"Twins" SEX-TRIPS, (part 1 of 3)
Άφησα την νύφη (Miley Cyrus) στους Δελφούς και πήρα την πεθερά (Sade Adu) στην Αράχωβα
Όλοι κάνουμε λάθη, αλλά όχι εγώ. Εγώ μόνο ένα λάθος έκανα και αυτό είναι τούτο: «τα έφτιαξα» με την κοντούλα-ξανθούλα Μάϊλυ, μια μόλις-τριαντάρα ζουρλή να την πίνεις στο ποτήρι, στο κανάτι, στην στέρνα, στην θάλασσα. Δε λέω: ατέλειωτα φλύαρη, ατέλειωτα όμορφη, ατέλειωτα αχόρταγη. Δεν ξαναλέω: ένα δέρμα μίγμα σοκολάτας γάλακτος και σατινένιου βελούδου, μια γλώσσα μισή-φιδιού ονειρωκτική και μισή-βοδινή για τα κάρβουνα μόνο. Ένα κορμί σκέτο-ΤΝΤ, δυό πόδια που όχι μόνο τον ακάθιστο είχανε, αλλά τον απαλούκωτο καταλλήλως και τον ατύλιχτο παραλλήλως.
Έμπλεξα. Και μάλιστα το ήξερα ότι έμπλεξα, όταν έμπλεξα και δεν ήθελα φυσικά ποτέ να ξεμπλέξω. Λίγο η ηλικία μου (που όπου να 'ναι για τάφο προβάρει), λίγο η καράφλα μου (που όπου να 'ναι για ηλιακός θερμοσίφωνας πάει) και πολύ η άδεια η τσέπη μου (που όπου να 'ναι για πτώχευση προχωρά), το θεώρησα τουλάχιστον μεγίστη τιμή μου που το ανωτέρω νεανικό-δίποδο-θαύμα στο κρεβάτι μου ξάπλωσε κι έβαλε για μερικές μόνο βραδυές μπουρλότο στο στρώμα μου και στην καρδιά μου.
Να μη λέω όμως πολλά, μα να μείνω στα σομπόλεια ζουμερά. Διότι το αναπόφευκτο τέλος επήλθε ταχύτατα, καθώς η Μάϊλυ όχι μόνο από λόγια δεν έπαιρνε (και δεν σήκωνε άλλα), όχι μόνο το ξύλο το άντεχε (και ζήταγε κι άλλο), αλλά σάλταρε μια μέρα ξερά και αδικαιολόγητα έφυγε, αφήνοντάς μου ένα σημείωμα. Πως ήτανε καλεσμένη-λέει, στο... FORUM Δελφών-λέει, να... μιλήσει-λέει! (Ποιό είναι το... FORUM Δελφών; Παρακάτω παρακάτω...)
Ρε τί στο κινητό της την έπαιρνα, ρε τί την φίλη της πήρα στο αυτοκίνητό της – τζίφος. Το καρριερίστικο νινί είχε εξαφανιστεί και κάάάποια ημέρα αργότερα/κάποτε εδέησε κι ένα θυμωμένο e-mail μού έστειλε πως «ήμουνε» [sic] λέει μαζύ και απέναντί της ολότελα... «βλάκας». (Καλά, αυτό το 'χω ξανακούσει απ' την Ναταλί! Αλλά αυτή απαλλάσσεται λόγω στενότητος, γιατί αφ' ενός ήταν τριάντα χρόνια ολόκληρα πίσω κι αφ' ετέρου, τότε τον είχα τριάκοντα πόντους-plus εγώ). Κι αντ' αυτού πήρα τηλέφωνο τη μάνα της στο πατρικό στην Αράχωβα κι ευγενικά ρώτησα «Πού έχει η Μάϊλυ χαθεί;» «Μήπως τής έχει συμβεί τίποτα;» «Γιατί ανησυχώ σφόδρα και κάργα».
Να προσθέσω εδώ ότι μόλις την Μάϊλυ γνώρισα, αμέσως η Μάϊλυ με πήγε στην Αράχωβα – το χωριό κατασκευής και προελεύσεώς της – την μάνα της να γνωρίσω. Και τί εγνώρισα εγώ εκεί; Μα την ολόϊδια Σαντέ Αντού στο γλυκοσοκολατί σλαβοβλάχικό της!! Μια τσουκαλομελαχροινή νταρντάνα, με νέγρικα προτεταμένα χείλια, έναν κατάμαυρο κότσο μαλλιά, δυό μεσαία στητά κι ολοστρόγγυλα στήθη και μια κοιλίτσα πεταχτή-πουρή-χαλαρή που σε προκαλούσε να ακουμπήσεις το κεφαλάκι σου πάνω της και είτε να κοιμηθείς παντοτινά, είτε να στήσεις αυτί να αφουγκραστείς τα έγκατα τού σύμπαντος όλου.
Περιττεύει να πω ότι η αραχωβοαρχόντισσα με δέχτηκε με τέτοια άνεση, που μέχρι και η αναψοκοκκινισμένη κορούλα της σοκαρίστηκε: γιατί αν ο γκό τής «νύφης» είναι 65 χρονών, η «νύφη» είναι λίγο πάνω-κάτω στα τριάντα και η «πεθεράρα» είναι πόϊντ-μπλανκ και σποτ-ον εξήντα ολοστρόγγυλα κι αναποδοαχλαδάτα [sic] χρονάκια, τότε το ταμπλουδάκι που αντιλαμβάνεστε εσείς, ουδεμιά σχέση έχει με συνεδριακό «Ειρήνη, φιλία, συνεργασία και καλή γειτονία», παπατζίδικη «Βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη», κορρεκτίλας «Σαστέϊναμπλ εντ σόσιαλυ ρισπόνσιμπλ γκρόουθ πόλισυ» καταπώς στους επηρμένους και μελάτους Δελφούς λένε. Κι όμως. Πήγαμε για ένα «σού-κού» με την Μάϊλυ και κάτσαμε εκεί μόνο ένα γλαφυρό και εκρηκτικό απογευματάκι...
