Θέλω σήμερα να γράψω για κάτι διαφορετικό, συνηθισμένο και μοναδικό, πολυπληθές μα ατομικό, (για Πολιτική δεν θα είναι). Θέλω σήμερα να γράψω κάτι ειδικό και κρυφό, φανερό κι εξαιρετικό, μητρικό θηλυκό ερωτικό, (για Tέχνη δεν θα 'ναι). Θέλω σήμερα να γράψω εδώ για γυναίκες, για τις γυναίκες που εργάζονται γενικώς και για τις γυναίκες που εργάζονται ειδικώς σε γραφείο.
Είχα πάει κάποτε – εκείνα τα χρόνια αισχρής ελληνικής χλίδας – για δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία. Κτίριο βιομηχανικό ψηλοτάβανο, ευάερο ευήλιο κάπως κρύο, ευρύχωρο σύγχρονο και εκτός Αθηνών, με άπλετους χώρους, προχωρημένη οργάνωση και πολλούς εργαζόμενους μέσα. Γραφεία open, shared και private ταυτόχρονα, συστοιχία οι οθόνες, σειρά μνημάτων τα κινητά, στοίβες για διεκπεραίωση η χαρτούρα. Οι ρυθμοί ήταν εξωτερικά χαλαροί, εσωτερικά όμως πιεστικοί έως υστερικοί, τα δεκάωρα "πηγαίνανε σύννεφο" όπως στις μέρες μας πλέον έχει απληρώτως (sic) παγιωθεί, τα projects διαδέχονταν το ένα το άλλο, τα meetings σταθερά και απανωτά, τα deadlines στενά όπως πάντα. Χαθήκαν λοιπόν εκείνοι οι «καλοί» καιροί που είχες τον χρόνο να σκεφτείς να οργανωθείς και να συζητήσεις, να χαλαρώσεις κάνα τέταρτο, να πιείς τον καφέ σου με το τσιγαράκι σου στο γραφείο σου, να κοιτάξεις και λίγο έξω απ' το τζάμι ή τα carelessly μισάνοιχτα πόδια τής συναδέλφου. Τώρα που ίπταται και καραδοκεί η απόλυση, τώρα που η Κρίση έχει εδραιωθεί και είναι alive n' kicking πολύ πριν την διαφημιζόμενη Δευτέρα Παρουσία, τώρα – όποτε μπαίνω σε χώρους γραφείων – πιάνω στον αέρα έναν εκνευρισμό μία ένταση καθώς πειρουνιασμένες με άγχος είναι οι κινήσεις των χεριών, σουβλισμένες με οικονομική ανασφάλεια είναι σύγκορμο και συθέμελο το όλον body language των ανθρώπων, οι ματιές έχουν σκληρύνει άθελά τους, οι κουβέντες κόβουν και κόβονται δίχως αιτία και νόημα, τα πάντα γίνονται σε ρυθμό τρέλας.
