Στις 13 Νοέμβρη 2016 πέθανε ο Ένζο Μαϊόρκα σε ηλικία 85 χρονών (Όχι, δεν έμοιαζε με τον γάλλο ηθοποιό Ζαν Ρενώ, που χαζά τον υποδύθηκε στην ανάρπαστη ταινία ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ και κόλλησε όλη η Ελλάδα με το παραμύθι των κρυστάλλινων αιγαιοπελαγίτικων νερών, γεμίσανε οι ξαπλώστρες από μυκητοφοβικές γκόμενες και χτίσαν οι ρεντρουμάδες πανωσηκώματα στα κοτέτσια...)
Ο Ένζο Μαϊόρκα – μαζί με τον άλλον Μέγιστο, το αντίπαλο «ταίρι» του τον μυθικό Ζακ Μαγιόλ – γεννήθηκε στις σικελικές Συρακούσες το 1931 κι εκεί πέθανε προ μηνών, έχοντας κατακτήσει πάμπολλα πρωταθλήματα ελεύθερης κατάδυσης, τόσο στα σταθερά (από 50μ. το 1961, στα 55μ. το 1979), όσο και στα μεταβλητά βάρη (από 45μ. το 1960, στα 101μ. το 1988)! Μικροκαμωμένος λεπτός και ηλιοψημένος, μ' εκείνα τα χαρακτηριστικά καταγάλανα μάτια, την λεπτή μύτη και τα κοφτερά χείλια ο Ένζο Μαϊόρκα έκλεισε μιαν ολόκληρη εποχή, μετά την αυτοκτονία και του Μαγιόλ τον Δεκέμβρη τού 2001. Μορφές ΜΟΝΑΔΙΚΕΣ και ΞΕΧΩΡΙΣΤΕΣ και οι δυό τους έθεσαν το δικό τους «ίχνος» και τεχνική, ιστορία και πάθη, κινδύνους και βάθη σε τούτο το «αγώνισμα» – και βάζω εισαγωγικά, γιατί τί πιο φυσικό απ' το να θες να βουτήξεις βαθιά; Μέσα στην θάλασσα απ' την οποία προέρχεσαι, να επιστρέψεις στο βαθμιαία μειούμενο φως αβαρής, σε τούτη την άγνωστη και πρόσχαρη, υδάτινη και ατέλειωτη Μήτρα να καταλήξεις;
Ξέρω για ποιό πράγμα σάς ομιλώ. Ξέρω διότι προ δεκαπέντε ετών απήντησα στο Κάλεσμα, και την Κλήση παρέλαβα – και αντί την Κλίμακα ν' ανεβώ – κατήλθα στην Αμοργό επί μία συγκλονιστική, αξέχαστη και ανεπανάληπτη δωδεκαετία. Ναι, ήταν είναι και θα 'ναι η ωραιότερη περίοδος τής δικής μου ζωής, γιατί περιείχε και την θέωση και την αποθέωση, και την αφαίμαξη και την κατάθλιψη, και την συγγραφή τού «τα τρία μι» και την επιτομή τής μέχρι τούδε ζωής μου. (Όπως σε κάθε κείμενό μου τόσο προσωπικό, έτσι κι εδώ δεν κατάφερα ν' αποστασιοποιηθώ, αντιλαμβάνομαι όμως πώς οι λίγοι μα εκλεκτοί και «δικοί» αναγνώστες μου, ΤΟΥΤΟ σ' εμέ προτιμάνε – happy to oblige λοιπόν, παίρνω μια βαθιά εισπνοή εγώ, καθίστε αναπαυτικά εσείς κι ας αφεθούμε μαζί στης θαλάσσης τα κάλλιστα βάθη.)
Ζούσα τα τέλη τής δεκαετίας τού '90. Βρισκόμουν σε τέλμα πικρό, η Ελλάδα δίπλα μου οργίαζε κι εγώ είχα καλογερέψει. Άπαντες βγάζανε φράγκα μ' ουρά, άπασες βγάζανε γκόμενους-χαϊμαλιά στην σειρά, άπαντες οι εκδότες βγάζαν βιβλία αέρα-μπανά – μόνον εγώ αισθανόμουνα «στην απέξω»! Το τρίτο βιβλίο μου «Ελένης νήσος» είχε εξαφανιστεί, οι δουλειές είχαν μαλακιστεί, οι γυναίκες είχανε τρελλαθεί και παρ' όλο το Aikido και το bokken που με κρατούσανε στην «γραμμή», ό,τι είχε μείνει απ' την «παλιά» μου ζωή απόλυτα ΔΕΝ υπήρχε. Αυτό που οι Ελληνάρες ανακαλύψαν πικρά δέκα χρόνια μετά, εγώ το 'χα στο πετσί μου επάνω σκληρά αισθανθεί ΤΟΤΕ, (γι' αυτό κλαίνε αυτοί σήμερα και εγώ μόνο γελάω!) Εκεί λοιπόν κι έτσι είχα παγιδευτεί... ώσπου ένα μαγιάτικο πρωί μπήκα στο καράβι και ξημέρωσα στην Αιγιάλη τής Αμοργού, για ολιγοήμερες διακοπούλες. (Κάθε χρόνο τότε, πήγαινα και σε ένα νησί, για δέκα μέρες αναψυχή και τυχαία εντελώς κατέβηκα εκεί πέρα.)
