Συγγραφέα άριστο δεν με έκανε ο εκδότης μου (που δεν έχω), ούτε τα πολιτικά μου κονέ (αυτά κι αν δεν διαθέτω). Συγγραφέα άριστο με έκανε τόσο το προσεκτικό μου αυτί στις σοφές και θεϊκές κουβέντες των άλλων, όσο και η δική μου μοναξιασμένη υπομονή να γράφω να σβήνω, η αποκοπής επιμονή μου να καταγράφω και να δουλεύω τις βαθιές και ρηχές σκέψεις μου.
Έχω λοιπόν ένα ξαδελφάκι στην Ελευσίνα – που τού 'χω αφιερώσει ένα τρυφερό διήγημά μου στο δεύτερο βιβλίο μου, το «Εγκόλπιο πάθους» – που κάποτε ασχολήθηκε με το restoring μοτοσυκλεττών, και δη τής μιας του μοτοσυκλέττας, μιας Aermacchi-Harley Davidson 350. Έμπλεξε το ζόρικο κι ανυπόμονο παλικάρι με τους γκρέκους μηχανικούς, τσαμπουκαλεύτηκε ο βιαστικός και μανουριάρης ο άνθρωπος με ξερόλες λαδιάρηδες τού χρώμιου και σιχτίρηδες βαφείς τού γερμανοπολύγωνου και τα πήρε τόσο πολύ από τις μαλακίες των «επαγγελματιών», που τσαντισμένος και αφρισμένος τελικά αναφώνησε: «Ούτε να μας τα πάρουν, δεν ξέρουνε»! Δηλαδή ενώ ο Μελέτης κυκλοφορούσε πρόθυμος και αμίλητος με ζεστό, αναντίρρητο και ρέον το πολύ μετρητό – και σάς μιλώ για την δεκαετία τού '90 – τα μαστόρια τον δουλεύαν τον κοροϊδεύανε, άλλα τού τάζανε και άλλα τού φτιάχνανε, τον μουτζώνανε κιόλας πίσω απ' την πλάτη του και τονε κλέβαν προκλητικά στα μάτια του μπροστά πάντα. Αν το restoring ήταν/είναι/θα είναι ένας μαρτυρικός παιδεμός στην χώρα τής πουστιάς και κλοπής όπου φύεται αβέρτα κι επικερδώς η χυδαία «πορτοκαλέα», θα τολμήσω μία πρωτόφαντη και τολμηρή μεταφορά λέγοντας τούτο: φανταστείτε πόσο μαρτυρικός παιδεμός ήταν/είναι/θα είναι το... fucking!
Ρε «ούτε να μας τονε πάρουν, δεν ξέρουνε» οι επαγγελματίες τού είδους, και δεν ομιλώ για πουτάνες και βίζιτες, για escorts και city-tours, για μεροκαματιάρες των στούντιος και μασσατζούδες τής αρπαχτής. Ομιλώ για γυναίκες «κανονικές καθημερινές», αυτές που θα ψήσεις εσύ επί έναν αιώνα και θα πέσουνε στο κρεβάτι σου για δεκαπέντε λεπτά, αυτές που θα ζήσεις μαζύ τους εσύ ένα λεπτό και θα σού γανώσουνε τ' αυτιά για δεκαπέντε αιώνες. Πλησιάζεις το τυχόν γυναικάκι και νιώθεις μια μαγνητική δύναμη, μια ηλεκτρονική-οιστρογονική ακτινοβολία... όχι να σού μετράει το πέος σου, αλλά να σού βαθυσκοπεί το πορτοφόλι σου – και τώρα μόλις εγώ ξεκινάω. Σε φιλά ρουφηχτά λα ρωμιά γκομενά, όλο αναμμένο λάθος και σβησμένο πάθος, και νιώθεις εσύ τον τραπεζικό σου λογαριασμό να σείεται να κουνιέται, σού τηλεφωνεί υστερικά και απεγνωσμένα από την Ζυρίχη ο private banker σου για να σού πει ότι έχει ήδη ξεκινήσει η μεταφορά τού περιεχόμενου των παχυλών σου λογαριασμών, σε οφ-σορ άϊλαντς εξωτικά, απ' την μετριότατη ρουφήχτρα σου, την πολυλογού ζαλίστρα σου, την ξενερωτική σου την «ερωμένη».
