Με την θάλασσα ασχολήθηκα από πολύ μικρός, με τα σκάφη μεγαλύτερος κάπως. Το πρώτο μου φουσκωτό ήταν ένα ZODIAC Grand Raid 4,20μ. τού 1981 και είκοσι χρόνια μετά ξαναγόρασα – καινούργιο αυτήν την φορά – ένα ίδιο. Με αυτό κατέφθασα στο νησί, «ανέβηκα» μετά σε μέτρα μ' ένα RIB Bombard DB 550 και έκλεισε η «ιδιόκτητη σκαφάτη» καρριέρα μου με ένα συμβατικό-πάλι Bombard C4 στα 4,30μ. Δώδεκα χρόνια στην Αμοργό τα νερά μού πήραν κυριολεκτικά τα μυαλά, έριχνα τα εκάστοτε σκάφη μου τον φουρτουνιασμένον Απρίλιο και δεν τα έβγαζα αν δεν έμπαινε ο μανιασμένος Νοέμβρης.
Σκοπός τής εισαγωγής μου δεν είναι τα ναυτικά-προσωπικά μου, αλλά να τονίσω πως - αν εξαιρέσω ένα Correct-Craft που έζησα καθημερινά ένα ολόκληρο καλοκαίρι τού 1983 για σκι στον Σαρωνικό - δεν είχα ιδέα από πολυεστερικά, και ταχύπλοα μάλιστα. Την πρώτη φορά όμως που τα μάτια μου αντίκρυσαν στο Καλαμάκι ένα Hannibal την δεκαετία τού '70 – εκεί έμειναν, εκεί κόλλησαν κι έκτοτε δεν λένε να το ξεχάσουν. Γιατί στον αμφιβληστροειδή μου ΑΠΟ ΤΟΤΕ χαράχτηκε ΕΝΑ ΣΚΑΦΟΣ και ΜΙΑ ΚΟΨΙΑ, απ' την πρώτη στιγμή που το είδα. Ήταν το σχήμα του; Ήταν το «στήσιμό» του στην θάλασσα ή οι ικανότητές του να στρίβει «με όσα»; Ήταν οι αμέτρητες νίκες του ή η αξεπέραστη ποιότητά του; Ήταν η «αδιάφορη» πλεύση του ή ο μύθος που τύλιγε τον Αννίβα Αρτέμη;
Όπως συμβαίνει λοιπόν σε όλα τα πράγματα στην ζωή, πίσω τους βρίσκεται πάντα ο Άνθρωπος, ένας άνθρωπος απολύτως Μοναδικός – όπως κάθε άνθρωπος φυσικά είναι – μόνο που πίσω απ' τα HANNIBAL βρίσκεται ο κύριος Αννίβας ΑΡΤΕΜΗΣ. (Ίσως να χαμογελά εκείνος αν διαβάζει τούτο το «κύριος», εγώ όμως βάζω το επίθετό του με κεφαλαία γράμματα ώστε να ξεμπερδέψω τον κόσμο απ' την παρεξήγηση μεταξύ ονόματος κι επιθέτου.) Και επιμένω στο «κύριος», γιατί πέρα απ' όσα η αιώνια μίζερη ελληνική πιάτσα ψοφά να τού ψευδοπουστοκαταμαρτυρεί, ο καθείς κρίνεται ΟΛΙΚΑ-ΤΕΛΙΚΑ από την δουλειά του και μόνο. Κι απ' το πόσο οι λίγοι επιμένουν να τον θαυμάζουνε και να τον αγαπούν. Αλλά ας τα πάρω με την σειρά που εγώ νιώθω καλύτερη, να διηγηθώ τούτη την δική μου-δική του ιστορία...
Ήθελα από χρόνια να γράψω ένα «Πορτραίτο» για τον συγκεκριμένο κατασκευαστή των φημισμένων και ξεχωριστών τούτων σκαφών. Κι έτσι μια μέρα βρήκα το τηλέφωνο τού κ. Αρτέμη (Δαρδέζα, ΕΡΜΙΟΝΗ 21051, τηλ: 2754032159) – μέσω του κ. Ιωσήφ Παπαδόπουλου, που τον ευχαριστώ για αυτό – και ένα φθινοπωρινό πρωινό τού 2011 πήρα την μοτοσυκλέττα μου και πήγα να τον συναντήσω. (Έτσι στα ξαφνικά, δυό απόλυτα άγνωστοι άνθρωποι να συναντηθούν με μόνο συνδετικό κρίκο, τα εκπληκτικά σκάφη Hannibal.)
