Ξεκινώ με δύο προϋποθέσεις (λέω εγώ), δύο «αιρέσεις» (που λένε οι νομικοί), δυό «αστερίσκους» (που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου): 1η/ Το κείμενο τούτο, ενώ απευθύνεται σε και μιλά για γυναίκες, οι άντρες πρέπει κυρίως να το διαβάσουνε και 2η/ Το κείμενο τούτο, ενώ απευθύνεται σε και αφορά στους άνδρες, οι γυναίκες πρέπει κυρίως να το διαβάσουν. «Και κάτι ακόμα» (που τραγουδά ο Αντύπας): Το κείμενο τούτο καλύπτει μια πλατιά-μεν, ελληνική-δε κατηγορία γυναικών κι όσες με την αφεντομουτσουνάρα τους ή την μ....νάρα τους μέσα εδώ δεν τρακάρουνε, δεν χρειάζεται να διαβάσουνε παρακάτω. Κι ούτε να σηκωθούν να τσαμπουκαλευτούνε αυτές, ούτε να κάτσω να πλακωθώ εγώ με αυτές – τέλος και λοιπόν πάμε.
Δεν θα γράψω εδώ για την ηρωΐδα τής Αντίστασης Λέλα Καραγιάννη, αφού σήμερα ηρωΐδα τής «αντίστασης» είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Δεν θα μιλήσω εδώ για την ξεχωριστή λογοτέχνιδα και persona κοινωνική Λιλή Ζωγράφου, αφού σήμερα ξεχωριστή λογοτέχνις και φατσούλα κοινωνική είναι η φαρμακοποιός-ιστορικός κινηματογράφου-πολιτικός αναλυτής Σώτη Τριανταφύλλου. Δεν θα πιάσω στην πέννα μου την μοναδική και απόλυτα σοβαρή Σωτηρία Μπέλλου, αφού σήμερα αοιδός και δη τροτσκιστικά-σοβαρή είναι η Νατάσα Μποφίλιου. Θ' ασχοληθώ όμως με την «άγνωστη» και mainstream Ελληνίδα – αυτήν του «κορμού» και συρμού, της κουζίνας και του γραφείου, της τηλεόρασης και του θέατρου, της παιδικής χαράς και της φοιτητικής τεμπελιάς, της λυσιτελούς γκομενιάς και της λυσσάρας για προίκα. Περισσότερο μ' ενδιαφέρει η γραμματέας πρωτοδικείου ή η τηλεφωνήτρια, παρά η Γιάννα Περπατημένη-Διαβολοπούλου-Μαθητάκη ή η Ελένη Πίκρατζη-Ροτβάϊλερ. Με ενδιαφέρει περισσότερο η miss συνοικιακό κομμωτήριο, παρά η ms. χρηματιστηριακό διευθυντήριο. Το μωρό που σελφιάζεται πολυοργασμικά και φασώνεται τεμπέλικα, η μανταμίτσα που καμώνεται στην Λούτσα καυλοναζιάρικα κι έχει τον ζετεμάκο στο μεροκάματο να τραβάει τα έξοδα σταθερά. Η γιαγιούλα που πάει στην λαϊκή και συνεχίζει το κήρυγμα Μενεγάκη-Αυτιά, η μανούλα που τραβά το παιδί απ' το καράτε στα αγγλικά, απ' το ιδιαίτερο στην ρυθμική, απ' την κιθάρα στον ψυχολόγο κι απ' το κατηχητικό στον εκτρωσά. Κι επειδή εδώ και μία εικοσαετία δεν ταξιδεύω στο εξωτερικό πια, κι επειδή εδώ και μία εικοσαετία ταξιδεύω μόνο στο εσωτερικό πια – για την ελληνίδα αποκλειστικά θα μιλήσω. ΑΥΤΗΝ και όχι για όλες τους, ΕΚΕΙΝΗΝ και όχι για άλλες, για ΤΟΥΤΗΝ και όχι για τις μειοψηφίες λαμπρές που είναι του σπιτιού τους κολώνα, άγκυρα στο στεφάνι τους, λάστιχο στην ανάπτυξη των παιδιών, βράχοι ακλόνητοι στην εργασιακή απόδοσή τους, πορνοστάρ έμπειρες στο κρεβάτι των αντρών τους και μαντόνες αγνές παραστέκοντας την πεθερά στο νεκροκρέββατο μέσα. (Το 'χουμε; Το εμπεδώσαμε; Ειδοποίησα; Πάμε.)
