Αν στο προηγούμενο κείμενό μου έγραψα για τον «μόνο της ζωής μου» γάτο που έζησα, σε τούτο εδώ θα συμπληρώσω τις επόμενες δύο γάτες, που είχα και έλαβα εκ Θεού δώρο να ξαναζήσω. Δεν πίστευα ότι αιλουροειδές τετράποδο θα μπορούσε πια να με ξανά-συγκινήσει τόσο και έτσι, μέχρι που εγκαταστάθηκα το 2001 στην Αμοργό. (Αλλά ας την πάρουμε στρωτά και από την αρχή την όμορφη ιστορία.)
Απέβην ένα πρωί μαύρα χαράματα στην Αιγιάλη της Αμοργού, έχοντας κλείσει γι' ακόμη μία φορά το παρελθόν – αλλά και το δύσμοιρο το παρόν – στην Κυψέλη μου πίσω. Στην Αθήνα που από τότε έδειχνε συμπτώματα προϊούσας καταστροφής, σε μια Ελλάδα που έπνεε ήδη τα λοίσθια, (ασχέτως εάν Χρηματιστήριο κι Ολυμπιακοί Αγώνες, τραπεζικά δάνεια και καταναλωτική ευωχία κρατούσαν). Έστησα το δωμάτιό μου εκεί, είχα πάρει τα λίγα πράγματά μου που ήθελα και ζούσα μοναδικά και αληθινά για πρώτη φορά στην ζωή μου ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ. Ξυπνούσα χαράματα, κολυμπούσα αξημέρωτα, βουτούσα σε νερά μαύρα και νερά τυρκουάζ, διάβαζα ατελείωτες ώρες και γυμναζόμουνα στο σπαθί σχεδόν κάθε μέρα. Ανέπνεα αέρα πελάγους και κοιμόμουν με το άρωμα θυμαριού, το αλάτι της θάλασσας ήταν η κρέμα προσώπου μου και το χώμα της γης ήταν το αποσμητικό μου. (Επειδή δεν θα τελειώσω με τις περιγραφές, τις κόβω εδωπέρα.) Και όλα ήταν ιδανικά, ώσπου ένα πρωί στήθηκε στο πεζούλι ακίνητη δυνατή, η κυρία Μανασή.
«Αυτό μού έλειπε τώρα» μονολόγησα όταν την είδα. Κι αυτόματα λίγο ροφό από χτες τής έβγαλα απ' το ψυγείο να φάει. Εκείνη δεν ζύγωσε – αντιθέτως τινάχτηκε και εξαφανίστηκε, δεν πλησίασε το σερβιρισμένο ψάρι ούτε στο μίλι, (τα μυρμήγκια το μεταφέρανε κομμάτι-κομμάτι μέσ' στην φωλιά τους αργότερα). Την άλλη μέρα όμως η λεγάμενη πάλι εκεί. Ακίνητη και στητή, στο πεζούλι παντεπόπτρια και διερευνητική, σου λέει «ποιος είναι τούτος ο νέος ο μουστερής που ήρθε στη γειτονιά μου;». Με λίγα λόγια, έκανα έξι (6) μήνες για να την ακουμπήσω, (ενώ από το φαγητό που της έβαζα έτρωγε κάθε μέρα). Με περισσότερα λόγια, έκανα έναν (1) ολόκληρο χρόνο για να την πάρω στα χέρια μου, να την αγκαλιάσω να την χαϊδέψω, να την νταντέψω να της μιλήσω όπως μόνον εγώ στις γάτες μιλώ και να την κάνω δική μου, (ενώ εκείνη μόνο για το φαγητό δεν ερχότανε πλέον). Τέλος, είχαμε γίνει ζευγάρι. Κι όταν κάποια στιγμή εμφανίστηκε έγκυος κι άρχισε να ψάχνει μέσα στο πηγμένο δωμάτιό μου μια καβατζούλα για να γεννήσει, εγώ τράβηξα τις μπουκάλες κατάδυσης κάτω απ' το τραπέζι, της έστρωσα από πάνω ένα τραπεζομάντηλο μακρύ χαμηλό να της κόβει το φως, της έβαλα από κάτω μια ψαροκασέλα ευρύχωρη καθαρή, αφού την γέμισα τούτη με δυο πετσέτες παχιές χνουδωτές να της κάνω φωλίτσα. Και η έγκυος αγάπη μου άραξε εκεί, προστατευμένη και ήσυχη μέχρι ν' ακουστούνε κάποια στιγμή οι γνωστές τρυφερές οι στριγγλιές, οι κοφτερές «παιδικές» πείνας φωνής από τα γατάκια.