Έχω δουλέψει επί σειρά ετών σε γραφείο/α και η συγκεκριμένη εργασία μού αρέσει. Έχεις εκεί το λιμάνι σου, συγκεντρώνεται το μυαλό σου από την έξωθεν παλαβιά τής ζωής και μπορείς να παράξεις δουλειά, (αν σ' αφήσουνε ν' αποδώσεις τ' αφεντικά που δεν ξέρουν τί θέλουνε, οι προϊστάμενοι που δεν ξέρουνε τί ζητάνε, οι υφιστάμενοι που δεν ξέρουν τί κάνουνε). Μπαίνεις Δευτέρα πρωί στην φωλίτσα σου και βγαίνεις το απόγευμα τής Παρασκευής στραγγισμένος και στο μεταξύ έχεις ξεζουμιστεί ή φτιάξει «παπάδες», έχεις δημιουργήσει ή έχεις σπαταλήσει τον χρόνο σου, έχεις τσακωθεί με άπαν το σύμπαν ή έχεις αναπαυθεί από μία και μόνη πετυχημένη δουλειά ή συνεργασία. Αγαπώ το γραφείο και την δική του ατμόσφαιρα, είτε είναι στο σπίτι μου όπου γράφω, είτε είναι σε γραφείο εξωτερικό όπου την δουλειά μου προσφέρω. Όταν μάλιστα συνεργάζομαι, το ωραιότερο, πιο ενδιαφέρον και άκρως αισθητικό στοιχείο – για να μην πω αισθησιακό και τόσο νωρίς καρφωθώ – είναι η παρουσία τής γυναίκας. Προς Θεού μη με στιγματίσετε ως θιασώτη τού office-sex και των διαδικτυακών παραφυάδων αυτού: οι σεξουάλες με τις σχιστές μίνι φούστες, τα σιλικονάτα στηθαία και την κορωνοειδή ξανθομαλούμπα, τα απαραίτητα μα τόσο φετίχ γυαλάκια στο πρόσωπο και τον προστάτη μας κρεμασμένον στον πολυλέλαιο εμένα "με ρίχνει" τελείως. (Είναι τόσο κραυγαλέα στημένο, τόσο αυνανιστικά κατευθυνόμενο και τόσο εξωπραγματικά προσγειωτικό, που ξενερώνω αυθωρεί κι επιτόπου.)
Γυναίκες ψηλές με πόδια απότιστα που δύουν σε μπότες. Γυναίκες κοντούλες με λεκάνες χορευτικές, που βαλτωμένες στην καρέκλα για ώρες πετάγονται πάνω να σε χαιρετήσουνε, σου χαμογελάνε και σβήνει ο ήλιος, σου θυμώνουνε και χλωμιάζει η σελήνη, σε προσπερνάνε και ανοίγει η Κόλαση. Γυναίκες που μπορούν να τηλεφωνούν, να πληκτρολογούν, να τσεκάρουν αν τους έχει φύγει ο πόντος από την κάλτσα τους και παράλληλα εσένανε να μετρούν – ποιός είσαι, τί είσαι, τί ρόλο βαράς και πόσο καλός στο κρεββάτι θα είσαι. Γυναίκες που ακόμη και μπροστά τους σαν στέκεσαι, σε κοζάρουν σαν να μην υπήρξες ποτέ σου, σαν να μην υπάρχεις ποτέ και σαν να μην πρόκειται ποτέ να υπάρξεις. Γυναίκες με στήθη μικρά και δειλά, με στήθη ευμεγέθη και πλαδαρά, με στήθη εφηβικά παιδικά ή τρούλους ρώσσικης εκκλησίας. Γυναίκες με μαλλιά άλουστα και αχτένιστα, με ρούχα που μυρίζουν κουζίνα και τηλεόραση, με πουκάμισα μεταξωτά και ταγιεράκια αεροδυναμικά – θυμάμαι μια δική μου ιστορία και να την πω επιλέγω εδώ, τώρα.
Εργαζόμουν ως επιμελητής κειμένων σε μια εταιρεία και η υπεύθυνη Μarketing ήτανε μια τριαντάρα Λολίτα, μια πανεπιστημιούχος κουκλίτσα, μια εργασιομανής και πνιγμένη στο στρες bimbo – να την πιείς όλη στο προφυλακτικό μέσα! (Ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ είναι παγκοσμίως γνωστός για το προσωπικό του γράψιμο και πανελληνίως άγνωστος για το προκλητικό του τοιούτο.) Ξανθούλα γατούλα φατσούλα, ναζιάρα αλανιάρα τρελιάρα, να σε κοιτάζει κι εσύ να σκληραίνεις(1), να μη σε κοιτάζει κι εσύ να σκληραίνεις περισσότερο(2), να σε κοιτάζει χωρίς να σε κοιτάζει κι εσύ να πεθαίνεις(3), να μην σε κοιτάζει – ενώ σε κοίταζε – κι εσύ ν' ανασταίνεσαι(4), τέλος. Έχει