Ώπα, ένα λεπτό παρακαλώ. Υπήρξα έμπορος και γνωρίζω – εξ απαλών ονύχων – το εμπόριο. Την φύση τα κόλπα του, τις αρετές τις φουστιές του (sic), τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Μεγάλωσα μέσα σε δυο εμπόρων οικογένειες και ανδρώθηκα στο μέγα και λερό «πανεπιστήμιο» της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (άλλως ΒΑΡΒΑΚΕΙΟΣ), εκεί στο κλειστό κι αυστηρό τετράγωνο Αθηνάς-Αρμοδίου-Φιλοποίμενος-Αριστογείτονος. Τους τρείς αρχαίους Έλληνες τραγικούς – Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη – είχε η οικογένειά μου ως εμπορικό μετερίζι και πίστα επαγγελματική για καμμιά ογδονταριά χρόνια, εγώ μάλιστα κατάλαβα πού πρωτοπάτησα το 1962, κι απ' το 1973 άρχισα να εμπορεύομαι ο ίδιος.
Γιατί τα λέω όλα τα προσωπικά τούτα; (Όχι για να τα καταγράψει ο αμερικάνος πολυδορυφόρος που «τα πάντα ορά», μα για να ανοίξω λίγο το έδαφος για τα τολμηρά, ρηξικέλευθα κι εντελώς ριζοσπαστικά λόγια που ετοιμάζομαι για να στρώσω.) Στην οδό Σοφοκλέους άνοιξε ο ένας παππούς μου κατάστημα στην αρχή του προηγούμενου αιώνα, το 1946 ο πατέρας μου πάτησε στην οδό Αισχύλου και ακόμη διαθέτω ένα μαγαζί στην οδό Ευριπίδου. Έχω λοιπόν τόσα χρόνια δικά μου «ξοδέψει» εκεί, που μέχρι κι ένα θαυμάσιο κι αδημοσίευτο διήγημα έχω κάπου συγγράψει. Γι' αυτό λοιπόν «δικαιούμαι δια να ομιλώ» και να έχω άποψη περί εμπορίου, περί χρημάτων και συναλλαγών, κόλπων μοβόρικων και ριξιμάτων υψηλού επιπέδου, αθετήσεων λόγου και σπανίας πίστης εμπορικής, οικονομικής κρίσης και βλαμμένης σπατάλης. Γι' αυτό λοιπόν κι ο προκλητικός τίτλος μου: κρίση – σήμερα – δεν υπάρχει.
Υπάρχει κρίση-στροφή του καπιταλισμού; (Ναι.) Υπάρχει κρίση πολιτική-πολιτισμική-πολιτιστική; (Βέβαια.) Υπάρχει κρίση ανθρώπινη και προσωπική; (Σίγουρα.) Όλα ευχαρίστως να τα δεχθώ – μα κρίση οικονομική, βεβαίως και δεν υπάρχει. (Κάντε πρώτα ασκήσεις υπομονής και κατόπιν κρατηθείτε να μ' αντιληφθείτε.) Και θα το καταθέσω εδώ για πρώτη, μόνη και τελευταία φορά και δεν θα επανέλθω επί τούτου ποτέ μου: αν εξαιρέσει κανείς 200.000 Έλληνες πάνω-κάτω που αληθώς πένονται, η λεγόμενη και φερώνυμη κρίση απλώς δεν υφίσταται, δεν υπάρχει. (Είπαμε τα συμφωνήσαμε: υπομονήήή.) Έτσι λοιπόν και φωτογραφίσεις αυτήν εδώ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή που οι άπληστες κι αποτελεσματικότατες – για τους μετόχους τους φυσικά – Τράπεζες έχουν σαλτάρει να σορτάρουνε και όχι απλώς να τοκίζουνε τα λεφτά τους, που οι μαυροτσούκαλες ζαντοπαχύσαρκες βλαχοCayennes βγαίνουνε στο Σχιστό για 20.000 ευρώ, που η αψήφιστη και αχαρακτήριστη τούτη «νέα» κυβέρνηση – και όχι η φίλη μας η ΔΕΗ – το ρεύμα μάς κόβει, κρίση δεν υπάρχει επιμένω εγώ, δεν παίζει με τίποτα απολύτως.