Το δηλώνω λοιπόν: Λάθος κυρίες και κύριοι τιτλοφόρησα εγώ το βιβλίο μου «τα τρία μι» εννοώντας την Μαφία (ως πρώτο μι), την Μαρία (ως δεύτερο μι) και την Μανία (ως το τρίτο). Λάθος και πάλι τ' ομολογώ. Διότι ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΙΝΑΙ κυρίες και κύριοι ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ τα μι και μάλιστα τρία-συν-ένα ακριβώς, σαν τους τρεις σωματοφύλακες τού Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός)... που τέσσερις ήταν. Το πρώτο μι το ελληνικό είναι το «μέτριο», το δεύτερο μι είναι το «μίζερο», το τρίτο μι είναι το «μεταχειρισμένο» και ο ντ' Αρτανιάν των τεσσάρων μι είναι το αιδοίο. (Και μάλιστα στην καθομιλούμενη λαϊκή, για να κάνει ρίμα το τέταρτο μι, κοινώς το μουνί – επιτρέψτε μου για πρώτη και τελευταία φορά την χυδαιότητα τούτη.) Τώρα μάλιστα, φυσικά και μπορεί ν' αρχίσει ο 3ος ο 4ος και ο 28ος Παγκόσμιος Πόλεμος, αφού πρώτα δηλώσω παράλληλα κι από κάτω πόσο εγώ την γυναίκα αγαπώ!
1ον/ Γιατί το ελληνικό αιδοίο είναι μέτριο; Διότι δεν τιμά, ατιμάζει και ξεφτιλίζει, εμπορεύεται ξεπουλά, πλασσάρει και παγιδεύει, χρησιμοποιεί και σακατεύει το ίδιο το ιερό όργανό του. Το κρατά σε μία διάσταση και απόδοση μέτριες-ακριβώς: δεν το παρκάρει χριστιανικά, δεν το ξεσκίζει διονυσιακά, αλλά το χειραγωγεί υπολογιστικά και το δίνει λογιστικά. (Ακολουθεί παράδειγμα για φεμινίστριες πολιτικοποιημένες, απ' αυτές που ψηφίζουνε ΣΥΡΙΖΑ και διδάσκουνε στο Πανεπιστήμιο, απ' αυτές που κυκλοφοράνε στις συλλογικότητες κι έχουν να κάνουν μπικίνι από τότε που ανατίναξαν με πυρηνικά οι Γάλλοι τις ομώνυμες νήσους.) Το ελληνικόν αιδοίον φίλες και φίλοι είναι μέτριο διότι δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, απτό: και σε πολιτικούς όρους δεξιό, αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή αναρχικό, νεοδημοκρατικό ή πασοκικό, κνίτικο ή δεκαεφτανοεμβριάτικο – όόόχι. Είναι ΠΑΝΤΟΥ, ΤΑ ΠΑΝΤΑ και ΟΛΑ μαζί, σε όλη «την μπάντα των FM» θέλει να κινείται αυτό, πουθενά να μην στέκεται ούτε στιγμή και να είναι οτιδήποτε αυτό, να «παίζει» και διαρκώς σε όλα τα ταμπλουδάκια κι ας του 'ρχονται όλα στο τέλος νταμπλάς σκέτος. Γι' αυτό κι εξωτερικά δεν είναι τίποτα αυτό, γιατί προσπαθεί εσωτερικά να είναι τα πάντα. Και ιερόδουλος και θεού δούλη, και ξερόλα και καριόλα, και μανούλα και στέλεχος, και γκομενάρα και «δε μ' ενδιαφέρει να κάνω την όμορφη, τη δουλειά μου να προωθήσω γουστάρω».
Το ελληνικόν αιδοίον είναι μέτριο γιατί ενώ κώλο κάτω δεν βάζει δεν παλουκώνεται να μας πει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ τί είναι, ποιό είναι και τί θέλει αυτό, προφασίζεται κι υποδύεται ότι είναι ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Και ότι τα άπαντα κάνει αυτή, ενώ αδυνατεί καθαυτή να σηκώσει και δεκατετράχρονου πέος που μόλις στο youporn κρυφά μπήκε. Και τα πάντα μπορεί εκείνη, ενώ αδυνατεί τούτη να κρατηθεί σε ΜΙΑ γραμμή, όποια γραμμή, όποτε και εάν είναι αυτή. (Ως «γραμμή» εννοώ μία φάση, μια ιδέα, μια αγάπη, μια ζωή – δεν είναι εδώ και οι κ.κ. Πάριος και Βοσκόπουλος, πονεμένο σεκόντο αμφότεροι να μου κάνουνε, καμμένοι αντιστοίχως από σιόρες Αλιμπέρτη-Γκερέκου!)
