«Νόμιζα ότι στα κινέζικα δεν υπάρχει η λέξη 'αγάπη'» λέει ο Μίκυ Ρουρκ στην Αριάν, ο μπάτσος Στάνλευ Γουάιτ στην δημοσιογράφο Tρέισυ Τσου στην ταινία Year of the Dragon του Μάικλ Τσιμίνο. Σ' αυτή την καταραμένη χρονιά του δράκου που ακόμα κυλά, δεν λέει να διπλώσει τα φτερά του ο κίναιδος, να μαζέψει τα νύχια του καμμιά φορά, στην φωλιά του επιτέλους να μπει. Έχω κι άλλη φορά αναφερθεί σ' αυτή την ταινία, σ' ένα άλλο μου κείμενο με θέμα τον δράκο που λίγοι τότε κατάλαβαν, ήταν και δύσκολα γραμμένο, πηχτό και πυκνό όπως τα κείμενα τα δικά μου, όπως η δική μου πνοή και ζωή και ψυχή, πόσο μάλλον ο λόγος.
Το χρωστώ αυτό στην πανσέληνο του Αυγούστου. Το χρωστώ αυτό σ' εκείνο το άγριο μοναχικό ξενύχτι που έριξα, στα τσιγάρα που κάπνισα, στα πλήκτρα που χτύπησα, στο φεγγάρι που έλαμπε και στην μέρα που ξημέρωνε – να μένει η κουλτούρα ρε Φώτο, πιάσε δυο βότκες.
«Νόμιζα ότι στα κινέζικα δεν υπάρχει η λέξη 'αγάπη'» λέει ο πολύ καλός αυτός ηθοποιός. Πατώντας σ' ένα σενάριο άριστο του Όλιβερ Στόουν, οι λέξεις δυνατές αληθινές, εκρηκτικές και πολύχρωμες, βίαιες και σκληρές, ζωντανές λέξεις είναι αυτές προσώπων αληθινών κι όχι τούτος ο φλώρικος ελληνικός καθημερινός αχταρμάς που κάθε μέρα τρώμε στην μάπα. Βλέπεις αυτή την ταινία και σε καθηλώνει ο αγώνας η πάλη η μάχη ανάμεσα στο καλό στο κακό, η τριβή οι κραυγές, η απόγνωση η τρέλα το πάθος – αυτοί εκεί οι λαοί τραβούν τέτοιο ζόρι που ασυλλόγιστα ρίχνονται πάνω σ' οτιδήποτε δυνατό μπει στην ζωή τους, έστω κι αν πρόκειται να την κάνει χίλια κομμάτια. Κι όλος τούτος ο σαματάς, η φθορά η αγωνία το τέλος γίνονται για μια λέξη και μόνο, για μια μόνη ευλογημένη όσο κι απίστευτη λέξη – τόσο μικρή, την αγάπη.
Συγγνώμη γι' αυτό που θα πω, μα είναι αλήθεια. Ξυπνήσαν όλοι τους ξαφνικά, κοιτάξαν τα πορτοφόλια τους αδειανά, μπουκάραν στις τράπεζες με τσαμπουκά και την είδαν τουλάχιστον Γκεβάρες της συνοικίας. Αρπάξανε τα μικρόφωνα του Λαζόπουλου ή του Αυτιά και μεταβληθήκανε εν μία πρωία και μόνη σε πύρκαυλους πολέμιους του καπιταλισμού, σε μουτζαχιντίν του αντιευρωπαϊσμού που όλοι ανακράξαμε: όου ντήαρ Γκαντ, τους κώλους μας φύλαξον, τις παρθένες μας δώσ' τους.
