«Ήμουν κι εγώ εκεί» έλεγε μια παλιά διαφήμιση εγκυκλοπαίδειας ή παιδικού βιβλίου, (αν δεν ήταν σε δώρο απορρυπαντικού!) Ανέβηκα κι εγώ νεαρός τα μυθικά μα καταβεβλημένα σκαλιά και χτύπησα το μισοσβησμένο κουδούνι εκείνο. Για να μπω σ' αυτό το «σεπαρέ» γραφειάκι απ' όπου περάσαν ανάσες ψυχές, κορμάκια και μυαλουδάκια – όλα και όλοι και όλες τους σήμερα λαμπρά τσακισμένα, άσημοι φωταγωγημένοι, διάσημες και χαμένες, μα...
Υπήρξα επί σειράν ετών μαθητής τής Μαντάμ Ζιζέλ Βιβιέ και εγώ – να 'ναι καλά η μικροαστική εμμονή για τα πτυχία Sorbonne I-II-III και η το-πάλαι-ποτέ εκπάγλου ομορφιάς ακτινοβολία και καλλονή της. Στοίβες, τάξεις και συστοιχίες ολόκληρες από παιδάκια μεγάλα-μικρά, τέκνα αθηναϊκών και οπωσδήποτε «καλών» οικογενειών «συνωστίζονταν» – όπως άριστα ισχύει εδώ το μιλφορεπούσειο [sic] λήμμα – στο σαλονάκι τής τόσο-φωταγωγημένης μαντάμ Βιβιέ κι εγώ ήμουν ένας από τούτα μικρούλης. (Ή αργότερα, φοιτητής πια, ένας απ' τις συστοιχίες που μπαινόβγαιναν κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα με ΕΚΕΙΝΗ (πού 'σαι Τόλη Βοσκόπουλε!), για ν' αποκτήσουν ΑΚΟΜΗ-ΕΝΑ πτυχίο τους.)
Λυπάμαι που θα χαλάσω την «μανέστρα» – που έχει γίνει εγωπαθής μανιέρα – πολυπληθών συμπαθών γνωστών και αγνώστων μου, μα εμένα η μαντάμ Βιβιέ με «χαλούσε». Τότε και πάντοτε. Παρατηρούσα μια μεγάλη γυναίκα βαριά και αδιάφορη, μια δασκάλα καθηλωμένη και σκληρά εργαζόμενη, μια θηλυκή-πατερναλιστική και ειρωνική-συντριπτική παρουσία αλατισμένη μ' έναν εκπεσόντα παλατιανό ελιτισμό, ένα πάλλευκο μα πλαδαρό κορμί ακίνητο-βιδωμένο-καταδικασμένο σε μία καρέκλα, απ' όπου ΔΕΝ δίδασκε μόνο τα Γαλλικά Γράμματα άριστα (έστω κι αν είχε κονσερβάρει και κασσεττάρει την διδασκαλία της απολύτως), αλλά ΚΥΡΙΩΣ – όσον και ΕΚΟΥΣΙΩΣ λέω εγώ – κατηύθυνε ΕΜΜΕΣΩΣ πλην όμως ΣΑΦΩΣ τις άδολες και θαμπωμένες ψυχούλες που σωριάζονταν μαγεμένες στις άβολες καρεκλίτσες της. Ψυχούλες αγορίστικες κοριτσίστικες, ψυχούλες Κολλεγίου Αμερικάνικου και Αρσάκειου Αθηνών κατά πλειοψηφία, ψυχούλες τού Γαλλικού Ινστιτούτου «τρόφιμες» και λοιπές «αδέσποτες» τής τότε μαθητιώσας αθηναϊκής νεολαίας – αλλά ας μιλήσω για μένα.