Πέντε (5) ολόκληρα και ατέλειωτα, αχόρταστα και αξέχαστα χρόνια έζησα με την κυρία Τάτσι-Μαουάσι-Μανασή. Ήτανε πλέον επισήμως η μόνη γυναίκα μου στο νησί, ήτανε η βασίλισσα της καρδιάς μου της ψυχής μου η αρχόντισσα – μια ματιά μου μόνο να έπεφτε μέσα στην δική της ματιά και γινόμουν στο φτερό Βούδας και Διόνυσος, Σουν Τζου και Μπακούνιν, Θεός κι Εωσφόρος αντάμα. Πέντε χρόνια την είχα στα χέρια μου κι εκείνα τα πέντε χρόνια-μαζί ήταν το μόνα πέντε χρόνια πραγματικής μου ζωής, από τα σχεδόν-εξήντα που μέχρι σήμερα έχω ζήσει. Κι ένα πρωί δεν ήρθε στο σπίτι η κυρία Τάτσι-Μαουάσι-Μανασή, όπως ούτε την επόμενη μέρα. (Κατάλαβα.) Δεν βγήκα καν να την ψάξω, να την αναζητήσω στα γνωστά της λημέρια: απ' το να την δω πατημένη από αυτοκίνητο ή φολιασμένη από νησιώτη, φαγωμένη από τσοπανόσκυλο ή απλώς ψόφια με τις μύγες να κάνουν πάρτυ στο κουφάρι της πάνω προτίμησα να στρέψω την στοργή την αγάπη μου στην οικογένειά της που μ' άφησε – γιατί κι αν μου είχε αφήσει ευθύνες. Φωνούλες πολλές και νιαουρίσματα καθημερινά, το Καιτί ο Τσανθουλίας και το Ασπρουλί, το Τρικολοράκι και το Γκριζουλί, ο Πανθηριάρης κι ο Κοζουμάνος ήταν μερικά από τα γατιά τα εγγόνια της, τα δισέγγονα και τρισέγγονα που είχα αναλάβει να μεγαλώσω.
Των οποίων χαρακτηριστικό σημάδι και δείγμα καταγωγής ήταν το ελαφρά ψαλιδισμένο αυτάκι στην άκρη του: πάντα ένας από τους απογόνους της Μεγίστης τούτης Κυρίας το δικό της σημάδι διέθετε, ώσπου ήρθε το Τορηνάκι. Έχοντας χάσει τον λογαριασμό ποιανής ακριβώς κόρη είναι, το Τορηνάκι γεννήθηκε σχεδόν μέσα στα χέρια μου, το Τορηνάκι έζησε απολύτως μέσα στα χέρια μου, το Τορηνάκι ξεκούρσεψε την ήδη κουρασμένη καρδιά μου. Το Τορηνάκι ήταν το πιο σοβαρό γατάκι-παιδί απ' όσα περάσαν από την αυλή μου, απ' όσα φάγαν τα ψάρια μου κι απ' όσα μοιραστήκαν μαζί μου την άδεια μου κλίνη. Και καθώς δεν διέθετε το χαρακτηριστικό σημάδι της Μανασή, δεν έμοιαζε μ' εκείνην καθόλου. Γλυκό καταδεχτικό καθόλου περήφανο, το χάιδευα και το χτύπαγα, το έπαιζα και το ξάπλωνα, το κρέμαγα και το λάτρευα ταυτοχρόνως. Μου είχε ταχθεί και του είχα αφιερωθεί, μου είχε δοθεί και του είχα προσφερθεί έτσι όπως μόνον κι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό, σ' ένα ζώο. Σ' ένα τετράποδο. Σε μια γάτα.
