Είμαι στο φανάρι σταματημένος λοιπόν... και τι κάνω; Περιμένω να γίνει πράσινο. Και τι κάνω; Κοιτάζω γύρω μου. Και τι κάνω, χωρίς να το 'χω εγώ προκαλέσει; Πέφτουν τα άμοιρα και έρμα τα μάτια μου, δίπλα μου. Όπου το δίπλα μου ορίζεται ως ένας μεγάλος, χαμηλός αλλά κουκλίστικος μεταλλικός όγκος, με τέσσερα λάστιχα, μια πάνινη οροφή και κάτι που επίσης ακίνητο, αναπνέει, ζει και περιμένει εκεί μέσα.
Σκύβω ελάχιστα και εντείνω την προσοχή μου. (Το φανάρι τούτο πάντα αργεί, δεν πειράζει.) Ανοίγω την ζελατίνα του κράνους μου, στρέφω τα μάτια μου διερευνητικά και παρατηρώ κάτι που είναι καθισμένο μέσα στο διπλανό μου, ακινητοποιημένο όπως κι εγώ, αυτοκίνητο. Όπου αυτό το κάτι ορίζεται ως μια γυναίκα περί τα τριάντα, ξανθιά φυσικά, ψηλή φυσικά, όμορφη φυσικά. Με υπέροχα μανικιουρισμένα και βαμμένα νύχια, τα σωστά γυαλιά ηλίου (όχι πολύ μεγάλα-όχι πολύ μικρά, όχι πολύ σκούρα-όχι πολύ ανοιχτά), τα σωστά και λίγα αξεσουάρ, (εγώ απλώς περιγράφω). Ένα γκρι-ανοιχτό λεπτό φανελένιο παντελόνι, ένα άσπρο φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο κι ένα μικρό φουλάρι – σωστά δεμένο – στον λαιμό, (εγώ απλώς συνεχίζω). Είχε βγάλει τις γόβες της και τις είχε ακουμπήσει στο πάτωμα του συνοδηγού, γόβες όχι πολύ ψηλές όχι πολύ χαμηλές, δυο γόβες απλές, λιτές όπως μόνον έτσι σου τραβάνε τα μάτια. Και φυσικά μιλούσε στο κινητό έχοντας καλωδιωθεί κανονικά, μικρόφωνο και ακουστικό όπως αυτά που διαθέτουν οι τεχνικοί απογείωσης των πυραύλων στο ακρωτήρι Κανάβεραλ και η κάθε τηλεφωνήτρια σε κάθε τεχνοπροχώ εταιρεία. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι μιλούσε αργά, καθαρά και στρωτά, χωρίς περιττές κινήσεις ή σπαστικές χειρονομίες, σχεδόν γλυκά τολμώ να πω και κυρίως καθόλου ελληνογκομενικώς ναζιάρικα.
Ήμουν κοντά της πολύ κοντά της, σχεδόν δίπλα της, την ακουμπούσα περίπου. Το γόνατό μου απείχε μόλις πέντε πόντους από την πόρτα της, μια πόρτα μακριά και χαμηλή, καλογυαλισμένη και καθαρή, ενός αυτοκινήτου ακριβού μα διακριτικού, είχε κολλήσει στην κίνηση κι εγώ είχα κολλήσει μ' εκείνην. Σκύβω λοιπόν και της λέω απλά: «Καλημέρα. Είσαι πολύ όμορφη». Εκείνη σημασία δεν δίνει – μάλλον δεν άκουσε κιόλας, οπότε σκέφτομαι ότι πρέπει να κάνω την παρουσία και το σχόλιό μου εντονότερα, γι' αυτό γέρνω ακόμη περισσότερο και την πλησιάζω σε μια σωστή – πιο κοντινή και συνάμα «ασφαλή» – απόσταση, την κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια και της ξαναλέω, πιο δυνατά, «δυο ποτά πιο δυνατά» που λέει και ο Raymond Chandler: «Καλημέρα. Είσαι πολύ όμορφη». Εκείνη σταματά την συνομιλία της και γυρνά ενοχλημένη, μου ρίχνει μια ημιτσαντισμένη, συνάμα βαρυεστημένη κι επιπλέον ενοχλημένη ματιά και συνεχίζει να μιλάει στο κινητό της, κοιτώντας κλειδωμένα και ευθεία μπροστά. Δεν πτοήθηκα κι αποφάσισα να βάλω τα μεγάλα τα μέσα.