Κι όπως γύρισε το ΑΠΟΛΛΩΝ Express να δέσει μέσα στην χαραματιανή νύχτα, κατέβαινε η μυρωδιά τού θυμαριού απ' το απέναντι βουνό τού όρμου, ο αέρας έσταζε αλάτι απ' τα κύματα τού πελάγους κι εγώ έκατσα μια-δυό ώρες μόνος μου και ακίνητος στον έρημο νωτισμένο ντόκο απ' το σοκ. Και την μαγεία. «ΑΥΤΟΣ πρέπει να 'ναι Ο παράδεισος» η καρδιά μου φτερούγισε, «ΕΔΩ πρέπει να κείται Η μήτρα που με γέννησε» ψυχικά μίλησα και ξημέρωσα εκεί, δίπλα στο πρόχειρα παρκαρισμένο μου μηχανάκι. Ερωτοχτυπήθηκα, να το πω. Το 1999 πήγα τέσσερις φορές, το 2000 πήγα πέντε φορές και τον Μάη τού 2001 εγκαταστάθηκα για τα καλά στην Αιγιάλη. Τα έκλεισα άπαντα πίσω μου, το ΤRIUMPH Speed-Triple πούλησα κι αγόρασα το ZODIAC Grand Raid φουσκωτό μου, τα χρειαζούμενα βιβλία μου πακετάρισα, φόρτωσα στο ex-rallye FORD Escort τα δύο μου σερφ και σπρώχνοντας το BULTACO Sherpa άραξα εκεί – τέλος.
Ξυπνούσα στις πέντε, κοιμόμουνα στις εννιά. Διάβαζα δέκα ώρες την ημέρα, διαλογιζόμουν δύο ώρες την ημέρα, γυμναζόμουν μία ώρα την ημέρα και στα διαλείμματα χάϊδευα τον λόχο από γάτες που μάζεψα, μέχρι να σκοτεινιάσει. Άρχισα δειλά να βγαίνω με το Zodiac «βράχο-βράχο», καθώς η Αμοργός δυό κακόμοιρες παραλίες έχει όλες-κι-όλες, κι εκείνες είναι για τις ψόφιες διαφημισόπληκτες και τους βαλαντωμένους τουρίστες. Να σημειώσω πως «τα πολλά νερά» – καταπώς λέει ο φίλος μου αρχικελευστής τής ΜΥΚ Κώστας Μαντάς – «τα έχω» από πολλών ετών. Εκπαιδευτής δύο αστέρων εκπαιδευτών-αυτοδυτών τής ΕΟΥΔΑΑ ήδη απ' το 1978, όταν έφτασα στο νησί, ταχέως ξανάπιασα τα παλιά μου τα «ελεύθερης» βάθη. Αγκύρωνα το φουσκωτό σε κρύα-απάνεμα-κρεμαστά-γαλάζια νερά, ξεκουραζόμουν χαλάρωνα, έβαζα κάτι σκληρά-βάρβαρα-μεσομακρυά πέδιλα που είχα μόλις αγοράσει και ανέτως, είκοσι-καί χρόνια μετά πλησίασα το παλαιό μου ρεκόρ, βουτώντας στα -20 μέτρα. (Προσωπικό μου ρεκόρ, άπιαστο πλέον; Το 1978 στο Λεωνίδιο με κοντά UDT-Master πέδιλα, στα -28μ.!)
Έμεινα άφωνος. Ακόμη κι εγώ που είμαι πολύ καλός με τις λέξεις, δεν δύναμαι να περιγράψω τί είδα τί έζησα, τί αισθάνθηκα και τί μού 'χει μείνει. Τα νερά μού είχανε πάρει εντελώς τα μυαλά: περίμενα πότε θα κοπάσει το μελτέμι ώστε απόπλου να δω, τα εφτάρια διαδέχονταν καταιγιστικά τις ελάχιστες μπουνατσάρες, είχα κολυμπήσει όλη την «ναξιώτικη κόστα» τής Αμοργού, είχα κάνει κιόλας τον πρώτο μου ολοήμερο γύρο τού νησιού κι ετοιμαζόμουνα να ξανοιχτώ σε περιπέτειες νέες. Απέπλεα πήχτρα-σκοτάδι, έριχνα το «σίδερο» κάθε φορά σε καινούργια νερά και αμίλητος κολυμπούσα-βουτούσα εκεί με τις ώρες. Ένα παξιμάδι-μία ντομάτα-λίγο τυρί αλμυρό, μια μπανάνα-λίγες σταφίδες και πολύ εμφιαλωμένο νερό... δεν ήθελα τίποτε άλλο. Είχα