και τα ανατινάζει και τα σκορπά ένα-ένα. Ξέρω πως είναι απαγορευμένα αυτά, απ' την Ζωή όλα καταδικασμένα «στο πυρ το εσώτερον» διορθώνω εγώ κι ανταπαντώ, πως η κυρία αυτή που την λένε Ζωή... δεν καβαλλάει LAVERDA. Κι ούτε αντέχει – γυναίκα αυτή – να τολμήσει να καβαλλήσει την Tracy και ΤΟΤΕ να έρθει για να μού πει, να με κρίνει, να μού τ' απαγορέψει. Να σβήσει το όνειρο ωμό ζωντανό, να εμποδίσει το ασυλλόγιστο αρσενικό και το θηλυκό το πορνικό να μαντρώσει.
Πώς απολογούμαι εγώ; (Μα δεν έχουμε δα στήσει και δικαστήριο κιόλας!) Ένα μόνο θα πω: πόσοι στάθηκαν τυχεροί σε ΑΥΤΗΝ την ζωή, ΚΑΙ τις δυό να γνωρίσουνε με την μία; ΚΑΙ μια LAVERDA να οδηγήσουνε, ΚΑΙ μία Tracy να καβαλλήσουνε – και τις δύο ταυτόχρονα, με μερικά λεπτά μόνο διαφορά ώρας; (Δεν ρωτάω εγώ και απάντηση δεν θέλω εγώ.)
Είναι αλησμόνητη απλώς η φορά που, κατεβαίνοντας απ' ΑΥΤΗΝ την μοτοσυκλέττα κι ανεβαίνοντας σε ΑΥΤΗΝ την γυναίκα, νιώθω σαν να μην υπάρχει καμμιά διαφορά. Είναι επώδυνη απλώς η φορά που, κατεβαίνοντας απ' ΑΥΤΗΝ την γυναίκα κι ανεβαίνοντας σε ΑΥΤΗΝ την μοτοσυκλέττα, νιώθω σαν να μην υπάρχει καμμιά διαφορά. Γιατί τούτες οι δυό θηλυκές είναι η γραμμή ακριβώς που ο Ουρανός ενώνεται με την Γη και τον ορίζοντα τούτον δεν τον βλέπεις ποτέ, δεν τον νιώθεις ποτέ – ΜΙΑ φορά στην ζωή σου θα τον ζήσεις ασύγκριτα κι αλησμόνητα κι από τότε θα τριγυρνάς σιωπηλός, παραλοϊσμένος. Ένα σώμα ομοούσιο κι αδιαίρετο είναι οι δυό τους – γυναίκα και μοτοσυκλέττα – ζεστό γεμάτο καμπύλες και γωνιές, σάρκινα σίδερα και μέλη κραμάτων, λάδια ζουμιά, αίμα νεφρά, σάλια και γράσσα. Φιλιά δαγκωτά όπως μαγκώνουν οι σιαγόνες τα φρένα της, σφιξίματα τεχνικά όπως κλειδώνουν οι μηροί μου την λεκάνη της, θολώματα συντελειακά όπως σκοτεινιάζουν τα μάτια μου τα μαλλιά της. Ντίζες και νήματα, χέρια και νύγματα, παραισθήσεων χρώματα και βερνίκια κορμιών, αρθρώσεις σε παρατεταμένους σπασμούς και μυς παραδομένους σε υπερβατικούς ήχους. (I know, I'll call it a day, λίγοι αντέχουνε.)
Δεν μιλάω, παραμιλώ. Δεν γράφω, μα τραγουδάω. Πώς άκουσα μία μόνο φορά μέσα στην νύχτα αηδόνι; (Και ήταν τυχαίο που ήμουν με το LAVERDA ξανά;) Άμα λοιπόν ζήσεις ΜΙΑ στην ζωή σου φορά ένα LAVERDA μια Tracy, ένα αηδόνι μια σκοτεινιά, θα ουρλιάζεις συνέχεια παραδομένα οργασμικά από εντελή ευτυχία. Από άμετρη χαρά, από άφατη ηδονή, από άκοφτη – επαναλαμβάνομαι – ευτυχία. Δεν ξέρω πώς έχουν ταιριάξει τούτα τα τέσσερα μέσα μου, μα το αηδόνι μού θύμισε το LAVERDA μου, το οποίο με κόλλησε με την Tracy, η οποία με πάντρεψε με το σκότος.
