Υπάρχει ένα παλιό αστικό σπίτι εδώ, στην Πατησίων στην Κυψέλη, στην Αθήνα την πανάρχαια, στην Ελλάδα που πιά δεν υπάρχει. Ένα σπίτι που δεν έχει σημασία εάν είναι μονοκατοικία ή διαμέρισμα, ένα σπίτι τόσο έμφορτο και βαρύ από αναμνήσεις και πρόσωπα που καταντά φυλακή, πολυβολείο εχθρικό, ένα χαράκωμα μνήμης.
Αυτό το σπίτι είναι τόσο παλιό, που καταντά όντως αβίωτο κι όμως τόσο γλυκό, καθώς κάνει μόνο για μαιευτήριο πλέον! (Εκεί όπου έχει κάνει δεξίωση ο θάνατος, εκεί διαλέγει η ζωή να στήσει το γλέντι.) Σ' αυτό το σπίτι λοιπόν ζει και φύεται ένας έρωτας ξεχωριστός και τόσο ίδιος που καταντάει απρόσωπος, ένας έρωτας υγρός και ξερός όπως δεν μάς έχουν εξηγήσει οι ινφλουένσερς και τα ωροσκόπια, οι οικονομικές αναλύσεις τού χρηματιστήριου και τα επιτελικά πλάνα των στρατηγείων.
Σ' αυτό το σπίτι – που κάποτε ήταν μποστάνι και μετά μονοκατοικία τής οικογένειας έγινε, μέχρι να δοθεί και αυτό αντιπαροχή για να γίνει πολυκατοικία – ζει ένας άντρας και μία γυναίκα μαζύ χωριστά, κάποιες ώρες ελάχιστες και κάποιες ατέλειωτες μέρες, στιγμές θεσπέσιες και αξέχαστες όσο και λεπτά δύσκολα πικρά στενεμένα (But I guess that is Life, with the capital l.) Κανονικά κατ' εμέ, τα σπίτια πρέπει να γκρεμίζονται εκ θεμελίων όταν ολοκληρώνουν τον «κύκλο» τους: όταν το ζευγάρι κάνει παιδιά, φύγουν αυτά και πεθάνουν οι γέροι, το σπίτι πρέπει άμεσα να γκρεμίζεται ώστε τα ίχνη να εξαφανίζονται, οι σκέψεις αυτών να διαλύονται, να μην μεταβιβάζεται τίποτα στις επερχόμενες και αδιάφορες γενεές που νομίζουν ότι στον κόσμο μας έρχονται με "carta bianca", την στιγμή που κάθε αρτιγέννητο ελληνόπουλο χρωστά ήδη τριάντα χιλιάδες ευρώ...
Το σπίτι αυτό έχει μία περίεργη κι ειδική του ατμόσφαιρα, (και δεν έχω πάει ποτέ μου). Γνωρίζω όμως κάπως τον σημερινό ιδιοκτήτη του και τυχαίνει να γνωρίζω λίγο και την σημερινή του γυναίκα: κι ένα τού έχω αυτού πει. «Ζήσε την γυναίκα που είσαι μαζύ, και μη σκεφτείς τίποτα, ούτε καν – και κυρίως – τον εαυτό σου». Ξυπνάτε μαζύ; Κλείσ' της τα μάτια με τα δικά σου φιλιά. Κοιμάστε μαζύ; Άνοιξέ της τα μάτια, διπλάσια απ' ό,τι τής ανοίγεις τα πόδια. Αγαπιέστε παράφορα επί ώρες τρελλά; Μην σταματάς να την χύνεις, η Πατησίων ποτάμι κάποτε ήτανε, τούτο θυμήσου. Τσακώνεστε θυελλώδικα επί λεπτά συγκλονιστικά; Σταμάτα εντελώς να μιλάς, γιατί απλώς χειρότερα θα τα κάνεις, αυτό σκέψου το.
It all clicked σε μια φράση που είπε η Ράνια: «Ηλιαχτίδες και φιλιά» η γυναίκα ανύποπτα ψέλλισε κι εντελώς φωτογράφισε, ΚΑΙ το pitch-black παιχνίδι φωτός με τις γρίλλιες, ΚΑΙ τις λεπτές κοφτερές και υγρές σάρκες χειλιών που συναντώνται για να μην αποχωριστούν κι αποχωρίζονται για να ξανασυναντηθούνε. Όταν το ζευγάρι ξυπνάει μαζύ κι εκεινού το μυαλό είναι στον καφφέ και τσιγάρο κι εκείνης η ματιά ρεμβάζει, τις κουρτίνες κοιτά και τον ήλιο που μπαίνει απ' το μισοκατεβασμένο ρολλό – γι' αυτό ο Θεός έπλασε τον άντρα και την γυναίκα χωριστά. Εντελώς. Και σωστά. (Κι άσε τούς χριστιανούς να ψήνονται με ιστορίες για σπαλομπριζόλες...) Γιατί όταν η γυναίκα ξυπνά, δύει ο ήλιος κι όταν ο άντρας κοιμάται, η σελήνη βογκά – όποιος με κατάλαβε, μαζύ μου γυμνάζεται...
