Βρήκα την αιτία της Κρίσης. Βρήκα και την λύση της Κρίσης. Κι αφού τα βρήκα τούτα τα δυο, δεν πρόκειται να πάω να δω τον πρωθυπουργό, να συναντήσω Κουβέλη και Βενιζέλο εδώ. Ούτε πρόκειται να επιδιώξω με τον Σόιμπλε να συναντηθώ, να συνομιλήσω με τον Σόρος ή με την Λαγκάρντ να εξηγηθώ – δεν θέλω να έχω μπροστά μου από τούτους κανέναν.
Για έναν απλό λόγο και μόνο αυτόν: την λύση δεν την συζητάς, δεν την μοιράζεσαι, δεν την δείχνεις καν σε όλους αυτούς που την Κρίση στήσανε και στηρίζουν. Γιατί είναι ακριβώς σαν το Κυπριακό: Αν χάσουνε την δουλειά τους οι Κύπριοι πολιτικοί (γιατί ως δουλειά αποκλειστική τούτοι το Κυπριακό έχουνε), την διοίκηση της χώρας την έχει η κυπριακή Εκκλησία και το κυπριακό City (δεν θα 'χουνε τίποτε άλλο να κάνουνε, θα τους πάρουνε οι ίδιοι οι Τσύπριοι με τις πέτρες).
Την λύση όμως την δείχνεις την εμπιστεύεσαι, την αφιερώνεις και την κοινωνείς – δεν την «επικοινωνείς» βρε αμόρφωτοι – με αυτούς και σ' αυτούς που πρωτίστως κι αποκλειστικώς την γεννήσαν. Τους Έλληνες. Τους κατοίκους της χώρας αυτής και ψηφοφόρους όλων των κυβερνήσεών της, τους αυθαιρετοκατασκευαστές κι εμπρηστές οικοπεδοφάγους, τους επαγγελματίες φοροκλέπτες και λαμογιοεισπράττοντες, τους τεμπέληδες δημόσιους υπάλληλους και διαπλεγμένους ιδιωτικούς υπαλλήλους – ναι υπάρχουν και τέτοιοι, μην εκπλήττεσθε.
Γιατί οι Ελληνάρες πέσανε χαμηλά, πέσαν του θανατά, κοντεύουν να τα τινάξουν; Μα γιατί χάθηκε το μεράκι φίλες και φίλοι! ("And it's not the economy stupid"!) Χάθηκε από προσώπου ελληνικής γης αυτή η ποιότητα, αυτό το ψυχικό χαρακτηριστικό, αυτός ο σπόρος λεβεντιάς κι ανθρωπιάς, αληθινής έγνοιας και όχι ψευτομαγκιάς, αφιέρωσης προσωπικής και όχι αυτοδιαφήμισης αυνανιστικής. Το μεράκι είναι η αγάπη απλά και εικονογραφώ:
1/ Υπήρχε στο βιβλιοπωλείο ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ένας υπάλληλος που λεγότανε Γιώργος. Όχι μόνο κάτεχε το αντικείμενο, όχι μόνο παθιαζόταν με τα βιβλία, όχι μόνο κοβότανε στο φτερό να σου βρει όποιο ήθελες ή απλά έψαχνες, μα σ' ενημέρωνε άμεσα για το τι άξιζε και τι ήτανε του πεταματού, με όλα τα λάθη και τα πάθη που η προσωπική κλίμακα αξιών του επέβαλε. Ο Γιώργος – με όλα τα καλά του και τα κακά του ως άνθρωπος – ήταν πολύτιμος για εκείνο το μαγαζί, είχε προσωπικό κι αμετακίνητο fan-club κι ας ήταν ένας απλός ιδιωτικός υπάλληλος μόνο. (Φυσικά απ' την επιχείρηση δεν άργησε να πάρει πόδι, την αγκάλη της ανεργίας οι μάγκες ιδιοκτήτες τού δείξανε όπως γίνεται πάντα σε τούτες τις περιπτώσεις.) Ο Γιώργος όμως είχε μεράκι.
