Πολεμική Τέχνη ξεκίνησα το 1974. Δυό χρόνια μετά, μαύρη ζώνη 1ο dan απέκτησα και στο μεταξύ είχα γνωρίσει πολλούς αθλητές άλλων Τεχνών κι Αθλημάτων. Απ' τούς παλιούς «μυσταγωγούς» τού Judo στον ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ, τον μυκονιάτη Βερώνη στο Shotokan, τον αλησμόνητο Νίκο Πολίτη στα Ιλύσσια με το Aikido – Kendo μόνο τότε δεν πρόλαβα, καθώς ο Σύμβουλος τής ιαπωνικής Πρεσβείας το εξασκούσε, χαράματα κι εν κρυπτώ, μόνος σ' αυτό.
Χάρις λοιπόν στο Tae Kwon Do – προσοχή, το σωστό και παλιό είναι τρεις (3) λέξεις – γνώρισα δάσκαλους και θεούς, αθλητές εξωπραγματικούς και τεχνίτες φονικούς, ψυχές ονειροπαρμένες και κορμιά απόλυτα δυνατά, ευτυχής είμαι. Ο Δάσκαλός μου Σταμάτης Κάσσης έφερε τον Διδάσκαλό του – και Παγκοσμία Μορφή – τον Kwon Jae Hwa, και δίπλα σ' εκείνον κατάλαβα τί εστί Δύναμη, Πνεύμα, Ιστορία. Έσφιγγε το dobok στην μέση του ο Διδάσκαλος και ραγίζαν τα μάρμαρα στην πλατεία Συντάγματος. Κραύγαζε πρόσταγμα-οδηγία ο Διδάσκαλος και σταματάγαν τα νερά τού Ευρίπου. Σήκωνε το ποδάρι του ο Διδάσκαλος στον θεό και κατέβαινε ο Θεός να τον χαιρετίσει.
Ως σωματικός αθλητής έκανα παρέα συχνή και πυκνή τότε πολύ με πυγμάχους και παλαιστές, λιγότερο με αρσιβαρίστες και μπόντυ-μπίλντερς. (Καθώς αργότερα «κύλησα, ξέπεσα»...χαχαχα) Και στα Seventies οι ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ήταν οι λεγόμενοι ρατσιστικά και αντεθνικά, ανθελληνικά και μισερά... «Ρωσοπόντιοι», καθώς τότε δεν είχαν εφευρεθεί οι ΜΚΟ να τους «περιθάλψουνε» και φράγκα να βγάλουνε, να τους «αγκαλιάσουνε» και να μη μείνει αιδοίο αριστερό και πουρό που να μην αποκτήσει δουλειά και μαγκιά, ύπαρξη λόγο, νταραβέρι και ντήλι . Οι Ρωσσοπόντιοι ήταν κοντοί δυνατοί, γρήγοροι και διαβολικοί, λιγομίλητοι τεχνικοί και ως αθλητές ήσαν επίμονοι και υπομονετικοί, δουλευτάρηδες μεροκαματιάρηδες, πείσμονες και ανθεκτικοί, αγνοί και παιδικοί προπαντός και κυρίως.
Είχα έναν φίλο-συναθλητή στην Σχολή τότε που, καθαρός Πόντιος ήτανε και ως λαϊκό παιδί, όλη μέρα μ' ετούτους «τραβιόταν». Θυμάμαι μέρες ολόκληρες και κυριακάτικα απογεύματα στο Αιγάλεω να μιλάνε στον χωματόδρομο έξω και να πειράζονται, να δοκιμάζουν λαβές και να «πιάνονται», να κυλιούνται μισόγυμνοι και μισοντυμένοι κατάχαμα – έτσι για κέφι, για πλάκα. Με κάτι σορτσάκια φλουό και κάτι πλαστικές σαγιονάρες, κορμιά σμιλεμένα απ' τον ιδρώτα οικοδομής και τατάμι αναπνοής, μαλλιά πυκνά-μαύρα-κατσαρά και το μάλμπουρο να καπνίζει στα χέρια. Τράβαγε μια τεχνική ποδιού ο Χρήστος κι ο Θεοφάνης τού ανταπέδιδε μ' ένα πιάσιμο και μισή ρίψη. Μαχαίρωνε ένα sudo κοφτερό ο Χρήστος κι ο Παναγιώτης ένα ippon «στο φτερό» τού 'βγαζε, άσε δε όταν παλεύανε μεταξύ τους: ο Αλκιβιάδης με τον Σωκράτη αλαμπρατσέτα προστρέχανε, ο David Bowie με τον Lou Reed στην άκρη κοιτάγανε, ο Ιησούς τον Ιούδα σκαμνάκι του έκανε, ο Πύρρος Δήμας με τον Στέλιο Μυγιάκη γελούσαν.