Τόσα-μα τόσα-συν τόσα-επί τόσα χρόνια μωρέ δεν βαρεθήκατε να χτίζετε; Ν' αγοράζετε; Να ψωνίζετε; Να μην πληρώνετε φόρους, να μην αποδίδετε ΦΠΑ, να κρύβεστε απ' το ΙΚΑ; Να έχετε λειώσει τους εργαζόμενους στο «μπλοκάκι», να έχετε σπείρει αβέρτα στους αγρούς Πακιστάνια και Βούλγαρους, να έχετε καργάρει τις τράτες και τα καΐκια Αιγύπτιους, τις οικοδομές με Αλβάνια; Φιλιππινέζες να ανατρέφουνε τα δικά σας παιδιά, Γεωργιανές να ξεσκατώνουν παππούδες στο τζάμπα και Ουκρανές πάμφθηνες όσο κι Ουγγαρέζες πανάκριβες να λυμαίνονται τα σεξουαλικά όνειρά σας; (Συνεχίζω, όπως λέει και ο Αλ Πατσίνο: "I'm just getting warmed up".)
Την δεκαετία του Ογδόντα λοιπόν, που με την γενναία και ασύδοτη «έμπα» του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, οι περήφανοι όσο και περιώνυμοι «μη προνομιούχοι» άλωσαν τα πάντα στην χώρα αυτή, είχαμε κρίση; Την δεκαετία του Ενενήντα, που με την δεύτερη και πιο αδίστακτη «μούντα» τού σημιτικού ΠΑΣΟΚ, οι καβαλημένοι πια και ασύδοτοι εντελώς προνομιούχοι-εκτός εισαγωγικών μπάζωσαν τα πάντα στην χώρα αυτή, είχαμε κρίση; Την δεκαετία του Δύο Χιλιάδες, υπό την ναρκωτική επήρεια Πανευρωπαϊκών κυπέλλων και το αυνανιστικό παραλήρημα Ολυμπιακών Αγώνων, είχαμε κρίση; Εγώ λοιπόν αναλαμβάνω να εκφέρω ως απάντηση το ολοστρόγγυλο, αληθινό και λαμπρό «ΟΧΙ». Όχι λοιπόν μία φορά, όχι λοιπόν κι άλλες μυριάδες. Μπαίναν – συνεχίζω ακάθεκτος – οι Έλληνες οι συνέλληνες, οι φιλέλληνες μαζί κι οι ανθέλληνες επί τριάντα χρόνια συγκεκριμένα και συναπτά σε ιδρύματα μαγαζιά, αντιπροσωπείες κοσμηματοπωλεία, γραφεία ταξιδίων και πολυκαταστήματα, γουναράδικα και χασάπικα, μεσιτικά γραφεία και κυριλέ χαμαιτυπεία, μπουζούκια και όπερα, εφτάστερα ξενοδοχεία και πανάκριβα ναυπηγεία και ψωνίζαν-ψωνίζαν-ψωνίζανε. (Μην ξεχνάτε το νούμερο: επί τριάντα - 30 - ατελείωτα χρόνια.) Στην αρχή θυμωμένα μα μαλακά, στην μέση οργισμένα λυσσάρικα και στο τέλος ψυχοπαθολογικά και σαλταρισμένα. (Να τονίσω βεβαίως ότι δεν είναι θέμα ΠΑΣΟΚ ή ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, είναι θέμα του κάθε Έλληνα που θεωρεί εαυτόν ως το αληθινό και μοναδικό αφεντικό των κομμάτων αυτών, αφού τα ψηφίζει εκείνος.) Ανίεροι κι ασεβείς, αυθάδεις και αμετροεπείς, βλάχοι κανίβαλοι, αμόρφωτοι και ετερόφωτοι, μικροαστοπλουτοκράτες του ημιϋπαίθριου και φρησταϊλάδες του ρουσφετιού – να συνεχίσω ή εδώ να τ' αφήσω; Παντογνώστες ξερόλες της κυριακάτικης ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και πιθήκια λαϊφσταϊλάδες του DOWN-TOWN, καδενολεζαντέ στο DA CAPO και επιχειρηματομουσαντέ στο ROMEO μπουχτίσανε Μύκονο και τρυγίσανε Ίμπιθα, παντρευτήκανε στον Μαυρίκιο και προσκυνήσαν στην Κούβα.