Κάθε φορά που στο σπίτι της πήγαινα με τα βιβλία και τετράδια των Γαλλικών υπό μάλης, κάθε φορά που είτε κάτω απ' την βροχή τού Λυκαβηττού, είτε μέσα στ' αρώματα των λουλουδιών τού ανηφορικού στενού και δίπλα απ' τις απισχνασμένες μπαλαρίνες τής Κρατικής Σχολής Χορού – ήμουνα λυπημένος. Λυπόμουν. Γιατί θα έμπαινα για μιαν-ακόμη αναπόφευκτη φορά να κάτσω υπομονετικά στο χωλλάκι της, θα περίμενα για μιαν-ακόμη εξοντωτική φορά να τελειώσει το ξεχειλωμένο-χρονικά προηγούμενο μάθημα στο σαλονάκι της και για μιαν-ακόμη παθητική φορά θα βούλιαζα στην καρέκλα έμπροσθεν τού γραφείου της να μου «κάνει» το μάθημά «της». Να δεχτώ αυτά τα γλαρά κουρασμένα μπαϊλντισμένα μάτια να με κοιτούν, να αντικρύζω εκείνα τα κρεμασμένα λευκά χέρια που παντελώς βαρυεστημένα έγραφαν τα ίδια και τα ίδια σε αμέτρητα τσαλακωμένα χαρτιά, που τα δέχονταν παιδικά προσωπάκια τα οποία από τούτα κρεμόντουσαν και δη εκστασιασμένα. Να υποστώ το: 1/ σικάτο και ελαφρύ, 2/ δηκτικό και αιθέριο, 3/ κομψά understated και θανατερά to the point-blank, 4/ χαϊδευτικά ειρωνικό και περιπαικτικά αφροδισιακό χιούμορ της, χωρίς να μπορώ λόγω ηλικίας και θέσεως, αγωγής και σχέσεως ν' αντιμετωπίσω ή καν ανασχέσω. (Γιατί αν δεν είσαι Νίκος Δήμου-ερωτοβροντημένος μαζί της πολύ, δεν καταπίνονται τούτα ούτε με Χάρπικ!)
Κοιτούσα εκείνην την γυναίκα και καταλάβαινα – το τονίζω, από τότε – πόσο προπετώς αναποδογυρισμένα τής στάθηκε η ζωή, πόσο αυτό ακριβώς που «υμνούσε» το σιχαινότανε, πόσο «εκδικιόταν» μέσω των αθώων παιδιών την κάστα που την εξέβαλε, μόλις απώλεσε το στάτους τής δακτυλοδεικτούμενης νύφης και προικισμένης κυρίας τής αδιόρθωτα «καλής» ελληνικής κοινωνίας (τού Παλατιού μάλιστα). Παρατηρούσα εκείνην την γυναίκα στην μεγαλειώδη δύση τής ομορφιάς της κι ακομπλεξάριστα δεχόμουν απ' αυτήν να λούζομαι γνώση και άποψη, διδασκαλική σατραπεία και θηλυκή δυναστεία κρατώντας όμως παράλληλα στην άγουρη θέση τους και κοχλάζουσα δύναμή τους τούς διδύμους αρσενικούς αδένες μου, που η καθηλωμένη Σειρήνα και παχύσαρκη Μάγισσα εκείνη απειλούσε με καταβρόχθιση κι εξαφάνιση, χάριν προσωπικής πλάκας της και "pour passer le temps" της. (Ώρα είναι λοιπόν η κατάλληλη, κάποιος απ' τους επιφανείς σήμερα ψυχαναλυτές και τότε «παιδάκια» της ν' ανακαλύψει διάφορα σύνδρομα που τώρα εγώ βγάζω φόρα-παρτίδα!)
