Ευλογία Καλλιτέχνου και ελεγεία Μεγίστου
Ο θάνατος δεν είναι έξω από την ζωή, είναι ο δορυφόρος παραστάτης και συνοδός που στέκεται απλώς έξω απ' την πόρτα της και περιμένει πότε η Μητέρα ετούτη θα ξεμπερδέψει με τον καθέναν από εμάς. Να μας παραδώσει στα χέρια του που αυτά πατρικά τον Αχέροντα θα μας δείξουν, τα ύδατα της σκοτεινής Στυγός τ' ακροδάκτυλα θα μας βρέξουνε – «κανείς φόβος δεν βρίσκεται εδώ κοντά» θα παραφράσω τον Διογένη τον Κυνικό, τον άλλο Μεγάλο Μάστορα τετραπόδων πιστών και διπόδων απίστων.
Σήμερα πληροφορήθηκα τον «θάνατο» του Massimo Tamburini, του μοναδικού Ιταλού σχεδιαστή που κάρφωσε στο δίτροχο πάνθεον κατάκορφα δύο (2) σημαίες – τo Ducati 916 και το MV Agusta F4 – και έκτοτε τούτο τα ρολά του κατέβασε. Πριν το 916 υπήρχαν «μηχανάκια», μετά το F4 υπήρχαν «μοτοσυκλετάρες» – πλην όμως το 916 ήταν και το F4 είναι ΟΙ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΕΣ για τόσους πολλούς λόγους που I don't care to remember and I won't bother to write.
Ο άνδρας αυτός – ο «δίδυμος αδελφός» του άλλου Μέγιστου Kλαύδιου, του Claudio Castiglioni – υπήρξε ένας σιωπηλός ουσιαστικής εμβέλειας φάρος που με δυό πενιές (όχι του μπουζουκιού αλλά του μολυβιού), την σελίδα της Μοτοσυκλέτας ορθάνοιχτη φωτεινή άφησε ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ με ΕΝΑ σχήμα και ΕΝΑ σχέδιο, ΔΥΟ ευθείες και ΔΥΟ καμπύλες, ΤΡΕΙΣ συλλήψεις και ΤΡΕΙΣ εκτελέσεις ανεπανάληπτες. Και είχα την τύχη να διασταυρωθούμε τον Οκτώβρη του 1983 σ' ένα διάδρομο του εργοστάσιου της Bimota στο Ρίμινι για δευτερόλεπτα, όταν καθ' οδόν προς Μιλάνο-Λουγκάνο εγώ, σταμάτησα εκεί για να προσκυνήσω. (Παρένθεση, επί προσωπικού: άλλοι πάνε στην Παναγία Σουμελά και άλλοι πάν' στην Bimota, άλλοι προσκυνάνε VPRC και άλλοι τους Vertemati.) Τότε τα πράγματα ήταν απλά: δεν υπήρχε security στην πύλη του, υπήρχε όμως μια κλασική ιταλίδα κουκλάρα στην γραμματεία στην είσοδο κι όταν της είπα τον λόγο της επίσκεψης και την χώρα προέλευσης, φώναξε η λατίνα μπελέτσα έναν θεριακλή υπάλληλο να μου προσφέρει ένα tour. Mε περιέφερε ο νικοτινιασμένος ριμινίτης «από δωματίου εις δωμάτιον» τσαπατσούλικα-βιαστικά, ώσπου ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα – πίσω από την οποία ταιριάζανε έναν κινητήρα Honda V-4(!) σε πλαίσιο Bimota – και βγαίνει ένας σοβαρός τριαντάρης με λευκή μπλούζα, με αέρα καθηγητή του Μ.Ι.Τ., με άρωμα κινηματογραφικού εραστή και ταχύτητα κολλημένης βέσπας. «Αυτός είναι ο..., αυτός είναι ο ο..., μα αυτός είναι ο Ταμπουρίνι!» πρόλαβα να ψελλίσω δειλά μέσα μου, καθώς το αμερικάνικο Cycle World είχε κάνει καλά την δουλειά του. Το ευλογημένο περιοδικό είχε αφιερώσει δυό χρόνια πριν ένα ονειρικό επτασέλιδο στις περλέ μοτοσυκλέτες των Bianchi-Mori-Tamburini κι εγώ μόνο που δεν τον είχα παίξει τότε κανονικά απ' το σωστό γράψιμο, απ' τις σωστές μοτοσυκλέτες, απ' το σωστό όνειρο. Να προσθέσω εδώ πως ΚΑΠΟΙΟΙ εμείς, ΑΑΑΛΛΟΙ άνθρωποι είμαστε – μια γενναία μειοψηφία της γενιάς μου που ΤΕΤΟΙΑ πρόσωπα κρυπτογράφησε και τατουαζάρισε στην ψυχή της. Γιατί ΔΕΝ είμαστε ΟΛΟΙ Κωστόπουλοι-Πρετεντέρηδες-Σαμαράδες, ΔΕΝ γίναμε ΟΛΟΙ εκδότες φαλιρισμένοι, επιχειρηματίες κανονιοβολλημένοι, πολιτικάντηδες μιζοπιασμένοι. Άπαξ και είδα εγώ-π.χ. μία φορά στις σελίδες εκείνου του περιοδικού τον Ταμπουρίνι, δεν τον ξέχασα έκτοτε. Άπαξ και είδα εγώ-π.χ. μία φορά στον διάδρομο της Bimota τον Ταμπουρίνι, δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.