Αυτή είναι όλη-κι-όλη η ουσία τούτης της παράξενης ιστορίας. Μπορεί απ' την απροσδόκητη εξέλιξη μιάς μοιχείας να ξεκίνησε, μπορεί στην έκφραση μοτοσυκλεττιστικών αισθημάτων να αναπτύχθηκε, μα σ' ένα αηδόνι μέσ' στο σκοτάδι κατέληξε κι εδώ-αυτό είναι όλο. Σκότος και αηδών να με προειδοποιήσουνε θέλουν πως "Υou're on the clock boy", ότι «Κάποια πρόσωπα είναι πολύ δυσαρεστημένα μ' εσέ και δεν μπορούν να συγκρατηθούνε», πως «Το παράκανες κι εσύ μωρέ, ν' αφήνεις τα κλειδιά φόρα-μπροστά, πάνω στο μηχανάκι»! Γιατί κάποια στιγμή ο σύζυγος και τρίτος μηχανικός τού Εμπορικού Ναυτικού θα έρθει μαζί με το σόϊ του καβαλλώντας τις λοιπές μου μοτοσυκλέττες – ορίστε ο μπατζανάκης επάνω στο Thunderbolt, ο αδελφός επάνω στο 3HW, το κολλητάρι θα γκαζώνει να μην του μπουκώσει το Maico κι από πίσω κι ένας πορτιέρης ενίσχυση-για-τα-δύσκολα να παντιλικιάζει το Ninja μου. Και όλοι ετούτοι ΜΟΝΟ ΕΝΑ έχουνε στο μυαλό: ότι «η επί μοιχεία δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει των προσβληθέντων», παρ' όλον ότι το αδίκημα σήμερα έχει απωλέσει το ποινικό του υπόβαθρο παραμένει όμως μια απαράδεκτη ανθρώπινη διαστροφή, μια τσογλανοειδής όσο κι ανόσια παρεκτροπή, ένα φτύσιμο στο πρόσωπο όσων έχουν βολευτεί με γλυκά ψέμματα κι αυταπάτες αθώες. Όποιοι στοιβάξαν πίσω απ' τις πόρτες τους «μισθούς και συντάξεις» κι αφήσανε τις γυναίκες τους μόνες τους, λαλημένες και εύκολες, τρυγήσιμες και αγάμητες, σαλταρισμένες κι αχόρταγες, κυκλοφορούνε και κάποιοι που «Λαβ αβέρτα» τις νυχτιές καβαλλούν και είναι πρόθυμοι κι έτοιμοι ν' απαρνηθούνε, να κινδυνεύσουν.
Τίποτε πλέον δεν με νοιάζει εμέ. Στα ολοστρόγγυλα και στραγγισμένα μου τέτοια μου η όποια μανούρα, μαζί με την όποια κουλτούρα. Εγώ θα συνεχίσω συνεπής στον δρόμο που μου άνοιξε το LAVERDA μου και τον τοίχο που μου έστησε η Tracy του. Γιατί έχω τους «τρελλούς» απ' το Ίδρυμα εμένα να με κρατούν, αυτοί είναι σαν τον αρχαίο χορό μέσα στην αττική τραγωδία που τούς θεούς συγκρατεί, τους ανθρώπους φρενάρει. Τις Εκκλησιάζουσες μαζί με την Λυσιστράτη κάπως περιορίζουνε, τις Τρωαδίτισσες μαζί με τον Οιδίποδα επί Κολωνώ ορμηνεύουν – «θεοί από μηχανής» δεν υπάρχουνε πια, παρά μόνο εις Κυψελιώτης πάνω σε ένα LAVERDA. Που πηγαίνει για μια τελευταία φορά να γαμήσει την Tracy με όχημα ένα μοιχευτικό δίκυκλο, συντρίβοντας υπεσχημένα και κεκτημένα, όρκους πίστης αιώνιας, ψεύτικης αγάπης συζυγικής κι στυγνής αιματηρής προδοσίας. "Who knows" δεν έγραψε και τραγούδησε ο Χέντριξ; «Κανείς» απαντάω εγώ ως άλλος ομηρικός Οδυσσεύς, κι απλώς σηκώνω την αριστερή μου γροθιά και με την δεξιά χούφτα σκάβω το γκάζι. Κι αμέσως πετάγονται στα παράθυρα πάλι οι αληθινοί ζωντανοί στο Δαφνί να χαιρετίσουν τον μελλοθάνατον άνδρα, χτυπιούνται στα κάγκελλα αφιονισμένοι-χαροκαμένοι οι τρελλοί, αποδίδοντας τις τελευταίες τιμές σ' εκείνον που δεν δίστασε ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ το ανδρικό ΔΙΚΟ ΤΟΥ να κάνει. Ιδιαίτερα προς, κάτω, δίπλα, μέσα και πάνω σε μία Tracy φονική, που είχε τον αποφασισμένο σύζυγο με την πριονισμένη κοντόκαννη από ώρα ειδοποιήσει.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021