Πολλοί, άσχετοι σχετικοί, μορφωμένοι και αναλφάβητοι, instaγκρέμια και influέντζες υποστηρίζουν ότι εκ γενετής κι εκ Δημιουργίας τα δύο ανθρώπινα φύλα βρίσκονται σε διαμάχη σε πόλεμο, σε εμφύλιο σπαραγμό σκέτο. Και σαν να μην έφθανε μόνον αυτό, πλακώσαν η social sensitivity και οι gender οι studies και κάναν τα φύλα τρία και τέσσερα, τετρακόσια και χίλια. Έτσι ώστε ο καθείς να βρει το δικό καθρεφτάκι του (το κινητό του τηλέφωνο δηλαδή) και με όπλο αυτό να λάβει θέση στον αδιάφορο κόσμο ετούτον, που επειδή «επικοινωνεί» τόσο πολύ, ψοφά τελικά και φρικτά μοναχός του.
Ποσώς μ' ενδιαφέρει εμένα η μόδα αυτή, ως απατηλή-φευγαλέα-περαστική. Ας γίνουν τα φύλα των ανθρώπων περισσότερα κι από τα φύλλα των δένδρων: η οδός η ατραπός, η στενωπός κι ο πρωκτός των ανθρώπων παραμένει είς αποκλειστικά και μοναδικά, προσωπικά και ατομικά – έχει λυθεί από Πλάσης το φυσικό θέμα ετούτο. (Και μουά προσωπικά, έχω καταθέσει τον φιλολογικό-μυθιστορηματικόν «οβολό» μου στο «τα τρία μι»/σελίδα 323, για όσους εχρίσθησαν τυχεροί.) Κι όσο και να τσακώνεται ο Μπάμπης-τής-γειτονιάς με την συνοικιακή-την-Σουλίτσα, όσο και να κραυγάζει «το» μπινιάρικο κατασκεύασμα καθήμενο και παλουκωμένο απ' τα δυό «στενά-δήθεν» του φύλα, ο Κόσμος παραμένει διπολικός δισυπόστατος, διφυής διχασμένος, διπλός και διττός. (Το «ένα» είναι για τούς μοναχούς, το «δύο» αρκεί για τούς ανθρώπους λοιπούς και το «τρία» περισσεύει στους αμέτρητους αδιαφόρους: από κει και μετά, ορίστε «πεδίον δόξης λαμπρόν» για επιφυλλιδογράφους των free-press και τηλεπερσόνες των antifa-clones.)
Μέχρι Αρμαγεδδώνος και άχρι Αποκαλύψεως, με αλφαβητική σειρά, ο Κόσμος στηρίζεται στον Άνδρα και την Γυναίκα – fair enough, (για «τυχόν» απορίες απευθυνθείτε στον μάστορα και Δημιουργό, στον κατασκευή ή Χριστό, στον άνθρωπο ή τον Θεό του). Το απλό δε γεγονός ότι δεν συνεννοούνται αυτοί – ο ανήρ δηλαδή κι η γυνή – αποτελεί κατ' εμέ την σπίθα και φλόγα, τον εκρηκτικό πυρήνα και την πυρηνική έκρηξη τής συνεχείας τού κόσμου ολόκληρου, (έως κρίσεως και συντελείας). Διότι άμα ήταν ο άντρας να 'ναι όλο «'Νταξ' ρε μωρό» στο γυναικάκι του κι άμα το ζετεμάκι του ήτανε προς αυτόν όλο «Ό,τι αντέξεις και στάξεις συ πασά μου», τότε οι κοιλάδες θα γινόνταν βουνά και τα βουνά θα γινόσαντε [sic] πεδιάδες..., θα εκπληρούτο μάλιστα έτσι και το ζημιάρικο motto τού Ζεν Βουδδισμού, που δεν κατάφερε ποτέ του να γίνει αυτό kōan. (Για τούς ρέκτες φιλομαθείς, ορίστε τα παροιμιώδη «two cents» τού Hui Neng: «Πριν ξεκινήσεις για φώτιση, τα βουνά είναι βουνά και οι πεδιάδες, φυσικά πεδιάδες. Μόλις ανθιστείς φως, τα βουνά πεδιάδες γίνονται κι οι πεδιάδες, θεόρατα όρη. Και αφού φωτιστείς, τα βουνά ξαναγίνονται απλά πάλι βουνά κι οι ρημάδες οι πεδιάδες, ξανά ισώματα και κοιλάδες»...)