Ο Άνθρωπος
Ο Αννίβας Αρτέμης γεννήθηκε τον Νοέμβρη τού 1934, ζωή να 'χει και να 'ναι πάντοτε δημιουργικός, θαλερός κι ασταμάτητος, (μόνο το τσιγάρο λιγάκι να ελαττώσει). Είχαμε ένα χαλαρό ραντεβού εκείνο το πρωινό «κατά τις δέκα έλα αν θες, για καφέ» μού 'πε κι εγώ από τις εννιά τριγυρνούσα στην περιοχή μέχρι να εντοπίσω το ναυπηγείο με τα εμφανή μπετά, τα σπαρμένα παλιά καλούπια τριγύρω του και τον ίδιο να με υποδέχεται χαλαρά και μ' ένα επιφυλακτικό βλέμμα στα μάτια. Τί είδα εγώ; Είδα έναν «ηλικιωμένο» ακμαιότατο και νεανικότατα παθιασμένο, έναν «δοσμένο» στην Τέχνη του και ομιλητή ακατάβλητο όσον αφορά στις πατέντες του, για τα σχέδια και τις τεχνικές του, για τα δημιουργήματά του κι όχι μόνον αυτά που 'χει μέχρι σήμερα κατασκευάσει, αλλά και για εκείνα που έχει στα σκαριά, στο μυαλό και τα όνειρά του ακόμα.
Ο πατέρας του λεγόταν Ευάγγελος, ήταν μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος και είχε ένα εργοστάσιο στο Λευκαντί Ευβοίας, όπου παρήγαγε ένα ειδικό τσιμέντο που δεν το διαπερνούσε το νερό. (Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω πουθενά στο κείμενό μου άλλα θαυμαστικά, γιατί αλλιώς από σημεία στίξης, μόνο τέτοια θα καταντούσε να είχε!) Πολύ απλά και καθόλου απλοϊκά, έστρωνε ένα φιλμ ενός χιλιοστού οξειδίου τού μαγγανίου επάνω του και ακόμη κι αν τού έριχνες νερό με μεγάλη πίεση, δεν το διαπερνούσε εκείνο. Ο παππούς του ήταν ξυλογλύπτης και ο προπάππους του οπλουργός – το έχει το σόϊ το μεράκι και σαράκι τής Δημιουργίας, της Χειροτεχνίας και της Εφεύρεσης. Μητέρα του ήταν η Σλοβένα Αγγελική Φέργιαν και η καταγωγής τής φαμίλιας του ήταν από τα Πράμαντα Θεσπρωτίας, (χωριό τού ποιητή Μιχάλη Γκανά).
«Τέλειωσα μόνο το Γυμνάσιο, μα μελέτησα πολύ Μαθηματικά, Φυσική» μού λέει όρθιος από ώρα και με το τσιγάρο πριτσινωμένο στο δάχτυλο. «Άνοιξα το πρώτο μου εργαστήριο στην οδό Πρίγκιπος Πέτρου στη Γλυφάδα, απ' το 1965 έως το 1982. Μετά μεταφέρθηκα στο Κορωπί, απ' το 1982 έως το 1993 κι από τότε ήρθα στην Ερμιόνη, ως σήμερα. Από το 1969 έχω κατασκευάσει 400 σκάφη περίπου: ξεκίνησα με ένα 3,20, μετά ένα 3,85 ή τετράμετρο, μετά κατέβασα στους αγώνες το 4,55, το 1975 έφτιαξα το 7,15, το 1980 το εννιάμετρο, το 1994 το οκτάμετρο και το δεκάμετρο το 2002. Α, είχα φτιάξει και ένα δεκατριάμετρο το 1970, το είχαμε ρίξει στο Έδεμ, ήτανε εκεί ο Στόλος κι είχανε βγει και το χαζεύαν με γουρλωμένα μάτια οι Αμερικανοί, λες κι είχε κατεβάσει τα πλωτά του ο πλανήτης Άρης.»