2ον/ Το ελληνικό αιδοίο είναι μίζερο, γιατί ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΔΕΝ δίνει χαρά. Ναι ναι, εκείνα τα δύο λεπτούλια ή δευτερόλεπτα που βαστάει ο οργασμός «το δίνει» βέβαια η ρουφιάνα, μα όχι αυτή: απλώς η Φύση η αιώνια ξεπηδά από μέσα της και εκρήγνυται μ' ένα πάθος μουγκό, σ' ένα «τέλειωσες Γιώργο μου, και μου χάλασες τα μαλλιά;» (στην καλύτερη), σ' ένα «με ξέσκισες νέγρο μου» κι ύστερα στέλνει μήνυμα στο άλλο το ζετεμάκι να περάσει να την πάρει αργότερα, γιατί τώρα «είμαι σε μια φίλη και μιλάμε για σένα και πόσο μεγάλο τον έχεις εσύ» (στην χειρότερη). Ενώ το αιδοίο ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ εργαλείο χαράς κι ηδονής, θανάτου μικρόχρονου, αναστάσεως μεσόχρονης και λυτρώσεως μακροχρόνου εστί, εδώ στο Ελλαδιστάν το αιδοίο συμπεριφέρεται ΑΚΡΙΒΩΣ ως η ελληνική Δημοσία Υπηρεσία: «Φέρ' τε κι ΑΥΤΟ το χαρτί κύριε!» «Τί λέτε κύριε, στον όγδοο όροφο πρώτα, μετά στο ισόγειο και κατόπιν στον πρώτο.» «Α, και σε δυο λεπτά κλείνουμε.» «Και πού 'στε; Απουσιάζει η υπεύθυνη!»
Είναι μίζερο γιατί για τον φορέα-την πάρτη του-το εγώ του ενδιαφέρεται πρώτιστα και κυρίως, "the wrong way" βέβαια που λέει κι ο ΝτεΝίρο στο CASINO. To ελληνικόν αιδοίον σού δίνεται άντρα μου – τώρα αυτό το «σου δίνεται» μην το πάρεις κυριολεκτικά και πάθεις εσύ καμμιά ρήξη προστάτη – μα στάλα-στάλα και με το στανιό. «Λίγο και πάλι» που είπε κι ένας λιγδιάρης χτικιάρης, "Υou do for me ten thousand things and I'll συσκεφθώ μετά του εαυτού μου καμιά κοσαριά χρόνια αργότερα, εάν θα σου δώσω καν αιδοιότριχα μία» λέει το δίποδο τούτο που στην επικράτειά μας κυκλοφορεί και... το σκοτεινό διαδίκτυο τής αυνανιστικής φαντασίας του καταυγάζει. Είναι μίζερο διότι και όταν ακόμα έχει αποφασίσει ολοκληρωτικά – λέμε και καμμιά μαλακία να σπάει το επιστημονικόν κι έγκυρον τού παρόντος κειμένου – τα "ρολλά" να σηκώσει, να ανορθώσει εκείνους τους γλυπτούς καβοκολώνειους γυμνασμένους μηρούς, να εναποθέσει δυναμικά εις τους ώμους σου τα τορνευτά δάκτυλα τα σφηνωμένα στα Jimmy Choo και στα Louboutin τα χλιδάτα, πας να μπεις φουριόζος εσύ και... καλύτερα να έπαιρνες παραμάσχαλα την Αργώ και να την ανέβαζες στο Βελούχι να την περάσετε ασταρόχρωμα και μουράβια με τον Άρη, τον Σιάντο, τον Κοτζιά και τα άλλα παιδιά – πιο φτηνά και αναίμακτα, χαλαρά κι άνετα θα σου 'ρχότανε ο Εμφύλιος και η Αργοναυτική εκστρατεία!