Κοιτώ από το πρωί διψασμένα-θαυμαστικά, λατρεμένα-υμνητικά φωτογραφίες του μεσόκοπου τούτου ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΙΤΑΛΟΥ ΔΑΝΔΗ και νιώθω πως η ζωή έχει βαρέσει γερή αποψίλωση πλέον. Μοτοσυκλετική τέτοια, αισθητική τέτοια, υπαρξιακή τέτοια. Συνεχίζω να παρατηρώ φωτογραφίες από την ζωή του Ανδρός κι απολαμβάνω τον μεσογειακό χαβαλέ του Κλαούντιο Καστιλιόνι, το κλαρινογαμπρέ του γιού του Τζιοβάνι, την ήπια δύναμη του ΒΑΣΙΚΟΤΑΤΟΥ Μάσιμο Μπόρντι. Ομορφάντρας ο Ταμπουρίνι στα νιάτα του δίπλα στο Bimota, ομορφάντρας και στα εξήντα του δίπλα στο Mv Agusta – με μια ονειρώδη ματιά, μια συγκρατημένη κι αρχοντική αύρα του progettista αυτού μέσα σ' εκείνο το σύμπαν των ευρωπαίων λαδιάρηδων και ιταλών λαμογίων.
Παρατηρείστε παρακαλώ το μειλίχιο πρόσωπο του καλοθρεμμένου Ευρωπαίου αστού. «Διαβάστε» παρακαλώ τις ελαφροπαχύσαρκες ρυτίδες στο λείο προσωπείο του καλοραμμένου Ιταλού μηχανικού. Και απομνημονεύστε παρακαλώ τον ασίγαστο αέρα στο «κλειστό» πνευματικό αίθριο του ανεπανάληπτου Ρωμαίου ανθρώπου. Γιατί χωρίς να είναι κραυγαλέος κι επιδεικτικός (όπως το «τακίμι» του ο προειρηθείς Κλαύδιος), είχε την χαρά να απολαύσει την θυελλώδη θαλπωρή του και να μπορέσει μέσα εκεί (στο Centro Richerche Cagiva), ν' αναπτύξει την Τέχνη του και ν' αφήσει στα δικά μας μάτια-πρώτα και χέρια-μετά το «δίδυμο» magnum opus του: το MV Agusta F4. Όπως είχε την τύχη να συναντήσει και να δεχτεί, να συμπλεύσει και να δεθεί με το μηχανολογικό alter-ego του, τον Massimo Bordi. (Και μόνο μια θωριά στα τελικά των εξατμίσεων και των δυο μοτοσυκλετών αρκεί για να ξυστεί μέσα στον ατελεύτητο ύπνο του ο Μιχαήλ Άγγελος, να τανυστεί τεμπέλικα ο Αμεδαίος Μοντιλιάνι, να ξυπνήσει σιχτίρικα ο Φάβιος Ταλιόνι – και αναφέρω μόνον αυτούς για να μην προκαλώ άλλο.)