Τον άκουγα προσεκτικά κι όλο μού θύμιζε τον Μάστορά μου στις μοτοσυκλέττες, τον αξέχαστο Ευριπίδη Αλεξανδρόπουλο. Πρώτο κοινό τους γνώρισμα; Το καταραμένο τσιγάρο. Δεύτερο κοινό γνώρισμα; Μπορούσαν να μιλάνε κι οι δυό ακούραστα επί ώρες κι εσύ να μην βαριέσαι ποτέ, η μια ιστορία την άλλη ευχάριστα να διαδέχεται, η μία πατέντα να πέφτει «καπάκι» στην άλλη – ορίστε ξαφνικά κάτω απ' τα μάτια σου ένα σχέδιο ή ένα αγωνιστικό κύπελλο κι οι δεκαετίες να παρελαύνουν ολοζώντανες και ακμαίες μπροστά σου. Από ένα σημείο και μετά αντιλαμβάνεσαι – και απόλυτα συμφωνείς με αυτό – ότι ο συνομιλητής σου έχει γίνει ΕΝΑΣ ομιλητής μονοπρόσωπος, εσύ έχεις μεταβληθεί σε πρόθυμο δέκτη και σιωπηλό ακροατή μα δεν σε ενοχλεί διόλου αυτό, αντίθετα σε χαροποιεί ιδιαιτέρως αν αφεθείς, αν δώσεις χώρο και χρόνο στον Αληθινό και Ταπεινό Δημιουργό τον κόσμο του να σού αναπτύξει. Και να σε εγκαταστήσει για λίγο σ' αυτόν, να σε ταξιδέψει μαγεμένον εκεί και τελικά να σε δια-μορφώσει. (Το ανατασιακό τής αναψυχής δεν το βάζω διόλου στην λίστα.)
Ναυπηγικά σημεία. (Ο Αννίβας κεντάει)
Η περιστροφή τής γάστρας για την πλαστικοποίησή της γίνεται «όπως ψήνουμε εμείς στην Ελλάδα το αρνί». Με ένα ιδιοφυές όσο κι απλό αξονικό σύστημα με γρύλους, το οποίο πρέπει κανείς να δει και να μελετήσει στην ευφυή απλότητά του για να καταλάβει το μεγαλείο τής βασικής στοιχειώδους σκέψης και υπέροχης πρακτικής εκτέλεσης. «Η αρχή του σκάφους είναι μία: οι αναλογίες του. Ή σε μικρό μέγεθος ή σε μεγάλο, οι αναλογίες είναι πάντα οι ίδιες: τα δικά μου σκάφη δεν έχουν λόγο 2:1, αλλά 2¼ μήκος προς 1 φάρδος. Όλα τα άλλα είναι ίδια, το δικό μου είναι διαφορετικό» ξεκινά ο Αννίβας και μιλώντας με περιφέρει στο εργαστήριο, αλλού να σηκώνει ένα κόντρα-πλακέ κι αλλού για να ψάξει ένα σχέδιο επί χάρτου. (Είναι χαρακτηριστική η αταξία των Δημιουργών: τα πάντα μέσα στα γραφεία/εργαστήρια/συνεργεία/ναυπηγεία τους είναι ανάκατα/χύμα/τουρλού, το μάτι αγριεύει απ' την ακαταστασία μα ο Τεχνίτης με την πρώτη αυτό που ψάχνει θα βρει, λες και το καλεί εσωτερικά, το διατάζει να επιφανεί κάτω απ' την σκόνη, μόνο του-πάρτη του να παρουσιαστεί και να ψελλίσει ως άλλο τζίνι τού Αλλαντίν, «με φωνάξατε Μάστερ;»
«Η πλεύση ενός σκάφους είναι μια πολυσύνθετη λειτουργία, αφού είναι υπόθεση ΚΑΙ υδροδυναμικής, ΚΑΙ αεροδυναμικής. Πρέπει όχι μόνο να εκμεταλλεύεσαι τις ιδιότητες του νερού, αλλά και τις ιδιοτροπίες του αέρα. Οπότε το σκάφος πρέπει να διαθέτει ένα σχήμα που να αρμόζει και στα δύο στοιχεία» τονίζει και φρενάρεις εσύ πώς τόσοι και τόσοι ΔΕΝ το έχουν σκεφτεί. (Μα κι εκείνοι που το έχουν σκεφτεί, έχουν βαλθεί να διώξουνε τεχνηέντως και γρήγορα τον αέρα κάτω απ' τις γάστρες τους ή όσοι το έχουν πάει παραπέρα και τον έχουν χρησιμοποιήσει, ουδείς έχει φέρει καν παραπλήσια αποτελέσματα με τα Hannibal.)