μουλιάσει κυριολεκτικά, μα δεν χόρταινα το ότι απ' τα πυρακτωμένα τσιμέντα τής πόλης μου βρέθηκα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ και ξαναβαπτίστηκα στα αφρισμένα ύδατα τού νησιού «μου». Ζούσα συνέχεια μέσα στο φουσκωτό, το νοιαζόμουν το αγαπούσα, χαιρόμουν και απολάμβανα την στρατιωτική και σπαρτιάτικη πλεύση του – είχα εντελώς παθιαστεί, καθώς το 'ριχνα τον Απρίλιο και δεν το 'βγαζα εάν δεν έμπαινε γερά ο Νοέμβρης. (Πόση έγνοια και προσοχή, σέρβις συμμάζεμα, τακτοποίηση και ρυθμίσεις έχει μία μοτοσυκλέττα; Ε, μιά βάρκα μέσ' στο νερό έχει πενταπλάσιες πάντα. Χώρια το άγχος «ξέσυρε η άγκυρα» ή «τρίβονται τα μπαλόνια στον προβλήτα», «μήπως έβαλε νερά χτες με τον βοριά» ή «θα μου φτάσει το λάδι για να επιστρέψω»;) Ο καπετάνιος-σπιτονοικοκύρης μου με κορόϊδευε: «Άντε ρε Ντάνη» μού έλεγε, «έχεις τέτοια βάρκα κι ούτε ένα ψάρι δε μας φέρνεις» μού τόνιζε. «Καπετάνιε» τού απαντούσα «δεν κάνω ψαροντούφεκο, δεν μπορώ να βαρέσω ζωή» κι εκεί το 'κλεινα – δεν είναι να πιάνεις κουβέντα με συνταξιούχους που όλα τα μεταφράζουνε σε λεφτά, όλο πεντοχίλιαρα βλέπουν παντού και ας είχαν γυρίσει τον κόσμο ολόκληρο πενήντα φορές – μόνο μπουρδέλλα και λιμάνια θυμούνται. (Α ναι, και το μπαγιόκο που ακουμπούσαν στην σύζυγο, μόλις την βλέπαν και την γκαστρώνανε κάθε όσα χρονάκια.)
Μια τού κλέφτη-δυό τού ψεύτη, ακόμα δεν ξέρω πώς ψήθηκα! Πήρα μια αποφράδα μέρα ένα δανεικό και κοντό λαστιχοβόλο ρημάδι, είμαι έξω απ' το Λιμενάρι στα σκούρα γκρεμνά και σκάει μπροστά μου ένα γνωστό μου κι ανύποπτο μουγκρί και τού την μπουμπουνάω εξ επαφής σχεδόν, δίχως ν' αντιλαμβάνομαι καν τί κάνω. Είναι μαλακό το ψάρι, είχα και πεντάαινα φορεμένη στραβή – διαλύθηκε το δύστυχο κι εγώ μόνο που δεν ξέρασα απ' τα χυμένα άντερα, τα αίματα και τα λέπια. ΑΥΤΟ ήτανε, κόλλησα! Αγόρασα αμέσως το πρώτο μου όπλο, ένα Beuchat 90άρι απλό και μ' αυτό ψάρεψα την τροφή μου τα επόμενα δέκα χρόνια εκεί στο νησί. Επειδή «ζευγάρι» δεν διέθετα – συνβουτηχτή εννοώ, όχι γκομενούα η οποία αρριβάρησε αργότερα – είχα περιορίσει το σχοινί τής ανέμης μου στα -17μ. ώστε να έχω τις ανάσες μου για το υποβρύχιο κυνήγι ανέτως. Κι άρχισα να ψαρεύω συστηματικά, αυτοδίδακτα και προσεκτικά, αθλητικά και διαιτολογικά: έπαιρνα ΜΟΝΟ και ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ την τροφή μου και πάντοτε ψάρια πάνω από 1,5-2 κιλά, με εξαίρεση σαργούς και σκαράκια που βρίθουνε στις Κυκλάδες. Σιγά-σιγά στο ψαχτήρι ανακάλυπτα και τους ροφούς, τους κέφαλους και τα λαβράκια, τις στήρες τις πίγκες, είχα και το αλησμόνητο τυχερό μου με έναν τόννο θρεφτάρι-θηρίο που απ' το κοπάδι του ξέκοψε και σφεντονιάστηκε να με περιεργαστεί...