Στήνω την μοτοσυκλέτα στο σταντ, κατεβαίνω και με σβέλτες κινήσεις βγάζω το κράνος μου. Το ακουμπάω στην σέλα, στρώνω λίγο τα κοντά μου μαλλιά, κάνω τον κύκλο κατευθυνόμενος προς την πόρτα της, όπου αργά κάνω ένα βαθύ κάθισμα. (Τώρα είμαστε στο ίδιο επίπεδο, να δω τι θα κάνει εκείνη.) Ήθελε-δεν ήθελε πλέον δεν μπορούσε να μ' αγνοήσει και ξέχασα να το πω κιόλας – ναι, ήταν πολύ όμορφη, πολύ πιο όμορφη απ' την πρώτη ματιά μέσ' απ' το κράνος. Λίγο φοβισμένη και πιο πολύ τσαντισμένη από την επίμονη και στο όριο-ενοχλητική παρουσία μου, γυρίζει προς εμένα, τελειώνει την συνομιλία της βιαστικά και απότομα μου λέει: «Τι θέλετε πρωί-πρωί κύριε;»
Δηλώνω ταπεινά και ειλικρινά ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου όμορφο. Ούτε καν κούκλο, let alone θεό της γυμναστικής ή του μόντελινγκ. Ένας κοινός αλλά όχι καθημερινός πενηντάρης είμαι, με τα άσπρα μου μαλλιά τις ρυτίδες μου, την μυωπία μου και τα λίγα κιλά μου, τα απλά ρούχα μου και το 1,80 ανάστημά μου. Όσο γυμνάστηκα και ό,τι έφαγα στην ζωή μου δεν το έκανα για να το γλεντάω στα είκοσι και να μην βλέπομαι στα πενήντα, αλλά για να μπορώ να βλέπομαι στα είκοσι και να το γλεντάω στα πενήντα. Επίσης ταπεινά και ειλικρινά δηλώ ότι δεν συνηθίζω να κάνω καμάκι σε ό,τι θηλυκό κινείται ή ακινητεί, ό,τι εποχείται ή απλά περπατεί, όχι ποτέ μου. Τις όποιες φορές έχω κάνει catch and lock-on, το 'χω κάνει γιατί κάτι δυνατό, συγκεκριμένο και ανεξέλεγκτο με οδήγησε - πώς είπε ο Μαραντόνα όταν χρησιμοποίησε το χέρι του για να βάλει εκείνο το γκολ; «Ήτανε θέλημα του Θεού».
Έτσι και τώρα. Σχεδόν μηχανικά έπραξα, σχεδόν αυτόματα είπα ό,τι είπα και απολύτως συνειδητά τής έδωσα την κάρτα μου. Την ευχαρίστησα χαμογελαστά κι απομακρύνθηκα αργά, την στιγμή που δεκάδες οδηγοί αυτοκινήτων είχαν στρογγυλοκαθίσει με μανία και πείσμα πάνω στις κόρνες τους και προσπαθούσαν να γκρεμίσουνε την Ακρόπολη, (τα παροιμιώδη τείχη της Ιεριχούς τα κρατούν οι Ισραηλινοί, δεν θα πέσουν ποτέ τους). Απ' τις λίγες ελάχιστες κουβέντες της, συγκράτησα μόνο μία: «Πώς να καταλάβω κύριε ότι μέσα απ' το κράνος υπάρχει ένας τόσο ευγενικός, ωραίος και σωστός άντρας;» Μετά από αυτή την απλή και γεμάτη νόημα φράση της και κατόπιν αυτής της συγκλονιστικής και γεμάτης υποσχέσεις ματιάς της, ξέρετε ποια ήταν η επόμενη κίνησή μου; Πλησίασα τον πρώτο κάδο απορριμμάτων του Δήμου και πέταξα μέσα το κράνος μου, δεν θα ξαναφορέσω εντός Αθηνών, στο κεφάλι μου, τίποτα πλέον. Προτιμώ να ρισκάρω το κρανίο μου και να ξεφτιλίσουν τα πρόστιμα το πορτοφόλι μου οδηγώντας μοτοσυκλέτα, παρά να χάσω μια τέτοια γυναίκα από την ζωή μου. Απλά.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013