«Στα φουσκωτά, εξασφάλισαν μεν την πλευστότητα και το αβύθιστο, όμως δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα λοιπά 'προβλήματά' του που προκύπτουν απ' τα μπαλόνια του, καθώς παγιδεύουνε τούτα αέρα» κι εγώ έχοντας παλέψει επί-χρόνια-σειρά με τα εφτάρια τού Ικάριου, δεν ξεκόλλαγε η κουβέντα του τούτη από το μυαλό μου. Καλό το μπαλλόνι να «ακουμπάς» πάνω του (όχι για ηλιοθεραπεία), μα το πικρό σ' αυτήν την ρημάδα ζωή είναι ΠΑΝΤΟΤΕ αγκαλιά και με το «κακό» του. Όπου «κακό» είναι το κόψιμο που σού κάνει το μπαλλόνι στην στροφή, οι κραδασμοί που στο κύτος σού μεταφέρει, η αγωνία μήπως τρυπήσει ή ξεκολλήσει κλπ. – βάλτε εσείς τις δικές σας φοβίες κι εγώ ασμένως θα συμφωνήσω.
«Το εκτόπισμα που χάνεται, όταν στρίβει-γέρνει το σκάφος, μεταφράζεται σε φορτίο στην κλίση» είπε ο Α.Α. κι εγώ ναυπηγός δεν είμαι να σχολιάσω, πόσω μάλλον να κρίνω. Μα ούτε και φανφαρόνος πλαστικατζής, ούτε καν αντιγραφέας τής πασίγνωστης εγγλέζικης στρατιωτικής γάστρας – λέγε το ασύστολα και με καμάρι τιμής βρε συμπλεγματικέ Έλληνα, Avon Sea-Rider ο μοναδικός πρωτοπόρος αυτός λέγεται, που έστησε-στήριξε-τάϊσε τόσα «μαγαζά» με το καπάτσο-μαγγιώρικο κόψε-ράψε των ημεδαπών χειροτεχνών. Και συνεχίζει: «Άλλο τριβή (που εξαρτάται από την επιφάνεια των βρεχάμενων) και άλλο αντίσταση (βάσει εκτοπίσματος)» κι εγώ θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου το ταχύτερο και τις κουβέντες του να μελετήσω.
«Αν βάζεις αφρό πολυουρεθάνης στο κύτος για να μη βουλιάξει, δε θα βουλιάξει αυτό, αλλά θα τουμπάρει. Και θα μείνει με το κύτος να κοιτάει τον ουρανό» – οπότε μια και πιάσαμε τα τεχνικά, η κατάσταση είναι lose-and-lose απολύτως. Πάει ο «εξημερωμένος» (δικός μου ο νεολογισμός) πελάτης στο «ναυπηγείο», τού δείχνει ο άρχων τής αυτοπιστοποίησης τα ξεχειλισμένα στην πολυουρεθάνη αμπάρια και σφραγίζει «ου δύστυχους» (που λέει ο Ζήκος) πως μπορεί να πλέει στο εννιάρι αβύθιστος και απροβλημάτιστος, αβάδιστος κι ανενόχλητος – τί να λέμε και όρεξη να 'χουμε εμείς για μετά, αγκαλιά με την χήρα χειμωνιάτικες-νύχτες στο τζάκι μπροστά, να τα συζητάμε...
«Του Νορβηγού το σκάφος έχει τον αέρα κόντρα, στο δικό μου ο αέρας είναι ευεργετικός.» Στην συζήτησή μας αναφερθήκαμε και σε διάφορα άλλα σκάφη, ξένων κυρίως κατασκευαστών, άκουσε ο Αννίβας τις λίγες-προσεγμένες κουβέντες μου και το έκλεισε το θέμα γορδίως και τελείως. Τί εγώ αποκόμισα, μια και δεν είμαι αυθεντία τού διαδίκτυου, γάτος τής σπάτουλας ή τοξικομανής ρητινών; Πως καλό το κύμα, μα άμα είναι συνέχεια μαζί του εσύ να τσακώνεσαι, να κόβεσαι να το κόψεις με την ίδια-katana κόψη σου, απλώς μεγάλε ΔΕΝ λέει, (στα συγκεκριμένα μέτρα και πέζα). Γιατί τρία (3) πράγματα στην ζωή ΔΕΝ κόβονται: το κύμα, το ζετεμάκι κι ο τσιγαρόβηχας – για όλα τα άλλα υπάρχει γιατρός κι αν δεν βρίσκεται αυτός, απλώς η τσέπη σου θα πονέσει, αν επιμείνει ο εγωισμός σου πολύ. Οπότε, τί ξαναμένει; Να δουλέψεις ΜΑΖΙ με το κύμα και επιπλέον να χρησιμοποιήσεις για αποκούμπι και μαξιλάρι, μοχλό και ιστό, εξολκέα και αρωγό τον αέρα. (Εύκολα λέγεται, δυσκολότερα συλλαμβάνεται και σχεδόν-αδυνάτως μπαίνει σε πράξη ετούτο.)