Επιστρέφω, επιστρέφω στο θέμα μου, μην αγχώνεστε. Μ' ένα φαινομενικά άσχετο και χρονικά πρέπον σάλτο μάλιστα, έτσι για ξεκάρφωμα, ώστε να μην προλάβετε ν' αντιληφθείτε – και να προετοιμαστείτε – για τούτο που (σάς) έρχεται.
Στο γνωστό κλασικό μπαρ Au Revoir, από χρόνια πια, έχει εκλείψει εντελώς η παρέα εκείνη η παλιά από πότες και μπον βιβέρ. Είτε γιατί σηκωθήκανε τα συκώτια τους κι επιτέλους «την κάνανε» αρμοδίως-υπηρεσιακώς, είτε γιατί ξεσηκωθήκανε οι γυναίκες τους και «τους την κάνανε» δικαίως-συζυγικώς, είτε γιατί περάσαν τα χρόνια και μόνοι τους ήπιανε όλο το Κεντάκυ και την Σκωτία μαζύ, είτε γιατί κατέφθασαν τα νέα χρονάκια και τα νέα παιδάκια πίνουν «ένα ποτήρι λευκό κρασί» και «μια μπίρα, στα τέσσερα» τώρα. Ως πελάτης παλιός, φίλος προσωπικός των ιδιοκτητών, αθλητής-εχθρός τού εθιστικού αλκοόλ και λάτρης-αλύτρωτος τού ερεθιστικού παρελθόντος γνώρισα πολλούς απ' τούς Κυρίους εκείνους. Άρχοντες διακριτοί και γκάγκαροι Αθηναίοι οι περισσότεροι, με τις δουλειές τους και τις φαμίλιες τους, τις γραβάττες τους τις κυρίες τους, τα παιδιά τους και τα λεφτά τους. Στεκόντουσαν – προσοχή, δεν καθόντουσαν – πάντα στο μπαρ, πίναν απ' το πρωΐ και φεύγαν χαράματα οδηγώντας, χωρίς να μεθούν ή να παραφέρονται, χωρίς να γελοιοποιούνται ή καν να τρικλίζουν. Ήξεραν να μιλήσουν και να φερθούν, να σταθούν και να συνυπάρξουν, να σιωπήσουν όταν έπρεπε, να φωνάξουνε και να ουρλιάξουν όταν δεν έπρεπε κουβέντα ν' αρθρώσουν. (Τα φλώρια ευπρεπιπίλας [sic μου] σήμερα το λένε αυτό «παλιά αστική ευγένεια» και τα ινστρουχτόρια ψευτοκαλτίλας τα σημερινά το λένε «σάμπως και δε θα μπορέσω»..., οπότε ό,τι και να ψελλίσω εγώ, πάει στον κάλαθο των politically-incorrect άχρηστων.)