Γιατί μόλις η Μάϊλυ αντιλήφθηκε πόσο πολύ κακή ήτανε η ιδέα της, την ζώσαν τα φίδια και οι κροκόδειλοι – που ιδιαίτερα τόσο πολύ φύονται στην Αράχωβα – που απ' την στιγμή που φτάσαμε, ξεφυσούσε κι ετοιμαζότανε αυθωρεί για να φύγει. Να φύγουμε. Να με πάρει, να σηκωθούμε και άμεσα στο φτερό να λακίσουμε γι' άλλη γη, σ' άλλα μέρη. Όχι μόνο φουρκίστηκε το νευρωτικό «εταιρικό στέλεχος» μόλις έπιασα δυνατά και θερμά φίλησα – μάλιστα, φίλησα, τραβά κανείς κάνα ζόρικο ζόρι; – το χέρι τής μαντάμ πεθεράς και κυρίας μαμμάς, αλλά η φουρτουνιασμένη-βουνού Μάϊλυ έσμιξε τα φρυδάκια της έτσι που ακαριαία εγώ κατάλαβα ότι σεξάκι δεν θα 'χε απόψε βραδύς, ούτε καν μια πιπούλα νωρίς, άσε δε ένα φιλί καληνύχτας και μόνο.
Η κυρία «πεθερά» αμέσως όμως να μάς δεξιωθεί, μια και είχαμε φτάσει απόγευμα. Με ρώτησε αν ήθελα ούζο ή καφέ, τσίπουρο ή κονιάκ, μπαρούτι ή νιτρογλυκερίνη, LSD ή ΜDΜΑ και εγώ τής απάντησα «Μα να μην σάς βάζω στον κόπο». Κι έκατσα στην καραγαμάτη βεράντα της, με «πιάτο» από κάτω βουνό και «ταψί» παραπέρα την θάλασσα, αέρα μυρωδάτο παντού και «φάτσα» έναν μελωμένο ήλιο που έδυε. Κι όταν πήγα στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια μου, να ρίξω λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου μπας και συνέλθω απ' την νεφρική εγκεφαλόκαυλα, είδα πίσω στην μικρούλα αυλούλα απλωμένα κάτι μικρομεσαία και θαυμαστά εσώρουχα, που αμέσως ξέχασα και τον Αεράκη και τα Lejaby τού παρελθόντος μου, φαύλου-πολυθήλυκου-ανυπάνδρου.
Τέλος πάντων, να μην μακρυγορώ, (έχει πάρει σύνταξη και ο Σόμπολος). Η Μάϊλυ δεν με τίμησε με την παρουσία της πάνω από τρεις βδομαδούλες – να 'ναι καλά. Να πω ότι στενοχωρέθηκα, δεν θα πω ψέμματα κι εγώ ψέμματα δεν λέω. Να πω ότι μετέβην αυτοπροσώπως και πραγματικώς εις την αρχαία Λυκώρεια, θα το πω. Να προσθέσω ότι πήρα το αυτοκίνητό μου και πήγα ο ίδιος και αληθώς στην ομηρική Ανεμώρεια, θα το προσθέσω. Έφτασα στην κάτω πλατεία τής Αράχωβας, πήρα ένα τηλεφώνημα την κυρία μαμμά και σε δυό ώρες μέσα... τα εσώρουχα που είχα δει προ μηνών στην αυλούλα πίσω μουσκεμένα και απλωμένα να στεγνώνουν, τα έβγαζα εγώ – ιδρωμένα τσαλακωμένα – και δεν τα άπλωνα ούτε τα κρέμαγα, μόνο τα πέταγα από πάνω απ' την μεστή και σκληρή, σφιχτή και κρουστή, αναμμένη και πυρακτωμένη κορμάρα τής κυρίας πεθεράς μου, μπάϊ δη αρτίστικ νέημ οβ... η Σαντέ τής Αράχωβας!
Πάω πλέον τόσο συχνά, που δεν με χρεώνουν διόδια τα κορίτσια στην Εθνική. Πηγαίνω πια τόσο συχνά, που οι βενζινάδες, βενζίνη τζάμπα μού βάζουνε. Και μόλις οι γειτόνισσες βλέπουν το μικρό σπορ, ευκίνητο και φασαριόζικο αμαξάκι μου να παρκάρει στην πλατεία, γεμίζουν τούς υαλοκαθαριστήρες (του) με χαρτάκια (τους). Με τηλέφωνα. Με πορνό προσκλήσεις, σέξυ μηνύματα και δεν συνεχίζω, (καθότι ξενέρι ο υιός Σόμπολος). Αλλά τούτο θα πω: να 'ναι καλά το Μαϊλάκι, που τη μαμμάκα του μού εγνώρισε. Γιατί ποιός θα το φανταζόταν ότι η ελληνίς Σαντέ Αντού εγκαταβιεί στην Αράχωβα, μόνο που δεν ακούει τούτη την νιγηριάνα Sade, αλλά – ξενερώστε θεοί – Νατάσσα Μποφίλιου;! (Τί σκατά σωστή πεθερά θα 'τανε, αν δεν είχε και κάνα σοβαρότατο σαν-κι-αυτό κουσουράκι;) Αλλά μόνον εγώ φταίω που τρέχω και ξεμυαλίζομαι απ' τις... «κόρες» μου, αντί να συγκεντρωθώ και ν' αφιερωθώ στις... μαμμάδες τους; Όχι λοιπόν, ΟΧΙ δεν φταίω. Και αυτό-μόνον από τούδε θα πράξω, θα πράττω και δεν θα τ' αλλάξω εγώ.