έρθει μια ανοιξιάτικη μέρα λοιπόν στο γραφείο μου η λεγάμενη για μια πολύωρη δύσκολη και σύνθετη εργασία και έχει εμφανιστεί: 1ον/ μισή ώρα αργότερα, 2ον/ μ' ένα πουλόβερ φαρδύ και τόσο αραιόπλεκτο ίσα να περνάει όρκα φαγωμένη ανάμεσα, 3ον/ δίχως σουτιέν λόγω «κουφόβρασης», 4ον/ μ' ένα τζηνάκι τόσο χαμηλάκι, ώστε να αχνοφαίνεται το φυστικί της στρινγκάκι και 5ον/ δυο πεδιλλάκια να τα βλέπει ο Χαραλάς και ν' ανοίγει χασάπικο, να τα βλέπει ο Manolo Blahnik και να πουλάει την φίρμα. Κάθεται απέναντί μου το κουκλί, γέρνει μπροστά μου το μνί, πιάνει με το ένα χέρι την μπούκλα το μαλλί και με το άλλο ανάβει το slim της. Κι αμέσως κάνω πίσω εγώ. (Ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ είναι παγκοσμίως άγνωστος για τις άμεσες αντιδράσεις του και πανελληνίως γνωστός για τα αδιαπραγμάτευτα αντανακλαστικά του.) Σηκώνομαι και κλείνω την πόρτα, στέκομαι μπροστά της με το φερμουάρ τού παντελονιού μου στο ύψος των καθισμένων ματιών της και ατέγκτως πυροβολώ: «Κατερινάκι, αν δεν μαζέψεις το στήθος σου, το νάζι σου και την πουτανιά σου, θα δεις ΤΩΡΑ, αυτό που δεν θέλεις να δεις ΤΩΡΑ, και ΕΔΩ μάλιστα». Παρεξηγείστε με (τζάμπα είναι και εύκολο), μα άμα το γυναικάκι σε πάρει αμπάριζα, θα σε βρούνε καμμιά εικοσαριά χρόνια μετά, καράφλα-χοντρό δίπλα στην ψησταριά, με τρία παιδιά και σκυλί πεθερά, με ερωμένη ξανθιά, εξοχικό στα μπετά και γραμμάτια πολλά, και τούτο δεν είναι το βιογραφικό που ονειρεύομαι για τον εαυτό μου. (Ladies, so politically and sexually-correct συγχωρείστε με, μα έπρεπε ν' αμυνθώ τού εργασιακού όσο και πατρίου εδάφους: ΑΥΤΟ είναι το γραφείο μου όπου εγώ το ψωμάκι μου βγάζω μανίίίτσα μου και αυτό ΔΕΝ είναι το κρεββατάκι σου, όπου ενίοτε κάποιες από εσάς το δικό σας παντεσπανάκι μασάτε.)
Τί τελικώς έγινε; Το Κατερινιώ προς ακαριαία στιγμή το πήγε σε παρεξήγηση, διείδα στην τυρκουάζ επιφάνεια των πλαστικών-χρωματιστών της φακών την υπερχειλίζουσε απόφαση να μου σκίσει την proverbial "γάτα" εκεί κι αυθωρεί, μα μόλις τής επέδειξα την δεξιά παλάμη μου πρόθυμη κι ante pοrtas τού φερμουάρ τού παντελονιού μου – εκεί το μωρό τα χρειάστηκε κι έτσι τίποτε απ' το ετοίμου-σενάριο δεν χρειάστηκε το δικό μου. Γιατί ακόμη και το πλέον τσουλί ή η Βασίλισσα τής Αγγλίας – ως γυναίκες – ΠΑΝΤΑ αντιλαμβάνονται πού «τις παίρνει» και πού θα «τον πάρουνε», έτσι και «δεν συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις», καθώς ο Μίκης μας ρεφρενάριζε απ' τον Ωρωπό τότε. Τέλος καλό-όλα καλά, το Κατερινάκι έριξε μία μπλουζίτσα επάνω του, της έδωσα την δική μου βολική και ανέτου καρέκλα, συγκατένευσα και συνυπέγραψα άμεσα άπασες τις προτάσεις της και την έστειλα στο γραφείο και την δουλίτσα της κλαίγοντας απ' τα γέλια. Καθώς εστάθην αδιάφορος μα αυτήκοος μάρτυς των τηλεφωνημάτων με το ζαχαροζετεμάκι της, που το 'χε βεβαίως φλομώσει στο ψέμα τύπου «μα ναι ρε αγαπίτσα μου, άργησα χτες στο γραφείο λιγάκι» κι ας είχε φύγει το Ρινάκι απ' το μεσημέρι στις δώδεκα απ' αυτό, κι ας είχα μπανίσει εγώ το «500αράκι» της παρκαρισμένο επάνω στο πεζοδρόμιο, έμπροσθεν γνωστού ξενοδοχείου ημιδιαμονής εκεί στην λεωφόρο Πεντέλης. (Αλλαγή σταθμού.)