3ον/ Το ελληνικόν αιδοίον είναι μεταχειρισμένο πολύ, γιατί συνεχώς κι εμμανώς, για ξεκάρφωμα και επένδυση μοστράρει το αντίθετο ΑΚΡΙΒΩΣ, λες κι έχει αμάξι για πούλημα στο car.gr. Και να 'ταν μωρέ τελικά και πραγματικά, ΑΛΗΘΩΣ μεταχειρισμένο ουδείς ανήρ θα 'χε πρόβλημα, και δη ο έλληνας κλαρινογαμπρός και δαγκωτός πεθερολάτρης. Δεν πειράζει ρε μάγκες: Κι εμείς ψωνίσαμε κατιμά, στα συνεργεία ξημερώσαμε και ξεπαραδιαστήκαμε να συνεφέρουμε το σαράβαλο τ' αλλουνού που μας το πλάσσαρε για Rolls-Royce, μα την επομένη φορά ήμασταν πλέον προσεκτικοί, πιο εύπιστοι και πιο χαμογελαστοί, με πιο πολλά μετρητά κι αποφασισμένοι καλά να περάσουμε, ακόμα κι αν μας στον κουβά ξαναβάλουν. Όχι σαν την ελληνίδα δηλαδή που το παίζει παρθένα κι έχει φρακάρει το gf revenge.com απ' την θεσπεσία μουτσούνα της, που δεν διακρίνεται μάλιστα απ' τα «χέρια» και τις στρώσεις πρωτεϊνικών ακρυλικών με τα οποία διάφορα κολλητάρια τού φίλου της την έχουν κατακαλύψει. Όχι σαν την κοινή ελληνίδα βέβαια, που πτέρυγα ολόκληρη για πάρτη της έχουνε ονομάσει στα μαιευτήρια απ' τις εκτρώσεις, τις κύστες, τα ινομυώματα και τας αμετρήτους πλέον επιπλοκάς που τα «αβάδιστο κι αβασάνιστο» τούτο γουνί έχει τραβήξει βεβαίως.
Είναι κατ' άλλο ρε παιδιά: εκτός απ' το ΠΟΛΥ-μεταχειρισμένο, υπάρχει και μια κατηγορία χειρότερη, δυστυχότερη και πικρότερη – τί να γράφω εγώ και να καίτε εσείς το κομπιούτερ ή το κινητό το δικό σας. Διότι το ΚΑΚΟ-μεταχειρισμένο είναι απείρως... δεν υπάρχει επίθετο που ν' αντέχει εδώ να τοποθετηθεί, ν' αποδώσει ό,τι κι ο καλύτερος συγγραφέας τολμήσει να γράψει. Απλά πράγματα: το πολύ-μεταχειρισμένο είναι υπόθεση αριθμού και με τα νούμερα το αιδοίο ουδέν ζόρι τραβά. (Ιδίως το ελληνικόν, με τα «νούμερα» ακριβώς.) Το κακό-μεταχειρισμένο όμως είναι ποιοτική υπόθεση κι ενημερώστε με εάν θυμηθείτε εσείς πότε η ποιότητα – και ουχί η «πχιότητα» που έλεγε ο πρωθυπουργός τού 2004 τον οποίο υβρίζετε σήμερα, μα τότε υμνούσατε μπουκωμένοι ευρουλάκια – εμφανίστηκε έστω-και-λιγουλάκι στην χώρα μας ώστε τα καλά μου να βάλω, ανθοδέσμη να πάρω και να στηθώ στην Συγγρού... όπως τότε που θα περνούσε επί Χούντας ο Σπύρος ο Άγκνιου!
Κλείνοντας την σχηματική τριάδα αυτήν, ας συμπληρώσω εννοιολογικά ότι το «μέτριο» αφορά στην προέλευση, το «μίζερο» στην κατασκευή και το «μεταχειρισμένο» στην χρήση – έτσι ώστε ουδεμία αμφιβολία να μείνει ότι δεν είναι μετρημένες οι ώρες μου πλέον ως άνδρα και ως συγγραφέα. Και για να μην νομίσει κανείς ότι αερολογώ, θα τολμήσω να υπογράψω με μερικά σπάταλα παραδείγματα, τα οποία επιπροσθέτως είναι κι αληθινά, παραδείγματα «κλασσικά κι εικονογραφημένα»:
1/ Υπολογισμός και δη πουστοτσίπικος δεν είναι την εποχή τής ελληνικής χλίδας ν' ανοίγει η γκόμενα το ΚΛΙΚ που είχε επικό-κωστοπούλειο άρθρο «Ποιοι είναι οι πιο περιζήτητοι εργένηδες της Αθήνας», να εντοπίζει τον γκομενό-πρεφερέ, να τον κυνηγά κάνα 'ξάμηνο να του κάνει κάτς-και-λοκόν και να τον παντρεύεται – έγκυος φυσικά ούσα – μέσα σε τρία μηνάκια;