...απασχολημένος εγώ στα θαλάμια μέσα να ψάχνω και να κοιτάζω με τον φακό, μια μέρα γυρνάω γι' ανάδυση απ' τα κλασικά μου -17μ. και σαν να νιώθω μια δαιμονική παρουσία από δεξιά μου να επέρχεται. Στρέφω το βλέμμα και τυφλώνομαι από έναν ασημί-ατρακτοειδή τόννο να έρχεται με τούρμπο-σε μετάκαυση καταπάνω μου και λέω «ή μια μπουκιά θα με κάνει, ή αν δεν φορά εξαπίστονες Brembo, θα γίνουμε μια μπάλλα ανάμνησης και οι δυό»! Κι όμως φρενάρισε το πανέμορφο υδρόβιο κτήνος δίχως να μυρίσουν οι δίσκοι του, ανέκοψα κι εγώ την ανάδυση και μείναμε να κοιταζόμαστε στα μεσόνερα – εγώ μαγεμένος κι αυτός υποψιασμένος. Το όπλο μου είχε οριζοντιωθεί τυχαία καταπάνω του, επίσης τυχαία είχα περασμένα δυό πανίσχυρα λάστιχα και το μουλινέ μου άντεχε για πενήντα μέτρα. Δεν έκανα τίποτα, η παραμικρή σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό μου να κτυπήσω το παντοδύναμο και στο στοιχείο του θαυμαστό ζώο ετούτο. Κοιτούσα – έχοντας στην υποξία πια μπει – τις σπηντάτες κι ανήσυχες ματάρες του, παρατηρούσα την μυώδη και νικελωμένη πανοπλία του, μαγνητίστηκα απ' τα ευαίσθητα πτερύγια και τις κάθετες άκανθες, και κόλλησα με την σπαθάτης ημισελήνου ουρά του. Το τεράστιο και εξαίσιο αυτό ψάρι με περιτριγύριζε αργά και βασιλικά, εξεταστικά περιπαικτικά, με είχε σαγηνεύσει ειλικρινά και βαθιά, κι εγώ είχα παραλύσει να το θαυμάζω. Θα πνιγόμουνα όμως ο μάλαξ, εμβρόντητος. Εάν δεν ξυπνούσα επειγόντως και τότε, εάν δεν ξεκολλούσα αμέσως από εκεί, ο τόννος εκείνος θα με παράταγε εμένα μπλαβιασμένο και άπνου να βυθίζομαι χαλαρά, αφού θα επέστρεφε αδιάφορα στ' ανοιχτά τού πελάγους και στο δικό του κοπάδι.
Το 2003 αγόρασα ένα RIB μάλιστα, ένα 550 BOMBARD DB με ζουρλή MERCURY διχρονίλα 90άρα. Κι αποτρελλάθηκα. Έβγαινα απ' το αλιευτικό καταφύγιο τής Αιγιάλης, ανοιγόμουνα για Δονούσα (την οποία είχα κάνει «Κυψέλη-Παγκράτι») ή για Κέρο, για Άνυδρο ή για Κίναρος και στον αέρα στην θάλασσα, στα βράχια και τα θαλάμια, στους όρμους και τους υφαλισθμούς έμενε ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ και ένα κομμάτι μου σωματικό, ψυχικό, υπαρξιακό. Σεληνιάστηκα και βαπτίστηκα, ηλιοκάηκα κι αρμυρίστηκα, στέγνωσα κι αναστήθηκα – ΟΛΑ. Το μάτι μου και η έγνοια μου ήταν στο πέλαγος, το αυτί μου κολλημένο στο ραδιόφωνο στο «Δελτίο των Αγροτών» τής Τετάρτης (το μόνο ακριβές και σωστό), οι φόρμες μου δεν προλάβαιναν να στραγγίξουν. (Ενώ τα σπαθιά μου δεν βγαίνανε πια απ' τις θήκες τους, τα αθλητικά μου παπούτσια στο ράφι στενάζανε, τα βιβλία μου σκόνη πιάσανε κι απ' το μονόζυγο είχα κρεμάσει δυό γλάστρες.) Ο οπλισμός μου ταχέως αναβαθμίστηκε με ένα Beuchat 115 με διπλά-ξανά λάστιχα (για τα καρτέρια που άρχισα) και ένα αεροβόλο Medisten 70άρι (για τις τρύπες που πλέον χωνόμουνα) και στα πόδια μου καμπυλώνονταν δυό πανάκριβα carbon πέδιλα που με έφεραν ένα πιεσμένο-αγχωμένο απόγευμα στο τελευταίο «ελευθέρας» ρεκόρ μου: -25μ. Σε ΕΝΑ όμως υπήρξα ΠΑΝΤΟΤΕ σταθερός: ψάρευα ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗ ΜΑΣ και μόνο (εμού και της προαναφερθείσας σκορδομαμζέλ), κι όταν έβλεπα ότι ο καιρός «έκλεινε», έπαιρνα και δυο-τρία ψάρια παραπάνω να φάμε οι δύο εμείς, καλεσμένες και στο συμπόσιό μας οι δεκατέσσερις γάτες μας! (Κάνω και τον χειμώνα στην χιονισμένη Αθήνα ένα σχολείο άπνοιας με τον Roberto Calich και βελτιώνω την τεχνική μου ακόμη περισσότερο, όχι τόσο για το «κολλημένο» μου πια ψαροντούφεκο, όσο για την υδροβιότητα που λέει κι ο εξαίρετος και «πολυνήσιος» Γιάννης Βλάχος.)
