Τον Δημήτρη Λιαντίνη τον είχα διαβάσει από ετών – τα «Ελληνικά» και την «Γκέμμα» του – και τώρα διαβάζω το βιβλίο τού Αλικάκου για αχώνευτο digestivο. Δεν μού είχε αρέσει η γλώσσα του – εκείνο το κράμα Καζαντζάκη και Βάρναλη – ήτοι μια λαϊκότροπη και δημοτικογενής έκφραση, μισή σφυροκνίτικη και μισή μακρυγιάννεια λεξιλάγνα. Θεωρητικός και καθηγητής (για τούτο, αργότερα) μπούνια κατηρτησμένος, όμως με επιλεκτική και στενή «συνοριοδότηση» (να κάνω και γω τον λεξιμπλάστη) που αυτομαντρώθηκε στους «ασφαλείς» του Καβάφη-Σολωμό και στα «φίλια» γερμανικά του τακίμια: Ρίλκε και Νίτσε.
Ένας άνθρωπος πνευματικός μεν, μα πικρογραικά κολλημένος στο χωριουδάκι του, στα ελληνικούλια του, στη μανούλα του – τί να τού πεις τώρα; Που όλη κι όλη μια Γερμανία γνώρισε, κι εκεί έτρεχε στο γκασταρμπάϊτερ-δωματιάκι του να χωθεί, να διαβάσει και να γλυτώσει. (Άσ' τα ρε Ντανάκο και άσ' τονα, κακώς-εντελώς και που κάθεσαι ΣΗΜΕΡΑ και ΑΥΤΑ γράφεις.) Από πού να το/τον/τα πιάσω; Απ' τον φόβο του τής Αμερικής ή απ' το ότι «έτρωγε, εκεί που 'βριζε»; Δεν μ' ενδιαφέρει λοιπόν να «τσακωθώ» – κυρίως με έναν υπερήφανο και γενναίο νεκρό – σε ΕΝΑ σημείο θα σταθώ εγώ όμως:
«Έζησα έρημος κι ισχυρός» ο δάσκαλος έγραψε και εδώ απαντώ από αριστοφανικά έως σοφόκλεια, «σρι ρατζνίστικα» (που δεν είπε ο Osho) έως «τραμβαγιερίστικα» (που λέει ο Ζήκος): Φέξε μας ρε προφέσσορα, έτσι κι εγώ ξέρω... χαχαχα. Ναι σπαρτιατάκο μου, έζησες όπως μάς λες: ερημούλης και ισχυρούλης, στο μυαλουδάκι σου όμως! Ναι μωρέ: με ένα αιδοίο (Λίτσα λέγε την) και δεκάδες γυναίκες (χαύνες και γκομενούες), εκατοντάδες βιβλία (χάρτινα) και λέξεις χιλιάδες (μολυβιού μαζοχιστικού), εκατομμύρια σκέψεις (ισχυροτάτου μυαλού) και έναν-ναι θάνατο απαράμιλλο (το ΜΟΝΟ σου έργο).
Make no mistake about me, άντρες μου: ο Λιαντίνης για με ήταν σαν τον Γιουκίο Μισίμα! (Αν βρω ξανά-ποτέ διάθεση για βαθεία κι αναλυτική περιγραφή, θα κάτσω να συγγράψω τις ομοιότητές τους.) Μια ολόκληρη ζωή «λάθος» ζήσανε και την «διορθώσαν» αυτήν, με τον θάνατό Τους – έτσι εγώ λέω. Απ' την στιγμή που αντιλήφθηκα ότι η ομιλία είναι ακινησία και η γραφή είναι τσιμέντωμα, από το δευτερόλεπτο που κατάλαβα ότι απάδει ανδρός – ανδρείου κι αληθινού – το μολύβι και το πληκτρολόγιο (αντί για μαγκούρα προσκυνητή και ντουφέκι πολεμιστή), τότε περιορίζομαι τούτα δω τα μισά και ελάχιστα να ξεπετάξω να στάξω.
Λαμπρό μυαλό ο Λιαντίνης μα αιχμάλωτο, παραδομένο στην πάρτη τής κραταιής σκέψης του και στων άλλων τον έξυπνο και υπόγειο χειρισμό του. «Σχιζόθυμος» όπως πολύ σωστά ο καθηγητής Μαρκαντώνης τον αποκάλεσε και μαζοχιστάρα-εγωϊστής, έλαβε ΚΑΙ τα «καλά» τής πανεπιστημιακής έδρας (δωρίζοντας πνεύμα-ψυχή στους λίγους φοιτητές που κρεμαστήκανε απ' το ροδάνι-στόμα του και απ' την ξεχωριστή διάνοιά του) και απόλαυσε ΚΑΙ τα «καλά» τής ξεχωριστότητάς του (καλά μαντρωμένης στον αυτοαναφορικό και κάπου ευνόητα-παραληρηματικό κώδικά του).