Το ομολογώ: δεν με γοήτευσε, δεν με μάγεψε, δεν με σαγήνευσε. Και το είχε καταλάβει βαθιά και νιώσει επιφανειακά το ακίνητο αιλουροειδές, το τόσο πακτωμένο και πακετωμένο πια θηλυκό – γι' αυτό και διακριτικά, με αστική αβροφροσύνη και σικάτη παριζανιά, μεγαλειοτάτης παιδεία και πριγκηπέσσας καλπουζανιά δεν με «πήγαινε», (καταπώς δεν θα έλεγαν οι μετέπειτα-stars μαθητές της). Μ' εκείνα τα καταγάλανα – αν και πάντα βαριά και θολά – μάτια με ζύγιζε με στιμάριζε, με κρατούσε σ' απόσταση καθώς αντιλαμβανόταν πως δεν ψοφούσα ν' ανήκω στον εκλεκτό και χριστό κλειστό κύκλο της, δεν αναλυόμουν σε επαίνους και ύμνους για την μόρφωση και επάρκειά της (καθώς κάτι τέτοιο ήταν εντελώς περιττό), δεν θαμπωνόμουν από τις γλυκοδηλητηριώδεις ατάκες της, δεν αναμετέδιδα τις μικροκακιούλες της ούτε χειροκροτούσα τα σπάνια κέφια της, δεν κατάπινα τις σταγονούλες-εν-είδει essence χολής που την ατμόσφαιρα απλόχερα ψέκαζε, δεν ταπεινωνόμουν απ' τις ανάλαφρες όσο και ξέχειλες-ανταγωνισμού ζαχαρώδεις μπηχτές της. (Αφήστε δε που δεν μάσαγα απ' το «σοκ και δέος» που σκόρπιζαν οι αιφνίδιες κι αέρινες επισκέψεις των τριών συγκλονιστικά μυθωδών γιών της – του Παναγιώτη προπαντός, αυτού του ζεν-πρεμιέ-υπό-εκκόλαψη που μοίραζε σπάταλους απογευματινούς παρθενικούς οργασμούς στις Αρσακειάδες των περί το 1970 χρόνων.)
Το καταθέτω: 1/ ως δασκάλα με ξεπέταγε, ως γυναίκα με πάγωνε, ως θρύλος με ψυχαγωγούσε, ως αθηναϊκός γυμνασιακός θεσμός αδιάφορο εντελώς μ' άφηνε και 2/ ως μαθητής προσηλωμένα την άκουγα, ως νεαρός με σεβασμό την αντιμετώπιζα, ως εικοσάρης από απόσταση την χειριζόμουνα και ως κυψελιώτης-φωκιωνεγρίτης απρόσβλητο καταλοιπώς μ' άφηνε, τέλος. Κι όταν πολλά χρόνια αργότερα έπεσε στα χέρια μου ένα σπαραξικάρδιο βιβλίο γραμμένο από μαθητές της, ένα σαρκαστικό γελάκι στην άκρη των χειλιών μου χαράχτηκε, μια συνωμοτική αστραπή στις κόγχες των ματιών μου έλαμψε – ήμουν σίγουρος πως αν εκείνη ζούσε ακόμα, θα δεχόταν με συγκατάβαση "bonne pour l' Orient et ses indigénes" το πολύκλαυτο θυμιατιστικό αυτό πολυπόνημα [sic], ενώ από μέσα της θα «ξερνούσε καλαπόδια» όπως μια φορά ακριβολόγησε-μονολόγησε, όταν την μοναδική της φορά μπροστά μου τα 'χε εμφανώς "πάρει στην κράνα" από το λιβάνι το αποπνικτικό μα επίμονο. (Που δεν έκοψε και ποτέ της.) Ας το κρατήσω όμως το ίσο για λίγο ακόμα εδώ, για χάρη της πάντα.
Η μαντάμ Βιβιέ, μέσα σ' εκείνα τα χρόνια – απ' την αρχή τής Χούντας μέχρι και την αρχή τής Μεταπολίτευσης – έχτισε πρόσωπα και χαρακτήρες παιδιών που σ' αυτήν βρήκαν ζέστη και θαλπωρή, γνώση εξωτική και εγκέφαλου «άνοιγμα», αποκούμπι εφηβικό και μανουάλι ερωτικό, εξομολογητήριο ψυχικό και εξαερωτήριο υπαρξιακό, καθώς η Ελληνική Οικογένεια τότε με τα παιδιά της δεν ασχολούνταν. (Γιατί μωρέ – εγώ έστω-και-τώρα ρωτώ – πότε ασχολήθηκε πραγματικά τούτη;) Ο