2/ Προδοσία δεν είναι να σου χτυπιέται το γυναικάκι την εποχή τής ελληνικής κρισάρας, ότι «Ναι αγάπη μου, θα σταθώ εγώ βράχος ακλόνητος στον σεισμό της επιχείρησής σου, θα συνεισφέρω κεφάλαια και προσωπική εργασία, θα σε κρατήσω όρθιο και μαζί θα διαβούμε τον κάβο» και μόλις απ' τα Κουφονήσια γυρνά με τις φίλες της να σου στέλνει ένα μεηλάκι ξεπεταχτό, ώστε να σε πληροφορήσει στο καπακωτό, πότε θα κωλώσει το φορτηγό, για να μαζέψει αυτή-με-τις-φίλες-της τα πράγματά της από το σπίτι; Και να σου ζητά επιτακτικά μάλιστα ν' απουσιάζεις κιόλας εσύ απ' αυτό, γιατί θα την «εμποδίζεις» ν' ασχοληθεί «σωστά» με την «μετακόμισή Της», με «άνεση κι ηρεμία»;
3/ Επένδυση και μάλιστα σκληρή και βαθειά, στανικού τσαμπουκά κι αποπνικτικής θηλιάς δεν είναι οι εννέα αποβολές και η καρρότσα ορμόνες που κατάπιε η άλλη προκειμένου την μανούλα να ενδυθεί, να παράξει τον διάδοχο τού μικροαστικού "θρόνου", ώστε να «της βγει» σε κάτι τούτο-τουλάχιστον, αφού δεν της βγήκε το επαγγελματικό το προσωπικό, το κοινωνικό το οικονομικό, το γκομενικό το καλλιτεχνικό;
4/ Μαϊμουδιά δεν είναι να σε καλεί η προϊσταμένη έξαλλη στο γραφείο της και να σε κατσαδιάζει είτε γιατί προσήλθες πέντε λεπτά πιο αργά, είτε γιατί δεν της άρεσε η εργασία/ο φάκελλος/το project που έφτυσες αίμα και της κατέθεσες, επειδή αυτή «Ξέρεις τί κώλο έδωσα εγώ, για να κάτσω σε αυτή την καρέκλα εγώ, που εγώ κάθομαι τώρα;»
5/ Πουτανιά δεν είναι να τραβάς απ' τον κύριο γέρο λεφτά, από την μαμά δανεικά, από τον γκομενάκο το αυτοκίνητο, απ' τον εραστή τα ζουμιά, απ' της άλλης τον σύζυγο το επιπλωμένο διαμέρισμα, και να παίζει και το ματάκι σου για την πάρτη τού χιπστερά στο μπιτσόμπαρο δίπλα;
6/ Θηλυκοπουστιά δεν είναι να 'χεις ζήσει με τούτην μαζί, να 'χετε φάει ψωμί λίγο κι αλάτι πολύ, να 'χετε μόλις-μεγαλώσει παιδιά, μόλις-τελειώσει το εξοχικό, μόλις-κρατήσει το μαγαζί, μόλις γλυτώσει εσύ το εγκεφαλικό και να ξυπνήσεις μια μέρα και να σου 'χει στείλει η «αυτοχωρισμένη» εξώδικο μάλιστα, «Να φύγεις απ' το σπίτι κύριε», «Θέλω να μείνω μόνη μου και να σκεφτώ», ενώ εννοεί «Θέλω να μου αδειάσεις τη γωνιά, ώστε να ζήσω εγώ στα σαράντα εννιά, κάτι γαμήσια κουφά, που μου χρωστάω με τον Τάκη απ' τη γειτονιά, από τότε που πηγαίναμε σχολείο μαζί και μου 'κανε τα γλυκά μάτια»! («Χαχαχα, την έσφαξα την καριόλα κύριε πρόεδρε, και στα μάτια σας βλέπω αθώωση, μα το στόμα σας θα με στείλει ισόβια – δε με νοιάζει».) Σταματώ όμως τον ποταμό τούτον εδώ, κι όσοι/όσες δεν με πιστεύουνε, μόλις μου στείλουν την επιταγή, θα τους πληροφορήσω όνομα και επώνυμο, διεύθυνση κατοικίας κι επάγγελμα, σωματικές διαστάσεις και νούμερο παπουτσιού, χρώμα κραγιόν και μέγεθος εσωρούχων των προαναφερθέντων κυριών... για να μην σέρνονται άσκοπες λάσπες πως τάχα μου-τάχα μου ενσπείρω ειδήσεις θολές και κακολογώ αθώα τομάρια!