Ένας από τούς πότες εκείνους ήτανε ο Μπερτόλης, (with no first-name please). Παιχνιδομάτης κι ατακαδόρος, φραγκάτος πολυλογάς, καλαμπουριτζής μα συμπλεγματικός, δύσκολος άνθρωπος και τραυματισμένος, γι' αυτό και αφορήτως κοινωνικός και στο τέλος από ανυπόφορος έως σημαδεμένος. Τον πρωτοείδα – όπως τούς περισσότερους από αυτούς – την δεκαετία τού Εβδομήντα, όταν όλοι ήταν στα νιάτα τους: καλοντυμένοι κι αδύνατοι, ψιλοπαντρεμμένοι χοντροφτιαγμένοι, καναδυό μαμμάκηδες εντελώς και καναδυό «ραντιέρηδες» εντελώς – καταπώς είπε ο Αντρέας Παπαντρέου (αποφεύγοντας στον εαυτό του ν' αναφερθεί), που μια-ζωή έζησε απ' τα λαοπλάνα «νοίκια» των ψηφοφόρων του και των γυναικών του (με αυτήν την σειρά). Ο Μπερτόλης λοιπόν – ανάμεσα στα άλλα πολλά – ένα είπε και στην Ιστορία, ένα κατέλιπε: «Έχω δει πουτάνες και πουτάνες, μα σαν τις γυναίκες καμία»! Και αφήνοντάς το αυτό ασχολίαστο, τα κάτωθι έχω εγώ να γράψω να παραθέσω:
Γνώρισα λοιπόν, και εγώ, δύο. Για πουτ@νες μιλώ και όχι για πόρνες τις οποίες νοίκιασα πλήρωσα, χρησιμοποίησα και πλημμύρισα, συμφωνήσαμε και αποδεχθήκαμε τούς όρους τού ολιγόλεπτου ή σαββατοκύριακου «εμπορικού» αυτού «παιχνιδιού» και «χωρίσαμε» ως γνήσιοι άγνωστοι, ως αμοιβαία-ικανοποιημένοι «συμμέτοχοι», ως αδιάφοροι εραστές άνευ κωλυματικών αισθημάτων. Την μία την έζησα – όσο μπορείς μια πουτ@να να ζήσεις εσύ και να επιβιώσεις για να το γράψεις – για μερικά χρόνια (πολλά, σχετικά) και την άλλη την έζησα – όσο μπορεί μια πουτ@να να επιβιώσει, αφού μαζύ σου δεν ζει αυτή – για λίγους μήνες (ελάχιστους, σχετικά). Και ως πρώτη «μπερτόλεια ατάκα» να πω, τούτο έχω ν' αστράψω: Και οι δυό, ενώ ζούσαν από το αιδοίο τους και με το αιδοίο τους, μακριά-αλάργα-μακράν τού αιδοίου τους διαβιούσαν. Να καταθέσω εδώ πως το ξέρω κι εγώ: ό,τι έχεις δεν το 'χτιμάς [sic] και ό,τι σού 'χει δοθεί τζάμπα, εσύ το ντηλάρεις πουλάς κάτω τού κόστους, (διότι άνευ κόστους σου είναι αυτό και πέραν κόπου δικού σου). Γιατί το 'χεις-που το 'χεις «να κάθεται», επική και εποξική μ@λακία δεν είναι να μην σού αποδίδει μισθό/κεφάλαιο/τόκο το ελκυστικό και πιασιάρικο «ακίνητο» τούτο;
Η πρώτη πουτ@να λοιπόν τής ιστορίας μου το αιδοίο της το άραζε (1ον), το έδειχνε (2ον), το έδινε (3ον) κι έτσι συνέχεια «την έβγαζε» (4ον). Και η δεύτερη πουτ@να λοιπόν τής ιστορίας μου το αιδοίο της το κυκλοφόραγε (1ον), το πλασάριζε (2ον), το πούλαγε (3ον) κι έτσι δια βίου «μέσα έμπαινε» (4ον) – τώρα επιστρέψτε εσείς τάχιστα στην αρχή τής παραγράφου μου αυτής και ξαναδιαβάστε την, μηρυκάστε την και χωνέψτε την, κρατείστε την στο στόμα σαν το παλιό κόκκινο γαλλικό το κρασί και φτύστε την ακολούθως σαν το παλιό κεχριμπαρένιο ιρλανδέζικο το ουΐσκυ. (Και ξεκινώ έτσι εγώ, γιατί πού να τις εξηγώ, πού να τούς εξηγώ, πού να σάς εξηγώ...)