Είμαι λοιπόν ένα απόγευμα νωρίς-φθινοπωρινό πίσω απ' την Κωλοφάνα στο φανάρι τού Κόρακα, επιστρέφω στο σκάφος χαλαρά με την βασική μου ψαριά κι απολαμβάνω το ξεκουραστικό ΟΥΚάδικο πλαγιοκόλυμπο... όταν μια ασημιά αστραπή στο μισό-μέτρο-βάθος μαστιγώνει το οπτικό νεύρο μου. Σταματάω ακαριαία, στρίβω προς τα κοντινά βράχια τής ακτής και κάτω από 'να ημιϋπαίθριο μονοπετράκι – νά σου τον ένας σαργός θρεμμένος και μεγαλοπρεπής να με κοιτά σκανδαλοπερίεργα! Πάω με το 90άρι που κρατούσα να τον πάρω, μα όχι μόνο το όπλο δεν βολεύει καθώς πουθενά δεν χωρά, αλλά και ο κύριος σαργός με εμπαίζει κρυπτόμενος και εμφανιζόμενος συνεχώς. Παλεύω κάνα δεκάλεπτο να τού την στήσω στους εβδομήντα πόντους νερό, τίποτα. Βγάζω ζώνη-βάρη-πέδιλα, πατάω επάνω στον βράχο και χώνω την μούρη μου στην μόνη φυσική του διέξοδο, και ο πονηρός ο σαργός με δουλεύει ψιλό-γαζί με το καπάτσο κρυφτούλι του. Συγχίστηκα, μα δεν τον άφησα. Κολυμπάω βολίδα μέχρι το σκάφος, αρπάζω βιαστικός το «κοντό» 70άρι μου και σπεύδω να τού την στήσω στην αυλή του μπροστά, μαρμαρωμένος. Επί μισή ώρα παίζαμε πάλι σαν τα παιδιά και μού 'χε βάλει τα νεύρα στο μπλέντερ κανονικά ο ανθρωπομπαίχτης ο Diplodus sargus: μια από δω-μια από κει, όταν άλλαζα εγώ θέση βολής, άλλαζε και αυτός θέση οπτικής, θα βραδυάζαμε εάν δεν λάβαινα άμεσα δραστικά μέτρα. Ακινητώ εγώ και το όπλο μου, στηρίζομαι κλειδωμένα στα βράχια να μη με κουνάει το αντιμάμαλο και για ένα επόμενο ατελείωτο τέταρτο διαλογίζομαι ως Κουνγκ Φου Μάστερ... σε ψαροντουφεκάς! Κάποια στιγμή το ψάρι έρχεται «πρόσωπο» στους τριάντα πόντους απ' την αιχμή, με κοιτάζει καθαρά-βαθιά-σταθερά κι εγώ μένω από ΤΗΝ ματιά, γιατί είναι σαν να μού λέει: «Καλά ρε μαλάκα, τόσην ώρα, κοτζάμ μαντράχαλος άνθρωπος έχεις έρθει και έχεις στηθεί, να μου πάρεις την ζωή; Καλά, πόσα καντάρια μαλάκας και τρόμπας πρέπει να είσαι, για να επιμένεις τόσο πολύ;» Εγώ δεν το πιάνω ούτε το μήνυμα ούτε το νόημα καθώς έχω κανονικά αφιονιστεί, χαλαρώνω και σταματώ ΚΑΙ την αναπνοή μου, και ΤΟΤΕ το ψάρι μεγαλοπρεπώς κι επιδεικτικά ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟ ΠΛΑΪ κι ΑΚΙΝΗΤΕΙ, δίνοντας μου απόλυτο και άνετο και εύκολο στόχο.
Πατώ αυτόματα-αντανακλαστικά-ασυνείδητα την σκανδάλη κι ο σαργός κατακεραυνώνεται, τραβάω την βέργα κοφτά, τον αρπάζω να μη μού βραχώσει και καθώς τον βγάζω απ' το ρηχό νερό, ακούω ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ... ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΡΟΓΧΟ. Μια εκπνοή σφιχτή-χαλαρή, ένα «πααα» τελειωτικό, ένα «φουααα» οριστικό – είναι ο Θάνατος που με υπάλληλο και ψαρά εμένα έχει ήδη προθερμάνει την σχάρα του, ώστε τον σαργό αλατισμένο να τον ξαπλώσει. Έπαθα σοκ. Το ψάρι ξεψύχησε ΕΜΦΑΝΩΣ, ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ και το ΑΚΟΥΣΑ κιόλας! Έπαθα αμόκ, γιατί ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ κατάλαβα ΤΊ είχα κάνει. Πετάχτηκα στην ακτή κρατώντας τον άπνου σαργό μέσα στα χέρια μου, αφαίρεσα προσεκτικά την βέργα και έχω ήδη αρχίσει και σπαράζω από πάνω του. Κυρίες και κύριοι, μόνο τότε τον εαυτό μου εσφράγισα για πρώτη φορά ως φονιά – ήτοι δολοφόνο κανονικά, εκτελεστή ενός πλάσματος που μού έδωσε όλες τις ευκαιρίες να το απαλλάξω απ' την παρουσία μου κι εγώ ο τρελλός το απάλλαξα από την ζωή του! Η τελευταία εκπνοή τού σαργού με ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕ όμως για το ΔΙΚΟ ΜΟΥ το ΤΕΛΟΣ, (ουδέν κακόν αμιγές καλού πάντα). «Έτσι ακριβώς θα πεθάνεις Ντανάκο μου» είπα στον εαυτό μου γευόμενος τα αλατισμένα δάκρυά μου όχι απ' τ' απογευματινά κύμματα, μα απ' την πίκρα τής επί κακώ κίνησής μου. «Έτσι ακριβώς θα σού βγει κι εσένα η τελευταία πνοή Ντάνη μου» κι ας μη φας ξερά μια ρουφιάνα tahitienne στα πλευρά, κι ας μη σε διαπεράσει φονικό βέλος στα ρηχά, κι ας μην είσαι σαργός στην ζωή σου. «Τώρα τον ξέρεις τον θάνατο Ντάνη μου, αφού μόλις τον κάρφωσες στον σαργό σου» συνέχιζα να λέω και να κλαίω ασταμάτητα, φιλώντας το άψυχο πλέον ψάρι αυτό κι αλείφοντάς το με τα δάκρυά μου, λούζοντάς το με την συγγνώμη μου και νιώθοντας χαμένος, φονιάς τελειωμένος.