«Όταν πήγα στην Αμερική να πατεντάρω τα σχέδιά μου, οι Αμερικάνοι δε δέχτηκαν αυτή να κατοχυρωθεί στο όνομα της εταιρείας που είχα με τον αδελφό μου. 'Πατέντα νοείται μόνο εκ προσώπου' μου είπανε» και το κλείσαν εκεί το θεματάκι οι εχθροί μας απ' την σύμμαχο χώρα. Οι «βρωμοκαπιταλιστές», οι «φονιάδες των λαών», οι «'ματοβαμένοι εκμεταλλευτές» – τί το απλό είπανε στα αδέλφια Αρτέμη; Αυτό-ακριβώς κυρίες και κύριοι που τραγουδά από δεκαετιών ο... Γιώργος Μαργαρίτης και επιτρέψτε μου εδώ να το βάλω το «τιμημένο» θαυμαστικό! «Ο άνθρωπος μετράει» λέγεται το συμβολικό άσμα τού εξαιρετικού συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη και όχι οι εταιρείες μωρέ, οι κομπανίες και τα Δ.Σ., οι μέτοχοι και η Γενική Συνέλευση όλων των αφιονισμένων-για-κέρδη-μόνο μικροαποταμιευτών, που μπορούνε με την δύναμη τής στενόμυαλης πλειοψηφίας να σού βουλιάξουνε στο λεπτό μια General Motors ταμάμ, μια Coca-Cola για πλάκα. Αλλά υπάρχει και η άλλη γλυκόπικρη όμως πλευρά στο θαυμαστό και σπάνιο νόμισμα τούτο: τί θ' απογίνει όλη η ΠΑΝΑΚΡΙΒΗ, ΜΟΝΑΔΙΚΗ και ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ τέχνη τού Αννίβα Αρτέμη, μόλις εκείνος αναπαυθεί; (Καθώς δεν υπάρχει πίσω του ένα τρανό-στημένο-παραγωγικό ναυπηγείο με κατατεθειμένα-κλειδωμένα τα σχέδια στο χρηματοκιβώτιό του και μιαν αρχιδάτη Διοίκηση, δεν υπάρχει ένας-όποιος φορέας Δημόσιου – εδώ άπαντες οι Έλληνες, σχετικοί κι άσχετοι, πικραμένοι γελάμε – που να προστατεύει και να εγγυάται την ΣΥΝΕΧΕΙΑ – και γιατί όχι; – την ΕΞΕΛΙΞΗ τής θαυμαστής τούτης ευρεσιτεχνίας του.) Ας μην αρχίσουμε λοιπόν τής Ψωροκώσταινας το μυξόκλαμα πού «τρώει τα παιδιά της συνέχεια» κι ας αρχίσουμε ΤΩΡΑ κι ΕΔΩ να αλλάζουμε ΕΜΕΙΣ, στην καθημερινή συμπεριφορά μας. Να δούμε ΜΕ ΑΛΛΟ ΜΑΤΙ, ΚΑΡΔΙΑ και ΨΥΧΗ τούς φίλους μας ΚΑΙ τους «εχθρούς» μας, τόσο τούς συμφωνούντες μ' εμάς όσο κι αυτούς που θέλουνε να μας βάλουν φουρνέλλο – και εδώ σταματώ για να μην ανεβάσω άλλο τις βάσεις στις ιδιότυπες τούτες «ηθικές Πανελλήνιες» που εγώ γράφω τώρα.