Υπάρχουν μερικές μέρες, που δεν είναι σαν όλες τις άλλες. (Όπως υπάρχουν μερικές γυναίκες, που δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Όπως υπάρχουν μερικά αφεντικά, που δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Όπως υπάρχουν μερικοί συγγραφείς, που δεν είναι σαν όλους τους άλλους.) Γιατί η Δευτέρα 7 Απρίλη 2014 είναι η επομένη της αποδημίας του Μέγιστου-Μάξιμου ταμπουρά-Ταμπουρίνι – κι αν θέλω να το παρακάνω με τις λέξεις, θα πω ότι η ζωή μάς πετάει κατάμουτρα πλούσια και περίεργα πλάνα παιγνίδια. Όσο μέγιστος κι αν υπήρξε ο γόνος του Ρίμινι τούτος (όπου και η έδρα της Bimota), δεν του ταιριάζει ένα μπουρινιού επίθετο καθώς ήρεμος και σιγανοομιλών, κλειστός κι εσωτερικών τόνων, αρχοντικός κι ήπιος άφησε το αλησμόνητο ίχνος του πάνω σε δυό-επί-δυό ρόδες που ο καθείς από μας δύναται να αγκαλιάσει, να πιάσει. Να αγοράσει, να καβαλήσει. Να οδηγήσει και ν' απολαύσει Τέχνη σε Κίνηση κι αληθινή Κίνηση εντός Τέχνης. (Παρένθεση δεύτερη, θέματος προσφιλούς μου: αξιωθείτε και πιάστε εσείς, ας αγκαλιάσουν τα χέρια σας ένα ευλογημένο απ' τον ιδρώτα Διδάσκαλου bokken(*1) και μετά θα μου πείτε. Ας το σηκώσετε ιερά πάνω από το κεφάλι σας εκτελώντας ένα απλό shomen-uchi(*2) και τότε αυτό κατεβάζοντας, την ώρα που θα κόβει τούτο χαϊδεύοντας-σουραυλίζοντας τον αέρα, αντιληφθείτε-αν-μπορέσετε τι θα πει κινητική ποίηση μέσα στο σύμπαν – "poetry in motion" καταπώς ορθοτομούνε οι Αγγλοσάξωνες.)
Κλειδώστε τα χεράκια σας πάνω στα ασκητικά clip-ons ενός 916, βγείτε μιαν ανοιξιάτικη μέρα στους έρημους επαρχιακούς δρόμους και η Ευωχία η Μέθεξη θα σας πνίξουν με τους χυμούς τους. Αν μάλιστα έχετε περισσότερο χρόνο και κατευθυνθείτε προς Δελφούς, τότε η Κασταλία θα ρεύσει ξανά, οι Φαιδριάδες θ' αντιλαλήσουν ξερά, ο Απόλλων θα στρώσει την μπέρτα του να πατήσει επάνω το πνευματικό τέκνο του Ταμπουρίνι. ("I'm giving you pearls here", αντιγράφω τον Αλ Πατσίνο.) Ένας υλικός Μύθος συναντά μία πνευματική Αλήθεια και οι δύο μαζί συνιστούν την μόνη ανθρώπων-θεών ωδή υπέρ Ευχαριστιών ημών, υπέρ Αναπαύσεως ψυχών, υπέρ Αναστάσεως νοητών – υπέρ Όλων.
Καρφώστε τα μπουτάκια σας πάνω στο σωληνωτό πλαίσιο ενός 916, ξεκορδελιάστε έναν ηλιόλουστο ορεινό δρόμο και η Αδρεναλίνη η Εφεδρίνη – άλλες δυο μέγιστες Κυρίες αυτές – θα καταιονίσουνε το κορμάκι σας με τα θεσπέσια δηλητήριά τους. Το 'χω από χρόνια γράψει: «δεν υπάρχει άλλο ναρκωτικό από την μοτοσυκλέτα» και να πάνε να καταταγούν στο τάγμα της Μητέρας Τερέζας όλοι οι κοκέμποροι Μεντεγίν-Μασσαλίας, όλοι οι σκοπιανοί middle-men φυτών φουντωτών, όλοι οι νιγηριανοί pushers νοθευμένων σκονών this side of λεωφόρου Πατησίων.