Make no major mistake about it μάγκες μου, δεν είμαι τσιγκούνης, period. Κι αν ακόμα και πάντα «στον άσσο» ευρίσκομαι, είναι επειδή δεν αρνήθηκα ποτέ το κρεβάτι το πορτοφόλι μου, το τηλεκοντρόλ και το κλειδί τής τραπεζικής μου θυρίδας, την πιστωτική μου και τα προφυλακτικά μου σε/για/με την οποιαδήποτε κούκλα ή στρίγγλα. Αλλά τί διαπίστωσα, ζώντας εδώ, εν Ελλάδι; Ότι «ούτε να μας τα πάρουν, δεν ξέρουνε» τα ντόπια αιδοία. Και θα το πω για μιαν ακόμη και τελευταία φορά: ποτέ δεν μπήκε μ' εμένα κι από εμένα θέμα «να σου τα πάρω να μου τα πάρεις, να σου τα δώσω να μου το δώσεις». Προσερχόμουνα και προσέρχομαι στην γυναίκα που κάθε μοιραία κι ωραία φορά έχω μπροστά/πάνω/κάτω μου με ψυχή και καρδιά ανοιχτά, πέος και πορτοφόλι πρόθυμα καυλωμένα, ζωή διαμπερή και χαμόγελο καλά βουρτσισμένο – άσε δε κουβέντα πλούσια και χρωματιστή, διάθεση νεανική και ρομαντική, χρόνο σπάταλο και απέρτο. (Ναι ναι, το ξέρω ότι είμαι γαμάτος γαμπρός, γι' αυτό ακριβώς δεν σταυρώνω γυναίκα γραική, με τις ξένες βέβαια το «θέμα» έχει αλλιώς, διαθέτω personal fan-club χιλιάδων ενθέρμων κι αφοσιωμένων μελών... χαχαχα!)
Φίλοι και κύριοι, μόνο σ' αυτήν την χώρα εδώ – που θεωρεί το μπουρδέλλο ως χυμαδιό – ο «λογαριασμός» άρρενος-θηλυκού περνάει ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ μέσα απ' το παροιμιώδες «να σε βάλω εσένανε στον κουβά, για να φτιαχτώ εγώ πρώτη και πάντα». Μια απλή ματιά να ρίξω στους μηδενικούς φίλους μου και τους πολυπληθείς τούς γνωστούς μου, ούτε ένας υπάρχει κι υφίσταται που να μην βασανίζεται και αρμέγεται, ξετινάζεται και ταπώνεται απ' το ύπανδρο/γκομενικό/κολλητό/απλώς γνωστό γυναικάκι. Ούτε είς, τέλος. Εικονογραφώ λοιπόν, όχι για να στηρίξω την θέση μου (που δεν μ' ενδιαφέρει καν τούτη), αλλά για να σάς κρατήσω την προσοχή ακόμη λιγάκι:
Την δεκαετία τού '60 κυκλοφορούσε ο νονός μου εργένης κι «αμερικάνος», κούκλος στα πενήντα του και λεφτάς, καλοντυμένος αεράτος και σιωπηλός, με τα μανικεττόκουμπά του τα αργυρά και την convertible CHEVROLET του. Αν και ήμουν μικρός μα όχι πολύ μικρός, παρατηρούσα πώς τον κοιτούσαν οι γυναίκες κι οι άντρες: οι δεύτεροι με θαυμασμό και οι πρώτες με ζήλεια. Οι δεύτεροι τον καμαρώνανε και οι πρώτες τον θάβανε... ποιόν, αυτόν που για πάρτη του το αιδοίο τους τρίβανε, από ρηχείας νυκτός έως βαθείας πρωίας! (Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα τού πλανήτη ο καραγκόμενος νονός μου απ' τα κρεβάτια τους δεν θα προλάβαινε να σηκώνεται και στην χώρα τη μαλάκω και φθονερή, εγωμανή κι εκδικητική τούτη, ο θειός μου πέθανε αγάμητος έως μισητός, σιχτιρισμένος έως ματιασμένος, καταραμένος έως αποδιοπομπαίος.) Το συφοριασμένο απ' τα γεννοφάσκια του – διαβάστε τις 520 σελίδες τού «τα τρία μι», για να μην επαναλαμβάνομαι γω και να μην αφρίζετε σεις – ελληνικό αιδοίο «καλό δε χρωστά», ούτε στο πέος που το γέννησε εξ ημίσεως, ούτε στο πέος που εξ ολοκλήρου το ζει, ούτε στο πέος που θα το θάψει αυτό, προκειμένου αυτό να μην ζήσει.