Μερικοί ενδιαφέροντες αριθμοί. (Και προσωπικά σχόλια πάντα)
«Ένα 5,3 (Χ 2,5)μ. θέλει ογδόντα επτάωρα δουλειά, ένα οκτάμετρο (Χ 3,5)μ. διακόσια πενήντα επτάωρα και ένα δεκάμετρο (Χ 4,40)μ. πεντακόσια επτάωρα» λέει ο Αννίβας. Κάντε λοιπόν εσείς τούς πολλαπλασιασμούς σας και πάλι τα σκάφη του είναι πάμφθηνα. Γιατί; Διότι ΤΕΤΟΙΑ κι ΑΥΤΑ σκάφη στον κόσμο αλλού δεν υπάρχουν, απλά. Τετράτροχη αντιστοιχία; Αν το ΥΠΕΡΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ τού Δημήτρη Κορρέ κοστίζει... 250.000 ευρώ – λέω αν – είναι ακριβό; Με ποιά μέτρα, σταθμά και κριτήρια θα συγκριθεί επιτέλους; Να σας απαντήσω εγώ λοιπόν και να σας πω πως ΔΕΝ θα συγκριθεί, γιατί δεν μπορεί ΚΑΝ να συγκριθεί, ούτε με μία Ferrari. Άλλο το προχώ-ψαγμέ-χειροποίητο και άλλο το προϊόν ενός άρτιου και ιστορικού εργοστάσιου, με γραμμή παραγωγής, εξασφαλισμένες πωλήσεις και μια τρανή FIAT πίσω του. Και προς επίρρωσιν, η Ferrari τού Έρικ Κλάπτον – σε one-off έκδοση – κόστισε 2,5 εκατομμύρια ευρώ/λίρες και το κόστος αυτό αφορά στο ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟ και ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ αντικείμενο τούτο, το οποίο φυσικά τιμή δεν διαθέτει. (Κυκλικός είναι λοιπόν ο συλλογισμός και ουχί ως γραμμικός επιθυμεί να περνιέται.) Συμπληρώνει λοιπόν ο κ. Αρτέμης: «Η τιμή του σκάφους μου είναι ακριβή βέβαια – όχι μόνο λόγω κατασκευής, αλλά και λόγω μικρού αριθμού παραγωγής. Φυσικό είναι. Ένα δικό μου 5,30 κοστίζει σήμερα περί τις 15.000-16.000 ευρώ, σκάφος μόνο. Ένα οκτάμετρο περί τις 100.000 ευρώ, με μια ντήζελ 350άρα» και μην λησμονείτε παρακαλώ – προτού σπεύσετε με τα τσεκ επιταγών ανά χείρας – πως οι τιμές αναφέρονται στο έτος 2011 τής επίσκεψής μου στην Ερμιόνη.
«Τα 5μετρα έφταναν τα 60 μίλια, μ' ένα ελάχιστο "V" στις 20-21 μοίρες» και όποιος ενδιαφέρεται για μια «φτηνή» τελική, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν και επιδόσεων φοβερών. Στην Αμοργό – πρέπει να 'ταν το 2009 ή το '10, αν θυμάμαι καλά – οδήγησα ένα Hannibal 530 με μια δίχρονη-ψεκαστή Yamaha 150. Βρε τί στο εξάρι το κόντραρα, τί στο αντιμάμαλο το τσαλαβούταγα, τί σκι έκανα όλη την μέρα, τί έξι μαντράχαλοι μπαίναμε για να πάμε για μπύρρες υγρές και στεγνό γκομενογουώτσινγκ – «αμίαντος ο Γιούτσος» που ο Αποδυτηριάκιας έγραψε, αδιάφορος ο κώουτς στα βεργολυγίσματα των αναπληρωματικών στον πάγκο, μπας και τούς βάλει να παίξουνε. Σκάφος για μένα δεν είναι η «βολίδα» (καθώς αυτή μόνο να σε σκοτώσει μπορεί, από επηρμένη βλακεία ή ναυτική τραγωδία), σκάφος για μένα είναι αυτό που, ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ, σού αποκαλύπτει τις αρετές του. Και επιτρέψτε μου εδώ το προσωπικό: οδηγούσα εκείνο το Hannibal και είχα τ' αυτιά μου ανοικτά στα απόνερα και την γάστρα. Τιμόνευα το 530 και «δουλεύοντας» ΜΕ αυτό, εκτιμούσα την ΘΕΩΡΙΑ και ΠΡΑΚΤΙΚΗ που το πλεούμενο ξεδίπλωνε γύρω του κι από κάτω του, δίχως να λέει