Ήταν η τελευταία φορά που ψάρεψα. Από εκείνη την μέρα τα όπλα μου έπλυνα και καθάρισα, συντήρησα κι αποθήκευσα, τα βγάζω αραιά και πού και τα κοιτάζω, μνημόσυνο απευθύνοντας στην ψυχή τού σαργού μου εκείνου. Τον οποίο τελετουργικά έψησα, «άχρι κοκκάλου» έφαγα κι από εκείνη την μέρα ψάρι στο στόμα μου δεν έχω βάλει. Λίγο αργότερα αναχώρησα και από το νησί, το δικό μου ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ είχε ολοκληρωθεί, βρέθηκα έναν άγριο κι άξενο χειμώνα στην πτωχευμένη κι αλωμένη από στραβομούτσουνους πρόσφυγες Κυψέλη μου, βυθιζόμενος πλέον στα βαθιά και μαύρα νερά τού καινούργιου βιβλίου μου. Μια νέα δύσκολη και κλειστή εποχή άνοιγε, τα νέα «νερά» μπορεί να ήταν γνωστά μα τα «ρεύματα» είχανε πλέον αλλάξει, τα στενά τής Κυψέλης βρωμάγανε φούντα και κατρουλιά, το μπαρ Au Revoir ήταν ο μοναδικός φάρος που έστεκε κι άντεχε ακόμα κι εγώ είχα πάρα πολλή δουλειά να επαναφέρω την ζωή μου στα ίδια «παλιά», που ήταν πλέον απόλυτα ξένα σ' εμένα μ' εμένα. Πολλά μεσολάβησαν έκτοτε, αλλαγές βαθιές και μετακινήσεις ρηχές, σκέψεις μυριάδες και σιωπές βασανιστικές, την Ελλάδα πιά βάλαν οι Έλληνες σ' ένα τούννελ όχι μόνο δίχως φωτισμό, όχι μόνο δίχως μηχανοδηγό, μα έχουν ξηλώσει οι γύφτοι – οι Έλληνες ρε, όχι οι Ρομά – και τις ίδιες τις γραμμές τού σωτήριου τραίνου. (Δεν ζει πια κι ο αγαπημένος τους λαοπλάνος και αιμοδότης τους ο Αντρέας ο Παπανδρέου, να τον ανεβάσουνε στο μπαλκόνι και την κυβέρνηση και σταρχιδικά να τούς ξανατάξει «Τσοβόλα, δώσ' τα όλα»-τρομάρα του, τρομάρα κι αυτών που έχουνε τώρα μπροστά τους το δίδυμο Μέρκελ-Σόϊμπλε και τούς έχουν πετρώσει απ' την αφραγκιά τα σκατά. Που τούς έχουν φτάσει στον "αγανακτισμένο" λαιμό κιόλας.)
Είχα κι εγώ τα δικά μου. Στέγασα στο καινούργιο γραφείο μου το αρχείο μου, το κομπιούτερ και όλα τα χαρτιά μου, απόθεσα σ' ιδιαίτερο χώρο το χειρόγραφο τού «τα τρία μι» με τις ξέχωρες σημειώσεις μου και κάτω απ' την σκάλα είχα φέρει απ' το νησί – διπλωμένο στις τσάντες του – το τελευταίο μου σκάφος: ένα συμβατικό φουσκωτό BOMBARD C4 και δίπλα του όρθια στο σταντ της μια TOHATSU 30άρα δίχρονη ολοκαίνουργια που γυάλιζε απ' τα λάδια και γράσσα συντήρησης. Κι από πάνω τους, σε μια «ναυτική» εσοχή τού τοίχου υποβλητική είχα απλώσει-ξαπλώσει-αναπαύσει τα όπλα μου – τα σκονισμένα και άπραγα από ετών ψαροντούφεκα, τα μεγάλα μου πέδιλα και αυτά τα κοχύλια τα βούκινα που ώρες-ώρες κουρασμένος επάνω τους τα μάτια μου ακούμπαγα και στ' αυτιά μου έφτανε ο κατεβάτης απ' τον Σταυρό, του Γραμβονησιού το μπουμπουνητό, της Φωκιότρυπας το ερωτικό παρακάλι.