Στριμώξτε το κεφαλάκι σας πάνω απ' το εκπάγλου ντεπόζιτο ενός F4, σκύψτε κι αφήστε το αμορτισέρ τιμονιού να σας κάνει ένα αλησμόνητο dental-floss και η Συντριβή η Ανάληψη θα σας συντροφεύσουν για πάντα. Όπως μόνον αυτές μπορούν να σφραγίσουν το ξεχωριστό και βαθύ, το ανώτερο και τραχύ, το αιώνιο μέσα στο στιγμιαίο. ("Do you catch my drift?", αντιγράφω τον Τσαζ Παλμιντέρι.) Ένα μάτσο σίδερα-πλαστικά, πάνω σε δυο λάστιχα που στηρίζουνε δυό μπουριά κι όλο αυτό είναι μια συγχορδία, μια χορωδία, μια υμνωδία από Έναν μόνον άνθρωπο προς Όλους υπόλοιπους τους ανθρώπους.
Και αφήστε επιτέλους ελεύθερη την ψυχούλα σας ν' απομακρυνθεί ενός F4 εκεί στο πάρκινγκ πάνω απ' τον Ομφαλό της Γης, δίπλα στον Θησαυρό των Αθηναίων, κοντά στης Προναίας τον Θόλο. Απομνημονεύστε τον μαγικό-μυστικό αριθμό «312» και περπατήστε ανάμεσα στις ανοιξιάτικες παπαρούνες της αμφικτυονικής γης, ανάμεσα σε μάρμαρα γονατισμένα, τουρίστες ευλαβικούς κι ένα γεράκι αγριομάτικο απ' τον Γιώργο Γκίκα σταλμένο. Κάπου εκεί μωρέ θα 'ναι μαζί σας και η δική μου ψυχή – let's get personal now amigos – κάπου εκεί καθισμένη σε μία σκιά θα διαλογίζεται κι η δική μου ανάσα στέλνοντας ύμνους κι ευχές στον ανώτατο αυτόν Ιταλό καλλιτέχνη.
Τι είπε ο Κυανούς Ρηβς στον Δικηγόρο του Διαβόλου; "Behold, I send you out amidst the wolves". Τι λέω εγώ στο βιβλίο μου «Τα τρία μι»; «Ιδού αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθαίος, 10:16). Και γιατί; Διότι όταν Είς Εκλεκτός Αναχωρεί, οφείλουμε ΑΠΑΝΤΕΣ να εξέλθουμε «των οικιών ημών εμπιμπραμένων» και να τον ξεπροβοδίσουμε. Όταν ακουμπά και μπαίνει στην γη ένας Μαέστρος της Τέχνης, ένας ingeniere dottore της Τεχνολογίας το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταματήσουμε dead on our tracks και να αποτίσουμε φόρο υψίστης τιμής σ' έναν «άγνωστο» και συνάμα πασίγνωστο Ιππότη της Δημιουργίας. Όταν ανέρχεται υψιπετών κι εγκαθίσταται στο συνέδριο μάγιστρων τεχνιτών ένας Γλύπτης της Ύλης κι Αισθητικής Πλαστουργός, το μόνο που μπορούμε να του προσφέρουμε είναι ένα χιλιοστό δευτερόλεπτου σκέψης κι αγάπης από την ζωή μας. Καθώς «αιμοδοσία ψυχική» λέγεται αυτό φίλες και φίλοι και «τη λέω» σ' εκείνους που έσπευσαν σύσσωμοι και ντουγρού στο car.gr, στο mobile.de, στο moto.it για να ψωνίσουνε μπιρ-παρά «εννιαδεκαεξαράκια και εφτεσσεράκια, τώρα, προτού ακριβήνουνε», τώρα προτού λειώσει η χείρα που τα κατσαβίδιασε κι ανεβούν στον Θεό του Χρηματιστήριου Αξιών οι τιμές τους. («Έξεστι Έλλησι αιωνίως ασχημονείν» επαναλαμβάνω εγώ το δικό μου.)
