(Φρέσκο κι αληθινό!)
Έχω από καιρό αποφασίσει να φύγω απ' την Αθήνα, γι' αυτό έχω βάλει για πώληση το σπιτάκι μου. Μετά τα ταξίδια ανά την Ελλάδα τα μαγευτικά και μετά τούς θανάτους Μαρινάκου και Τέτας – η Κυψέλη δεν με κρατά, το real-estate καλπάζει και θέλω εγώ τις λέξεις και σκέψεις μου πράξη να κάνω. (Να σιωπήσω επιτέλους σ' ένα βουνό, αγκαλιάζοντας ένα δένδρο και γεμίζοντας κάποιο ρυάκι στεγνό με τα χαρωπά δάκρυά μου.)
Το cut a shitty story long, έρχεται στο απάρτμεντ μου μια αγωνίστρια-ηρωίδα μεσίτρια μ' ένα δίποδο-γυαλάκικο-σπαστικό «πράγμα», που δώστε μου δύο λεπτά να κάνω μπιντέ κι εσείς τα παράθυρα σπάστε να ξεβρωμίστε. Η «πελάτισσα» ήταν ψηλή και χοντρή, μανουριάρα παρεξηγιάρα, μ' ατακούλα μέσ' στην μαλακιούλα – με μια λέξη «εικαστικός». Η πρόσπεκτ αγοράστρια περιήλθε υψηλομύτως τούς κενούς, ανακαινισμένους και πεντακάθαρους χώρους μου μ' αέρα ανάμεσα Γκουαντανάμο και Βερσαλλιών, παρατήρησε τα απαρατήρητα και στοχοποίησε αυτά που δεν φονεύει ούτε sniper των Μarines, εξ επαφής και άρτι αφιχθείς από Καμπούλ και Βαγδάτη.
Μπαίνει η ακατανόμαστη και αχαρακτήριστη στην κουζίνα κι αμέσως με κυριλέ σιχασιά και διανοουμενέ καπατσιτά δείχνει ένα ταπεινούλι ροζούλι χρωματάκι-«γαζί» στα ντουλάπια και μ' αποστροφή αμλετικού ήρωα και επέλαση βαρουφακικού τρόμπα, αναφωνεί: «Πφφφ, μα ΤΙ χρώμα ΕΙΝΑΙ επιτέλους ΑΥΤΟ»! Επειδή μέχρις εκείνη την στιγμή την είχα ως γυναίκα, πελάτη και άνθρωπο σεβαστεί, είπα να τής βγάλω τούς πρώτους πέντε πόντους τού... σπαθάτου τού λόγου μου, μπας και η όξινη καλλιτέχνις ανασχεθεί και νιαούρισα γεμάτος αθώα χαρά: «Για το χρώμα μη λέτε τίποτα, η τρίτη μου γυναίκα το αποφάσισε» κι αμέσως πατάω φρένο, ώστε να δώσω χώρο γι' ατάκα ανύποπτη τής ολοφανέρου μα απηνώς προετοιμαζομένης καριόλας.
«Μα γούστο είναι ΑΥΤΟ;» συρταρώνει η κάτι ανάμεσα σε ζωγράφο-γλύπτρια-φωτογράφο-εικαστικό-άκτιβιστ..., τα υπόλοιπα βάλτε τα σ' έναν κουβά να τα πάρει η στερφόγιδα σπίτι. «Αγαπητή μου κυρία» τής υψώνω εγώ την αγαθή λόμπα μου, «εάν βλέπατε την τρίτη μου σύζυγο, κανελλί με βούλες θα τα βάφατε! ΟΛΑ!» τής το γυρνώ και κατόπιν παρατηρώ τις σχισμές των ματιών της να πετάνε φαλτσέτες σιτσιλιάνικες και βρεταννικές λεπιδούλες.
«Και ΠΟΎ βρίσκεται ΤΩΡΑ η πολυλατρεμένη τρίτη ΣΑΣ σύζυγος κύριε Φώτο;» γεμάτη αγένεια κι άνεση η φακλάνα ρωτά, σίγουρο το τομάρι μου έχουσα στεγνωμένο αργασμένο και κρεμασμένο στον τοίχο. «Τί να σάς λέω κυρία μου...», «χωρίσαμε...», «τα 'φτιαξε μ' άλλον...», «ένας άλλος την άρπαξε...» απαντώ ως κερατωμένο χαϊβάνι, ως τζες που όχι μόνο τραβάει τα έξοδα τής αδιαφόρου καριόλας του, μα επιστρέφει και τον αράπη-γαμίκο της με ταξάκι στην τρώγλη του! Και καθώς βλέπω να χαράζει το συμπονετικό – όλο βιτριόλι και νταβανόπροκες – χαμόγελο τής κακίστρως, τής καρφώνω το αρχικά-επικό: «... και μάλιστα τονε ξέρετε τούτον...», «δηλαδή δεν τον γνωρίζετε, μα τον ξέρετε βεβαίως βεβαίως...»! Κι εδώ η φόλα ούτε καν το πόδι απ' το εγωγκάζι της σήκωσε, έτσι τυπικά να τσιμπήσει υποψιασμένα-λιγάκι τα φρένα, να ξεκουράσει και τον συμπλέκτη της που τον είχε κάψει σαν προστάτη γεροντόβλαχου παραλυτικού και ανοιακού, ασθενοσπερμικού μέσα στα ψυχοφάρμακα, αλκοολικού μέσ' στην χοληστερίνη και καρκινοπαθούς ξεχειλίζοντος ραδιενέργεια ως την πλατεία.