Έζησα με το Τορηνάκι άλλα πέντε (5) σημαδιακά μα διαφορετικά χρόνια. Οι καιροί είχαν αλλάξει, η Αμοργός ως πέτρα-νερό ήτανε πάντα η ίδια, οι άνθρωποι όμως και η ζωή είχαν γίνει μπουρδέλο εντελώς. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω δυστυχώς ποια ήτανε η τσατσά και ποια η πουτάνα, ποιος ακριβώς ήταν ο νταβατζής και ποιο το Ηθών πλέον. Αντιλαμβανόμουνα τους πελάτες καθώς μπαίνανε-βγαίνανε μα ο θόρυβος που φροντίζει να κάνει η ζωή ώστε τις πομπές της να κρύβει με μπέρδευε, είχα κι εγώ μπερδευτεί όσο και κολλήσει τελείως. Προσπάθησα από κάπου να αρπαχτώ – τίποτα, δεν υπάρχουν πια όσια κι ιερά στην ζωή στην Ελλάδα, όλα τα κυβερνά το τυφλωμένο στιγμιαίο συμφέρον, όλα τα διατάζει η αρπαχτή, η ανασφάλεια και το κέρδος. Το Τορηνάκι είχε κάνει τα δικά του παιδιά, πέρασε και μια περιπέτεια υγείας και τούτο από μένα την απομόνωσε. Με έβλεπε να χαϊδεύω και να φροντίζω το Μικούλι και το Ροζί, τον Μαυρουλέα και τον Φωνακλιάρη κι αποτραβιότανε, έπρεπε να την κυνηγήσω για να την πιάσω να την χαϊδέψω ξεχωριστά, να της βάλω στο δικό της το πιάτο προσωπικά το δικό της φαγάκι. Με κοίταζε το Τορηνάκι με μάτια θλιμμένα βαριά – που τότε δεν καταλάβαινα, μέχρι που αρίστως κατάλαβα λίγο χρόνο μετά, μέχρι που έχω εντελώς καταλάβει και δυστυχώς πανηγυρικά σήμερα, τώρα, εδωπέρα.
Όσα τα ζώα δεν μπορούν να σου πουν με το στόμα ή με το σώμα, σ' το λένε με τα ματάκια τους. Της Μανασή με δίδαξε η κοφτερή της ματιά, του Τορηνάκι με δίδαξε η τρυφερή του ματιά: από δω έλαβα μέγιστο μάθημα επιπέδου Θείας Κοινωνίας και πάνω. Γιατί το Τορηνάκι με τα μάτια μού έλεγε ό,τι έμελε να έρθει αργότερα στα δικά μου τα χρόνια: την βαριά και ανήθικη κουρτίνα που την ψυχή μου θα κάλυπτε, το σκότος της συντριβής και έρεβος της κατάθλιψης, την μεγάλη και μακρά νύχτα της τρέλας που με απειλούσε. (Μα δεν ήξερα τίποτε για όλα τούτα τότε κι εκεί.) Ώσπου ένα πρωί ξαφνικά φόρτωσα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο κι έφυγα, αναχώρησα απ' την Αμοργό, ο χρόνος μας είχε τελειώσει. (Ή ο χρόνος μάς είχε τελειώσει.) Το προαναφερθέν μπουρδέλο είχε μπει πλέον στο σπίτι μου, η έξω ζωή είχε ξεφτιλίσει κι αλώσει και την δική μου ζωούλα και έπρεπε για μιαν ακόμη φορά να αναχωρήσω. Έκανα πέτρα την καρδιά μου και χώρεσα τα έντεκα νησιώτικα χρόνια μου μέσα σε ένα μπαούλο, πέταξα-χάρισα-έκαψα ό,τι δεν ήθελα, ό,τι δεν έπρεπε να πάρω από κει και ό,τι ήθελα εκεί να μείνει για πάντα και βρέθηκα πάλι χαράματα αξημέρωτα στον ντόκο της Γιάλης.