κάθε βαρύτιμος ακαδημαϊκός ή διευθυντής Τραπέζης αλκοολικός, η κάθε πολυάσχολη αγαθοεργός ή φιλότεχνη νεοπλούτου, αφού είχαν παρκάρει κυριολεκτικά το βλαστάρι τους στα θρανία τού Φιλεκπαιδευτικού ή Αμερικάνικου μεγαλοσχολείων, πίστευε πως «καθάρισε» και δεν χρειαζότανε τίποτε άλλο. Γόνος όμως σιωπηλός, ανώνυμος μα οξύτατα παρατηρητικός εγώ απλού εμπόρου τής Κεντρικής Αγοράς παρακολουθούσα την τρομακτικά εντυπωσιακή παρέλαση λαμπρών επιθέτων τής τότε-high αθηναϊκής society απ' τα γυμνασιακά στασίδια τής μαντάμ Βιβιέ και άθελά μου κατέγραφα τσαμπιά μελλοντικές δυστυχίες(!) Να έρχονται οι ορμονοπνιγμένες κουκλίτσες απ' την Φιλοθέη το Ψυχικό, την Κηφισίας ή την Εκάλη και να στριμώχνονται υπό το βλέμμα τής δασκάλας των Γαλλικών και απλησίαστης μήτρας τριών μοναδικών γιών-γαμπρών για να προικοποιήσουν τα γαλλικά τους (καθώς άπασες είχαν με γκουβερνάντες μεγαλώσει), κάτι μού έριχνε στο πάτωμα την ψυχή κι ας έψαχνα κι εγώ ν' ανακαλύψω τότε ποιός ήμουν. Να σκάνε οι καυλοσπυριάρηδες γκόμενοι απ' τα ίδια boroughs και να συντάσσονται υπό το σορόπι τής grande dame και ντίβας-το-πάλαι-ποτέ για να τελειοποιήσουν τα γαλλικά τους (καθώς άπαντες είχαν με γκουβερνάντες ανατραφεί), κάτι μού μάγκωνε βαθιά την ψυχή κι ας ήμουν τότε μόνο χρονών λίγων. Η μαντάμ Βιβιέ – ας μου επιτρέψει η Ιστορία την προσωπική αυθαιρεσία, οι δε υμνογράφοι κι αφισιονάδος της ας κλείσουν τα ευαισθητούλια αυτιά τους – σιχαινότανε και βαριότανε "every single fucking moment and minute" τής ζωής της εκεί, στο στριμόκωλο μυθικό γραφειάκι. Κι όταν κάποια στιγμή τής δήλωσα ότι θα σταματούσα τα ιδιαίτερα και θα διάβαζα μόνος μου για το «δικό μου» Sorbonne III – εκείνη αποτόμως φρενάρισε, για ένα ελάχιστο δευτερόλεπτο τα μάτια διέστειλε μπροστά στην κυψελιώτικη ύβρι μέσα στην κολωνακιώτικη έδρα της, και αμέσως με ρώτησε το κοφτερό μελιστάλαχτο "Ρourquoi?" της. Κι όταν τΉς απάντησα – ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ και ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ κοιτώντας κατάματα εκείνα τα μάτια που εξ όσων δύναμαι να καταθέσω ΟΥΔΕΙΣ είχε διανοηθεί ν' αντικρύσει στα ίσα κι ισότιμα ΠΟΤΕ – «γιατί δεν πιστεύω πως με βοηθάτε πραγματικά»..., ΤΟΤΕ πραγματικά την Γυναικάρα αυτήν την αγάπησα. Κατευθείαν κατάβαθα, ειλικρινά κι άδολα, καθαρά ως αγόρι και προκλητικά ως άντρας. Την αγάπησα γιατί είδα μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο την λιτή αναγνώριση και πηγαία αποδοχή τού πολεμιστή πριν σε κόψει φέτες με την ξιφολόγχη του, την στυγνή προδοσία κι οικονομική εκτέλεση τής μητέρας των παιδιών σου προτού σού υπογράψει το πανάκριβο κι αιμοβόρο διαζύγιο, την αδιάφορη προσταγή τού τυράννου να ανοίξουν οι πύλες τού Κολοσσαίου για πάρτη σου, (αφού τα πεινασμένα λιοντάρια κι οι διψασμένες ύαινες είχαν βγει εκεί εσέ να βοσκήσουν).
