[1997]
Αγάπησα αυτό το γατί, τον Joey Thai. Αγάπησα αυτό το τετράποδο, τον Go Joy. Αγάπησα αυτόν τον διάσημο δασύτριχο δαιμονισμένο γάτο που τον έλεγαν μίστερ Μουκουσίνι.
Δεν είχε ο αίλουρος μόνο ένα όνομα, είχε δεκάδες ανάλογα την στιγμή και τα κέφια του, ανάλογα την δική μου τσαντίλα ή ανάγκη για χάδια. Βασίλευε ο τετράποδος άνθρωπος σπίτι μου και με κοιτούσε μ' αυτά τα σχιστά και μισόκλειστα μάτια του που με μαγνήτιζαν και με βούλιαζαν σε βάθη σοφίας και μοναξιάς, ερέβη σκέψης και συντροφιάς, σκοτάδια χαράς κι ευτυχίας.
Αυτός ήταν ο τρομερός βασιλεύς Ντίνγκο Μπίνγκο. Κι αν η μνήμη μου θυμάται καλά (που πολύ καλά κάνει και με απατά), αυτός ήταν ένας ήρωας στα βιβλία του Ιούλιου Βερν που διάβαζα από μικρός με μανία. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ζήσαμε μαζί, ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ-εγώ και αυτός ο αγνώστου-ταυτότητας γάτος, καθώς κάποια μικρά διαλείμματα στην κοινή μας ζωή δεν ήταν παρά αμελητέα κενά σε μια υπέροχη και δύσκολη σχέση. Σηκωνόμουν και έφευγα εγώ, όταν εύπιστος και πιστός στον έρωτα κάθε γυναίκας παρατούσα το σπίτι μου για να ζήσω το «Μεγάλο Άλμα» προς το ζεστό, υγρό και γλυκό θηλυκό βάθος. Σηκωνόμουν και έφευγα εγώ, όταν ταξίδευα και στην Ελλάδα χανόμουν ψάχνοντας να βρω της ζωής τα παθήματα, μπας και μου γίνουν μαθήματα επιτέλους. Κι ο Βeau Βoy ήταν πάντα εκεί – με περίμενε, μόλις άκουγε τα κλειδιά να ντιντινίζουν έτρεχε στην εξώπορτα να με προϋπαντήσει, να είναι οπωσδήποτε ο πρώτος που θα μου μιλήσει και θα με υποδεχτεί.
Όταν δούλευα, ο Τσουής ήταν εκεί. Πάνω στο γραφείο, δίπλα στα χαρτιά, κοιμόταν στο χέρι μου πάνω. Κι αναγκαζόμουν εγώ – ήταν η εποχή που ακόμη έγραφα σε χαρτί με μολύβι, δεν υπήρχε πληκτρολόγιο τότε – για να μην τον ξυπνώ, αντί να κινώ το χέρι μου από αριστερά-δεξιά, να συρταρώνω το χαρτί από κάτω δεξιά-προς-τ' αριστερά, αν είναι δυνατόν κι όμως. Ξυπνούσα τα βράδια και τον χάιδευα καθώς κοιμόταν στα πόδια μου, κουλουριασμένος να ασκεί μια ελαφρά πίεση στο σώμα μου, δεν θ' αποφύγω τον συνειρμό με την δεύτερή μου γυναίκα. Η Αμφιτρίτη, τόσα χρόνια που κοιμόμασταν μαζί – αγαπούσε κι εκείνη τις γάτες – δεν κοιμόταν μαζί μου απλώς: ακουμπούσε όλη νύχτα επάνω μου κι ήθελε να με κρατά σταθερά, να αισθάνεται την μικρή αυτή πίεση της εξάρτησης, του «υπάρχω δίπλα σου και είμαι κοντά σου» – έτσι ένιωθε εκείνη την σιγουριά που τόσο της έλειπε, που τόσο της λείπει, που πάντοτε θα της λείπει πολύ.
Ο Κομπραΐνιας ήταν ο πιο δαγκανιάρης γάτος που πέρασε απ' το πολυμελές τετράποδο στερέωμα της ζωής μου. Τον χάιδευες και σε αντάμειβε με δυο τρύπες στο χέρι σου απ' τα δόντια του, ηδονιζόταν να σε ξεσκίζει μέχρι που του 'σκαγες μια σφαλιάρα κι εξαφανιζότανε τσαντισμένος, για να ξανάρθει αμετανόητος ο ρουφιάνος να ζητήσει το χάδι σου, για να σε δαγκώσει και πάλι. Τον αγάπησα όμως. Τον αγάπησα πολύ και βαθιά, τον αγάπησα και τον νοιάστηκα, ώσπου. Ώσπου, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια ζωής και τρία εγκεφαλικά, ο Μποανίνιας έχασε κάθε αίσθηση προσανατολισμού, έλεγχο ούρων-κοπράνων, όρεξη φαγητού. Στεκόταν επί ώρες κοιτώντας τον τοίχο ακίνητος-μεν παλαντζάροντας-δε, λες και πατούσε σε βάρκα. Φώναζε σπαρακτικά και αναιτιολόγητα μέσα στην νύχτα, ούρλιαζε δυνατά κι ανεξήγητα λες κι έκανε «κλήση ανδρών ένδον», υπογραφές να μαζέψει καθώς έφευγε.