Ετούτο το – κατ' εμέ πολυάριθμο και κρυφό – αιδοίο ελληνικό είναι μικροπρεπές και σαχλό, υπερτιμημένο χαζό, άτολμο νευρικό, ασταθές (καλά, αυτό συγχωρείται και λόγω περιόδου) πονηρό, εκβιαστικό εξουσιαστικό, ευνουχιστικό συμπλεγματικό, ασεξουαλικό κι αντιερωτικό, ατσούμπαλο και χοντρό, απρεπές χύμα. (Κατάρα στο Λεόντειο Λύκειο που μ' έμαθε καλές εκθέσεις να γράφω.) Αυτό το ελληνικό αιδοίο για το οποίο σεκλετίζομαι και τις αυταπάτες σας – ως άλλος Τσίπρας εδώ – σάς χαλώ, είναι κακομαθημένο εξ οικογενείας, παραφουσκωμένο εκ κοινωνίας, καλομαθημένο απ' τους έλληνες πεθερολείκτες, και μαλακισμένο εντελώς απ' την πάρτη του μόνο.
Δεν παίζεται ρε σας μιλώ, κι όποιος πήγε να παίξει, όχι ακόμα «τον παίζει» από απόγνωση, μα μ' ένα φραπόγαλο κι ένα στριφτό ανά χείρας στο Αιγάλεω περπατά μουρμουρώντας «Θα σε σκοτώσω μωρή, και στη φυλακή ακόμα κομμάτια δικά σου θα φτύνω». Τουρμπάτο παράδειγμα χιουμοριστικό; Πάει το φρεσκοζεύγαρο, προ-γάμου, να ψωνίσουν μαζί... φώτα. Δηλαδή λαμπατέρ-αμπαζούρ, πολυέλαιους και καντήλια, απλίκες και λάμπες ταμάμ. Τονε πάει η νύφη στην λεωφόρο Βουλιαγμένης εκεί, τονε σέρνει από ορόφου είς κατάστημα, από απλίκα σε πολυέλαιο, από πορτατίφ σε κρυφούς-φωτισμοί και αφού έχει το παλικάρι «καεί», τον καρφώνει το σαλταρισμένο αιδοίο: «Μα καλά, τόσα φώτα είδαμε, κανένα δε σ' άρεσε να μου πεις;» θυμωμένη-αναμμένη. Τηνε βλέπει τη δουλειά καταπού πάει να σκάσει ο αθώος ο άρχοντας, και για να προλάβει μη γίνει η Βουλιαγμένης προσφύγων-Ελληνικό και το Ελληνικό έρημος Ατακάμα, δειλά-δειλά ψιθυρίζει: «Νά, αυτό μού αρέσει αγάπη μου». Κι εκεί εξερράγη κυριολεκτικά-ολικά-αποκλειστικά το μεγαλείον τού Αιωνίου Αιδοίου τού Ελληνικού, που γυρνά με ξυράφι-ματιά, με χείλια-φτυσιά και με κωλόγριας-λύσσα και του κεντά: «Μα γούστο είν' αυτό που 'χεις;»!
For my men now, only.
Ποιός ρε μάγκες μου δεν δείχτηκε σ' ελληνίδα πρόθυμος τρυφερός, κιμπάρης ειλικρινής, πληρώνων και σταθερός κι εννιά μήνες μετά δεν κρατούσε τα δίδυμα στο μαιευτήριο αγκαλιά, που το ένα μάλιστα αλβανοφατσόφερνε και τ' άλλο ήτανε επιπλέον «κανελί με βούλες», (καταπώς ο μέγας Φωτόπουλος κέντησε). Ποιός ρε μάγκες μου έστησε σπίτι νοικοκυριό, έλειωσε στα δεκαπεντάωρα στην δουλειά για να ρίξει στο «πατρικό» πανωσήκωμα η πεθερά, δανείστηκε από την Τράπεζα αισχρά για να ξεμπλέξει τον ακαμάτη αδερφάκο από τα ναρκωτικά, μπήκε σε leasing αυτοκινήτων-σειρά μια και η ψόφια επιμένει να τηλεφωνεί, να βάφει τα νύχια της, να μασά τσίχλα και τις βιτρίνες ταυτοχρόνως να κοιτά την ώρα που οδηγάει και κάάάποια στιγμούλα μετά, που αριβάρησε κάποιο βράδυ αργά μουτρωμένη και στην φυσική όσο και δειλή ερωτησούλα «Τί έχεις μωρό μου;»... έσβησε το Κρακατόα η Αίτνα και το Νιαμουναγκίρα – προσέξτε το όνομα παρακαλώ, ΕΙΝΑΙ αληθινό – τού Κογκό απ' τα επιμελώς-στημένα νεύρα της και τις ψευδώς-κεντημένες υστερίες της για ν' αποκρύψει τα... κέρατά σας!
