Σε τούτη την χώρα ζω και εγώ. Κι έχω τα μάτια μου και τ' αυτιά μου ανοιχτά, όπως χιλιάδες συμπολίτες μου κάνουν. Έχω την τσέπη μου άδεια και το μυαλό μου γεμάτο σκέψεις κι ανησυχίες, προβληματισμούς κι ερωτήματα, θυμό κι αηδία. Κι έχω και την ψυχή μου γεμάτη φόβο και ανασφάλεια, πίκρα και ειρωνεία, ένα συναίσθημα αδικίας και προσβολής, μια γεύση ήττας και μάλιστα άνευ μάχης.
Δεν θα πω, δεν θα αναφερθώ στα γνωστά. Ποιοί κάναν τα λάθη και ποίοι τα συνεχίζουνε, ποιοι κερδίζουνε απ' αυτά και ποιοι θα βγούνε χαμένοι στο τέλος. (Την τέως πρωθυπουργική οικογένεια να πάρω ως παράδειγμα, θα κλείσω ως Έλλην: ο μεγάλος αδελφός «διοικεί», ο μικρός αδελφός μανιπουλάρει, θα έρθει στο τέλος κι ο μεσαίος ο συγγραφεύς να μας γράψει την ιστορία «του», μην πάμε και αμόρφωτοι όλοι.) Λέξεις όπως «funds» κι «αγορές», καταναλωτικά κέφια και καρτοπιστωτικοί οργασμοί, συντριπτική μείωση μισθών και ελαστική ανασφάλεια εργασίας είναι το σάουντρακ που παίζει συνέχεια σήμερα και πίσω του περιμένουνε αμέτρητα άλλα. Ο κόσμος που μαζεύεται κάθε βράδυ στο Σύνταγμα – αχ ρε κουφάλα επαρχία, πόσο κοιμάσαι ακόμα – σαν να θέλει κουράγιο ο ένας απ' τον άλλο να πάρει, ο λαός που μετρά και ξαναμετρά το ταμείο του κι όλο μείον το βγάζει, πέφτει πάνω στην σύνταξη της γιαγιάς, στου παππού τον ΟΓΑ, στο καλάθι απ' το χωριό που θα έρθει. Ανάμεσα σε μετανάστες αδιάφορους που – μαθημένοι στο τίποτα – την βγάζουνε μπέϊκα στην Αθήνα, ανάμεσα σε μπλόκα-παντού αστυνομικών που την βγάζουνε σιχτίρικα στην Αθήνα κι ανάμεσα στα τρεχάματα σε δέκα δουλειές που δεν κάθεται ούτε μία, καλείται ο σύγχρονος Έλληνας να επιβιώσει. Το πράγμα έχει μπλεχτεί πλέον τόσο πολύ που δεν ξεμπλέκεται από την ευφράδεια ενός Βενιζέλου π.χ. (ο οποίος "έφαγε πόρτα" χοντρή στην Ευρώπη, καθώς οι αεροπαπάρες-προς-Έλληνες δεν περνάνε στους προσγειωμένους και πραγματιστές Ευρωπαίους), δεν λύνεται από τον κούφιο μπιζυμποντισμό ενός Αντωνάκη π.χ. (ο οποίος "έφαγε πόρτα" απ' τους Ρώσους σε ό,τι αφορά το αέριο), δεν μαζεύεται από τον ανισορροπισμό ενός Κουβέλη π.χ. (ο οποίος συνεχώς κι ακατάληπτα μας κορνάρει «δες κι εμέ, δες κι εμέ το παλικάρι»).
Αυτό στο οποίο θα αναφερθώ είναι στο τι πρέπει να κάνουμε ΕΜΕΙΣ, ασχέτως τι κάνουν ΕΚΕΙΝΟΙ. Τι οφείλω να ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, ασχέτως ποιοί ΕΙΝΑΙ οι ΑΛΛΟΙ. Περί ατομικής και προσωπικής ευθύνης ο λόγος λοιπόν, όσο κι αν οι εκπεσούσες φυλλάδες και τα στριμωγμένα καναλάκια περί άλλων τυρβάζουνε, να απλώσουνε τον λεκέ θέλουν, να χρειαστεί περισσότερο πλύσιμο το αντικείμενο, μόλτο σαπούνι και κάργα ποτάσα, φαντάσου την Τρέμη ως πλύστρα στα τέσσερα έμπροσθεν σκάφης και τον Πρετεντέρη με το τσεμπέρι στα μαλλιά ν' απλώνει «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα». Όλο το Σύστημα – το γκουβέρνο και οι πλασιέδες του – επιθυμεί κι εργάζεται διακαώς να μεταθέσει την ουσία και βάση του προβλήματος και να την πάει στην «Επικοινωνία», άκου λέξη ξανά που βρίσκουνε οι διαφημισταράδες. (Κι ο δάσκαλός μου που «τις σπάει» τις λέξεις και τις αναμασά, τις ερμηνεύει σωστά και τις αποδίδει ορθά ισχυρίζεται ότι επικοινωνία ίσον «επί-της-κοινωνίας» και τούτο το «επί» πιο κοντά στο «κατά» φέρνει, παρά στο «για-την-κοινωνία».) Όλοι γνωρίζουμε ότι η γυναίκα τού Καίσαρα δεν πρέπει κατ' ανάγκην να είναι και τίμια, αρκεί να φαίνεται ως τιμία – κι από δω αρχίσαν τα ντράβαλα, καθώς τούτο εστί το Ευαγγέλιο των λογής της Εξουσίας γκρουπιέρηδων, όλων αυτών των αδίστακτων και καλοπληρωμένων «στελεχών» που αδέκαστοι πρόθυμοι, παχυλά αμειβόμενοι και ηθικά ταπεινωμένοι σε πέρας το έμπροσθεν έργο τους έχουν να φέρουν.