Ο Γιώργος κι η Ράνια ξημερώνουνε σ' ένα παλιό σπίτι των Αθηνών και – στα δικά μου μάτια μυαλά, πέννα και τέχνη – μεγίστην υπηρεσία στην Πόλη προσφέρουνε, χωρίς να το ξέρουνε να το νιώθουν. Όταν το ερωτευμένο ζευγάρι ξυπνά, ΤΟΤΕ και ΜΟΝΟ έχει λόγο ο ήλιος που την νύχτα σβαρνά, την διώχνει την αποπαίρνει, την ακυρώνει και την σκοτώνει – για μερικές ώρες μόνο. Η σελήνη βέβαια είναι η πρέπουσα η σωστή ώστε να παραστέκει τα έργα τους τα ερωτικά, όσον αφορά όμως στην υπόλοιπη-αδιάφορη μέρα, είναι ο ήλιος που την ξεκινά, την διαφεντεύει κι ορίζει. Κι αν δεν την ξεκινάει την μέρα σου γυναίκας χαμόγελο, βυζιού χούφτωμα και αιδοίου ξετίναγμα – άσ' το μεγάλε, δυό δυνατότητες μόνο σού έχουνε μείνει: ή Λεγεώνα ή Όρος.
Εγώ που πλέον ζω σε μία «σπηλιά», ξέρω τί σημαίνει και τί είναι ένα σπίτι: εκεί όπου γίνανε θαύματα και εγκλήματα, εκεί που ο μπαμπάκας πρόδωσε την μαμμά και εκεί που η μαμμά πίστεψε τον μπαμπάκα. (Shit happens κι ετούτο το έργο «παίζεται» και ανάποδα, καμμιά σημασία.) Τα σπίτια δεν είναι ντουβάρια μπετά, δεν είναι σαλόνια και τουαλέττες, χώρος όπου μεγαλώνουν τα μούλικα και ψοφολογάνε οι γέροι: τα σπίτια είναι αδικημένοι και εμπαιγμένοι ναοί – σημειώστε εσείς και ετούτην την σπανία και δική μου κουβέντα. Γιατί είναι στα σπίτια μέσα που οι ανθρώπινες θυσίες εκτελούνται και γίνονται, οι καθημερινές και ανύποπτες, οι εγκληματικές κι ανόσιες, οι επονείδιστες και ανεπανάληπτες πάντα.
Τί είναι ο έρωτας; Το είπε η Ράνια: «Ηλιαχτίδες και φιλιά» ρε, ΑΥΤΟ είναι ΟΛΟ. Να ξυπνάς μ' ένα κεφάλι καζάνι εσύ απ' τα τσιγάρα και τα ποτά κι η γυναίκα να 'χει μάτι ολόδροσο και κορμί πύρκαυλο ώστε – μετά την σεξουαλική σας εποποιΐα – τούτη να δει και να πει τί ΑΠΟΛΥΤΩΣ και ΜΟΝΟ στην ζωή μας αξίζει. «Ηλιαχτίδες και φιλιά» ρε and I rest not only my case here, but my heart too.
Η φωτογραφία αυτή που συνοδεύει τις λέξεις μου τούτες είναι απ' το σπίτι τού Γιώργου όπου ζει αυτός με την Ράνια σήμερα, εδώ, τώρα. No big deal, no strings attached, no wonder in paradise κιόλας, μα εκείνες οι συρταρωτές και πριονωτές οριζόντιες πινελιές είναι κάτι ανάμεσα σε Καρλ Ντράγιερ και Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σκηνογραφία Kabuki παράδοσης και rideau Θέατρου Τέχνης επί εποχής Κουν εκεί στην Σταδίου. (Γι' αυτό είμαι μεγάλος κι ανεπανάληπτος, ευτυχώς άγνωστος και δυστυχώς προσπερασμένος συγγραφέας εγώ: γιατί μπορώ το ελάχιστο και ανύπαρκτο να το κάνω σπίρτο Βεζούβιου, το υπερβολικό δε κι εμφανές να το κάνω στάχτες τής Πομπηΐας.)
Ξύπνησαν μια μέρα-των-ημερών πάλι μαζύ η Ράνια κι ο Γιώργος κι εκείνος σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέττα for Nature's sake and call (όπως και για να διαπιστώσει αν τού μείναν αρχίδια ύστερα απ' το χθεσινοπρωϊνό φεστιβάλ σεξ) κι εκείνη άνοιξε τις ματάρες της, είδε το παιχνίδι φωτός και σκιών στον τοίχο απέναντι κι αμέσως την φωτογραφική μηχανή άρπαξε, την στιγμή ν' απαθανατίσει (κι ύστερα σού κράζουνε τις γυναίκες γι' αναίσθητες, γι' ακαλλιέργητες και τυφλωμένες καριόλες). Μια στιγμή είναι η αιωνιότητα, μια σκηνή είναι η Πλάση ολόκληρη μέσα σ' ένα δωμάτιο των Αθηνών, μέσα σ' ένα σπίτι τής Πατησίων που κάποτε μποστάνι(!) τής οικογένειας ήτανε, αφού αυτή διαβιούσε στην Κηφισσιά, στο κυριλέ και αλάργα εξοχικό της.
Ας το μαζεύω, καθώς ο έρωτας ανάγκη των λέξεών μου δεν έχει.
Μια κουρτίνα θαμπή, ένας τοίχος ακίνητος και επτά πινελιές ήλιου πάνω σε δύο κορμιά – αυτό αρκεί για την σημερινή μου ανάσα. Αυτό και αυτή και αυτοί μού βγάλαν και σήμερα τον πτωχό επιούσιο, ευχαριστώ Ράνια και Γιώργο που στάξατε χρώματα στην αδειανή παλέττα και κουρασμένη πέννα μου πλέον. Καθώς αυτό είναι το ανθρώπινο χάρισμα, ως θεϊκή Χάρις: η σπίθα που την Τέχνη γεννά, η Φωτιά που ανάβει κορμιά, η στιγμή που την αιωνιότητα τούτη κρατεί – όσο κρατά μια σκιά, όσο γράφει η ματιά, όσο φιλιούνται δυό χείλια.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022