Το βασικό είναι ένα: επειδή – για πολλούς λόγους, που δεν είναι τού παρόντος κείμενου υποχρέωση όσο και χρέωση – απ'όόόλη την υπαρξιακή τους «οικοσκευή», οι πουτ@νες μόνο το αιδοίο τους ακόπως κατέχουνε και μόνο τούτο οι άλλοι ψοφάν ν' αγοράσουνε, μόνο το αιδοίο τους γνωρίζουν ετούτες να διακινούν, καθώς εκ κατασκευής-δωρεάν-ακαταπόνητο τούτο (τούς) είναι. Είδανε και σακουλεύτηκαν τούτες ότι «το αιδοίον ανέλκει υπερωκεάνιον εις το Έβερεστ» – καταπώς δεν είπε ο δύστυχος γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, αφού πρόλαβε και τον εξοστράκισε τούτη – και αναλόγως/καλύτερα αυτές έπραξαν, διαλαμβάνουσες και διαλαμβανόμενες τα «θετικά» τού αρχαιοτέρου αυτού επαγγέλματος και απορριπτόμενες όσο και απορρίπτουσες τα «αρνητικά» τού ιεροτάτου αυτού λειτουργήματος.
Η πρώτη κουκλίτσα «μου» ως υπολογίστρια προσεκτική ήτανε κατ' αρχάς αραχτή, ακίνητη και τσιμεντωμένη, παρακολουθούσα εμβριθώς τα γύρωθεν τεκταινόμενα ως sniper στην Σρεμπρένιτσα και καταγράφουσα λεπτομερώς τα πέριξ της διερχόμενα ως gold-digger στην Φλόριντα. Κατόπιν λοιπόν το αιδοίο της τούτη σε απλή-κοινή θέα εξέθετε, τόσο-όσο, όχι πολύ-όχι λίγο, ίσα να-δια να, κομματάκι ελάχιστο-μπουκίτσα και πάλι. (Notam: πιο μαζεμένη και παχεία φιλοσοφία απ' τις τελευταίες τούτες λεξούλες μου δεν υφίσταται, δεν υπάρχει, κανονίστε λοιπόν.) Στο τρίτο το στάδιο βεβαίως και η λεγάμενη παρέδιδε το σαρκώδες και εύσαρκον, υγρόν θερμαινόμενον, κολπατζίδικο και βαθύ, ευώδες κι αξέχαστον ποθητόν αντικείμενον by the name of «αιδοίον», ώστε με αυτόν-τούτον τον πανέξυπνο και ακόπιαστο τρόπο... ο μαλ@κας να τραβήξει τα έξοδα, ο τζες να πληρώνει τα γ@μησιάτικα, ο γκρέητ λάβερ να επενδύει στο τρακαδόρικο λάϊφ-στάϊλ της και ο μέλλων σύζυγος να εκπαιδεύεται ώστε να κρεμά στο σχοινί τής μπουγάδας – πλυμμένα στους ενενήντα βαθμούς σταθερά – τα κάτασπρα και αλέκιαστα κέρατά του σιωπηρώς κι αβλεπί, ασκαρδαμυκτί και ανυπερθέτως. (Αυτό-ακριβώς σημαίνει «καλά την έβγαλα και σήμερα μάγκα μου»...)