Συγγνώμη γι' αυτό που θα πω, μα είναι αλήθεια. Αιώνες ολόκληρους οι άνθρωποι αγοράζουν πουλάνε, σκοτώνουν και πηδάνε παιδιά, ξυπνήσαν – ο πιο ύπνος λαός της Ευρώπης – οι Βέλγοι, μπανίσαν πορνό σε οθόνες πολύχρωμες, είδαν και καναδυό ρεπορτάζ της πίπας κυριολεκτικά και την είδανε ξαφνικά Ράμπο της ηθικής και Κουτσόγιωργες της άγνοιας, εκπλαγέντες Πιλάτοι και Βενιζέλοι της νομοπαρασκευαστικής. Δεν συνεχίζω αυτή την παράγραφο όσο αυτοί ακριβώς οι λαοί, Βέλγοι Ολλανδοί Γερμανοί, αυτοί ακριβώς είναι πρώτοι στον σεξοτουρισμό, με ειδίκευση στον παιδικού σεξ τουρισμό κι ο Φώτος συντήρα δεν είναι. Μα την υποκρισία, αυτά τα αχαρακτήριστα και ευρωπαϊκά «άλλα λέω κι άλλα κάνω», τα «πολλά λέω και τίποτα δεν κάνω» μου γυρνάνε τα άντερα, ένα θα πω: Εκατό χιλιάδες «ένοχοι» ξεπροβόδισαν τις αθώες μικρές μα τελείως βελγοπούλες που κατακρεούργησε ο Ντιτρού, την καραμπινάτη οργή και τον εξάσφαιρο θυμό ας τα βάλουν στον πάτο τους όλοι. Μπράβο ευρωπαίε παιδεραστή, απέδειξες τουλάχιστον ότι το Βέλγιο – παγκόσμιο εμπορικό κέντρο οπλισμού – μια παπάρα είναι, δεν είναι Κρήτη ούτε L.A. βεβαίως.
Μία τελευταία συγγνώμη ζητώ, αγάπη φυσικά δεν υπάρχει. Σε τίποτα και πουθενά, για κανέναν και σε τίποτα πια, όλα είναι υποθέσεις και ψέματα, τερτίπια και ψώνια, χάδια εγωισμοί, φιλιά μαχαιριές και γινάτι, «μια παρεξήγηση και πολλοί κακοί λογαριασμοί» που λέει κι ένας φίλος μου δίχως όνομα πλέον.
Αγωνίζεται ο άλλος, δουλεύει βράδυα σειρά και γεμίζει γραμμάτια το συρτάρι, το αγοράζει το αμαξάκι το μπάνικο τελικά και το βγάζει μια βόλτα. Το παρκάρει, κάθεται στο παγκάκι απέναντι, το θαυμάζει και μόλις βρει μια συμφέρουσα τιμή ή του κολλήσει το καινούργιο μοντέλο να ψωνιστεί, το πουλάει αμέσως. (Κι αυτό σάς διαβεβαιώ είναι το πιο αστείο, το πιο αθώο παράδειγμα.) Τον βρίσκουν τον άλλον αμέριμνο στον φραπέ, «ρε Τάκη, πηδιέται η γυναίκα σου στο τάδε ξενοδοχείο» του λένε και σπεύδουν όλοι μαζί να την πιάσουνε την κερία στα πράσα. Μπουκάρουνε στο χοτέλ κι ανεβαίνει ο κερατάς να καθαρίσει για πάρτη του, περνάνε δέκα λεπτά και κατεβαίνει ο μέχρι-πριν-λίγο ό,τι πιο επικίνδυνο και μοβόρικο σε άντρα περπατούσε στην γη, και τι λέει; «Καφέ πίνανε ρε παιδά. Ένα πρόβλημα είχε η γυναίκα κι έκατσε με το Λάκη σε μια ήσυχη γωνιά να τα πούνε λιγάκι, να συζητήσουνε». Κι ας είχαν ραγίσει σοβάδες και μπετά απ' τα κλαρίνα τα χοροπηδητά, κι ας είχε σπεύσει επιτόπου ο Σειρηνάκης να γράψει ήχους χαστούκια και σκηνικά, κόλπα στάσεις και τα σχετικά, η Ελευσίνα ακόμα γελάει με τον απερίγραπτο κερατά τούτον.
Έχω καταλήξει πλέον οριστικά. Και θα το πω απλά, «είμαι σίγουρος πια, στα ελληνικά δεν υπάρχει η λέξη 'αγάπη'». Και πολύ καλά κάνει. Γιατί από τότε που όλοι, κερατάδες μοιχαλίδες και εραστές, πορνοβοσκοί εγκληματίες αυτοκινητιστές αρχίσαν με λύσσα να τηνε ψάχνουν, αυτή χάθηκε. Και θα 'ναι τότε αργά, γιατί όπως λέει κι ένας άγνωστος Έλληνας συγγραφέας: «είναι αργά όταν μετανιώνουμε, είναι πάντα πολύ αργά όταν είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε αληθινά πια». Και ν' αγαπήσουμε τελικά, εγώ συμπληρώνω.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013