Περπατούν ανάμεσα στα γραφεία οι εργαζόμενες γυναίκες και είναι αδύνατον να μην καταλάβω απ' το πάτημα τής φτέρνας, απ' το τόξο τού coup de pied, πώς έχουνε σηκωθεί από το κρεββάτι. Κτυπούν νευρικά με τα δάχτυλα το πληκτρολόγιο, καρφώνουν ανάλαφρα με την γόμμα τού μολυβιού τα κουμπιά στην επιτραπέζια τηλεφωνική υπερσυσκευή και είναι αδύνατο να μην καταλάβω τί έχουν φάει για πρωινό και τί δεν έχουν φάει για βράδυ. (Εγώ συνεχίζω, εσείς αναπνέετε.) Σταυρώνουν τα πόδια τους νευρικά στην καρέκλα και θέση αλλάζουνε, πόζα διορθώνουνε, γωνία, φωτισμό και διάφραγμα δοκιμάζουνε και είναι αδύνατο να καταλάβω τί σκέφτονται, τί θέλουνε να σκεφτούν και τί δεν θέλουν να βάλουν καν στο μυαλό τους. (Όπως μού δίδαξε κάποτε ένας φίλος: «Βρήκα τί σκέφτονται οι γυναίκες». Τί; «Δεν σκέφτονται», εύγε του.) Σου μιλάνε οι γυναίκες στο γραφείο τους και άλλοτε δεν μιλάνε σ' εσένα, άλλοτε μιλάνε στον άντρα τους και μερικές μιλάνε στο μέλλον τους, (για το παρελθόν τους). Άλλες τσίχλα μασάνε, άλλες καπνίζουνε κι άλλες υπάρχουν για να σε βασανίζουνε, "ferocious and devious are the womanly ways" λέει ο τσαγκάρης μου και δάσκαλός μου κι απιθώνει στο πάτωμα μαλακά μια μωβ ψηλοτάκουνη Ferragamo. Δεν φετιχοποιώ τίποτα, δεν φιλοτεχνώ καμμία και κυρίως κανέναν δεν υποδύομαι – απλά έχω μάτια που κοιτούν κι ένα μυαλό που συλλέγει. Δυό χέρια που όταν χαιρετούν γυναίκα ξέρουν σωστά να την σφίγγουνε, δυό πόδια που ξέρουν να στέκονται προσοχή – αξίζει/δεν αξίζει – μπροστά της κι ένα κεφάλι – για το επάνω μιλώ – που όταν δουλεύει το χαίρεται κι όταν καίγεται, έχει μπροστά του γυναίκα.