Η δεύτερη κουκλάρα «μου» ως τακτικίστρια μέγιστη ήτανε κατ' αρχήν αεικίνητη, τον ακάθιστο διέθετε ρε και τον απαλούκωτό της συνάμα. Με «όπλο» το υπερσύγχρονό της και διαστημικό κινητό, τηλεφωνούσε κι επικοινωνούσε, ψιλογλύκαινε – μωρέ ωμέγα ήθελα να βάλω εγώ, στην θέση τού πρώτου τού γιώτα – και ψευτοάρμεγε κάθε-μα-κάθε within scope n' reach υποψήφιο και σερνόμενο σερνικό και αμέσως περνούσε στην δεύτερη φάση. Το παρφουμέ και λαμπρό, αδιάφορο όμως και πολύπειρο προπαντός, μηχανικό όσο και καλολαδωμένο αιδοίο της τού πλασάριζε ως μοναδικό και πολύτιμο, απλησίαστο κι άπαιχτο, «χάρη σου κάνω» και «δες με πόσο δεν κάνω για σένα εγώ» ήτανε μερικές από τις γιού-χού ατάκες της, έτσι ώστε το πεινασμεδιψασμένο male-διαφορικό να πνιγεί στις ασυγκράτητες βαλβολίνες του και να κολλήσει στ' αρχιδωμένα γρανάζια τής απύλωτης καύλας του και τής αθεράπευτης γοητείας της. Εδώ, στο τρίτο επαγγελματικό «στάδιο» αυτό, ξεκινά και η αγοραπωλησία, η υπογραφή «συμβολαίων», το παραμυθώδες όσο και παροιμιώδες «τύλιγμα σε μια κόλλα χαρτί», το δέσιμο χειροπόδαρα τού ανυπόπτου μα φλεγομένου μαλ@κα. Έτσι ώστε «αβάδιστα κι αβασάνιστα» να μη δει η πονηρή σκρόφα ότι έτσι-ακριβώς «μέσα μπαίνει» αυτή και δεν βγαίνει ποτέ, καθώς ούτε «τη βγάζει» αυτή καθαρή, ούτε θα γλυτώσει απ' την αυτοκτονική κασσέττα τής στυγνής επανάληψης και το ληθαργούν χάπι τής ψευδούς εξασφάλισης. («What can I tell you» – και μάλιστα διδακτικότερο ή περισσότερο – που λέει η αγαπημένη μου Cyndi Lauper...)
Επειδή λοιπόν η Ζωή δουλεύει με δίπολα, δυάδες και δίδυμα, δυό βάρκες και δύο σκαμπώ – ένα θα πω, επιπλέον: το καλό πηγαίνει αντάμα με το κακό, το εύκολο περπατάει αγκαλιά με την δυσκολία, η μαλ@κία σε βροντάει στην πουτ@νιά και το στιγμιαίο κέρδος σού αποκρύπτει την ισοβία ζημία. Εάν θεωρήσουμε – «ως υπόθεση εργασίας» που λένε οι ΛΟΑΤΚΙ δημόσιοι υπάλληλοι και οι πολύφερνες πολιτικάντικες νύφες – το αιδοίο ως «κεφάλαιο» κίνησης-διάθεσης-εκμετάλλευσης, ναι, γιατί όχι, σαφώς συμφωνώ και θα διατρανώσω μαζύ με την Μποφίλιου τον Δρογώση «και τ' άλλα παιδιά» το δικαίωμά τους/σας στην αυτοδιάθεση, στην αυτοδιακυβέρνηση, στην σωματική diavgeia και το πολιτικό opengov των σαχλά-πανηγυρικών ετών τούτων. Όπως όλα και άπαντα «τα πράγματα» – καταπώς υπογράφει από πνευματική αφωνία κι επιχειρημάτων πενία η Her Aeginian Highness Δανάη Στράτου-Βαρουφάκη – έχουν δυό όψεις, μέχρι να βγει και ο ψήστης Απόστολος Γκλέτσος ως Λαμιώτης-λεμές-λαϊκός να μάς ενημερώσει για τις δυό μεριές τού ψαριού, εγώ θα σας πω ότι και το αιδοίο έχει την «καλή» και την «κακή» του πλευρά. (Το ποιά είναι ποιά βρείτε το και αποφασίστε το μόνοι σας, δεν θα κάτσω να μπλεχτώ εγώ με κυλόττες κι αποτριχώσεις...)
ΜΙΑ φράση όμως ορίζει και καθορίζει ΟΛΑ τα λάθη, ΑΠΑΝΤΑ τα εγκλήματα, τις πλάνες ΑΠΑΣΕΣ: η έλλειψη πίστης και προσοχής, αγάπης και θαλπωρής, ένωσης και θεραπείας τού εαυτού μας.