Ήλθε τού χρόνου το πλήρωμα να σοβαρευτώ. Να αφήσω τις τρελλές νιές και να πιάσω τις ώριμες και σοφές. Γιατί άλλο το ακόμη-βαμβακερό σλιπάκι τής τριαντάρας (που το αλλάζει ενίοτε με «πρόστυχο» κινέζικο απ' την λαϊκή) και άάάλλο το πλέον-σατέν μπόξερ τής εξηντάρας (που δεν το αλλάζει παρά μόνο με «πρόστυχο» γαλλικό από το σεξ-σοπ). Άλλη η συνεχής, αδιάφορη και ξεκάρφωτη πάρλα τής τριαντάρας πριν το σεξ και άάάλλη η σταθερή, γεμάτη-νόημα και καρφωμένη-αφιέρωση σιωπή τής εξηντάρας μετά το σεξ. Άλλο να απολαμβάνεις την κόρη που σε οδήγησε στην μαμμά και άάάλλο να απολαμβάνεις την μαμμά, που για χάρη της έχεις διαγράψει την κόρη.
Η μικρή κοινωνία τής ελληνικής επαρχιακής πόλης έχει μείνει ακόμη στην δεκαετία τού Πενήντα. Τα μόνα που έχουν αλλάξει είναι οι κυλόττες και τα λεφτά, τα ακίνητα και τα φάρμακα, ενώ τα μόνα που δεν έχουν αλλάξει είναι τα κέρατα και τα λόγια, η κοτζαμπάσικη πολιτική και η ασυμμάζευτη καύλα. Η Αράχωβα – ορίστε και κάτι που κανείς ταξιδιωτικός οδηγός δεν θα σας πει, καμμιά Μάγια Τσόκλη δεν θ' ανθιστεί – ζούσε και ζει πάντα στην «σκιά» των Δελφών, μα δίχως αυτήν, οι Δελφοί είναι για σύνεδρους και τουρίστες. Για ανθρώπους αγνώστους κι αλλότριους που όταν αντικρύζουν τον Πρόναο παθαίνουνε γλαύκωμα απ' την ομορφιά του και για «αστέρες» τής Διακυβέρνησης και τού Επιχειρείν που όταν αντικρύζουν μικρόφωνο, παθαίνουν εκσπερμάτιση απ' την ομορφιά τους! (Είχε ειδοποιήσει γι' αυτά ο δύστυχος... Prince, με το "Sign of Τimes", μα ποιός τον άκουγε τότε!)
Εμένα όμως δεν μ' ενδιαφέρουν τούτα τα γραικά απέθαντα και σαχλά κόλπα. Η Σαντέ Αντού τής Αράχωβας τραγουδά σιγά το πρωΐ και πλέκει αργά το βραδάκι. Χτενίζει τα μακριά της μαλλιά το απομεσήμερο και φτιάχνει το campari μου το απόγευμα στην βεράντα – να 'ναι καλά. (Γιατί μέχρι σήμερα ήξερα πως μόνον η μια δίδυμη σε παραδίδει στην δίδυμη άλλη, ενώ τώρα έμαθα ότι είναι κι η πελαγωμένη και άμυαλη κόρη που σε παραδίδει στον κάπως-στεγνό, μα έμπειρο και βαθύ υφαλισθμό τής μαμμάς – καλά να 'ναι κι ετούτη.)
"Twins" SEX-TRIPS, (part 2 of 3)
Άλλη στην Καστοριά γνώρισα και άλλη συνάντησα στην Αθήνα. (Ή το ανάποδο, δεν θυμάμαι)
Η χρονιά ήταν το 1996. Πράγμα που σημαίνει ότι εγώ ήμουν μόνο σαράντα-ενός ξαναμόνο ετών. Πράγμα που ξανασημαίνει ότι τα μαλλιά μου ήτανε καστανά, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, το πέος μου είχε πάθει φλεβίτη απ' την ορθοστασία, τα πόδια μου πετούσαν αλλαζοκαβαλλώντας δίκυκλα/δίποδα και το μυαλοκάρδι μου μόλις είχε γράψει το επικό-και-γι' αυτό άγνωστο «Ελένης νήσος».
Για να σάς τοποθετήσω μέσα στο τοτινό «κάδρο» καλύτερα, ο Σημίτης είχε ήδη χωνέψει τα Ίμιά του, κατόπιν άσπλαχνα μάς εγκατέλειψε ο Ανδρέας, οι Ramones παίξαν την τελευταία συναυλία τους στο Λος Άντζελες και η κουκλάρα Ειρήνη Σκλήβα είχε στεφθεί στην Ινδία Miss COSMOS. (Φθάνουν αυτά; Όχι;;; Ε, δεν έχει άλλα, θέλω και μια ιστορία να πω.) Ήτανε άνοιξη, ο ελληνικός ήλιος έκανε τις αφροδισιορμονικές στράκες του, τα κορίτσια αρχίζαν να ξεγυμνώνονται, οι νοικοκυρές τα καλοκαιρινά έβγαζαν κι ο ετοιμοθάνατος γάτος μου σερνότανε μέχρι την αγαπημένη γωνία του στην βεράντα. Ήμουν καλά, (ακριβώς όπως αργότερα η Πέγκυ Ζήνα τραγούδησε κεφάτα-καυλιάρικα-γκομενικά το «Είμαι καλά /Περνάω καλά/ Πείτε στο μ@λάκα / Πώς τον έφτιαξα τέλειο κερατά»!) Πέντε δραχμές είχα στην τσέπη μου, δοκίμαζα μοτοσυκλέττες αβέρτα και γι' αυτές μοναδικά έγραφα, γυμναζόμουν καθημερινά και ταξίδευα με την TRIUMPΗάρα μου ανά την Ελλάδα...