Τότε σημείωσα – και σήμερα κατανοώ – πως η απάντησή μου εκείνη, την μαντάμ Βιβιέ την σοκάρισε. (Ή την ξεφτίλισε – εξαρτάται απ' το πόσα μαρτίνι ή ζανάξ, ουΐσκια ή κόκες έχετε κατεβάσει.) Όχι γιατί αμφισβήτησα την διδασκαλική γνώση της, όχι γιατί σκάρταρα την κοινωνική θέση της, όχι γιατί αρνήθηκα την θεραπευτική της μαγεία αλλά γιατί την απέρριψα ως Μορφή την απέρριψα ως Δασκάλα, την απέρριψα ως Μήτρα την απέρριψα ως Ψυχή. (Κι όταν ξεφύλλισα το in-memoriam βιβλίο «της», κατάλαβα και εσφράγισα το ανόμημα κι έγκλημα που εγώ ανυποχώρητος κι ασυλλόγιστος είχα ιστορικώς διαπράξει.) Ποιός ήμουν εγώ που τόλμησα και τις υπηρεσίες της δεν χρειάστηκα; Ποιός ήμουν εγώ που απ' την πηγή τον μαστό ξεκόλλησα, τον λώρο την μήτρα αποκόπηκα, ξεστράτισα απ' το παιδομαντρί της και αυτοβούλως ελάκισα, την στιγμή που κάποια συγχωρεμένη-σήμερα ψυχούλα μέχρι τα σαράντα της – και δεν εννοώ τού μνημοσύνου της τα σαράντα – ακόμη την έβλεπε, ακόμη την άκουγε, ακόμη την συμβουλευόταν; Ένα κλάσμα τού δευτερόλεπτου η διαπεραστική λάμψη τής ματιάς της εκράτησε και αμέσως η ειρωνεία και ο εξοστρακισμός στα λεπτά χείλη της εμφανίστηκαν, ντάνιασε τα χειρόγραφα φύλλα μπροστά της αδιάφορα και μού τα πέταξε επιγραμματικά-περιφρονητικά κυριολεκτικά. Η κραυγαλέα βιασύνη της σφράγισε την αποπομπή μου εκ του βασιλείου της, του μπερδεμένου μπουντουάρ και γραφείου της, το οποίο εγώ μόλις είχα κοινώς κι εντελώς προπετώς «φτύσει». Κι όμως. Κι όμως. Της το οφείλω εδώ, να το γράψω αυτό, αυτό ακριβώς που κι η δική μου είκοσι-τότε-ετών ματιά είχε. Και τής το απέδωσε.
Η δική μου ματιά λοιπόν – σαράντα χρόνια μετά, δεν είναι λίγος, ούτε πολύς χρόνος – είχε μιαν αντίδραση που η βέρα κυρία ετίμησε. Η δική μου ματιά είχε μια γνήσια αρρενωπότητα που η κούκλα Ζιζέλ την εκτίμησε. Η δική μου ματιά είχε μια πάθους φωτιά κι έναν αρσενικό τσαμπουκά που η ιέρεια Βιβιέ έπιασε και αποδέχτηκε ακαριαία. Η δική μου ματιά είχε μιαν απόρριψη μηδέποτε-εραστή σε μιαν αείποτε-ερωμένη, που η ίδια τον ρόλο της είχε παντελώς βαρεθεί κι είχε προπαντός σιχαθεί τα λιβανιστήρια-μαλακιστήρια. Η μαντάμ Ζιζέλ Βιβιέ προτού την γαλλική της katana σηκώσει και με κόψει από μαθητή της και δούλο της, σήκωσε για ελάχιστα κλάσματα δευτερόλεπτου – επαναλαμβάνω και θα επαναλαμβάνω – την ματιά της και με παραδέχτηκε, με προβίβασε, με παρασημοφόρησε έτσι όπως μόνο μία Γαλλίδα-Γυναίκα-Θεά θα μπορούσε. (Έστω για ελάχιστα κλάσματα δευτερόλεπτου ξαναλέω, κι όμως ετούτα ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ διαρκούν και αρκούν όταν σ' τα δώσει γυναίκα αληθινή γυναίκα απογοητευμένη, γυναίκα εκλεκτή γυναίκα παραπονεμένη – σημειώστε εσείς τα τέσσερα ετούτα δικά μου επίθετα και μην τα ξεχάσετε πια ποτέ σας. Κυρίως εσείς που την λειώσατε στο κομπλιμέντο στο γλείψιμο, στην εν ζωή γαλιφιά κι υποκριτική ομερτά και στην μετά θάνατο θεοποίηση και λησμονιά, στην καλολό όσο και φιλολό κατάθεση προσωπικά-δοξαστικών ξεπλυμάτων.)