Κι είχα σηκωθεί εκείνη την μέρα της αναχώρησης δυο ώρες νωρίτερα, βγήκα στην γειτονιά κι αναζήτησα το Τορηνάκι μου που με περίμενε έξω απ' την πόρτα. Αφού τα 'χα όλα από βραδίς έτοιμα, πέρασα τις δυο τελευταίες μου ώρες στο νησί, κρατώντας στην αγκαλιά μου το Τορηνάκι μου κλαίγοντας. Το είχα κουλουριασμένο σφιχτά πάνω στα πόδια μου και το έλουζα κανονικά με τα δάκρυά μου. Ποτέ χωρισμός ή αναχώρηση δεν ήτανε πιο σκληρή φονική για εμένα από κείνην με το Τορηνάκι μου, το Τορηνάκι που σιωπηλό δεν γουργούριζε όπως άλλοτε, μα ρουφούσε τον πόνο μου και τον γείωνε κι ας είχε γίνει μούσκεμα απ' τα κλάματά μου. Η ώρα μας όμως έφτασε, έπρεπε να την αφήσω να φύγω. Το φίλησα στο στόμα και την καρδιά, το φίλησα στο κεφάλι και την κοιλιά και το απόθεσα κάτω. Γύρισα πίσω μου κι έκλεισα την πόρτα της ωραιότερης περιόδου της δικής μου ζωής και απόθεσα το κλειδί στα πόδια του Τορηνάκι. Τινάχτηκε αυτό κι αμέσως πίσω μου έτρεξε, στήθηκε στο ίδιο πεζούλι με της προγιαγιάς της της Μανασή και με παρατηρούσε που έβαζα μπρος τ' αυτοκίνητο τώρα. Δεν γύρισα καν να το κοιτάξω. Γιατί αν γύριζα – εκεί θα 'μενα, εκεί για πάντα δούλος του θα γινόμουνα, ένας άνθρωπος σε υπηρεσία ιερή ενός ζώου. Ο πρώτος δίποδος ταγμένος στην λατρεία τετράποδου, ένας άντρας αφιερωμένος σε γάτα – ορίστε «το μέγιστον της ζωή μου ταξείδιον» κι άσε χριστιανούς με επενδύσεις να ασχολούνται, μωαμεθανούς πέτρες να προσκυνούν και ινδουιστές να μην σφάζουνε αγελάδες.
Τελείωσε Κύριε, έχω τελειώσει. Κι όταν μπροστά σου έρθω εγώ, δυο άγια κάδρα εικόνες, δυο τίμια εικονίσματα στα χέρια μου θα 'χω: ένα εξ ευωνύμων της Μανασή κι ένα εκ δεξιών του Τορηνάκι. Θα έρθω και θα στηθώ μπροστά σου ήσυχος ολόρθος και ταπεινός και ΕΝΑ θα σου δείξω, ΔΥΟ θα καταθέσω στα χέρια σου, ΤΡΙΑ θα είμαστε πλέον τα έρημα στο πέλαγος της αγκάλης σου, στο χάος του ελέους σου, στο σύμπαν φωτός και αγάπης σου όλων. Η Μανασή, το Τορηνάκι κι εγώ, οι δύο Μεγάλες τούτες Κυρίες της τέως ζωής μου αυτές κι εγώ ο μικρός ετούτος άνδρας της νέας ζωής μου. Καλύτερες παραστάτιδες Καρυάτιδες, Μοίρες θεραπαινίδες κι αρχόντισσες, ερωμένες γυναίκες και γάτες δεν θα μπορούσα να ήλπιζα – «είμαι πλήρης ημερών και έμπλεως αγαθών» σού δηλώνω. «Είμαι ο γράφων αυτά ευτυχής» υπογράφω κι εξέρχομαι, αναχωρώ και ανέρχομαι γαλήνιος αναστημένος ολύμπιος, κρατώντας στις παλάμες μου δυο χνουδωτά και ζεστά πατουσάκια. Δυο πέλματα μικρά, νύχια κοφτερά και δύναμη πανμεγίστη, τέσσερα μάτια με οδηγούν (αφού είναι κλειστά τυφλά και άδεια τα δικά μου τα μάτια), δυο κορμιά αιλουροειδή που σ' αυτά έχω πια αφεθεί ως Οιδίπους και Τειρεσίας, ως σαμουράι αόμματος και συγγραφεύς κεχρισμένος, «είμαι γεμάτος γαλήνη χαρά, ζωή κι ευτυχία». Κι ό,τι κι αν έχασα στην ζωή (χαίρομαι), κι ό,τι κι αν κέρδισα από την ζωή (χαίρομαι), δεν έχω πια τίποτα Κύριε παρά τούτα τα δυο τα δικά μου ιερά εικονίσματα, αυτά περιφέρω και προσκυνώ, αυτά λατρεύω κι αινώ, για τούτα μόνον υπάρχω. Κι ελπίζω στην επόμενή μου ζωή Εσύ Κύριε μια γάτα να μου χαρίσεις να γίνω: κι αν με στείλεις στην Αμοργό (ακόμα καλύτερα), αν με βάλεις μάλιστα στην γραμμή διαδοχής της Μανασή και του Τορηνώ, δούλο υπηρέτη σου και ταγό θα μ' έχεις πλέον για πάντα. Καθότι «μακάριος ει ο Εσέ υπηρετών» λέω εγώ, «μακάριος ει ο την Ζωή διακονών» στην πιο γνήσια κι αγνή ζωική την μορφή της.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013