Ξέρω ΠΟΛΥ και ΚΑΛΑ πώς το ανδρικό σώμα μυρίζει, από την άσκηση. Και δύναμαι με κλειστά μάτια να πω, ο κάθε αθλητής από πού έρχεται, τί άθλημα κάνει, σε ποιά συνοικία ζει κι πόσα χρήματα έχει στην τσέπη του – από μόνον και τον ιδρώτα του μόνο. (Ποιό ήταν το ΜΟΝΟ σωστό που η εκδότρια των δυό πρώτων βιβλίων μου είπε; «Ξέρεις Ντάνη μου, γιατί είσαι πολύ καλός συγγραφέας; Γιατί δεν ασχολείσαι συνέχεια με το γράψιμο, καθώς περισσότερο χρόνο περνάς συ στα γυμναστήρια και τα συνεργεία»!) Αγάπησα και θ' αγαπώ πάντοτε – ας όψεται η μανούλα μου που ήταν γυμνάστρια και η πρώτη πρωταθλήτρια Ελλάδος στ' ορεινό σκι – την Άσκηση, γυμνάζομαι καθημερινά μέχρι σήμερα, μα το Judo δεν το μπορούσα, δεν μ' άρεσε. Όταν μάλιστα έκανα Aikido, κατάλαβα το γιατί: άπαξ και μέχρι κι ο Jigorο Kano παραδέχθηκε ότι η Τέχνη τού απαράμιλλου Γέροντα και O Sensei Morihei Ueshiba «ανώτερη» ήτανε, ποιός ήμουν εγώ να μην κάνω rei βαθύτατο στον Δάσκαλό μου Κολιόπουλο Γιώργο; Η Ιαπωνία με την εσωτερική δύναμη και την κοινωνική πειθαρχία της, η Κορέα με την ασιατική εργατικότητα και την αντικινεζική επαναστατικότητά της με διαμόρφωσαν, κι ακόμη και σήμερα που λόγω κορωνοϊού ουδείς ακουμπάει κανέναν, εγώ θα φορέσω gi ή dobok και στην σπηλιά μέσα χαράματα ή μεσάνυχτα θα λατρέψω τις Τέχνες.
Ο Ηλίας Ηλιάδης δεν εκόμισε στο Judo λοιπόν κάτι «εξωτερικά» καινουργές. Σε αυτό το επίπεδο η Δύναμη είναι τόπος κοινός των χιλίων καλυτέρων τής Τέχνης αυτής αθλητών, η Τεχνική τους βρίσκεται πέραν πάσης αμφισβητήσεως ακόμη και μέσα στο Kodokan, τα μετάλλιά τους αναπαύονται στα ράφια και τους τοίχους τους πάνω. Ο Ηλίας Ηλιάδης δεν είναι καν «ρωσοπόντιος», δεν έχει αίμα ναζιστικά-ελληνικό, δεν μουγκρίζει «εγέρθητου» και μετά κλαίει ενώπιον προέδρου Δικαστηρίου. Ο Ηλίας Ηλιάδης είναι πολύ μελαχροινός, πολύ μυώδης και τετραγωνοκέφαλος, μισομασάει-βαριομιλάει και κινείται αργά, γελάει βαθιά και σ' αγκαλιάζει το ίδιο αγνά σαν να πρόκειται στο τατάμι ακαριαία να σε βροντήξει.