Αλλού «σκάλωσα» γω: στο πικρόγλυκο και καυλοαγάμητο «τριγωνάκι» Ελλαδίτσα-χωριουδάκι-μανούλα. Ναι μεν χριστιανοσύζυγος, αλλά ο «γυναικάς» Λιαντίνης έβαλε όρο στην ΙΔΙΑΝ-ΑΥΤΟΥ σύζυγο, να μην κοιμηθούνε ΠΟΤΕ «αγκαλίτσα-μαζούλια». (Και ΜΟΝΟ γι' αυτό, το «λάτρης θηλυκού» για τα μπάζα το έχω.) Ναι μεν μπαμπακοπατήρ, αλλά ο «σερνικός» Λιαντίνης ρώταγε την έφηβη κόρη του – την οποία έκαψε οριστικώς-εντελώς βαφτίζοντάς την... Διοτίμα! – «Φουσκώσανε τα βυζάκια σου;»! (Και ΜΟΝΟ γι' αυτό, τον ενέταξα στην «κατηγορία Χρυσόστομου» και μόνον οι τετρακόσιοι σαράντα που έχουν διαβάσει «τα τρία μι» θα με/το καταλάβουν.)
Σύμπαντες οι Γραικοί ενθουσιάζονται κι αυνανίζονται με ΑΥΤΟΝ ΑΚΡΙΒΩΣ, που έτη φωτός απ' αυτούς έχει κι απέχει. Όσο πιο γκαγκάν είναι το άτομο, τόσο πιο μαλάκες οι οπαδοί – το ότι εδώ «μπαίνει και παίζει» δυνατά το συναίσθημα, δεν έχει καμμιά σημασία. Προσοχή: άλλο ο Λιαντίνης ως «πνευμάτου» αγωνιστής και άάάλο ο Λιαντίνης ως μουτζαχιντήν-πάρτη του και δη ιδεολογήματος ομιχλώδους προχωρημένου.
Για να μη λέω πολλά (που πάμπολλα δυστυχώς να πω έχω), γι' ΑΥΤΟ Μισίμα (το 1970) και Λιαντίνης (το 1998) έκοψαν οι ίδιοι το «νήμα» ιδίας ζωής: επειδή είχανε ακριβώς μπερδευτεί με ετούτο προς το τέλος του/τους. Όντες και οι δυό «ναρκισόνια τρελά», ο πρώτος δεν άντεξε να μπει στον τεκνοπαράδεισο – ως ομοφυλόφιλος κρυφός κι επιτυχημένος – γερασμένος πουρός και ο δεύτερος – αφού πάντρεψε την κορούλα του ως συντηρητικούλης μπαμπούλης – έφτασε στο τέλος τού βίου του, που λέξεις και νοήματα υπόλοιπα δεν σήκωνε άλλα.
Θα το πω: εάν κάάάποια στιγμή αντιληφθείς ότι ΔΕΝ έζησες την ΔΙΚΗ ΣΟΥ ζωή, αλλά με πνευματικά δάνεια και ιδεολογικά ξυλοπόδαρα ΑΛΛΩΝ εσύ διαβιούσες και περπατούσες, τότε – επειδή διαθέτεις πραγματικά αρχίδια αληθινά – αυτοκτονείς, αδιαφόρως τού τρόπου. Μια «Μενεγάκη» τής Λογοτεχνίας ήταν ο «ήρωάς» μου Μισίμα. Ένας «Καρυωτάκης» τού Πανεπιστήμιου ήταν ο «καλός» μου Λιαντίνης. Και ΜΟΝΟΝ ότι ο πρώτος γονάτισε, ουρανία-συμπαντική κραυγή εξέβαλε, βύθισε το tantō στην κοιλιά του και ξαντεριάστηκε, μπήκε στο Πάνθεον απολύτως. («All the rest is the mess that he left behind» που κλασικά έχει πει η Diane Venora στο ΗΕΑΤ.) Και μόνον ότι ο δεύτερος χώθηκε στην σπηλίτσα του, ντάνιασε τις πέτρες οπίσω του και αντίκρυσε τον Χάρο μισοναρκωμένος απ' τα hypnosedon του, μπήκε στο Ηλύσιο Πεδίο πανηγυρικώς. (Και όλα τα ρέστα είναι μια Λίτσα προδομένη λωλή, που σάλταρε μόλις τής έσπασε τούτος αυθάδικα και παρτάκικα το προγαμιαίο συμβόλαιό τους.)