Ένα στοιχείο τις «έμοιαζε» και τις ένοιαζε τις πουτ@νες αυτές, τις ένωνε τις κρατούσε, μα κοινές και κοινόχρηστες εντελώς καταντούσε. Θα το ξαναπώ: η έλλειψη πίστης κι αγάπης στον εαυτό τους. Η απουσία στήριξης σε ό,τι κι αν ήταν/είναι/θα είναι αυτές και η παρουσία εξάρτησης σε ό,τι κι αν τούς δίναν/τις ταΐζουν/θα τούς ξεροκομματοειδώς πετάνε οι άλλοι. Αν γεννήθηκες ή σε κάνανε, αρπάχτηκες απ' αυτό και μεροκάματο το έκανες ή ληστής-πειρατής, Μπουμπουλίνα ή Μπακογιάννενα, Τζούλια Αλεξανδράτου ή Τζούλια Κρίστεβα αποφάσισες «να κατέβεις» – είναι η απόσταση και το φευγιό σου απ' τον ίδιο σου τον εαυτό, με όχημα βάρκα και άγκυρα το αιδοίο σου, που θα σε κρατά δεμένη και δεσμευμένη για πάντα.
Και το μόνο σωσσίβιο και αντίβαρο, αντισήκωμα νομικό και πανωσήκωμα εγωϊστικό είναι αυτός-ακριβώς ο παρτάκικος αυτισμός, η αγωνιώδης και μαρτυρική λύσσα επιβίωσης και τυφλωμένου συμφέροντος, το αδιάκοπο καυλωτικό κυνήγι θυμάτων σου εξωτερικών και η αδιάσπαστη αφροδισιακή αλυσίδα υπολογισμών σου εσωτερικών που αδιέξοδα-μανικά σε πετούν ξανά-πάλι στο αφετηριακό το σημείο σου, το κενό σου. Αυτή η τρύπα μέσα σου – και δεν ομιλώ για το αιδοίο σου, καθότι τούτη ΔΕΝ είναι «τρύπα», αλλά η Υψηλή Πύλη τού Κόσμου ολόκληρου και η ταπεινή καταβόθρα τής πλάσης ετούτης – δεν πρόκειται να στουμπώσει και να σωπάσει εάν εσύ την διακινείς την πουλάς, την ντηλάρεις και την πουσάρεις, την ελέγχεις και την χειρίζεσαι με μόνο σκοπό... «να τη βγάλεις κι απόψε».
Οι πόρνες που το κορμί τους πουλάν, μια δουλειά κι αυτές κάνουνε – μην κοιτάτε που ο καριόλης ο καπιταλισμός, από ιέρειες τού έρωτα τις έριξε στο trafficking και την εμπορία λευκής σάρκας, στα μπουρδέλλα τού Άμστερνταμ (με ΑΦΜ και αστίατρο) ή στα λερά σοκάκια τού Αμπιτζάν (με AIDS και covid). Οι πουτ@νες όμως «οι άλλες» που ενώ των ιδίων έργων μετέρχονται, προς τα έξω υποδύονται τις κυρίες τις ερωμένες τις συζύγους τις οικοδέσποινες, τις έξυπνες τις καπάτσες τις ικανές τις ελέγχουσες, τις ανεξάρτητες τις δυνατές τις φεμινίστριες τις ξεπεταγμένες. (Άλλο η χειραφέτηση και άάάλλο η σιγουράντζα η τραβηχτική, η αρπαχτή και η εκμετάλλευση, η εξαργύρωση κι η επένδυση – φτάνουν αυτά ή κι άλλο μισό κιλό να σάς βάλω;) Όλοι οι άνθρωποι γεννιόμαστε με ένα ποσό/ποσοστό ανασφάλειας και αδυναμιών, άλλο ένα τόσο ποσό/ποσοστό δυνατοτήτων κι ικανοτήτων – δεν πέφτουμε όμως όλοι και άπαντες στο χασίσι των προσωπικών μας ευκολιών, ούτε στο όπιο των κοινωνικών τους ναρκωτικών, γκέγκε; Ναι, το γνωρίζω από μέσα και άριστα: πιο μαλ@κας από τον άνδρα δεν έχει εφευρεθεί, δεν υπάρχει – γι' αυτό και αυτός «κορόϊδο πιάνεται» απ' το γυναικάκι. (Και νομίζει ο δόλιος ότι αυτός κυβερνά, αυτός διοικεί, αυτός είναι ο μόνος κι ο ένας... την στιγμή που στο παν-δοχείο ημιδιαμονής υπάρχει ολόκληρο πυρακτωθέν μηχάνημα «έκδοσης χαρτιού για προτεραιότητα», όταν προσέρχεται το στεφάνι του το καμάρι του, η συμβία του κι η αγάπη του εκεί για το ψυχοσαρκικό «μεροκάματό» της...)