Ένα βράδυ λοιπόν, τού κατσικώθηκε ενός ελληνοαμερικανού φίλου μου, το μπαρ au Revoir να γνωρίσει. Είχε ακούσει τόσα πολλά για αυτό, είχε διαβάσει τόσα πολλά για εμένα, που με πήρε τηλέφωνο και «τραπέζι» σ' αυτό έκλεισε, θα 'φερνε και μια φίλη του τούτος αντάμα. Σημασία δεν έδωσα: όχι γιατί πάντα κάνω λάθος που δίνω πάντοτε σημασία σε ό,τι μού γίνεται, αλλά επειδή τόσοι πολλοί το au Revoir επισκέπτονται, μα δυό-τρεις μόνο έχουν σε τούτο κολλήσει. (Καθότι έτσι κι αυτά είναι τα σωστά μπαρ: δεν κάνουν για σένα μωρέ, αν πρώτα και κύρια δεν κάνεις εσύ για ετούτα.) Να μη λέω όμως πάλι πολλά, γιατί η σαντιγύ τής ιστορίας δεν είναι στο τί λέω εγώ, αλλά τί γίνηκε στο κατόπιν.
Και σκάει που λέτε – όχι εσείς, αλλά εγώ – ο Σταυρής από το Τσικάγκο, κοντούλης χαμογελαστούλης αυθάδικος, αγαπησιάρης γκομενιάρης σαλιάρης, τρυφερούλης ψυχούλα αμπλάτος και έχει κοτσάρει αλαμπρατσέτα του ένα «κατάρτι» περήφανο, μια «μάτσα» δίβυζη, ένα «σκαρί» καπουλάτο, μια «κουβέρτα» εύσαρκη που άμα τη εμφανίσει της... έπεσε η τάση στον φωτισμό Πατησίων, Κυψέλης και 6ου Δημοτικού Διαμερίσματος Αθηνών. (Χέστε με ρε με τον Σταύρο, το θηλυκό τεμάχιο πιάστε εσείς και κρατείστε με να σας το διηγηθώ, να σας το αφηγηθώ περιγράψω, να σας ταξιδέψω επάνω του, ώστε μετά σεις «δουλειά για το σπίτι» να πάρετε.)
Η Λενάρα ήταν καστοριανή και μάλιστα νεστοριανή, όχι με την θεολογική έννοια βρε βιαστικοί! Ή μάλλον λάθος κάνω εγώ, και με την θεολογική έννοια ήταν!! Καθώς ο Νεστοριανισμός – από τον Πατριάρχη Κων/λεως Νεστόριο – ήταν το δόγμα εκείνο τού Χριστιανισμού, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς Χριστός είχε «διττή» φύση, δίδυμη: και ήταν Υιός τού θεού, αλλά και γιός τού ανθρώπου και σταματάω εδώ, γιατί με πιάνει αναφυλαξία με τις αιρέσεις τα σχίσματα, την φιλοσοφία την θεοσοφία, τα θρησκευτικά μαγαζιά και τα μεταφυσικά τα λιλιά. (Προτιμώ στην Λενάρα να επανέλθω, ως κάτι απολύτως υπαρκτό και χειροπιαστό, σαρκικό και πεζό, όρθιο και άξιο σπέρματος – άσε δε λόγου.)
Η Λενάρα από μικρή ηλικία βρέθηκε στο Αμέρικα, καθώς οι γονείς της εκεί μετανάστευσαν, ένεκα Εμφυλίου. (Για τους μικρούς και αθώους-Αριστεράς αναγνώστες μου να θυμίσω ότι ο Εμφύλιος ήτανε τότε που ο Ζαχαριάδης απ' τούς όρχεις τού Στάλιν κρεμότανε και μόλις ο Χρουστσώφ-καμαράντ τον/τούς ταρίχευσε, αυτοκτόνησε τούτος «taking a sip of his own medicine», που στο μεταξύ είχε ταΐσει τόσους-και-τόσους άλλους.) Εκεί η Λενάρα μεγάλωσε, μέσα στον γαλακτοτρόφο καπιταλισμό, μέσα στην χώρα των κοινωνικών-οικονομικών ευκαιριών, μέσα στην πατρίδα εκείνη όπου μπορείς να γίνεις οτιδήποτε θες, εκτός από δυό μόνο: να κλέψεις την Εφορία και να πεις ψέμματα. Κι επειδή η Λενάρα στην Ψωροκώσταινα είχε ξανάρθει κι απογοητευθεί – απ' τους άνδρες της κι απ' τους δρόμους της, απ' τα χωριουδάκια της κι από τις χερούκλες τους – «μαύρη πέτρα» έριξε πίσω της και δεν ξαναήρθε. Μέχρι την κηδεία και ταφή τής μανούλας της, εκεί στην Καστοριά-πέριξ, στο Νεστόριο-πάντα.
Η βραδυά αδιάφορα κύλησε. Ο Σταυρής γλώσσα μέσα δεν έβαλε, εγώ να πιώ δεν είχα όρεξη, η Λενάρα κοιτούσε έξω απ' το τζάμι και ρέμβαζε – end of the story n' scene. Χαιρετιστήκαμε, τυπικά τηλέφωνα ανταλλάξαμε και χαθήκαμε μέχρι που – μ' ένα απροσδόκητο άλμα τού χρόνου – εγώ στην Καστοριά βρέθηκα μερικούς μήνες αργότερα, για δοκιμή μίας μοτοσυκλέττας και μία δική μου δουλειά. (Τί δουλειά; Ααα είστε και περίεργοι, κι εγώ περίεργους δεν ικανοποιώ, μόνο περίεργες γυναίκες εξ Αμερικής... η συνέχεια παρακάτω.) Κι εκεί που στην όχθη τής λίμνης αμέριμνος κι «αμερόληπτος» [sic] τον καφφεδάκο μου έπινα, ο ήλιος σκοτείνιασε. Ένα ζεύγος σαρκικών σύννεφων μαζεύτηκαν από πάνω μου, μια ερήμου Σαχάρας καυτή εκπνοή με διαπέρασε και μία φωνή θηλυκή απ' τα βάθη αμερικάνικης μήτρας το όνομά μου εκάλεσε – αφού νόμισα ότι ο καφφές στην Καστοριά είναι χαρμάνι Αντωνίας Κόκκας και Μαρίας Χουάννας...