Αυτοί τούτοι οι «Έλληνες» λοιπόν – που δεν είναι καθόλου μα καθόλου ολίγοι, ανοίχτε λιγάκι την ατζεντούλα σας κι αλλάξτε λιγάκι φακό σας – έστησαν ΕΠΙ ΜΙΑ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ έναν χάρτινο χρηματικό πύργο. Ή μάλλον πολλούς χάρτινους χρηματικούς πύργους, αλληλοσυνδεόμενους όμως: "you do for me, I do for you" λέγεται στην αγαπημένη τους γλώσσα αυτό, καθότι ξεχάσαν ότι το παλιό κλασικό «πίπα-κώλο...» συνοδευότανε πάντοτε απ' το «...εμπλοκή» – α όλα κι όλα, μόνο για υδραυλικά στουμπώματα και cash-flow μανούρες μην τους μιλάτε. Μία Βαβέλ όχι τόσο γλωσσική όσο συμφερόντων ποταπών μα απολύτως αυτοϊκανοποιητικών, μια Βαβέλ τόσο οικονομικά τρανή όσο και νευρικά ασταθή, υστερική και διπολική, καρκινοβατούσα μα ακτινοβολημένη ακριβά, οι πλαστικές στήθους να κρύβουνε τους μαραμένους μαστούς και οι κολικοί τις γραβάτες Hermès να διπλώνουν. Μια Βαβέλ πακτωμένη στα δάνεια στην χρέωση και τις υποθήκες, στις «επιθετικές εξαγορές» απ' την μια και την λυσσαλέα πλινθοδόμηση αυθαιρέτων από την άλλη. Ο πατέρας στο μαγαζί κι η μαμά στο Δημόσιο, ο γιός βοηθός ηλεκτρολόγου και η κόρη γκαρσόνα σε φραπεδάδικο – ξέρετε πόσα ευρώ μαζεύονταν κάθε μήνα; Και τι γίναν αυτά; Ο μπαμπάς κι η μαμά τα κάναν πρώτα μπετά στο χωριό, να γίνει ρώσικη dacha το πατρικό και μετά μπροστάντζα για στεγαστικό σε συνοικία ανεβασμένη καλύτερη, (δεν έχω ξεχάσει και όλον τον ηλεκτρικοηλεκτρονικό εξοπλισμό, συν λοιπά έπιπλα, συν δυο αυτοκίνητα, συν πέντε ταξίδια). Ο γιός φυσικά τα έκανε μπροστοκούνητο καταλυτικό γαμάτο, ένα μπούνια-φτιαγμένο 1400άρι που έτσι και η σκάστρα του φτερνιστεί, θα τον μαζεύουμε στην Κάρπαθο μαζί με τον σχωρεμένο Ηλιάκη. Και η κόρη; (Ότι οι ελπίδες μου θα πέφταν εδώ ούτε εγώ το περίμενα, κι όμως.) Η κουκλίτσα ετούτη αποδείχτηκε ως η πλέον σεμνή: κομμωτήριο κάθε διήμερο, pilates και αισθητική κάθε τρεις μέρες, ψώνια δις εβδομαδιαίως μετά πατούμενων φυσικά – χώρια η ρινοπλαστική, άσε η αυξητική στήθους, να μην πάρει κι ένα καισάρειο μονόπετρο το κορίτσι να τους βγάλει το μάτι αυτωνών απ' την ζήλεια;
Στα δικά μας όμως να έρθω, αφού σας εκούρασα. Ψώνιζε ο πας είς άγουρος κι άσχετος πιτσιρικάς ένα πυραυλοειδές μοτοσυκλετάκι (των 14.000Ε) με 180 αλογάκια κάτω απ' τα σκέλια του, με την ταυτότητα μόνο; Ψώνιζε ο πας είς φλώρος, γαμπράκος και άσχετος-πάντα μια ελικοειδή μοτοσυκλετάρα (των 20.000Ε) με της Παναγίας τα μάτια, το ρίμελ και τις τσίμπλες επάνω σε αξεσουάρ, μέσω πολυετούς «χρηματοδοτικού προγράμματος» και μόνο; Ψώνιζε ο πας είς ελληνοβιοτέχνης, ώριμος αεριτζής και πουράτος επενδυτής, φτιαγμένος