Γράφω για τις γυναίκες 25-50 ετών που σε γραφεία δουλεύουνε: οι μικρότερες, το χαρτζιλίκι τους βγάζουνε, μένουν με τους γονείς τους και με τον γκομενάκο τσακώνονται. Οι μεγαλύτερες το ψωμάκι τους βγάζουνε, μένουν με σύζυγο και για τα παιδάκια τους τρέχουν. Το θεσπέσιο κρέας σε τούτο το ηλικιακό σάντουιτς είναι η ενδιάμεση ηλικία (30-40), γυναίκες "at their full steam and esteem", γυναίκες ικανές για τα πάντα και για τίποτα έτοιμες, γυναίκες φωτιές και σβησμένα ψυγεία, γυναίκες ψυχρές και πυρωμένα χυτήρια, γυναίκες προπάντων. Όταν είναι όμορφες, καλοντυμένες, ευγενικές και καλές επαγγελματίες – τότε είναι κόσμημα, θησαυρός και ανάπαυση. Όταν είναι απεριποίητες (δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες σήμερα), κακοντυμένες, χωρίς τρόπους και τεμπέλες κοινές – τότε είναι κατάρα, ένα σακί κάρβουνα βρεγμένα, για γενική διάλυση και πέταμα. Βάρδα όμως μην χρεωθείς εσύ ως αφεντικό, συνάδελφο ή υπάλληλο καμμιά κακομαθημένη αγάμητη, αστή φτωχοπλούσια, αυθάδη και άσχετη, αριστερή κι εναλλάχτα, ανταγωνιστική και ξερόλα, επιθετική και καριόλα – καλύτερα να μπουκάρεις στην τέντα τού Αϊμάν αλ Ζαουάχρι και να του σκίσεις κατάμουτρα το Κοράνι στα τέσσερα, πιο φτηνά και γλυκά το τέλος σου θα 'ρθει.
Τις παρατηρώ πώς μπαίνουν στ' αυτοκίνητο το πρωί, πώς μέσα εκεί βάφονται-τρώνε-τηλεφωνούν, (και οδηγούν στα διαλείμματα αυτών των ρημάτων). Τις παρακολουθώ πώς πληκτρολογούν-κοστολογούν-σχολιάζουν, (και δουλεύουν ενδιάμεσα). Τις ακολουθώ όταν με υποδέχονται, τις κομπλιμεντάρω όταν απομακρύνονται και τις εκνευρίζω όταν με αποδέχονται – το όλο παιγνίδι με την γυναίκα είναι να μην είσαι δεδομένος χωρίς να 'σαι επηρμένος, να μην είσαι βαρεμένος να μην είσαι όμως και κολλημένος, να είσαι δυνατός και συνάμα ζεστός, όχι πολύ τολμηρός αλλά και σωστά ενεργητικός, να της αφήνεις χώρο να δραπετεύσει και να μην της αφήσεις χώρο ούτε για ν' αναπνεύσει, όταν τα πράγματα έχουν φτάσει πολύ κοντά. (Στο να σε στείλει στο διάολο.) (Ε, αυτά γράφω εγώ και μου στέλνουν e-mail ο Σουν Τζου κι ο Κλαούζεβιτς, μετά πλήρους ευαρεσκείας.)
(Το μαζεύω λοιπόν, γιατί έχω να ξαρμυρίσω κι έναν λυσσάρη μπακαλιάρο.) Για την εργαζόμενη-γυναίκα-σε γραφείο να γράψω ξεκίνησα, για την γυναίκα πάντα καταλήγω να γράφω. Για την θηλυκή ανάσα, την αινιγματική σχισμή, τους σάρκινους λόφους και την ψυχική θαλπωρή – που πανταχού παρόντα είναι αυτά είτε σε γραφείο είτε σε πορνείο, είτε σε νοσοκομείο είτε σε λεωφορείο. Για την άγνωστη φυλή, το θήλυ το γένος, το έτερο ήμισυ και το ολόκληρο όλο. Η γυναίκα είναι το παν και ο άντρας το άπαν, οι άνθρωποι είναι παντού και τα φύλα είναι πάντοτε δύο. Η μάχη οι εχθροπραξίες, οι συμμαχίες η επαφή, το άγνωστο τέλος και η αιώνια ίδια επιθυμητή αρχή – αυτά ζωή δίνουνε στην ζωή, η ζωή είναι. Και η εργαζόμενη γυναίκα στο γραφείο της – μια σελίδα απ' το ατέλειωτο, βαρύτιμο και δύσκολο βιβλίο που κείται μπροστά μας αποτελεί, το ανοίγω όπου το βρω, το σπουδάζω όπου το δω, το φιλάω όταν το ακουμπάω.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016