Τέλος λοιπόν και δεν θέλω άλλο να συννεφιάσω την μέρα σας. Μόλις έμαθα το θλιβερό μαντάτο, έσπρωξα από μπροστά μου την κόκα που έκοβα, πέταξα από πάνω μου την κούκλα που πήδαγα κι άρπαξα το πληκτρολόγιο μανιασμένος. Κολυμπώντας αδιάφορα μα συνάμα απολύτως προσεκτικά μέσα στο σημερινό χυδαίο ελληνικό Τέλος, αποφάσισα έναν δικό μου ιδιαίτερο στέφανο λόγων να καταθέσω εδώ υπέρ Καλλιτέχνου κι Ανδρός, υπέρ Τεχνίτου και Διδασκάλου, υπέρ Αστέρος και Οδηγού, υπέρ Πνεύματος και Φωτός (κι ας μου λένε πως το ξανά-παρακάνω). Ο Μάσιμο Ταμπουρίνι ένας απλός άνθρωπος ήτανε – ΣΑΝ ΕΜΑΣ ΑΚΡΙΒΩΣ, μα διεξήλθε πιστά και σεμνά την δική του Αποστολή, διέβη δημιουργικά και διακριτικά τα ανθρώπινα και κατέθεσε θεϊκά το δικό του το Έργο. (Και να φανταστεί κανείς αδαής, πως μιλώ για μοτοσυκλέτες δω πέρα!) Μπορεί στην γωνιακή τούτη πλέον-χαβούζα των Βαλκανίων που τσαλαβουτάμε εμείς ΑΝΑΛΟΓΟΥΣ και ΑΝΤΑΞΙΟΥΣ να μην διαθέτουμε, μα όσοι τον γνωρίσαν ΑΥΤΟΝ, ξέρουν. Φυλάττουν την γνωριμία στα φυλλοκάρδια τους, δεν έχουν πλύνει έκτοτε το δεξί χέρι τους και γνωρίζω έναν αφιερωμένο χαΐστα που στο γκαράζ του διαθέτει την υπογραφή τού συγχωρεμένου επάνω στο ντεπόζιτο του Brutale του. Και ΟΛΟΙ κλίνουν σιωπηλά και ευλαβικά γόνυ και μέτωπο, πένα και σχεδιαστήριο στον σύγχρονο τούτον Λεονάρντο Ντα Βίντσι του κόσμου μας, του μουρλού και υπέροχου δίτροχου κόσμου μας, του Κόσμου της Μοτοσυκλέτας και των Ανθρώπων. Κι ΟΛΑ τα όπου-γης δίκυκλα μέσα τους γουργουρίζουνε ευχαριστώντας Αυτόν που Σχήμα Μορφή και Ουσία τούς έδωσε – απ' το πιο ταπεινό πλέον παπί, μέχρι την πλέον γαμάτη μοτοσυκλέτα.
Κι ένα ακόμη θα πω, με ένα θα κλείσω την ευλογία ευχαριστία και ελεγεία ετούτη.
Είναι λίγες οι σπάνιες-ήδη φορές που Άνθρωπος κι Ύλη, Σίδερο και Ψυχή, Μολύβι και Πνεύμα ερωτεύτηκαν και ενώθηκαν, γέννησαν μεγαλούργησαν, βίδωσαν και σκόρπισαν απογόνους – όχι μόνο σωματικούς, όχι μόνο μηχανολογικούς, ή μοτοσυκλετικούς μόνο. (Σπέρματα δημιουργίας δεν εμφανίζονται μόνο για να τσουλάνε στην άσφαλτο, μα για να ίπτανται και να πετούν απ' την γη προς τους ουρανούς αιωνίως.) Ένα άτι ήτανε ακριβώς το 916, «του Δούκα το άτι είναι το Ντουκάτι» καταπώς επιφωνεί ο Αντώνης Μάρτιν ο άγνωστος άγιος της Κυψέλης, ο ερήμην αστήρ. «Μια παναξία δευτέρα φορβάς του θεσπέσιου Μάξιμου» λέω εγώ πως είναι το F4 312 R και ποια ανωτέρα τιμή να ορκίζονται από σήμερα σε ΑΥΤΕΣ ΑΚΡΙΒΩΣ τις μοτοσυκλέτες οι απανταχού χρισμένοι μοτοσυκλετιστές, όταν προσέρχονται σε δικαστήρια κι εξομολογητήρια, ταμεία πορνεία, σοβαρά μπαρ κι ευτελή οπιοποτεία.
"R.I.P. Massimo, nostro migglior fabbro" λοιπόν αναφωνώ, όπου migglior fabbro είναι ο μεγάλος σιδηρουργός, ο μεγαλύτερος τεχνικός, ο μέγιστος καλλιτέχνης. Και να συμπληρώσω πως μ' αυτό τον τίτλο αφιέρωσε ο Τ.Σ. Έλιοτ την «Έρημη Χώρα» του στον Έζρα Πάουντ.
(*1/ bokken: ξύλινο ιαπωνικό σπαθί, στο μήκος και βάρος της ατσάλινης κοφτερής katana.
*2/ shomen-uchi: κάθετο κόψιμο του σπαθιού στο κεφάλι του αντιπάλου.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2014