επιχειρηματίας και οφ-σοράς (sic) νταραβεριτζής μία Χ6 μια CLK, ένα τούμπανο Range Rover ένα θηριώδες Hummer; Ψώνιζε ο τρανός ποδοσφαιριστής την Gallardo του, ο μωρός αοιδός της παραλιακής την Aston Μartin του, ο τεκνός γιός του διαπλεγμένου καναλάρχη την Bentley του κι ο επικεφαλής της επιτυχημένης χρηματιστηριακής την Veyron του; Έχτιζε ο κάθε πικράκος το τσαντιροαυθαίρετό του από Σουβάλα έως Σταμάτα, έσκαβε ο κάθε βαλκανοβιομήχανος μέσα στο δάσος την πισίνα και το jacuzzi του από Εκάλη ως Παρνασσό, την ίδια στιγμή που ο τέως ψαροταβερνιάρης μετέτρεπε τους σταύλους και τα κοτέτσια του σε πολυκούζινα στουντιάκια-γουιδ-βιού (ξαναsic), χρεώνοντάς σου διακόσια ευρώ την βραδιά για να κοιμάσαι με τα παράθυρα σφαλιχτά καρφί στο πέλαγος μπροστά, αφού ο στυγνός ψηφοφόρος-της-πράσινης-ανάπτυξης αμόλαγε βράδυ τ' απόβλητα του «συγκροτήματος» απ' το μπαλκόνι σου κάτω; Δεν υπάρχει λοιπόν φίλες και φίλοι Έλλην ειλικρινής που να μην έχει τουλάχιστον δέκα αληθινά παραδείγματα για την αλητεία κι ασυδοσία σε τούτη την χώρα. Ληστεία, απάτη και λουμπινιά, κλοπή, φοροαποφυγή και εισφοροδιαφυγή – αρκεί οι κουκλίτσες ετούτες οι τροφαντές ν' αφήνουνε κέρδη. Και μαύρα λεφτά προ παντός, αυτά ακριβώς που παρήχθησαν σε δυσθεώρητα και απάνθρωπα νούμερα στην Ελλάδα την χώρα μας, σε τούτα τα τελευταία και μοιραία τριάντα της χρόνια.
Κι όλα αυτά τα λεφτά «βγήκανε» – μέσα και έξω – χωρίς η Ψωροκώσταινα να φτιάχνει-κατασκευάζει-παράγει εντελώς τίποτα, τίποτα ξαναλέω. Ακούν Ελληνάρες στους διαδρόμους των μέγαρων οι Ελβετοί και πετάγονται όξω απ' τ' αποστειρωμένα γραφεία τους προκειμένου να ρουφήξουν τα μετρητά τους. Σκάνε στο λονδρέζικο City οι Χιώ(ν)τες μαουνιέρηδες κι οι Οινουσσιώτες εφοπλιστές και οι μπανκιέρηδες της Βασίλισσας τους κάνουνε καραγκιόζικες τεμενάδες. Μπουκάρουν τα λαμέ μανατζεράκια στα εκδοτικά επιχειρηματικά, εμπορικά ή χρηματιστηριακά συγκροτήματα, αμολάνε την μια μαλακία μετά την άλλη παπάρα, τους θαυμάζουνε τα αφεντικά, τους ζυγίζουνε τα συζυγά κι οι κορούλες τους ξερνάν καλαπόδια – κι όμως, δώσε στον Έλληνα μεγαλείο και μαγκιά, δύναμη βασισμένη σε λεφτά κι εξουσία στηριγμένη σε ομερτά και σου μετατρέπει τον Παΐσιο σε Εωσφόρο στο πιτς-φυτίλι. Το ντοπάρω, για να το τονίσω: οργάστηκαν οι Έλληνες τόσο πολύ από υπερκοστολόγηση και αισχροκέρδεια, κατάμαυρο χρήμα και πακέτα άντερ-δε-τέιμπλ που ουδείς την παραμικρή αντίρρηση έφερε, όταν το απλό και αθώο μπουκαλάκι νερό πήγε από 50 δραχμές σε 50 λεπτά σε μια νύχτα! (Τι έλεγε ο διάσημος γύφτος; «Τι με νοιάζει εμένα η αύξηση της βενζίνης; Εγώ χίλιες έβαζα, χίλιες βάζω»!)