Και σήμερα που έμαθα τα νέα τού θανάτου τού Ένζο Μαϊόρκα, ανοίχτηκα στο Διαδίκτυο και διάβασα τις εξής λέξεις του σε μια παλιά του συνέντευξη, και ΓΙ' ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ έκατσα αμέσως και έγραψα το μακρύ κείμενο τούτο. (Θα καταλάβετε...)
«Όλα έγιναν ξαφνικά. Είχα βουτήξει στα ρηχά, όχι μακριά απ' το ακρωτήρι που 'μπαίνει' βαθιά μέσα στην ανοικτή θάλασσα του κόλπου των Συρακουσών. Εκείνο το πρωί έτυχε να καμακώσω ένα ροφό, ένα δυνατό και μαχητικό ροφό. Στον βυθό ένας τιτάνιος αγώνας ξέσπασε, μεταξύ εμού που ήθελα να του πάρω την ζωή και του ροφού που προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του. Ο ροφός πιάστηκε στο κενό ανάμεσα σε δυό βράχια, κι εγώ προσπαθώντας να καταλάβω τη θέση του, γλίστρησα το δεξί μου χέρι κάτω απ' την κοιλιά του ψαριού. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από τρόμο, τρελή από φόβο. Και μέσα απ' αυτό τον παλμό αίματος συνειδητοποίησα ότι σκότωνα ένα ζωντανό πλάσμα. Από τότε το ψαροντούφεκό μου κείται ως ένα απομεινάρι εγκαταλειμμένο, ένα αρχαιολογικό αντικείμενο, στο σκονισμένο υπόγειο του σπιτιού μου. Αυτό έγινε το 1967.»
Κι όταν απρόσμενα το διάβασα σήμερα αυτό, τον σαργό «μου» θυμήθηκα, πάλι έβαλα ξαφνικά και απρόσμενα τα απαρηγόρητα κλάμματα και ξανάρχισα τόσα χρόνια μετά να ζητάω συγγνώμη για τον ασυλλόγιστο θάνατο που έσπειρα, για τον τρομερό πόνο που μοίρασα τότε, για το αναίτιο τέλος που τυφλά σκόρπισα κάποτε. Πάντοτε γνώριζα ότι η χαρά τού ενός ΕΙΝΑΙ ο πόνος τού άλλου: μπορεί όταν πεθαίνει ένας γέροντας στο Καματερό, στο Μανχάτταν ένα παιδί να γεννιέται. Μπορεί όταν βράζουνε ζωντανό έναν σκύλο στην Κίνα για φαγητό, μια μικρούλα αντιλόπη να τριποδίζει χαριτωμένα πίσω απ' τα καλάμια στην Αφρική. Τόσα χρόνια που ψάρευα εγώ στην Αμοργό και έφερνα φαγητό στο τραπέζι μου και τις γάτες μου, όλο και κάποια οικογένεια ψαριών κάποιο «άτομο» δικό της λιγότερο μέτραγε, ασχέτως αν δεν είχε φωνή ή κραυγή το δύστυχο να με μαρτυρήσει. Κάθε φορά που στην Αθήνα επέστρεφα και φίλοι με άκουγαν να τούς διηγούμαι τα αθλητικά-αλιευτικά-καταδυτικά κατορθώματά μου, κάπου μέσα βαθιά μου μια αλλότρια φωνή σκέπαζα: την φωνή των διαπερασμένων θυμάτων μου, τον ύστατο σπασμό κάθε ροφού ή σαργού, κέφαλου ή σκαράκου, ακόμα κι εκείνου τού τεράστιου 17κιλου σαλαχιού που στο Σπαρτί είχα βγάλει, (και ΜΕΤΑ ανακάλυψα από κάτω του τα τρία παιδιά του!) Ξέρω ξέρω, η συζήτηση αυτή δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ: αυτά τα περί τροφικής αλυσίδας και «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» τα έλεγα ΚΑΙ εγώ... μέχρι την στιγμή που Η ΑΛΗΘΕΙΑ επεφάνη στα χέρια μου, μέσα απ' την τελευταία ανάσα τού σαργού μου εκείνου.
Κι όταν διάβασα πως ο Μεγάλος Μαϊόρκα έζησε το ίδιο μ' εμέ, έκανε το ίδιο μ' εμέ σαράντα χρόνια νωρίτερα – λυπήθηκα για τον θάνατό του, μα χάρηκα που κι εγώ στάθηκα τυχερός να μοιραστώ και να κοινωνήσω την ίδια εμπειρία με έναν Μέγιστο Δάσκαλο των νερών. Όχι έναν περιφανή γητευτή δελφινιών όπως ο Μαγιόλ, μα έναν εξ ίσου άξιο Δύτη των ενάλιων μυστικών, Μύστη εκείνων των δυνατών πλασμάτων των φωτεινών που ζούνε, μεγαλώνουνε και πεθαίνουν στα σκοτεινά κι απλησίαστα βάθη. Έζησα στο ευλογημένο-κεχαριτωμένο Αιγαίο το ωραιότερο-ευτυχέστερο κομμάτι τής ανθρώπινής μου ζωής, προσήλθα κι αφέθηκα, καταδύθηκα και έγινα ΕΝΑ με τα ύδατα τα άμωμα κι ιερά, και ξέρω τί λέω. Αυτό που δεν ξέρω όμως είναι αν ποτέ μου θα δω, αν θα σταθώ άξιος και κάποια στιγμή άχρονη μέσα στο Σύμπαν με τον σαργό μου συναντηθώ, ώστε την ζωή μου να τού προσφέρω. (Όπως κάποια άλλη στιγμή χαράματα παραπλέοντας το ακρωτήριο Ξώδοτο στην Αμοργό, με κατάμαυρα τα κρύα νερά από κάτω μου και κατάμαυρα τα παχνισμένα βουνά από πάνω μου, ψέλλισα: «Νυν απολλύεις τον δούλο σου Δέσποτα», «ΤΩΡΑ πάρε μου την ζωή Κύριε, δεν έχω άλλο-δεν θέλω άλλο να ζήσω εγώ. Αν θέλεις εσύ, ΤΩΡΑ πάρε μου την ζωή και δώσε την όπου, σε όποιον, σε ό,τι νομίζεις».)