2/ Υπήρχε στην Βοστώνη των Η.Π.Α. στο τέλος της δεκαετίας του '70 ένας μηχανικός Χαρλεάς που καστομάριζε ό,τι μηχανάκι τού πήγαινες και ήθελες να σ' το φτιάξει. Κατά βάση αυτός Γουινσκόνσιν μονοκούκι εψήφιζε, μα άμα εσύ δεν γούσταρες χλεμπονιάρικο χρώμιο κι επισκευές στην άκρη του δρόμου, σου έκανε το Honda 900 F2 που του τσούλαγες, κάτι ανάμεσα σε σημερινή MV Agusta και Harley-Davidson Cross Bones. Γιατί τον αναφέρω; Γιατί ο χαΐστας ετούτος είχε πτυχίο Μηχανολόγου απ' το CALTECH – γαμάτο καλιφορνέζικο πανεπιστήμιο – προτού άπαντες οι αριστούχοι προσπέσουνε στην αυλή του Στηβ Τζομπς και τον Ζούκερμπεργκ αρχίσουν να γλείφουν. Κι ο Ντέιβιντ δεν ήθελε τίποτε άλλο να κάνει απ' το να βιδώνει και να ξεβιδώνει μοτοσυκλέτες, απλά. Γιατί ο Ντέιβιντ είχε μεράκι.
Μεράκι λέγεται να είσαι γκαρσόνι και να θες να πεθάνεις με τον δίσκο σερβιρίσματος στα χεράκια σου και όχι να ονειρεύεσαι κάποια θολή μέρα να διοικήσεις την GENERAL MOTORS. Μεράκι λέγεται να είσαι σκηνοθέτης off-off Broadway παραστάσεων και να μην επιθυμείς κάποια τρανή μέρα στην πόρτα σου να ξεβραστεί η όποια κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου-Παρθένη-Δασκαλάκη και να σου προτείνει ν' ανεβάσεις Οιδίποδα τύραννο στο Covent Garden. Μεράκι λέγεται να είσαι οδηγός αστικού λεωφορείου και να μην θεωρείς εαυτόν από τιμονά αυστραλέζικου road-train έως σωσία του Μιχαλάκη Σουμάχερ.
Η χώρα μας σβήνει και χάνεται γιατί χάθηκε το μεράκι, απλά. Όλα γίνηκαν εύκολα κι όλοι επείσαν αλλήλους να γίνουνε κάτι άλλο απ' ό,τι ήταν και ξεκινήσανε, προορίζονταν και μπορούσαν, αντέχαν και ηδύναντο προπαντός. Εδώ μέσα τσαλαβούτηξε π.χ. κι ο Πετράκης Κωστόπουλος κι έκοψε μονέδα αβέρτα για την πάρτη του και για «τους φίλους του τους κυρίους βιομήχανους» που λέει κι ο δικηγόρος Αθηνών κύριος Παπαλάμπρου. Έσκαγε ο άσχετος απ' το παρασκήνιο και με μία φλασάτη πιστωτική, γινότανε από φλωράς Χαρλεάς. Έσκαγε η ψόφια στο προσκήνιο και με μια σιλικονούχα πλαστική, μεταβαλλότανε από κουνέλα σε μοντέλα. Έσκαγε ο μικροπασοκοβιοτέχνης με το κομποσκοίνι και την ακάλυπτη επιταγή, μεταμορφωνότανε από κουνέλι σε Ανιέλι.
Ρώτησα κάποτε κάποιον σπουδαίο και περιφανή, επιτυχημένο και πλούσιο, σοφό και ταπεινό τι θα ήθελε να γίνει, άλλο απ' αυτό που ήδη ήτανε. Και τι μου απάντησε; «Τίποτα». «Δεν θα ήθελα να γίνω τίποτα, ή μάλλον για να μη σε προσβάλλω με μια ακαταλαβίστική μου απάντηση, ένα τίποτα ακριβώς θα 'θελα να 'μαι». «Ένας παρκαδόρος ένας επιπλοποιός, ένας οπωροπώλης ένας νυχτοφύλακας – αν μπορώ να διαλέξω. Ένας νυκτοφύλακας μάλιστα, να κάθομαι μόνος μου μέσα στη νύχτα μπροστά σ' ένα γραφείο και σ' ένα φως και να διαβάζω. Και κάθε μια ώρα να σηκώνομαι και με το φακό μου να ψάχνω για κλέφτες και εισβολείς, να κοιτάζω οθόνες και μηχανήματα, να ελέγχω φωτάκια-συναγερμούς-προβολείς, να φροντίζω να κοιμάται το κτίριο ολόκληρο και ν' αναπαύεται ξένοιαστο. Μέχρι να έρθουνε το πρωί οι κυρίες οι καθαρίστριες να τους το παραδώσω σώο και αβλαβές, προστατευμένο κι ολόιδιο όπως μου το παρέδωσαν τα αφεντικά το προηγούμενο βράδυ».