«Εσύ, ντεν είσαι, ο Ντάνης;» η γυναικεία-ενσαρκωμένη-οπτασία με ρώτησε και μέχρι να γυρίσω το σβέρκο εγώ για να δω, το πανπρόθυμο ευερέθιστο και ακατάβλητο πέος μου είχε ολοκληρώσει την μαγνητική-αξονική-επινεφριδιακή του «τομογραφία». (Και πίεζε τόσο την πόρπη τής ζώνης μου όσο και το τριών-ημερών-μούσι μου, σήκωνε το τραπέζι μπροστά μου και έσπρωχνε τις πιρόγες στην λίμνη καταμεσίς.) «Εγώ είμαι αυτός – ναι, μα εσείς, ποία είστε;» ψέλλισα, σχεδόν έψαλα, τα κλάμματα μόνο επιθυμούσα να βάλω. Γιατί μπροστά μου ορθωνόταν ένα μυώδες «μενίρ», απ' αυτά τα μακεδονικά «σουβενίρ», που θες να τα κάνεις «σου-πλα», απ' την ατάπωτη και αστείρευτη καύλα. Μια νταρντάνα-σε-σαραντάρα με βαριά προφορά, με ξαναρώτησε καθαρά, σε σπαστά ελληνοσικαγικά, «Εσύ, ντεν είσαι, ο Ντάνης, ο Φώτος;» κι εγώ αρπάχτηκα να σωθώ απ' τον πούτσο μου που ως μαδέρι ντούρο και πύρινο δροσιζόταν και λούφαζε στην αειθαλή και ακίνητη λίμνη.
«Είμαι η αντερφή της Λενιώς, που 'χες γκνωρίσει με το Σταυρή, και μου μίλησε κείνη για σένα» η θεά χρησμοδότησε και εγώ τί να σας πω, πίστεψα στον Θεό και στον Χριστό και στην Αγία Αποστολική και Καθολική Εκκλησία τής Ασσυρίας! (Όταν είναι να γίνει το θαύμα, γίνεται στο φτερό και όταν ψοφάς-κόβεσαι συ να γίνει το παραμικρό, δεν πετάει ούτε μύγα.) Και μη αφήνοντάς μου σάλιο κι ανάσα ο αμερικανοκαστοριανός τούτος κωδωνόβυζος-μπρος και δίκογχος-πίσω «ναός» επανόπλισε και με πυροβόλησε απλώς και διπλώς: «Είμαι η ντίντυμη αντερφή της Λενιώς και με λέν' Αριστέα»!
Ρε παιδιά τί να σας πω. Κουφάθηκα. Προς στιγμήν νόμισα ότι άκουσα κάτι σε «Είμαι άριστη σκοπευτής απ' τα ΤΕΑ... (και ήρθα να σε ρουφήξω ολόκληρο)», αλλά αυτά σκέφτεσαι άμα είσαι γεννημένος-συγγραφέας εσύ και παρακούς-κουφακούς όταν σκάει απροσδόκητα όλη η ζωή πάνω σου, ξαφνικά κι αιφνιδίως μπροστά σου και μένεις ενεός στην καρέκλα σου ντροπιασμένος κομπλαρισμένος και προσπαθείς να συλλέξεις απ' την λίμνη τον ασυγκράτητο πριαπισμό σου, ένεκα το εκ Σικάγο εύσαρκο τούτο μητρικό λάβαρο με την μακεδονική προφορά και την απίστευτη θωριά τούτη. (Ουφ, με μία ανάσα το έβγαλα όλο αυτό.)
Την θέα από το δωμάτιο τού ξενοδοχείου δεν την θυμάμαι καν, δεν είχα μάτια παρά μόνο για την δίδυμη τούτη τής Λενιώς αδελφή. Ένα συγκράτησα όμως: «her crooked mouth» (όπως μού μονολόγησε), καθώς στην πεολειχία αυτή άνοιξε νέο κεφάλαιο, στους οργασμικούς της λαρυγγισμούς έγραψε καινουργή παρτιτούρα, στα νεφροστραγγιστικά της φιλιά την λίμνη δίπλα μας κόντεψε να αδειάσει. (Εγώ ήμουν απλώς ένα δερμάτινο τζάκετ-ένα φθαρμένο τζην-ένα ζευγάρι μπόττες άνευ ζωμών και χυμών, αίματος σπέρματος και λοιπών εναπομεινάντων υγρών...)
Τα πράγματα στην ζωή είναι απλά, μόνον εγώ τα νομίζω για δύσκολα και αδύνατα, απίθανα και τρελλά. Η Λενιώ ανέφερε λεπτομερώς στην Αριστέα τα τής συνάντησής μας στ' au Revoir, η Αριστέα αδιαφόρησε αρχικώς μα παράλληλα τον πρέποντα και κατάλληλο «φάκελο» άνοιξε, και πού ξέρεις; «Όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα ντανιάζει η στιγμή» και ορίστε «Αμ' έπος, αμ' έργον»! Κανονικά η Λενιώ «πάσα» με έκανε δίχως το δαχτυλάκι της να κουνήσει, κανονικά η Αριστέα «μια μπουκιά» μ' έκανε δίχως να παίξει καν το ματάκι της, κανονικά η Καστοριά «διαμάντι στην σεξουαλική κορώνα μου» κατέστη έκτοτε και για κάνα εξάμηνο ο Αριστοτέλης – όχι ο φιλόσοφος απ' τα Στάγειρα, μα το αεροδρόμιο Καστοριάς – βαρέθηκε ντούρο-φορτσάτο να με υποδέχεται κι ευτυχή-αδειασμένο να με αποχαιρετάει.