Τέτοιες προσωπικότητες κι άνθρωποι, τέτοιες ψυχές και μυαλά είναι σύνθετα, προχωρημένα, ακατάληπτα. Όταν μάλιστα γίνονται ΚΑΙ γνωστοί, διάσημοι – για πλείονες και διαφορετικούς, όσο και άγνωστους λόγους – τότε το τέλος δεν είναι ευχάριστο, η δική τους πορεία βασανιστική, όσο βέβαια «παρενδυματική» την κρατάνε. Δηλαδή, να 'σαι παντρεμμένος με μια Λίτσα ρε κι απ' την άλλη να καμακώνεις πνευματικά – για τις «ημιδιαμονές» του δεν βάζω καν το μαντηλάκι μου στην φωτιά – φοιτητριούλες απ' την επαρχία. Να είσαι παντρεμμενάκος με το «μουτζό προξενιό» ρε που ο Καβαμπάτα σού έσιαξε κι απ' την άλλη να παίρνεσαι στα gay-bars τού Τόκυο τού Εξήντα.
Είπε πάμπολλα ο Λιαντίνης και πολλά έγραψε, ξεχωριστά τολμηρά, μα περιχαρακωμένα κι αλυσοδεμένα. Όσο το μυαλό του προχώραγε, τόσο περισσότερο δέσμιος γινόταν αυτός, από κείνο. (Άμα σού λείπει – θα υπογράψω ο «πανάσχετος» εγώ – το κορμί και το γκάζι, οι μυς και ο ίδρως ο σωματικός, τής ύλης το σίδερο και ο κάματος ο αισθησιακός, τόσο «μυαλοπνίχτης» θα καταντάς να τσακώνεσαι με τις λέξεις και τις ιδέες, καπνίζοντας σαν τον Σαρτρ αραχτός στον γαλλικό καφενέ ή βροντοφωνώντας και παντάπασι κατακεραυνώνοντας σαν τον Ρένο Αποστολίδη. (ΚΑΙ οι δυό, Μορφές τής Διανόησης και των Γραμμάτων.)
Να το κλείνω, γιατί έχω προπόνηση πρωϊνή: ο Λιαντίνης «σχιζοειδής» ήτανε, μα είχε διαλέξει από πολλού. Μυαλό και μιλιά, γνώση και πάρλα, πάθος θεωρητικό και συναίσθημα άπιαστο – μα η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ζωούλα άλλα μάς κελαηδά. Το γεγονός ότι την πήρε και την έκλεισε ΕΤΣΙ, δεν αλλάζει την αμετακίνητη μαρτυρία-κραυγή τού κάρμα του: ό,τι κι αν εν ζωή είπες, ό,τι κι αν στον θάνατό σου εσύ έκανες, είναι οι – 56 ετών – πράξεις σου που σε ξεδιαλύουν, ξεφωνίζουν, εξαϋλώνουν.
Την γυναίκα που παντρεύτηκες ΕΣΥ, την έκανες συ ΑΛΗΘΩΣ κι ΕΝΤΕΛΩΣ ευτυχισμένη; (Το γεγονός ότι τρελά χειριστική και αυτή ήτανε, δε μού λέει εμέ τίποτα, νάδα.) Τον άντρα που υπήρξες ΕΣΥ, τον έκανες συ ΑΛΗΘΩΣ κι ΕΝΤΕΛΩΣ ευτυχισμένο; (Το γεγονός ότι εμμονικά χειριστικός και εσύ ήσουνα, δε μού λέει εμέ κάτι, άλλο.) Όχι με το μυαλό και το μολυβάκι σου Νικολακάκο (έτσι κι εγώ ξέρω και δισεκατομμύρια άλλοι δεν ξέρουνε), αλλά με την κορμάρα σου και την σύγκρουσή σου. Όχι «έρημος» (κι από πίσω η «στέρφα» ευνή σου κι οι «ποτισμένες» μουνίτσες σου) και «ισχυρός» (κι από μπροστά, νά τα Πανεπιστήμια και τα Μαράσλεια, νά τα διάφορα ΠΕΚ και η Σχολή Αξιωματικών τής Αστυνομίας!)
Κλείνω. ΕΤΣΙ είναι η Ζωή: ΚΑΙ τούτο ΚΙ εκείνο. ΚΑΙ ταγιέρ ΚΑΙ ρόμπα, ΚΑΙ κότα ΚΑΙ τιτάνας. ΚΑΙ σερνικός πολεμιστής πνεύματος ΚΑΙ γυναικολάτρης θηλυκοσφάχτης – εν ολίγοις κοινωνικά ερμαφρόδιτος, μία αρσενικό και δέκα θηλυκό προσωπικά, ταυτοχρόνως. Όσον αφορά σε τούτο το τελευταίο – για μένα – η Νικολίτσα Γεωργοπούλου ήταν ο «άντρας» στην σχέση τους κι ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν ο εντελώς θηλυκός, το πονηρό «γυναικάκι», (που όμως άπαντα στο τέλος τουμπάρισε, «for her eyes and his mind only».)
Καλά να 'ναι λοιπόν, όπου είναι.
Καθώς/γιατί το τέλος είναι που ζυγίζει το βάρος σου, επειδή η αρχή σού κλείνει τα μάτια αν δεν κάνεις πράξη εσύ το μυαλό και ιδέα συνάμα το σώμα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022