Επιστρέφω λοιπόν, όπως ο Λένιν έγραψε: «Τι να κάνουμε»; Πρώτον, την θέση μας να διαχωρίσουμε, απ' ΑΥΤΟΥΣ. Γιατί «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί», γιατί δεν είμαστε όλοι «κοπρίτες και διεφθαρμένοι», γιατί εμείς ξέραμε ότι ΔΕΝ «υπάρχουν λεφτά». Και τούτα τα τρία τουλάχιστον είναι τόσο βέβαια και αληθινά όσο πνιγμένος στα τριγλυκερίδια είναι ο Πάγκαλος, όσο βουτηγμένος στην εξουσιομανή έπαρση είναι ο Βενιζέλος, όσο σαλταρισμένος στο άγχος να αποδείξει ότι είναι ικανός ο Γιωργάκης μας είναι. Δεύτερον, την δική μας θέση να καθορίσουμε, απέναντι στον εαυτό μας κυρίως: Να τα βάλουμε κάτω μωρέ εμείς-και-εντός, να δούμε καταπού προχωράμε, τι πρέπει να κόψουμε και τι να αυξήσουμε, τι να δεχτούμε να εγκαταλείψουμε κι από πού ν' αρπαχτούμε κυρίως. Να στηριχτούμε αφ' ενός στους ανθρώπους μας κι αφ' ετέρου να πιαστούμε από συνανθρώπους, το ξέρω ότι για τον κατ' εξοχήν παρτάκια Έλληνα τούτο είναι μια σκέτη Αργοναυτική Εκστρατεία, μα άλλος δρόμος δεν υπάρχει κανείς. Η μόνη λύση τώρα είναι η ΕΝΩΣΗ και όχι η ΑΠΟΚΟΠΗ, η συμπαράσταση και συμπαράταξη και όχι η κουτή καταφυγή στον εγωισμό και την περιώνυμη πάρτη, η κοινή πορεία και όχι η με-κάθε-τίμημα προστασία και διαφύλαξη τού ατομικού μας συμφέροντος. (Γιατί ο Σημίτης αυτό καλλιέργησε, ενώ η Τρόικα αυτό ακριβώς θέλει να λειώσει.) Και τρίτον, να ασχοληθούμε ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, πρωτίστως, όχι όμως όπως κάναμε μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα διψά για λύση ουσίας αφού τα είδε τα χαΐρια του περιτυλίγματος, η ιστορική στιγμή ζητά ψαχνό-όσο-έχει-μείνει-στο-κόκκαλο αφού αντιλήφθηκε πόσο το πάρτυ άλλους έκανε πλούσιους και τους λοιπούς συνδαιτημόνες εγκατέλειψε μόλις τα φώτα ανάψανε κι έπρεπε τούτοι να σκουπίσουνε τώρα το σπίτι. Κι «ο εαυτός μας» ΔΕΝ είναι ο γνωστός, αγαπητός και καλός εαυτός μας – αυτός δεν ήταν ο πραγματικός, μα ο εαυτός μας είναι αυτός που τόσο καιρό από εμάς-ακριβώς κρυβόταν και λούφαζε, εκείνος που αραιά-και-πού προειδοποιούσε και στέναζε, ίδρωνε ξαφνικά τις νύχτες καμμιά φορά και προέβαλε εφιάλτες που εμείς στο ουΐσκυ τούς πνίγαμε, βάζαμε Ρωσίδες να τους ξεχαρμανιάζουν και μόλις μεσημέριαζε, στις εκθέσεις αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών τον καφέ μας ρουφούσαμε αγοράζοντας ό,τι γυάλιζε, επειδή ήταν εύκολο και καινούργιο. (Και θα 'βγαζε βέβαια και το μάτι του γείτονα, αυτού του ελληνικώς-περιώνυμου μέτρου και σταθμού απάντων των ημών πράξεων όλων.)