Είχα και άλλοτε σχέση με δίδυμες, μα τούτη η «σχέση» με την Αριστέα και η «μη σχέση» με την Λενιώ με σακάτεψε. Γιατί; Διότι εμένα η Λενιώ-ρε κυρίως μού άρεσε κι έπεσα πάνω-και-μέσα στην Αριστώ να ξεχάσω. Μπορεί η δεύτερη «that crooked mouth» να κάτεχε και να το δούλευε άριστα, μα η «self-absorbed, scorning n' addictive, intimidating n' aloof, reluctant n' bored» Λενάρα με τούρμπιζε... δίχως σκάστρα! Και οι δίδυμες Βάσια και Νάσια από την Αρτέμιδα, και οι δίδυμες Μαρία και Αλεξία από την Πάτρα χιλιόμετρα δίκυκλα με βάλαν να «γράφω» και στέρνες σπέρματος να «αδειάζω», μα το άπαρτο τής Λενιώς με το αστείρευτο τής Αριστώς – αξέχαστα μού 'χουνε μείνει. Όπως και η φθινοπωρινή μαγεία τής Καστοριάς, το χάδι τής ελληνοαμερικάνας στο πρόσωπο, το εσωτερικό ισοζύγιο αδελφών δίδυμων που με μιαν εκσπερμάτιση... δύο μήτρες πληρώνεις – ΚΑΙ με τις δυό έννοιες: αυτήν την αδιάφορη και στιγμιαία τού χρήματος, ΚΑΙ εκείνην την ουσιαστική και αξέχαστη τού σπέρματος.
Πώς λένε ότι όταν πονάει η μιά, η άλλη οπωσδήποτε κλαίει, (κι ας μην ξέρει τον λόγο αυτή;) Γιατί ισχυρίζονται όταν η μία οργάζεται, χύνει η άλλη (και ας βρίσκεται στην δουλειά της;) Αυτά – και ολίγα λοιπά μερικά – με κάνανε συγγραφέα. Και άνδρα. Και λάτρη των κρυφών γυναικών και των εσωτερικών τους δεσμών – τούς οποίους ούτε τούτες κατέχουνε, ούτε οι δίδυμές τους γνωρίζουν. Καθώς είναι έργο μόνο τής καρδιάς τού σιωπηλού εραστή, της ψυχής τού αιωνίου παιδιού, όταν πέος και πέννα γεννήθηκαν και μείνανε ένα.
(Η φωτογραφία είναι από το Διαδίκτυο φυσικά: αμερικάνες και δίδυμες μεν, μα καμμιά σχέση με βαρύ Καστοριάς σαρκικό «πούσι»...)
"Twins" SEX-TRIPS, (part 3 of 3)
Όταν το τίποτα είναι απολύτως καλύτερο από τα άπαντα όλα...
Ότι γυμναζόμουνα πάντοτε, είναι γνωστό. Ότι ακόμα γυμνάζομαι, είναι βαρετό. Ότι και μέσα στον τάφο θα βρω τρόπο να βγάλω ένα σετάκι κοιλιακούς, μια τεχνική πάλης – είναι αστείο και να το πω, μόνο χώρος για σερφ εκεί μέσα δεν βγαίνει.
Έχω με πολλά-έως-πλείστα αθλήματα ασχοληθεί, μα μόλις έπιασα το μακρινό 1972 – πενήντα (50) ολόκληρα χρόνια πιο πριν! – στα χέρια μου ολυμπιακή μπάρα, κάτι με δάγκωσε μέσα μου και βαθιά, κι από τότε τ' ατσάλι είναι η δική μου η «πρέζα». Στις δυό τελευταίες τάξεις Γυμνάσιου ασχολήθηκα με τις ολυμπιακές άρσεις: Τετάρτες και Σάββατα απογεύματα ο γυμναστής μας Γιώργος Μπιδέλης μάς προπονούσε εξοντωτικά και μόνο στα βασικά, ήτοι: squat/bench-press/dead-lifts και επί το αγγλικότερον, στα βαθιά καθίσματα, στις πιέσεις πάγκου και τις άρσεις θανάτου. Και αρκούν τούτες οι βασίλισσες των δυναμικών ασκήσεων ώστε – ακόμη και σήμερα το πρωΐ – να περάσω την μπάρα στους ώμους μου και να ξυπνήσω κάνοντας super-set «πόδια-στήθος».
Cut. Και χρονικό άλμα στις αρχές των Ογδόντα. Ναι ναι, ξέρω: τότε που έγινε κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, τότε που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στις Κάννες βραβεύτηκε, τότε που ο Μελίστας σκότωσε τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά. Εκείνη ακριβώς ήταν η εποχή που είχα αφιερωθεί στο Body-Building, παράλληλα με ολίγο Tae Kwon Do, τρέξιμο και κολύμπι, endurο σταθερά και bokken πάντα. Είχα κάνει μάλιστα και δυό κύκλους θεραπείας με αναβολικά στεροειδή, είχα ήδη φτάσει τα – my all-time best – 82 κιλά και δεν μ' ένοιαζε που απ' το «τούμπανο» των φαρμάκων, έκανα μισή ώρα με τα σκι να κατεβώ την baby-πίστα των Κελαριών στον Παρνασσό. (Ώρες-ώρες, δεν πιστεύω τί θαύματα και εγκλήματα στην ζωή και τον εαυτό μου έχω κάνει.)