Θα μου πείτε «είναι κι αυτές...» Θα σας πω «είμαστε και εμείς», δίχως τις τρεις τελίτσες τού ευφημισμού και της αποκρύψεως πάντα. Φταίνε αυτές, μόνες τους, καθαυτές; Φταίμε εμείς, μόνοι μας και μόνο εμείς; (Τον κύκλο προτιμώ να τετραγωνίσω εγώ, παρά να ασχοληθώ με το φυσικό-έως-μεταφυσικό ερωτηματάκι ετούτο. Διότι πώς το λέει ο Μπρους Γουίλλις στο ΑΥΤΟΣ ΑΥΤΗ και τα ΜΥΣΤΗΡΙΑ; "This is a test. And if I fail the test, I WILL fail the test!") Έτσι λοιπόν για να μπουκώσω πρόθυμα κι έτοιμα πικρά στόματα, στο προσεχές μέλλον θα γραφτεί και θ' αναρτηθεί από μένα ένα αντίστοιχο κείμενο με τίτλο – ποιόν άλλον φυσικά απ' το – «Πέος ελληνικόν», να σκάσει και το χειλάκι το κοφτό και σφιχτό τωνε δικώνε μας τωνε γυναικώνε, που δεν χαμογελάνε οι σκρόφες παρά μόνο εάν δουν το υπόλοιπο τής πιστωτικής κάρτας τους/μας, δεν χαλαρώνουνε παρά μόνο εάν δουν τις υπόλοιπες φίλες τους με περισσότερη και χειρότερη κυτταρίτιδα στα καπούλια τους και δεν προσφέρουν – πετάμε κι ένα ρηματάκι στο λαρτζ κι άνετο έτσι – το ερίτιμον, ανθώδες κι ευστόλιστον πολυχρονεμένο αιδοίο τους, ΜΙΑ φορά τον μήνα και μάλιστα ΜΙΑ μέρα μετά την περίοδο, (ασχέτως εάν οι κουφάλες έχουν αφήσει πίσω τους μία ολόκληρη γενιά την εμμηνόπαυση, κι εξακολουθούν ν' αγοράζουν απ' το σούπερ-μάρκετ σερβιέττες που μας στέλνουν να τις κουβαλήσουμε εμείς κιόλας).
Ας το μαζέψω. Γιατί όσο κι αν με πάθος την Γυναίκα εγώ αγαπώ, άμα είμαι σκασμένος κι υποχρεωμένος για το «αιδοίον ελληνικόν» τούτα να γράψω – δεν αντέχω, κουράζομαι κι απογοητεύομαι μέχρι κι εγώ. Τί άλλο να πω; Εκτός απ' το ότι όταν ήμουν στην Αμερική, πήγαινα ν' αγοράσω ένα βιβλίο π.χ., η πωλήτρια μού χαμογελούσε τόσο ζεστά με αγνό κι ανιδιοτελές βιβλιοφιλικό ενδιαφέρον, και μετά το διαβάζαμε στο κρεββάτι μαζί. Εκτός απ' το ότι όταν ήμουν απ' την Δανία περαστικός, μπήκα σε μια καφετέρια να βάλω κάτι πεινασμένος π.χ. στο στόμα μου, με είδε νέο-νταβραντισμένο-μελαχροινό η σκανδιναβή, και να μην σας αναπαραστήσω με την γνωστή-φιλολογική μου καπατσιτά τί έβαλε στο στόμα αυτή μετά, και τί φτύνω εγώ ακόμα και τώρα. Εκτός απ' το ότι όταν έζησα στο Παρίσι για μια εποχή, ρε μάγκες χτύπαγα κάθε μέρα από την γωνιακή την μπουλανζερί, μία γαμάτη-κρεμάτη κονφισερί, που μου την τύλιγε ένα γαλλάκι-κουκλί, και να μην φωνάξουμε τώρα εμείς τον Ρόκκο Σιφρέντι με την Ελοντί Σερί και ξεροστάξουμε πάλι. Εκτός απ' το ότι όταν βρέθηκα στο Μιλάνο για μία δουλειά, ένα της-προκοπής καπουτσίνο ζήτησα από δύο λατίνα μωρά, και βρέθηκα το βράδυ αργά, πέντε στενά μακρυά, με ανοιγμένο και λεκιασμένο το παντελόνι τέντα-ανοιχτά και το πορτοφόλι μου να 'χει κάνει φτερά – τύφλα να 'χει το τετράπορτο SUV που έβγαλε η Ferrari.