Τον πήγα στην γιατρό του και ανέλαβε εκείνη την «τελική λύση». Σκέφτηκα προς στιγμή να το κάνω εγώ, να πάρω το σαρανταπεντάρι και να του τινάξω τα μυαλά ξαφνικά, μια-κι-έξω, τελειωτικά. Ζεστόν να τον ξαπλώσω στην γη, ζεστόν απ' τα χέρια μου και ζεστόν απ' τα δάκρυά μου, ζεστόν απ' την καρδιά μου να τον βγάλω πια και να τον βάλω για πάντα στο χώμα. Όχι. Προτίμησα την αναίμακτη και πλέον πολιτισμένη οδό, η Μαρία περιποιημένη κομψή και με τρυφερή θηλυκή χάρη ιατρικά «κοίμισε» αυτή την ψυχή που με συντρόφεψε τόσα χρόνια σε μια ώρα μέσα – την ευχαριστώ.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γράφει για να εξηγήσει την αγάπη που έχει στα ζώα; Πώς μπορεί ένας άντρας να αναπαραστήσει με λέξεις όλους αυτούς τους ήχους και τις φωνές, καθώς μπεμπεκίζοντας μιλά σ' έναν γάτο;
Χαίρομαι και πικραίνομαι διπλά γι' αυτό που θα πω, μα τις μόνες δυο αγαπημένες δικές μου ψυχές, τις έθαψα εγώ με τα ίδια μου χέρια: Τον πατέρα μου εκείνο το ψυχρό απόγευμα του Νοέμβρη στην πλαγιά της Νεμέρτσικας και τον γάτο μου, ετούτο το μουντό απόγευμα του Νοέμβρη-ξανά, στην αλάνα του Γαλατσίου. Και στις δυο περιπτώσεις έβαλα εγώ τα νεκρά κορμιά τους στην γη, τα χάιδεψα τα φίλησα κι έπιασα το φτυάρι μετά. Γέμισα με χώμα αφράτο μυρωδάτο κρουστό τον πρώτο μεγάλο λάκκο εκεί πάνω στην Ήπειρο και γέμισα με χώμα σκληρό άοσμο και βαρύ τον δεύτερο μικρό λάκκο εδώ στην Αθήνα. Και στις δυο περιπτώσεις, δεν έκλαψα (έχω δυστυχώς από καιρό πάψει να κλαίω), γύρισα σπίτι μου σιωπηλός κι από τότε τούς έχω βαθιά μέσα μου και πάντα μαζί μου.
Μόνον όταν έρθει ο θάνατος, ο άνθρωπος αρχίζει να ζει. Τότε μόνο οι άλλοι τον θυμούνται τον αγαπούν, τον βάζουνε στην καρδιά τους και τον έχουν στον νου. Γυρνάω το βράδυ αργά ή νωρίς τα χαράματα και το σπίτι διπλά άδειο είναι, άδειο από ψυχή άδειο από ζωή, άδειο από νιαούρισμα και φωνή γάτου. Αυτή η τριχωτή ιδιότροπη δαγκανιάρα μορφή που αλώνιζε εκεί και με στήριζε τόσα χρόνια δεν υπάρχει πια, πολλά έχουν αρχίσει να μην υπάρχουνε πια, το 'χω κι αυτό πλέον δεχτεί, σαν ν' αρχίζω να γίνομαι σοφός τώρα.
Μου λείπεις αγόρι μου. Θάφτηκαν σβήσαν χαθήκαν τα ίχνη σου, η ανάσα σου η φωνή σου, το άρωμα της ματιάς σου, η θαλπωρή της νυχιάς σου, η σιωπή της παρέας σου. Μου λείπει το χάδι η παρουσία σου, η μυρωδιά η ουσία σου, τα 'χεις πάρει μαζί σου. Έτσι είναι Ντάνη (λέω στον εαυτό μου εγώ), τα χάδια που μοίρασες τα παίρνει ο καθένας μαζί του, γι' αυτό εξ άλλου τα έδωσες και εσύ, ένα μικρό δικό σου κομμάτι να κρατήσουν αυτοί, να έχουν να σε θυμούνται.
Εκεί. Μακριά. Πάντα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013