Διέθετα κλειδιά τού γυμναστήριου τού Δασκάλου μου, πήγαινα και Σάββατα και Κυριακές που ήταν κλειστό, τις υπόλοιπες μέρες και ώρες έκανα μια πρώτη μορφή «personal training» σε κάποιους που γούσταραν τον τρόπο εκγύμνασής μου, τούς είχαν κερδίσει οι γνώσεις μου, το πάθος μου-ο τρόπος μου-η ενέργειά μου τούς συν-κινούσε. Στο συγκεκριμένο γυμναστήριο – και μιλώ για σαράντα χρόνια πίσω – οι αθλούμενοι ήταν εργαζόμενοι πατέρες που έρχονταν τ' απογεύματα, νοικοκυρές που γυμνάζονταν τα πρωϊνά, σιδεράδες φαρμακωμένοι που πλακώνανε τα χαράματα και φεύγανε τα μεσάνυχτα και κάτι κουκλίτσες-σε-κουκλάρες που φοβόντουσαν μην πάρουν «Σβαρτζενέγκερ κιλά», καθώς περνούσανε δίπλα από τους αλτήρες. Είχε κόσμο πολύ και πιστό εκείνο το γυμναστήριο, ο Δάσκαλος ήταν σωστά-επώνυμος και σωστά-σπουδαγμένος, διακριθείς σε αγώνες επανειλημμένως και σε όλα τα άλλα, πανηγυρικά λανθασμένος. (Δεν πειράζει και δεν είναι δική μου δουλειά, καθώς εγώ δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος, ούτε ψοφάω να γίνω.) Εγώ όταν έμπαινα για να γυμναστώ, δεν κοιτούσα κανέναν και τίποτα γύρω μου: ο στόχος μου ήτανε τα κιλά, η προσοχή μου ήταν στην τεχνική, είχαμε μάλιστα κάνει κι ένα γκρουπάκι-τριών – που «δουλεύαμε» το ίδιο περίπου «φορτίο» – και έτσι περνούσαν οι μέρες ημών, όταν η υπόλοιπη Ελλάδα ετοιμαζότανε λυσσωδώς να πλουτίσει...
Το είπα ήδη: δεν πρόσεχα τίποτα. Εκτός απ' τις δίδυμες Βάσια και Νάσια, όταν μπήκαν τούτες στο γυμναστήριο, την πρώτη φορά. Και την θυμάμαι ακόμα αυτήν φυσικά, καθώς δεν ξεχνιούνται οι σπάνιες εκείνες στιγμές που σού χαμογελά η Ζωή, μέσω «δίδυμων εκπροσώπων» της, και μάλιστα θηλυκού γένους. Επιτρέψτε μου λοιπόν, μια και στις περιγραφές είμαι άριστος:
Η Βάσια κι η Νάσια ήταν δίδυμες – αυτό το 'πα. Αυτό που δεν είπα – ακόμη – είναι ότι ήταν κούκλες σωστές, κούκλες μικρές, κούκλες χαριτωμένες. Το ότι έμοιαζαν, δεν περιττεύει απλώς να το ξαναπώ, αλλά χειρότερο θα το κάνω: δεν τις ξεχώριζες διόλου και εντελώς, παρά απ' τις δύο (2) μικρές-μικρούλες ελίτσες που είχε η Βάσια στο στήθος της πάνω-ψηλά, (ή ήταν η Νάσια;) Φιδίσια κορμιά ήδη χτισμένα γερά απ' το aerobic, με τα κολλάν τους και τα leg-warmers τους, την απουσία σουτιέν αλλά και βαψίματος τού προσώπου, κάτι μουτράκια να δύει ο ήλιος στην ανατολή και κάτι πισινάκια ν' ανατέλλει η σελήνη στην δύση. Έτυχε την πρώτη φορά που ήρθαν να γυμναστούν, να «κρατάω» εγώ το απογευματινό «τμήμα», έτσι στάθηκα τυχερός να τις γνωρίσω εγώ «παρθενιά» και να νιώσω για πρώτη φορά, τί σημαίνει γοητεία και μαγεία διδύμων.
Κεφάτες αθώες απλές, φοιτήτριες απ' την Πάτρα φραγκάτες, μοιράζονταν ένα διαμέρισμα στην Πεύκη και έρχονταν με ένα φασαριόζικο AUTOBIANCHI Abarth, κρατώντας συγγράμματα πανεπιστημιακά και δέκα μπουκάλια νερά... «για ενυδάτωση». Το ότι γοητεύτηκα, μόνο τυφλός θα το αρνιόταν. Το ότι ερωτεύτηκα, μόνο νεκρός θα το αγνοούσε. Το ότι δεν μπορούσα να συγκεντρώσω – σε ποιάν; – την προσοχή και τα μάτια μου, τα χέρια μου και τους όρχεις μου, το στόμα μου την ματιά μου, μόνο ο εξομολογητής μου να το εξηγήσει μπορούσε, κι εκείνη την εποχή δεν είχα κανέναν: ούτε γκόμενα ούτε εξομολογητή, ούτε γυναίκα, ούτε ψυχαναλυτή. Γιατί άμα έχεις μπει στα τριάντα σου, δεν έχεις ανάγκη κανέναν εκτός από ένα, (και θα το πω, όσο πιο σεμνά μπορώ): αιδοίο. Έτοιμο πρόθυμο δυνατό, προσμένον ανοιχτό και υγρό, αχόρταγο ερωτικό εξοντωτικό – τέλος.
Τούς έβγαλα πρόγραμμα δικό τους ξεχωριστό, καθώς η Βάσια ήθελε ενδυνάμωση για τον χορό και η Νάσια ήθελε περισσότερο όγκο. Δεν πίνανε, δεν καπνίζανε και κοιμόντουσαν «με τις κόττες». Μαγειρεύανε μόνες τους θρεπτικά και υγιεινά φαγητά, πίνανε τόννους νερά και είχαν τρελλή αδυναμία στο παγωτό, και δη το καϊμάκι. Ντυνόντουσαν συνεχώς με φόρμες γυμναστικής και την μία (1) φορά που τις κάλεσα να πάμε να δουν Πρωτάθλημα Body-Building, όταν σκάσανε στο Hotel PRESIDENT με σακκάκια και φούστες, μποτίνια ταγιέρ, βάψιμο και σουτιέν, καπέλλο κι αρώματα – το πάτωμα ολόκληρο υποχώρησε τής Κηφισσίας αυτοστιγμεί, απ' την αλύγιστη σηκωμάρα αρσενικών και απ' την ακατάβλητη ζήλεια των παριστάμενων θηλυκών.