Η μαντάμ Βιβιέ δεν με χώνεψε, μα για πάντοτε με αγάπησε μόλις την πόρτα της έκλεισα πίσω μου και για πάντα. Κι όταν έμαθε πως δεν πέρασα – για μία μονάδα βαθμού και για ένα γαμώτο κόντρας με την εξετάστρια καθηγήτρια στα προφορικά – το Sorbonne III, ξέρω πως απ' την μια μεριά ικανοποιήθηκε που τιμωρήθηκα έτσι για την αυθάδειά μου και την άκομψη ρήξη μου, μα είμαι σίγουρος πως απ' την άλλη διπλά χάρηκε. Γιατί μού επιβεβαίωσε "en flagrant délit" πως κάθε περήφανη και ασυμβίβαστη κίνηση, κάθε τόλμημα και διαφοροποίηση, κάθε επανάσταση κι αμφισβήτηση – και του πλέον απλού – απαιτεί να κατατεθεί αμέσως η πληρωμή η δική του, το μετρητοίς κόστος του, ο πόνος η πληγή κι η ποινή τού καθενός βήματός του.
Ας μαζεύω λοιπόν τα πεσμένα-κάτω λουλούδια τού "down memory-lane" κειμένου μου τούτου. Σε παρτάκι αργότερα σπίτι της, όπου ήτανε μαζεμένοι οι πλείστοι επιτυχόντες στα Sorbonne μαθητές της και εγώ ο μιαρός χαλαρά παραβρέθηκα, παρ' όλον ότι είχα περάσει απλώς να δω παλιούς φίλους και φίλες – προς το αββαείο τής πολυθρόνας της κατευθύνθηκα, την μέση μου λύγισα, το χέρι της που δεν μου έτεινε έπιασα και της το φίλησα με αληθινή κι απαράγραπτη αντρική θέρμη. Κι ένιωσα πίσω μου ένα τσούρμο την δική μας προσωπικής-μάχης στιγμή να γροικά και να φρικιά, περιμένοντας την παντοδύναμη Μέδουσα να με καταπιεί με τα μάτια. Κι όταν η Μούσα των Γαλλικών έλειωσε στην στιγμή απ' την ιπποτική χειρονομία μου, την αντρική και ίση κι αντάξια μ' ΕΚΕΙΝΗΝ αποδοχή μου, τα «προδοθέντα» εκείνα πρόσωπα τσούρωσαν και ποτέ δεν συγχώρησαν την προπετή μοιχεία της τούτη με τον οξαποδώ, τον συλητή και αμφισβητία τής απόλυτής τους ιέρειας, τον τρυγητή τής surrogate μάνας τους, τον αδιάφορο Κοεμτζή των βασανισμένων επενδύσεών τους, (my words these.) Ακούμπησα για μία χιλιετηρίδα δευτερόλεπτων τα χείλη μου στο μωβ-φλεβών χέρι της, κράτησα για αιώνες ελάχιστους τα κρύα και στεγνά δάχτυλά της κάτω απ' το απαλό χνώτο τής μύτης μου, έκαμψα μέση κι αυχένα ιπποτικά και αρσενικά, μαθητικά κι ακαδημαϊκά, νεανικά κι απελευθερωμένα και λέξη μου δεν της απηύθυνα, κουβέντα δεν είπα. Μόνο φίλησα το χέρι της, όπως θα φιλούσα το χέρι τής Ήρας, το αιδοίο τής Αφροδίτης, το πόδι τής Αθηνάς. (Γιατί εκείνα του χρόνου τα κλάσματα, εκείνα του πόνου τα κλάμματα είναι τα δικής μας ζωής πλάσματα, τα άρρητα και ατομικά, τα δικά μας.) Ας είναι.