Και τώρα που πλακώσαν ΑΙΦΝΙΔΙΑ και ΑΠΟΤΟΜΑ τα πάρτυ (των διαμαρτυρημένων επιταγών) με τα ούζα (των κοκκινισμένων δανείων), τα έκοψε κρύος ιδρώτας τα πουλάκια μου. Τώρα που κλείνουν τις δουλειές και δουλίτσες τους, τα μαγαζάκια και παραμάγαζά τους, τα «Συγκροτήματα» και τους «Όμιλους» ο ένας εξαφανισμένος μπαταχτσής πίσω απ' τον άλλο υπερχρεωμένο κρυπτόμενο, η κρίση του καπιταλισμού φταίει στις καρδερίνες μου και τους γύπες; Ο καπιταλισμός – τον οποίο οι Έλληνες ασυνείδητα/ελαφρά μα και τόσο συνειδητά/δαγκωτά διαλέξαν κι υιοθετήσανε, πήγανε και του κάτσανε μετά τον Εμφύλιο – στήνει σκηνοθετεί και χρησιμοποιεί ο ίδιος τις κρίσεις του και δι' ίδιον όφελος απολύτως και πάντα. Κι όσα λαμόγια ή άτυχοι, πονηροί ή λογάδες, σκνίπες ή φίφες τού το παίζανε κολαούζοι – τους έτζασε ο Μεγάλος Ψυχρός, ο Κεφαλαιώδης Αδιάφορος, δη ουάν γκρέιτ ρήπερ εντ χάρβεστερ, (σας αφήνω με τ' αγγλικά σας).
Κι ας έλθουμε πιο κοντά, πιο καυτά, στα δικά μας ξανά. Το να πουλάς 400 μοτοσυκλέτες π.χ. σε μια τέτοια φετινή χρονιά, σου φαίνεται αγαπητέ λίγο; Όταν το πιο μικρό μηχανάκι σου είναι πάνω από 700 ολόκληρα χρωμιωμένα ή πιστάτα κυβικά, θα βγεις και θα μιλήσεις για κρίση; Όταν σήμερα στην Ελλάδα ΑΚΟΜΑ πουλάς δυο-και-τρεις-χιλιάδες σκουτεράκια σειρά, έχεις το θράσος να κλαίγεσαι από πρωίας έως νυκτός, (βραδιάζει και νωρίς το ρημάδι); Δηλαδή – εξηγήστε μου – έμπορας είναι αυτός που επιμένει επί τριάντα-είκοσι-δέκα χρόνια-σερί να πουλάει 350.000 αυτοκίνητα ετησίως και 120.000 δίκυκλα κάθε, μα κάθε, μα κάθε χρονιά; (Ανεξαρτήτως αν ο πλανήτης έδωσε το Νόμπελ Ειρήνης στον Ομπάμα, ανεξαρτήτως αν η Κατρίν Ντενέβ να γεράσει και ν' ασχημύνει δεν εννοεί, ανεξαρτήτως αν τους κάδους απορριμμάτων στις συνοικίες των Αθηνών τούς γυροφέρνουνε τώρα και άσπροι;) Δηλαδή πόσα οχήματα-γενικώς είσαι ευχαριστημένος να πουλάς κύριε, ώστε να πεις και μία φορά «δόξα τω θεώ» και να χαρίσεις και δύο παπιά στο ΕΚΑΒ, στους εθελοντές δασοπυροσβέστες, στο χωριό SOS; Γιατί – εγώ σε θυμάμαι πολύ καλά, γιατί επίσης σε γνωρίζω πολύ καλά φίλε μου έμπορα – και τότε που πούλαγες «μαλλιοκούβαρα», πάλι ικανοποιημένος δεν ήσουν, πάλι με όλους στο σινάφι σου τσακωνόσουνα, με τα και-καλά power-wear ρούχα σου τρωγόσουνα και πάντοτε οι άλλοι σού φταίγαν.