Περάσαμε φίνα. (Μόνο τούς αγώνες δεν είδαμε, γι' αυτό και φύγαμε.) Μπήκαμε κεφάτοι-πυρακτωμένοι στο αυτοκίνητο, πήγαμε σ' ένα πανάσχετο Κολωνάκι για drinks (όπου και οι τρεις ξενερώσαμε), κατεβήκαμε μετά στην ανοιξιάτικη «παραλιακή» για παγωτό, όπου στο «IGLOO» τής Γλυφάδας τσακίσαμε ενάμισυ κιλό – πάντα καϊμάκι – κι αφού οι χυμοί τής νιότης μας είχαν αφρίσει απ' τα κέφια και γέλια μας, τα κορίτσια με προσκαλέσαν στο σπίτι. (Τους.) Επειδή λοιπόν εγώ είμαι ευγενής-Αθηναίος-αστός, το «ΟΧΙ» δεν ξέρω. Αλλά επειδή είμαι και ανήρ-Κυψέλης-σωστός, προσπαθούσα από ώρας να δω ποιά-απ' τις δυό έδειχνε ένα ιδιαιτερότερο [sic] ενδιαφέρον για μένα, ώστε σ' αυτήν να συγκεντρώσω την προσοχή μου. (Να το πω και αυτό: εμείς στην Κυψέλη δεν είμαστε λιμάρηδες, πεινασμένοι. Φαταούλες μοναχοφάηδες, επηρμένοι κι αδιάφοροι, λυσσασμένοι και άρπαγες, ισοπεδωτές κι εκμεταλλευτές νεαρών κορασίδων.) Τίποτα όμως – no sign, sure thing – αφέθηκα κι εγώ στην τύχη ολότελα και σ' ό,τι επρόκειτο να γενεί παραδόθηκα.
Όταν πέσαμε στο – διπλό τους, παρακαλώ – κρεβάτι και οι τρεις, ήταν χαράματα ήδη. Η ανοιξιάτικη των βορείων προάστιων μέρα χάραζε γλυκά, όπως μισανοίγει τής γυναίκας το στόμα για να υποδεχθεί, ό,τι ο άντρας επιθυμεί, να τής δώσει εκεί. (Για λίγο ή πολύ, ένα φιλί ή ένα γλείψιμο που λυώνει γλυπτό – δεν έχει καμμιά σημασία.) Το σκοτάδι ήταν σωστά και σεμνότυφα αρκετό, ώστε να μην ξεχωρίσει τα έξι μας πόδια. Το φως ήταν σοφά και διεγερτικότατα αρκετό, ώστε να προσφέρει στα μάτια μου την εικόνα των αγκαλιασμένων δίδυμων αδελφών που μεθυσμένες και καυλωμένες φιλούσαν ό,τι τις πλησίαζε, χούφτωναν ό,τι τις ακουμπούσε και έπαιρναν ό,τι τις πίεζε. Διακριτικά ως εραστής και τιμητικά ως άνδρας τούς έδωσα την πρωτοβουλία και όταν παρατήρησα – όχι δίχως κάποια έκπληξή μου – ότι το ερωτικό τους «έργο» δεν ήτανε τόσο απαραίτητο να περιέχει κι εμένα, προς στιγμήν φρέναρα, πάτησα τον «συμπλέκτη» τού προστάτη μου κι άλλαξα την «γραμμή» ερωτικής τής πλοήγησής μου.
Η Βάσια είχε αγκαλιάσει την Νάσια σφιχτά και κρατούσε το καστανόκομο κεφάλι της, στα πόδια ανάμεσα. Τα χέρια τής Νάσιας – που μέχρι προ λίγου έτριβαν κι έσφυζαν κάτι που ανήκει σ' εμένα – κατρακύλισαν συνεπαρμένα-μηχανικά στην ιδρωμένη κι ευωδιούσα «κοιλάδα» τής Βάσιας, εκεί ακριβώς όπου είχα κι εγώ χαθεί εντελώς, προ ολίγου. Το ημισκότεινο-ημισκούρο-ημιφωτεινό σύμπλεγμα των δυό αδελφών μέσα στα τσαλακωμένα σεντόνια των δυό γυμνών τους κορμιών ήτανε ένα θέαμα που ΚΑΘΕ ΤΙ ΑΛΛΟ θα μπέρδευε, θα ενοχλούσε, παραφωνία θ' αποτελούσε. Τούτο το αδελφικό-σαρκικό «Πρόγευμα στην χλόη» – απ' τον ομώνυμο πίνακα τού ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου Εδουάρδου Μανέ – ήτανε τόσο όμορφο, τόσο ερωτικό, τόσο μοναδικό που σηκώθηκα από το κρεβάτι τους εντελώς, αφήνοντάς τις να συνεχίσουν. Εκείνες χαϊδεύονταν φιλιόντουσαν τρίβονταν, μισοκοιμόντουσαν μισομιλούσανε μισοχύναν, αγκαλιάζονταν ερωτεύονταν και πετούσανε σ' έναν κόσμο τόσο δικό τους, τόσον αγνό κι εκλεκτό, τόσο όμορφο και ωραίο που ξύπνησα εντελώς, ντύθηκα αθόρυβα κι έκλεισα την πόρτα τους πίσω μου εκστασιασμένος.
Ευτυχής που ΕΙΔΑ έναν ζωντανό πίνακα Έρωτα και ευλογημένος που ΕΖΗΣΑ έναν πίδακα έρωτα Ζωντανό.
(Άντε πάλι: η φωτογραφία είναι φυσικά από το Διαδίκτυο. Σιγά μην ανέσυρα απ' τα φυλλοκάρδια μου, τις πραγματικές τις δικές τους!)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022