Ο εαυτός μας βρε ΔΕΝ είναι αυτός που θέλουν να πλασάρουν στην Ευρώπη οι πολιτικοί μας ταγοί. (Τούτοι κατ' ουσίαν τον δικό τους εαυτούλη πλασάρουνε, μια θεσούλα σαν το Μαράκι την Δαμανάκη να καπαρώσουν.) Ο εαυτός μας είναι αυτός-ακριβώς που εμείς οι ίδιοι είχαμε επί-έτη-συνέχεια θάψει κάτω από ευμάρεια και καταναλωτισμό, επίδειξη και ζαμανφουτισμό, απόλυτη σιγουριά για του Έθνους το απέθαντο και απόλυτη αδιαφορία για προαιώνιες ηθικές αρχές και κανόνες. Ο εαυτός μας μωρέ ΔΕΝ είναι αυτός που γουστάρουμε εμείς να μοστράρουμε στην Ευρώπη. (Οι Ευρωπαίοι θέλουνε μόνο νούμερα να διαβάζουνε, γιατί από ήλιο και θάλασσα τα έχουνε ήδη αγοράσει.) Ο εαυτός μας είναι αυτός-ακριβώς που εμείς πρέπει ΤΩΡΑ και ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ να ανακαλύψουμε, να αποκαλύψουμε και να τον βγάλουμε στον αέρα, αρκετά τόσα χρόνια τούτος ψοφολόγαγε στο υπόγειο, του κλώτσου και του μπάτσου τον είχαμε, ένα δεμένο σκυλί στο μπαλκόνι μας κάτω απ' τον ήλιο. Ο εαυτός μας ΔΕΝ είναι τούτος που ήτανε, τούτος που θέλαμε, τούτος που διαφημίζαμε σπρώχναμε, τούτος που βαυκαλιζόμασταν αυνανιζόμασταν, τούτος που επειδή οι Τράπεζες μάς δανείζανε, καμωθήκαμε τους μεγιστάνες των Μέσων - Χρηστάκη, τ' ακούς; Ο εαυτός μας Χρηστάκη – ένα τυχαίο όνομα βάζω εδώ – ήταν εκείνος που τόσα χρόνια σφάδαζε από σπαστική κολίτιδα, κάπνιζε φούντες αβέρτα, επιτυχίες οικονομικές ενέγραφε και άλεθε κόσμο «πάνω στην κουβέρτα», κανέναν δεν υπολόγιζε παρά μόνο τις «κομμένες κεφαλές» που κρατούσανε τα τηλέφωνα και τα φράγκα, μέχρι που βρέθηκε ένα μεσημέρι όχι-και-τόσο-ξαφνικά να κουτρουβαλάει τις σκάλες κοπανηδόν, να μαζευτεί στην τρυπούλα του για να δει πώς θα σώσει το μαγαζάκι του που και τώρα δυστυχώς παραπαίει. Ο εαυτός μας Χρηστάκη ΔΕΝ άκουγε (επειδή μίλαγε), ΔΕΝ σημείωνε (επειδή αντέγραφε), ΔΕΝ πρόσεχε (επειδή έτρεχε) και ΔΕΝ έβλεπε (επειδή νόμιζε ότι θα βλέπει καλύτερα στην ομίχλη άμα έχει μόνιμα αναμμένη την μεγάλη σκάλα των φώτων). Ο εαυτός ΣΟΥ Χρηστάκη ήτανε που τυλιγμένος ζεστά και αφροδισιακά στα ντήλια και τα λεφτά, ξέχασε το μέτρο, την αξιοπρέπεια, την τιμή και τον λόγο. Ο εαυτός ΣΟΥ Χρηστάκη συμφωνούσε μόνο με αυτούς που παχυλά-πλήρωνε, να γελάνε αυτοί όποτε γελούσες εσύ και να κλάνουν αυτοί όποτε εσύ έκλαιγες – όσο και αν δάκρυ ποτέ σου δεν έσταξες, τουλάχιστον τότε που ήσουν στο χαβαδάκι καβάλα. Οι υπάλληλοι Χρηστάκη – πάντα υπάλληλοι θα είναι του κάθε αφεντικού, τους φίλους σου όμως δεν τους αγοράζεις αφού να τους πληρώσεις εσύ δεν επιθυμείς, γιατί τούτοι γελάνε όταν εσύ κλαις και κλαίνε σπαρακτικά όταν εσύ ανοίγεις σαμπάνιες. Και τώρα Χρηστάκη που "you're going down" – όπως λέει κι ο Ντε Νίρο στο ΗΕΑΤ – τώρα είναι η μέγιστη ευκαιρία για σένανε «φίλε». Ν' ανακαλύψεις τον άνθρωπο μέσα σου, τον εαυτούλη σου τον έρμο κι απορφανισμένο κάπου μεταξύ των πνευμόνων και της κοιλίτσας σου, κάπου πίσω απ' το βραχνό ξεραμένο σου κρώξιμο και το δύστυχο σπαστικό σου ανιόν κώλον. Γιατί τον απώθησες βίαια πρόστυχα και πάνω-απ' όλα-φτηνά Χρηστάκη τον εαυτούλη σου, για άλλον τσαμπούναγες ότι δούλευες και για τους άλλους δούλεψες τελικά – μόνο που τούτοι "when the shit DID hit the fan" σε γράψανε καταλλήλως, ούτε οι δύο θεραπαινίδες σου δεν θέλουνε πια να σε δουν καθώς έχουνε και τούτες εδώ τα δικά τους.