Μια κουβέντα είπε ο Μπερτόλης κάπου κάποτε κι ετούτο το πηγαίο κείμενο έγραψε ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ εδώ τώρα. «Nothing to write home about» που είπε η πρώτη πουτ@να μου και «Τσαλάκωσε λίγο το μυαλουδάκι σου μπας και μπορέσεις στο ύψος μου να σταθείς, με αντέξεις για ένα λεπτό και βγεις στη συνταξούλα σου συ, για τα υπόλοιπά σου χρονάκια» που κελάηδησε η δευτέρα πουτ@να μου τότε κι εκείθε. (Χαρακτηριστικό τους και δη κλασικό η αμετροέπεια η αυθάδεια, η προπέτεια κι η μουνομαγκιά, η εγωϊστική σαλπιγγίτιδα και η αυτοαναφορική πρόπτωση μήτρας.)
Όπως οι αμοιβάδες είναι πολλών ειδών, έτσι και οι πουτ@νες πολλές είναι. Όπως οι άντρες είναι αμέτρητων γενεών, έτσι και οι μαλ@κες αγεωμέτρητοι είναι. Κι ετούτες εκεί πάνε μαζύ με εκείνους εδώ – μαλ@κες-πουτ@νες σημειώσατε όχι χι, ουχί ένα-ή-δυό μα πιο αγαστό μαγαζί, πιο καταφερτζίδικη-αρπακολλατζίδικη κι αποτυχημένη-φαλιρισμένη «εταιρεία» από αυτή δεν έχει στηθεί και σταθεί, δεν υπάρχει. Το θέμα όμως είναι ότι «την πληρώνουνε» και «αθώοι» μαζύ... χαχαχα, δεν νομίζω – κι ούτε καν έχω δει – να υπάρχουνε πλέον αθώοι. Από τότε που η Εύα το σκέτο-μήλο τού έρωτα απ' τον όφι παρέλαβε, μέχρι τον Πάρι που το ίδιο-σε-χρυσό μήλο τής έριδας παρέδωσε, οι πουτ@νες τούς μαλ@κες θα βρίσκουνε/θα ταιριάζουνε/θα κουμπώνουνε, μέχρι να κάνουν ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ «τη δουλίτσα τους» πάντα: οι πρώτες μετεξεταστέες σε ανυμέναιο στάδιο να επιμείνουνε και οι δεύτεροι υποβιβασμένοι σε ανώριμο στάδιο να παραμείνουν. Κι αν δεν περάσεις έστω από μέσα απ' τής πουτ@νας τον σκοπίμως-σκοτεινό τον ναό, δεν πρόκειται να ολοκληρωθείς ως πέος και κίων τής Κοινωνίας. Και εάν δεν περάσεις έστω απ' έξω απ' τού μαλ@κα το σκοπίμως-εκτυφλωτικό το σχολειό, δεν πρόκειται να αναδειχθείς ως μπετό και κύων τής Πολιτείας.
Τί επιγραμματικώς-τελικώς λέω εγώ;
«Ποτέ μην υποτιμάς και προσπερνάς, αυτό που βρίζουν και καταδικάζουν οι άλλοι». Πόσω μάλλον εύκολα άκοπα μαϊμουδίστικα, συμφεροντολογικά μεροκαματιάρικα υπολογιστικά, τζαμπέ δωρεάν τρακαδόρικα – to say the least and at last. Καθώς μόνον ό,τι είναι δύσκολο, εσένα πάει μπροστά και μόνον ό,τι οι άλλοι κι αν κάνουνε, αυτούς τραβά πίσω.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022