Πάει τελείωσε, και το είπα: το ελληνικό αιδοίο, όχι μόνο «να μας τα πάρει δεν ξέρει», αλλά και «να μας τονε πάρει σωστά και γλυκά, θηλυκά και ηδονικά, οργασμικά κι ανατασιακά» ούτε ξέρει, ούτε θέλει, ούτε μπορεί. (Εδώ περιττεύει το κλασικό «οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουνε τον κανόνα».) Και προτού πεταχτούνε οι αυθάδικες πονηρές και ξερόλες παραληρηματικές, ένα θα ξαναπώ: άμα έχεις σπουδάσει βαθιά-σιωπηλά τρεις (3) γυναίκες ευλαβικά και πιστά, επί τρεις (3) δεκαετίες – και τις καλύτερες μάλιστα τής ζωής σου – τις ξέρεις μίστερ Ντανάκο μας τις γυναίκες άπασες και καλά, τέλος. (Τί να μού πει εμένα ο κάποτε-γνωστός μου Απόστολος Γκλέτσος που πηδούσε κάθε μέρα καμμιά δεκαριά άλλες για δέκα λεπτά, σε μένα που όργωνα επί έτη σειρά, πιστά μανικά, αθλητικά συναισθηματικά, υπαρξιακά παραναλωματικά την ΙΔΙΑ και ΜΟΝΗ γυναίκα αποκλειστικά, επί δέκα ώρες.) Κι όταν έκανα μετά τα εξήντα μου τον ερωτικό μου απολογισμό, αντιλήφθηκα ότι κάάάτω από όόόλα τα συναισθήματα και τα βαρθολίνεια, τους έρωτες τις αγάπες και τα φιλιά, τα χαδάκια τα χυσάκια και τους τσακωμούς – για την εξουσία και το ταμείο ο καυγάς πάντα γίνεται, για τον ανέκφραστο λανθασμένο και σεσηπώτα «λογαριασμό» που το γραικοαιδοίο κουβαλά ΧΡΕΩΜΕΝΟ από το σπίτι του, απ' την γονεϊκή εστία και κλίνη. (Εγώ τώρα μιλώ και, επιτρέπεται-δεν επιτρέπετε, ξέρω τί εγώ λέω. Απλώς δεν είστε πρόθυμοι κι ανοιχτοί ακόμα εσείς, να σκάσετε στην αλήθεια επάνω κι αυτήν να καταπιείτε ηδονικά απελευθερωτικά, όπως ακριβώς κάνουν οι αφιονισμένες λάτρεις τού bukake!)
Για να δώσει η ελληνίδα, πρέπει να έχει πάρει μπροστάντζα, να έχει καβώσει «κεφάλαιο» συναισθηματικής και υλικής ασφάλειας – ρε ούτε ο Κοντομηνάς να ήταν η σκρόφα! Για να δοθεί η ελληνίδα, πρέπει να έχει δεσμεύσει προκαταβολικά, να έχει μπαζώσει κρυφά κι εγγυητικά «deposits and funds» υπαρξιακής και ζωϊκής σιγουριάς – ρε ούτε broker στο New York Stock Exchange να ήταν η δόλια!! Κι επειδή η κακομοίρα δεν έχει πίστη στον εαυτό της (έτσι την φτιάξανε), ούτε δίνει αξία στον εαυτό της (έτσι καλόμαθε), ούτε ξέρει πώς να στηθεί και να φερθεί αλλιώς απ' το συνεχείς φτηνοσυμφεροντομαλακίες να κάνει (έτσι μεροκάματο βγάζει), έχει φέρει στα μέτρα-μίζερα-μεταχειρισμένα τα μέτρα της και το κάθε πέος που την πλησιάζει. «Της κάνεις εσύ, τη βολεύεις εσύ;» – άντε μεγάλε, θα γαμήσεις απόψε. «Δεν της κάθεσαι συ, δεν τη βολεύεις εσύ;» – λυπάμαι μικρούλη, για μπάκουρος προαλείφεσαι, δαχτυλοδεικτούμενος τρόμπας, επιεικώς ακατάλληλος, «ψηλομύτης και μισογύνης».
Όποιος λοιπόν πεταχτεί και ισχυριστεί ότι για φράγκα μιλώ, να πάει να καθαρίσει τουαλέττες γυναικών, σε σοβιετικό εργοστάσιο, λήξη Παρασκευής βάρδιας. Όποια επιπλέον κουνηθεί και διαμαρτυρηθεί ότι σερνικά και σεξιστικά ομιλώ, να πάει στην Τήνο γονυπετής, ξεκινώντας απ' το ακρωτήρι Καλής Ελπίδας. Η αλήθεια «παρά τοίς Έλλησι» είναι ό,τι συμφέρει την τσέπη τους και όταν συμφωνεί με την ψήφο τους, γι' αυτό εγώ «έλληνας» καθόλου δεν είμαι. Γι' αυτό μού πήρε 66 χρόνια για να ΜΗΝ με την ελληνίδα συνεννοηθώ, ενώ μού παίρνει συνήθως 66 δευτερόλεπτα να συνεννοηθώ με μια οποιαδήποτε άλλη τού πλανήτη γυναίκα.
Κι επειδή τα προπετή αιδοία – και τα πρόθυμα συνοδοιπόρα, εξανδραποδισμένα κι ευνουχισμένα τους πέη – θα ξαναπεταχτούνε να μού την πουν «Και τί κάνεις εδώ ρε δικέ μας, τους κοχόνες μάς σπας και τις σάλπιγγες μάς βαράς;», τούς απαντώ ότι για άγιος τής Κυψέλης γυμνάζομαι, όσιος τής πλατείας Κανάρη ελπίζω κάποτε να χαθώ, της Κρίσσης τεθνηκώς ήρως, του Δάφνιδος παραστάτης απλός, του Ελικώνα ταξιτζής των Μουσών του. (And check your Mythology-knowledge, you geeks – thank you!)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022