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, πάρτε τον τυχαίο, εικονικό και φανταστικό Χρηστάκη των ανωτέρω μου φράσεων και βάλτε όποιον θέλετε μέσα. Είτε χωρά τούτος είτε δεν χωρά, το ίδιο και το αυτό είναι – γιατί ένα είναι το πόρισμα: «βρες ποιος είσαι και παίξε» υπέγραψε ο δάσκαλός μου – ο δικός μου άσημος δάσκαλος μα τόσο σημαντικός φίλος – κι από εκεί ξεκινάμε. Ξεκινάμε πάντα και πρώτα από μέσα μας, «οι Έλληνες που πάνε στο Σύνταγμα» είπε ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Διαλεγμένος, «αντί να μουντζώνουνε τη Βουλή, τα δικά τους μούτρα πρέπει πρώτα να τα μουντζώσουν». Και εάν ουδείς κατάλαβε τούτος τι θέλει να πει, συρταρώνω ένα απόσπασμα από παλιά συνέντευξη του εξαίρετου στιχουργού Κώστα Τριπολίτη: «Πρέπει να ξέρεις τι επιδράσεις δέχεσαι και τι συνέπειες έχουν στη ζωή σου. Και να κατανοήσεις ότι υπάρχει ένα συλλογικό εγώ. Να ζήσουμε θέλουμε με αξιοπρέπεια, όσοι βέβαια θέλουν. Το αίσθημα της αξιοπρέπειας πηγάζει από την πίστη στον κοινωνικό σου ρόλο, στο ότι μπορείς να επιδράσεις πάνω στην κοινωνία. Αυτό έχουν αφαιρέσει από τους ανθρώπους. Αξιοπρέπεια έχουν αυτοί που πιστεύουν ότι μπορούν να δράσουν και να μεταβάλουν την κοινωνία. Με επιμονή, υπομονή, μόχθο, προσπάθεια, γνώση, αγώνα. Άπαξ και πιστέψεις ότι δεν μπορείς να τη μεταβάλεις, η αξιοπρέπεια χάνεται, υποκύπτεις». Και συμπληρώνω με το επόμενό του: «Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι εθίζονται σε αυτά και δεν αντιστέκονται. Η έλλειψη αντίστασης μου βάζει πολλά και πολλαπλά καθήκοντα. Με εξαναγκάζει να είμαι ακόμη πιο συγκρουσιακός με τη δουλειά μου».
Κι εγώ πώς το κλείνω; Με μια δική μου ατάκα, προσωπική: «ο άντρας φαίνεται από τα 'όχι' που έχει πει και η γυναίκα από τα 'ναι' της». Ώρα λοιπόν είναι και ο καιρός να μετρηθούμε, να ζυγιστούμε και να αποδεχτούμε ότι βρεθήκαμε ελλιπείς, από εκεί ξεκινάμε. Και με τα λίγα θα χτίσουμε τα αληθινά, με τα εναπομείναντα ακριβά θα αναγείρουμε τα νέα μας φτωχικά, με ό,τι ακριβώς μας αξίζει και μας κοστίζει, θα ζήσουμε πλέον. Τα λόγια τελέψανε, τα σύννεφα θα είναι μονίμως πάνω μας και αδιάβροχο δεν υπάρχει – ε, και; Η βροχή είναι θεού κάθαρσις, το κρύο είναι ψυχής δρόσος και ο ήλιος μελλοντικός, ελπίδα υπάρξεως. Δεν είμαι χριστιανός μα είμαι ανθρώπινος, δεν αμπελοφιλοσοφώ μα γράφω από την καρδιά μου. Και η καρδιά είναι η μόνη επένδυση – όχι όμως όπως εκείνοι την εννοούν – αλλά το μόνο, ύστατο και ελάχιστο ρούχο που οφείλει κανείς να φορά. Και έξω μάλιστα απ' το σώμα του πάντα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013