Κοιτάξτε ετούτο το σώμα των 90+ κιλών. Μια συμπαγής μάζα μυών, πυρηνικά ταχυτάτων και διαστημικά δυνατών, έτσι όπως μόνον η ανθρώπινη πάλη – είτε ελληνική, είτε ιαπωνική – δύναται να κατασκευάσει. Άλλο το αισθησιακό body-building και άλλο το αγωνιστικό o-soto-gari, τέλος. Άλλο το σημερινό παρφουμέ γυμναστήριο και άλλο οι αιώνες πόνων και άσκησης μέσα σε υγρά και ανήλιαγα υπόγεια, σε μουχλιασμένα και ξεφλουδισμένα πατώματα, μ' ένα χαμόγελο μόνο. Οι Πολεμικές Τέχνες σού σκάβουν το σώμα και σού διαλύουνε ψυχή, ώστε να σ' τα ανασυνθέσουν, ενώ η τηλεθέαση φτιάχνει ήρωες, οι ήρωες λυσσάν για συμβόλαια, τα συμβόλαια διψάνε για μάνατζερς και ΕΤΣΙ η ΟΥΣΙΑ χάνεται ΠΑΝΤΑ.
Όποιος έχει σταθεί τυχερός και χριστός και τού έχει πιάσει το χέρι Δάσκαλος – άσε δε και Διδάσκαλος – δεν το ξεχνάει ετούτος. Κι εγώ απ' τα πολλά χέρια Αυτών, σήμερα ξεχωρίζω εδώ την ματιά τού Πύρρου Δήμα (γι' αυτόν προσεχώς) και την χειραψία τού Ηλία Ηλιάδη. Δεν τον judoka αποκαλώ, δεν Sensei τον λέω, αλλά ο Ηλίας Ηλιάδης είναι ένα εν-κινήσει βουνό, μια ασταμάτητη τίγρις. Γεωργιανή όπως μόνον οι γεωργιανοί έρπουν κι αρπάζουνε, όπως μόνον οι γεωργιανοί παραμονεύουν φονεύουνε, όπως μόνον οι γεωργιανοί ακινητούν και αθανατούνε [sic].
Ο Νίκος Ηλιάδης που τον υιοθέτησε και στο Judo τον εξεπαίδευσε, είναι Έλληνας μικρασιατικής καταγωγής που παλινόστησε απ' την Γεωργία και έτσι «δέθηκε το ατσάλι» τού Ηλία κάτω απ' το gi, έτσι το πολυβασανισμένο Ελληνικό Judo απέκτησε έναν «φερτό δανεικό» αθλητή, όπως έμελε να γενεί και με την Ελληνική Άρση Βαρών, μέσω Αλβανίας γενικώς κι επακριβώς Βορείου Ηπείρου. Γιατί στις Τέχνες και τον Αθλητισμό, στην Διοίκηση και τον Στρατό, στην Φώτιση και την Ανάσταση τον βασικό ρόλο καταλαμβάνει ο Δάσκαλος. Αυτός – εάν σταθείς εργατικός, ταπεινός – θα σε παραδώσει έτοιμο στου Διδασκάλου τα πόδια και συγχωρείστε με που «κατεβάζω» εγώ τέτοια γραικώς-άσχετα και ρωμιώς-αδιάφορα «πράγματα», δεν είναι όλοι και όλα μόνο για μηχανάκια και ρόδες, αιδοία λεφτά, λεζάντα και μάσα. Κοιτούσα τον καθηγητή Νομικής το 1975 στην έδρα του, κοιτούσα και τον συμφοιτητή μου Κωστάκη Καραμανλή στο έδρανο δίπλα μου και ήδη από τότε την Ελλάδα κατάλαβα... και χώθηκα «στα γυμναστήρια και τα συνεργεία» καταπώς είπε η πασοκοαριστερή φραγκοαρπαχτή εκδότρια/ΜΚΟύ/βουλευτής/υπουργός/χέσε μέσα.