Αγάπη για την όποια δουλειά κάνεις, λέγεται το μεράκι. Πώς το λέει ο Σούγκαρ ο φίλος; «Ντάνη μου, εγώ τη δουλειά μου την έχω πίσω μου». Πώς το λέει ο Κίτσος ο άφιλος; «Ντανάκο μου, εγώ τη δουλειά μου την έχω μπροστά μου». Σωστά, γι' αυτό και οι δυο συμπαθείς τούτοι άνθρωποι σκόρπιοι και πιεσμένοι ευρίσκονται, δυστυχείς και ανύποπτοι εντελώς είναι. Την δουλειά σου – λέω εγώ – δεν πρέπει να την έχεις πουθενά ειδικά, άσ' τηνα την ρημάδα ελεύθερη να ξεδιπλωθεί να πετάξει, μην την πνίγεις την καπαρώνεις τής φορτώνεσαι συ, το αποτέλεσμα θα σε βαρέσει γενναία.
Αφοσίωση σε όποια δουλειά κάνεις, λέγεται το μεράκι. Πώς το λέει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον Ελαφοκυνηγό; "One shot". Ακόμα κι αν το τιμόνι μιας χώρας σού δώσουνε, ν' αρνηθείς εσύ πρέπει. Γιατί αλλιώς είναι σαν να δίνεις την Ferrari του Αλόνσο στον πιτσιρικά με το ξεφωνημένο παπί: όχι μόνο δεν θα μπορέσει να την ξεκινήσει, όχι μόνο θα της κολλήσει στην εκκίνηση τον συμπλέκτη της, μα και στην πρώτη στροφή θα την κάνει σμπαράλια.
Αυταπάρνηση μέσω της όποιας δουλειάς κάνεις, λέγεται το μεράκι. Πώς το γράφει και οδηγεί το ΜΠΑΓΚΑΒΑΤ ΓΚΙΤΑ; «Εγκαταλείποντας κάθε προσκόλληση στους καρπούς των πράξεών σου, ικανοποιημένος για πάντα, χωρίς κανένα είδος εξάρτησης». Δεν υπάρχω εγώ, αλλά μόνο η δουλειά, αρχικά. Μετά δεν υπάρχω εγώ, ούτε η δουλειά. Και τελικά δεν υφίσταται τίποτε – η Ζωή που αναπνέει γελά, σαρκάζει και τραγουδάει αδιάφορα, ακατάληπτα από τους ανθρώπους
Ο μάστοράς μου ο αλησμόνητος Ευριπίδης Αλεξανδρόπουλος κάτι ξεστόμισε μέσες-άκρες. Κάποιες ατάκες μού έριξε, κάποιες σκιερές δροσερές παρατηρήσεις μού υπαινίχθηκε, τις έχω όλες γραμμένες κατάβαθα στο μυαλό μου. Τον έβλεπες να πιάνει τον σκελετό του Μ20, να ρυθμίζει καρμπυρατέρ σ' ένα Trident, να σφαλιαρίζει τον αυθάδη πελάτη για πλάκα και τον καμάρωνες: πάταγε ο Ανήρ απολύτως πάνω στην στράτα του και δεν θα την άλλαζε τούτη ποτέ κι απολύτως. Εργαζόταν αμέσως μετά τον Πόλεμο σε ένα ναυτιλιακό γραφείο ο Ευριπίδης και όμως το άφησε, το παράτησε για να φτιάχνει μοτοσυκλέτες. Μεταπολεμικά κύριοι. Τότε που ο Εμφύλιος όχι μόνο δάγκωνε μα σκότωνε κυριολεκτικά και δεν είχε καμμιά σχέση με την Μεταπολίτευση, που το Χρήμα έρεε άφθονο και ανεύθυνο και πλούτισε ο κάθε λιμοκοντόρος. (Και ήλθε το πλήρωμα – και του χρόνου η πληρωμή – κι έχει γεμίσει τώρα φαλιρισμένους τέως-φτιαγμένους ο τόπος.)
Το μεράκι είναι το κλειδί λοιπόν φίλοι μου, έτσι εγώ λέω. Το μεράκι και η υπακοή, η ταπείνωση και η εργασία, η σιωπή και η προσευχή – αυτά είναι ΟΛΑ και για ΤΩΡΑ είναι ΥΠΕΡΑΡΚΕΤΑ. Τέλος.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013