Την ίδια προσευχή λέω καμμιά φορά και τώρα στον δικό μου διαλογισμό. Αραιά και πού, όταν στο zazen οι μνήμες αφρίζουνε και θεριεύουν οι σκέψεις, ο σαργός μου μού έρχεται στο μυαλό, με επισκέπτεται ήρεμα εν είδει βεγγέρας και τον καλωσορίζω αυτόν σταθερά, ΤΟΥΤΟΣ εστί ο δικός μου ο Δάσκαλος, που πήγε μάλιστα απ' το δικό μου τού μαλάκα Ιούδα το ανόητο χέρι. Ο σαργός μου κατέχει το «κλειδί» τής δικής μου ζωής και είναι ο μόνος στον οποίο η ζωή μου αποκλειστικά τού ανήκει. Όποτε Εκείνος θα πει, η δική μου ανάσα θα βγει, δεν έχει καμμιά σημασία με ποιό τρόπο. Όταν εκείνος διατάξει «ξίφους τελειωθείς» ή «τροχού συγκρουσθείς», ασθενείας καταβληθείς ή αυτοχειρίας αναχωρήσας – ΤΟΤΕ η αναπεπταμένη ψυχή μου μέσα απ' την εκπνοή, στα «πόδια» τού σαργού μου θα καταπέσει. Κι εκείνος θ' αποφασίσει – το ξέρω εγώ απόλυτα καθαρά – εκείνος θα πει πότε και πώς, σε ποιόν και γιατί θα ενσαρκωθώ, την επόμενή μου ζωή θα ενδυθώ και εύχομαι μόνο ένα: ένας σαργός κι εγώ να γενώ, σ' εκείνον τον βράχο να γεννηθώ, σ' εκείνο το θαλάμι στην Αμοργό να βραχώσω. Όσο ζήσω εγώ, όπως τελειώσω εγώ – το χρέος μου θα 'χω κάνει.
"Satsujin ken, katsujin ken" λένε οι πολεμοχαρείς και αδιάφοροι samurai. «Το σπαθί που αφαιρεί την ζωή, το σπαθί που δίνει ζωή» είναι περίπου η μετάφραση και σημαίνει σε απλά θαλασσινά-ελληνικά πως «Ό,τι έδωσες εσύ στην ζωή, θα πάρεις εσύ από την ζωή», τέλος. Δεν θέλω τίποτε άλλο εγώ πια: μου αρκεί που ο Μέγιστος Ένζο Μαϊόρκα την ημέρα τού θανάτου του, μού υπενθύμισε την ημέρα θανάτου τού δικού μου «κυρίου» ιχθύος. Μού αρκεί που εκείνος ο διάσημος και εγώ ο άσημος, ζωής-μάθημα κοινωνήσαμε εκ καρδίας ροφού και δια χειλέων σαργού αντιστοίχως. "And this is no small thing" έγραψε κάποτε ο Raymond Chandler και σε τούτο εγώ απόλυτα συμφωνώ: Αν έχεις ζήσει ό,τι έζησα εγώ για λίγο στην Αμοργό, τότε ισοβίως αθάνατος είσαι... μέχρι να σε πάρει τηλέφωνο ο «δικός σου» σαργός και να σού υπενθυμίσει το δικό σου το «χρέος». Και τότε, «σαν έτοιμος από καιρό» που έγραψε ο άλλος Μεγάλος ο Αλεξανδρινός, «αποχαιρέτα την» την ζωή σου «που φεύγει». Που δεν φεύγει αυτή, μα απλώς σπεύδει αλλού να ντυθεί, σε ένα άλλο νέο κορμί να ενσαρκωθεί κι από εκεί για να ζήσει. ΕΣΥ ξανά δηλαδή, ο ίδιος πάλι μα σε μια νέα μορφή, αν σταθείς τυχερός και γλιστρήσεις εκεί στα νερά στο Βιόκαστρο κοντά, στην Γραμβούσα ή στην Νικουριά, στις πλάκες στα Χάλαρα ή στου Μεταλλείου τα κρεμαστά – ας είναι καλά ο Ένζο Μαϊόρκα, δίπλα στον Ζακ Μαγιόλ πια.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017