«Και πώς τον λένε τον άρπαγα της γυναίκας σας;» μού σκάει ο θηλυκός Κόναν τού χρωστήρα, η κολεοειδής Ύβρις τού σκαρπέλου, η εμμηνοπαυσιακή Κατάρα τής κάμερας. «Χάρο μωρή καργιόλα τον λένε» εκρήγνυμαι εγώ, «Θάνατο, Ντέθ και πιούρ Μόρτε μωρή μαλάκω που μού τα έπρηξες» κεντάω Ατρόμητου-και-Ακράτητου-γωνία εγώ και βλέπω έξω από την βεράντα μου, στην μία γωνιά να έχει σηκωθεί ένα ολόκληρο Μαρακανά και να σειέται, κι απ' την άλλη αύτανδρο ένα Καμπ Νου να κοντεύει να γκρεμιστεί απ' την εκσπερμάτωση και τα γέλια!
Τηνε γκρέμισα κυρίες και κύριοι την στρίγκλω, καθώς τής πέταξα αυθωρεί τον Κύριο κινηματογραφικό ήρωα τής «Έβδομης σφραγίδας» κατάμουτρα. Γιατί μπήκε η γαϊδούρα η φραγκού μ' αέρα διαδόχου επώνυμου μέσ' στο σπιτάκι μου και τ' αλώνισε σαν το «πολυτελές λοφτ» της, «στον Κεραμεικό παρακαλώ», «450 τετραγωνικά, με ασανσέρ και μαρμάρινες σκάλες»... Όπου και τής το γάζωσα, άμα κι εν τη γενέσει: «Και δε μας λες ρε μαμαζέλ, τί σκατά έρχεσαι και ξεπέφτεις επάνω μας, στην Κυψέλη μας να κατοικήσεις εσύ, που 'ναι η δύστυχη οδοστρωμένη με ατέλειωτες σαρμέλες αράπικες και κάμες γεωργιανών μοβόρικες;»
Μάγκες μου τέτοια νίκη είχα να «κατάξω» [sic] από τότε που: 1/ μπήκα στο υπουργείο Εξωτερικών, και μια γκόμενα-σε-θεά που μέχρι τότε απαξιούσε να με κοιτάξει στο γυμναστήριο, μού τύλιξε το στρινγκάκι της στην στραβόμπαρα και 2/ παραιτήθηκα απ' το υπουργείο Εξωτερικών, και μια άλλη γκόμενα-σε-σατανά που μέχρι τότε δεν ξεκόλλαγε από πάνω μου παντού, μού τύλιξε τις ζαρτιέρες της στον λαιμό, απειλώντας με να με στραγγαλίσει εάν δεν τής κόψω την επιταγή, δια τούς μέχρις εκείνης τής αποφράδος ημέρας κολπικούς κόπους της. (Αρνήθηκα να τής επιστρέψω τούς ήδη εμφιαλωμένους υπ' εμού οργασμικούς ιδρώτες της, τα δε βαρθολίνεια στην Γαλλία τα 'στειλα, στου Guerlain τα αρώματα για μαγιά τους!)
Μεταβολή έκανε η μαντάμ «είμαι, κατέχω και σας γράφω στις αραχνοειδείς ωοθήκες μου» και εξήλθε τού διαμερίσματος προσβεβλημένη συντετριμμένη. Γυρνώ και κοιτώ την μεσίστια μεσίτρια κι εκείνη-ήταν-αυτή που ανέκραξε την ατάκα, βάσει και χάριν τής οποίας προθύμως και ταπεινώς ανέλαβα να συγγράψω – όσο ακόμη αντέχω εγώ – το κείμενο τούτο:
«Αυτή ρε, δε σαλιώνει ούτε όταν τελειώνει και δεν το βρέχει, ούτε όταν βρέχει» η έϊτζεντ εκέντησε και βγήκαμε με τη γυναικάρα για ένα ποτάκι νωρίς ένα σουβλάκι αργότερα, ένα μπαλαμουτάκι στο λέητερ κι ένα τρικούβερτο φυστικέϊσιον όλη νύχτα. Και κάθε φορά που η σύμβουλος επενδύσεων αναστέναζε – δεν έψελνε η κουκλάρα την ονοματάρα μου, δεν ευλογούσε η κορμάρα την υπερμεγέθη και ντούρα σαλαμάστρα μου, μα το όνομα τής εικαστικού-ζωγράφου-καριόλας-αγάμητης αγοράστριας έβριζε και συνάμα το πέος μου άρπαζε ανακράζοντας: «Ιδού τα αληθινά τυχερά, κι ευλογημένα καλά του επαγγέλματος μωρή μαλάκω, στην υγειά σου!»
(Διατελώ, και μόνο για την αντιγραφή, γιώρς τρούλυ!)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019