Χαίρομαι κι ευτυχώ και εγώ απ' την μικρή μου σπηλιά, που το gi μου στεγνώνει τώρα που τα γράφω ετούτα. Είμαι πλήρης και κυρίως ευλογηθείς που προπονήθηκα με τον Sugano Shihan (που το αριστερό πόδι του «έχασε» λόγω ζαχάρου) και μια χειραψία αντήλλαξα με τον Ηλία Ηλιάδη (που το δεξί μου χέρι «έχασα» λόγω σεβασμού στο δικό του). Αν δεις μέσα στα μάτια Πρωταθλητών για ένα-δυό βαθιά και ατέλειωτα δευτερόλεπτα, εκεί θα χαθείς και θα ευλογηθείς αφάνταστα για αυτό: καθώς τούτο εστί και τ' αντίδωρο και το δώρο. (No small thing these, σήμερα που άπαντα είναι μισθοί και συντάξεις, εμβόλια κι επιδόματα, μουνίλα και αδερφίλα, τεμπελιά ρουφιανιά, παρόλα και ψέμμα.)
Μέχρι να γίνουμε άπαντες άγιοι, το ανθρώπινο σώμα είναι η βάρκα και το κουπί, το τιμόνι και το στημόνι, η άρπα η σαΐτα και η ψυχή. Σαρκική, ζεστή, ιδρωμένη. Ποθητή, λυτρωτική, πλανταγμένη. Κι όσο πιο νεανική σφιχτή ισχυρή είναι αυτή, τόσο πιο η Ζωή γίνεται αισθητή, απολαυστική, οργασμική. Όσο πιο πολύ γυμνάζεις το σώμα σου, εσύ μόνος κι αυτό, τόσο πιο πολύ απελευθερώνεις ψυχή απ' τα εγκόσμια τα δεσμά της. Αρπάζεις απ' το gi τον αντίπαλο κι ενώ εσύ τονε βροντάς χάμω, είσαι εσύ που πετάς κι ανυψώνεσαι – και σ' αυτόν το οφείλεις. (Ποιό καλύτερο μάθημα;) Βλέπω τον Ηλία Ηλιάδη να μοιράζεται την βαριά Τέχνη του στην Μογγολία, σ' εκείνη την αχανή χώρα των χαμογελαστών και πτωχών ανθρώπων και γυρνώ πίσω τον Χρόνο και μ' ένα tenkan απολαυστικό και αιφνίδιο ξαναβρίσκομαι στους χωματόδρομους τού Αιγάλεω, το 1975. Τότε που ρωσσοπόντιοι παλαιστές πιανόντουσαν μ' ένα παιδί τής Κυψέλης, κοντοί φτωχοί δυνατοί μεροκαματιάρηδες με σπασμένα ελληνικά παιζοπαλεύανε μ' έναν συνομίληκό τους ψηλό πλούσιο δυναμωμένον αστό με άψογα ελληνικά.
Αυτά τα χέρια δεν θα ξεχάσω ποτέ μου. Αυτά τα χέρια των άγνωστών μου Ρωσσοπόντιων άντρα με κάνανε, για να καταφέρω αργότερα να ξεχωρίσω να δω εκείνα τα «κουλά»... που παρ' ολίγον να με καταστείλουνε, να με φάνε. Βλέπεις τον Ηλία Ηλιάδη και "What you see, is NOT what you will FINALLY get", ενώ βλέπεις τον – μα τί 'ναι αυτά που λέω θεέ μου Θεέ μου – τον Κυριάκο τού Μητσοτάκη, τον Αλέξη τής Μπαζιάνα και "What you FINALLY see, is what you will NOT get" αν μ' εννοείτε εσείς και δεν έχετε πάει στο καντήλι να βάλετε λάδι.
Κάδρα στο ράφι δεν έχω πολλά, μα τούτην την φωτογραφία τού Γίγαντα έχω. Κι όποτε λυγίζω εγώ – υπενθυμίζω ότι στα ιαπωνικά, ju σημαίνει ευλυγισία – σηκώνω τα μάτια καρτερικά και τ' απιθώνω στους επιστήθιους και τους βραχίονες, στα σαγόνια και τις πλατάρες τού Ανθρώπου και Αθλητή, Τιμονιέρη και Χαμογελαστού τούτου.
(Διότι μεγίστη έστι η δωρεά σε αυτούς που υποκλίνονται, ιδρωμένοι.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021