Να το χοντρύνω λιγάκι, γιατί κάνω σήμερα γράμμωση; Σε αγαστή και διαπλεγμένη σύμπνοια με την κυβέρνηση, ο ΣΕΒ π.χ. και το ΕΒΕΑ π.χ. ψηφίσανε νόμο για τις απολύσεις εργαζομένων και θα 'ρθει μετά ο Πορτοσάλτσες για να μας πει ότι χρειάζεται flexicurity η γραφίστρια ανιψούλα μου με δύο παιδάκια μικρά, στεγαστικό δάνειο και τετράτροχα διπλά, κι έναν άντρα μόλις-απολυμένο; Αποζημίωσε μια τρανή εισαγωγική εταιρεία δέκα-είκοσι-τριάντα άτομα απολυμένο προσωπικό και νομίζει ουδείς εχέφρων κι ενημερωμένος πολίτης ότι ο πρόεδρος και αφεντικό, CEO και αρπακτικό, μπόσης και Trilateral Commission μέμπερ (τριτοsic) έχει βγει ξυπόλητος και ρακένδυτος να πουλά χαρτομάντηλα στα φανάρια; Νοικιάζεις εσύ συνταξιούχε ένα μαγαζί – που τ' αγόρασες με τους κόπους και αίμα μιας ζωής – κι έρχεται άνετος και τσαμπουκάς ο «επιχειρών», πατάει πάνω στον Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου νέο νόμο περί μισθώσεων επαγγελματικών κι ανοίγει ολόκληρο κατάστημα δίχως να καταβάλλει δραχμή ως «αέρα», «άυλη εμπορική αξία» δηλαδή – καταπώς την ονομάζει, την αποδέχεται και φυσικά την φορολογεί με 40% σήμερα η κυρία Εφορία – δίνει τώρα ένα νοίκι μπροστάντζα («αν θες»), φεύγει μ' ένα νοίκι σφαλιάρα («αν θες») και τραβιέται μετά ο δύστυχος ιδιοκτήτης να επουλώσει την ιδιοκτησία του από τα τραύματα ενοικιαστή και χαρατσιού της ΔΕΗ;
Κλείνω. Κρίση, σήμερα, δεν υπάρχει. Η Ελλάδα – στην συντριπτική της πλειοψηφία – φράγκα ακόμη διαθέτει αρκετά, από εκείνα ακριβώς που συσσώρευσε τα τελευταία τριάντα ευωχίας της χρόνια. Κρίση όμως θα υπάρξει από αύριο άμεσα – αυτό έχω να πω και δεν είναι το ίδιο. Γιατί άλλη κρίση βαρά η κυρά-Ολυμπία στις Δρυμάδες Πωγώνι-μεριά που απ' την σύνταξη του ΟΓΑ τώρα ψίχουλα παίρνει κι άλλη κρίση θα νιώσει ο μεσιέ Βάγγος από Βουλιαγμένη-μεριά στην μαιζονέτα του που χρωστά, καθώς ως στέλεχος της τρανής κατασκευαστικής-επενδυτικής τώρα κοιτά με μάτια αδειανά το Lagavulin που έχει στραγγίξει. Και στο φλουό περιστρεφόμενο μπαρ του, κάτω απ' την plasma και δίπλα στο B & O, σύνορο με το ipod και κολλητά με την Burberry, άλλο σκωτσέζικο γιοματάρι μπουκάλι δεν έχει. Επαναλαμβάνω λοιπόν, προς απόδοσιν δικαιοσύνης και εκτίμησιν μέλλοντος: κρίση, σήμερα τώρα, ούτε καν υφίσταται, δεν υπάρχει.
Αύριο όμως, μόλις αύριο, σε μερικές μόνον ωρούλες το τσουνάμι βλακείας δεκαετιών, αδιαφορίας ψυχών και ευμάρειας τριακονταετίας, η πρόκλησις η ύβρις αλλά και η Νέμεσις – σε πανελλήνιο επίπεδο ομιλώ – θα είναι σκληρή. Όπως λέει κι ο Σάμιουελ Τζάκσον στο Pulp fiction: "...and I will strike upon thee...», εγώ λοιπόν δεν φταίω καθόλου. Και κυρίως, θυμωμένοι κι αυθάδεις, μη μου πείτε ότι δεν σας τα έγραψα, ΟΚ dudes;
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013