ΟΚ ΟΚ, το μαζεύω το μαζεύω. Και θα συμφωνήσω μαζί σας πως το «μέτριο», «μίζερο» και «μεταχειρισμένο» είναι επίθετα βέβαια και δη χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων μαζί, και δη όπου Γη – ναι βεβαίως. Μα γιατί Κύριε Παντοδύναμε και Φιλεύσπλαχνε, Δημιουργέ Κλειδοκράτορα, Χτίστη και Παντοκράτορα κατέληξες να κανονίσεις να 'χει το αιδοίον το ελληνικόν ΕΙΔΙΚΩΣ κι ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΩΣ, όλα μαζί και στο μέγιστο βαθμό «ανεβασμένα» τούτα τα τρία φονικά και αντικαυλωτικά χαρακτηριστικά; Και μάλιστα στην Ελλάδα; «Τί αμαρτίες έχουμε κάνει» – καταπώς ο Χάρης Κωστόπουλος άδει και τραγουδά – εμείς οι έλληνες άντρες και μας τιμώρησες τόσο; Κανονικά εάν δεν αγαπούσαμε τον ήλιο τής χώρας μας όσο και τις κυβερνήσεις μας που δεκαετίες τώρα ψηφίζουμε, θα έπρεπε να είχαμε αναχωρήσει απ' την χώρα. Θα έπρεπε να είχαμε αναχωρήσει για το Όρος το Άγιο. Θα έπρεπε να είχαμε αναχωρήσει κι απ' την ζωή την ίδια την ρουφιάνα γλυκιά, εάν ξέραμε ότι θα καταλήγαμε να γ@μ@με αυτά τα αιδοία τα ελληνικά, που τόσο στο πάτωμα μάς τον ρίχνουν συχνώς κι εντελώς, παντοιοτρόπως κι αποτελεσματικώς. «Φταίξαμε κύριε πρόεδρε» δεν έλεγε ο Πάντζας, στην ΣΩΦΕΡΙΝΑ; «Ναι κύριε πρόεδρε, αλλά πού ρε γαμώτο» αναρωτιόμαστε εμείς, κοιτάμε τον Γύλλο-Αυλωνίτη κατάματα κι εκείνος φεύγει αγκαζέ με τον Τάσο Γιαννόπουλο, τον καλύτερο κωμικό το καλύτερο παλικάρι.
Τέλος καλό, όλα κακά. Μην πτοείστε κύριοι, τα «σχολεία» που περνάμε εμείς με τούτες εδώ, στον Ουρανό στον Παράδεισο, στην Κόλαση στην Σαμπάλλα θα αποδώσουν. Μπορεί οι ελληνίδες bulletproof και bullshitproof να 'ναι (εμένα μού λέτε; Για ρωτήστε ψυχιάτρους κι ογκολόγους, ενδοκρινολόγους και διαιτολόγους, χαρτορίχτρες κομμώτριες), μα για εμάς τελικώς και ασφαλώς δουλεύουν αυτές. Ή για όσους από εμάς το 'χουμε δει «το έργο» κι έχουμε επισκεφθεί το αιδοίον ελληνικόν τόσες φορές και το μάθαμε απ' έξω, το απομνημονεύσαμε και το ξεράσαμε και καθόμαστε πια ως Διογένηδες στον ήλιο αραχτοί, και ως χαύνοι το μπεγλέρι μας στάζουμε. Πώς το λέει ένα γουνοπελατάκι γνωστό; «Ογδόντα χρόνια είναι αυτά, πού θα πάν', θα περάσουν» και μετά εμείς λέφτεροι, αιδοιοδραπέτες και θηλυκοαπεξαρτημένοι, γηραλέοι σοφοί μα τρυφεροί γνωστικοί θα τις κοιτάζουμε, θα τις καταλαβαίνουμε, θα τις αγκαλιάζουμε και για παντοτινα ΘΑ ΤΙΣ ΑΓΑΠΑΜΕ.
(Υπενθυμίζω λοιπόν ότι όλως προσεχώς ακολουθεί, επί των ιδίων ιχνών, κείμενο περί του ελληνικού πέους!)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018