Η Ζιζέλ Βιβιέ ήταν αυτή και εκείνη που ήτανε, τα παιδάκια τού τότε γίναν επιτέλους οι τρανοί και πετυχημένοι τού σήμερα – όσοι επέζησαν βέβαια και δεν χαπακώνονται ή δεν τούς έχουν για πάντα παρκάρει στην ισοβία ΓΑΛΗΝΗ. Γιατί υπάρχουν και κάποιες ψυχές που κείνται αλάδωτες και αμύρωτες, αδικαίωτες και τζάμπα αυτοκτονημένες, εγωίστριες και διπολικές, ατυχήσασες και καταδικασμένες από τούτα τα θεριεμένα τελευταία σκυλιά που πάντα τούς ανθρώπους, επάνω και κάτω στην γη θ' απειλούνε. (Κι έχουνε όνομα βεβαίως αυτά και τα λένε Οικογένεια και Κοινωνία..., αλλά αυτά είναι SOS-θέματα εξετάσεων για τους λίγους και εκλεκτούς που "τα τρία μι" μου έχουν διαβάσει.) Αυτά τα δυό λυσσασμένα κι αιματοβαμμένα πολύποδα που η μαντάμ Βιβιέ να πολεμήσει δεν μπόρεσε, αλλά διάλεξε τα βλαστάρια τους να φωτίσει να εξοπλίσει να στήσει, όπως πάλεψε και το άντεξε, και το πέτυχε απόλυτα τούτο. Άλλο αν οι αποδέκτες τής ομορφιάς και της γνώσης της, του στυλ και αέρα της στην υπηρεσία τής Οικογένειας και της Κοινωνίας τούτα τα σπάνια, μοναδικά κι εκλεκτά γαλλικά αρώματα κατέθεσαν ΠΑΛΙ, απλώς κι εγωιστικώς, τυφλά και κουτά εκείνοι για να «φτιαχτούνε». Κι αυτό η μαντάμ Ζιζέλ Βιβιέ ποτέ της δεν θα τούς το συγχωρήσει αυτή, όσο και όπως εμένα συγχώρησε που χάριν των δικών της ματιών και παντοτινά-θηλυκής της ψυχής εγώ τ' απαρνήθηκα – ΑΥΤΑ ακριβώς έφτυσα και ματώθηκα, τους γύρισα την πλάτη και λευτερώθηκα, όπως θα 'θελε κι εκείνη πολύ να 'χε κάνει. Γιατί στην ζωή, αυτό που δεν θα καταφέρεις εσύ, κάποιος άλλος θα το κάνει για σένα. Αυτό που δεν θα μπορέσεις εσύ, κάποιον άλλον μυστικά, ιδιαίτερα και ξεχωριστά, θα διδάξεις να κάνει. Και τούτο εγώ νωρίς το κατάλαβα, τυφλά το ανέλαβα και αργά-μεθοδικά-ταπεινά το έκανα πράξη, έχοντας την ευλογία και θέρμη, την οδηγία και στήριξη, την ονειρική οπτασία και σαρκική παρουσία ενός μοναδικού και δη γαλλικού, ενός πνευματικού και δη μυθικού Θηλυκού όπως η Κυρία Ζιζέλ Βιβιέ.
Εκείνο το αιθέριο άρωμα που σε τόσα μπουκάλια μπήκε και χώρεσε, μα δεν ήταν για όλες τις μύτες. Εκείνο το αιθέριο πλάσμα που σε τόσα μυαλά μπήκε και τα ανέπτυξε, μα δεν άντεξε να μείνει εκεί που ανήκε. Εκείνο το αιθέριο θηλυκό που σε τόσα κορμιά μπήκε και τ' άφησε, μα δεν μπόρεσε σ' ένα να μείνει. Καθότι ΤΟΥΤΗ είναι η αποστολή και η μοίρα των ειδώλων ιδανικών: ζωές διευθύνουνε, μα την ζωή τους δεν κατευθύνουν. Πληγές καλούνται για να γιατρέψουνε, μα τις δικές τους καν δεν μπορούν ν' απαλύνουν. Και τελευταία στιγμή, ένα άγνωστο μα ατίθασο τής Κυψέλης παιδί το διαλέγουν να το μορφώσουν και να το παιδέψουνε, να το ταξιδέψουν και να το διώξουνε, ώστε να επιστρέψει ετούτο κάποια στιγμή και να τούς δώσει όλον τον χαμένο κόσμο τους μέσα σε ένα καυτό φιλί, πάνω στο τρεμάμενο κρύο χέρι. Να τους χαρίσει ατέλειωτη Καύλα, Ζωή αντρική και Αγάπη παντοτινή πριν την ταφή, μετά την τιμή και πέραν τής μνήμης.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016