κουβέντα. Κι όταν αραχτός ένα απόγευμα μπροστά στο ιδρωμένο campari μου είδα το 530 στο λιμάνι τής Γιάλης να μπαίνει «μαλλιοκούβαρα», απόρησα πώς μπορεί κάποιος να το κάνει στα κύματα να βροντά, νερά και απόνερα να λούζουνε την κουβέρτα του, τον κινητήρα να ουρλιάζει και να ξενερίζει η προπέλλα του, τα «γκαπ» και τα «κρακ» να ακούγονται μέχρι τον Κρούκελλο και το Hannibal να αδιαφορεί για ετούτα, (μα τα δικά μου νεύρα αμέσως τσιτώσανε). «Δεν είναι τρόπος αυτός να φέρεσαι σε ένα εκλεκτό και σπάνιο κόσμημα» ψιθύρισα, έσβησα το τσιγάρο μου και στο σπίτι μου γύρισα ν' αγκαλιάσω τις γάτες. (Και τον τραβώ τον συλλογισμό, έως ξηλώματος, ακόμη λιγάκι.) «Έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν» δεν είπαν οι αρχαίοι-ημών-δεν-θέλουνε-να-μας ξέρουνε; Ναι, και εδώ ισχύει απολύτως ετούτο: το να σπας κάτι επειδή δεν αντιλαμβάνεσαι ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ και ΠΟΣΟ «ΑΚΡΙΒΟ» είναι αυτό – με κάνει να τελειώνω το σχόλιό μου εδώ, γιατί «αν σου εξηγήσω θα πει ότι δεν κατάλαβες κι αν δεν κατάλαβες, δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω».
Η νέα μελέτη τού Αννίβα Αρτέμη; Ένα 19μετρο πολεμικό αποβατικό για επιχειρήσεις καταδρομής – commando σε στρατόκαυλα ελληνικά – με 7,70μ. μήκος. Μού μίλησε για αυτό, είχε έτοιμο σχέδιο κι ένα πρόπλασμα κι ούτε καν σκέφτηκα να τον ρωτήσω για να το φωτογραφήσω. (Γιατί αν πραγματικά ακούς εκείνον που σού μιλά και δεν – ελληνοειδώς – βιάζεσαι για να τον διακόψεις, αντιλαμβάνεσαι ΑΜΕΣΑ, ΚΑΙ τις προθέσεις του ΚΑΙ την θέση σου. Τελεία.) Κι εδώ μού ανέφερε την πρόταση που είχε κάνει κάποτε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας να εξοπλιστούν τα νησιά τού Αιγαίου με ταχύπλοα Hannibal που θα έφεραν τορπιλλοσωλήνες ή πυροβόλα, που θα μετέφεραν δυνάμεις ταχείας επέμβασης ή θα επιχειρούσαν "Search and Rescue" έρευνες. «Αντί να 'χεις ένα ολόκληρο αντιτορπιλλικό να κάνει 'ξιφίες', με μερικά κρυμμένα εφτάμετρα καταλλήλως εξοπλισμένα κι επανδρωμένα, μπορείς να ελέγξεις τα πράγματα αρχικά, πριν φουσκώσουν μετά» ήταν περίπου τα λόγια του. Και θυμήθηκα εγώ τις δύο θητείες μου: την πρώτη ως Τεχνίτης-Τορπιλλών στο Α/Τ ΑΙΓΑΙΟΝ – τής AEG το παλιό, καθότι 1982-83 – που κόβαμε βόλτες βόρειο ή νότιο τομέα ως καμαρωτή «αποτροπής δύναμις» (κι από πού ν' αρχίσω για τα χάλια να λέω), και την δεύτερη ως διπλωμάτης καρριέρας στο Γραφείο τού Υπουργού Εξωτερικών κατά την κρίση τού 1987 (κι από τί ώρα ν' αρχίσω από την οργή μου να κλαίω). Κι απλώς θα στάξω αυτό: αν οι Έλληνες θέλανε οτιδήποτε ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΥΧΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΟΥΣ, θα την είχανε την Ελλάδα ΚΑΙ κουκλίτσα ΚΑΙ Ελβετία, ΚΑΙ Παράδεισο ΚΑΙ Shambhala, KAI ιερή μήτρα ζωής ΚΑΙ λαμπερή πολιτισμού και ανθρωπισμού εστία. (Για την κατανόησή σας ευχαριστώ.)
Μίξη Πολιτικής Οικονομίας και Ελληνικής Τραγωδίας. (Δια στόματος Αννίβα Αρτέμη)
«Κλείσανε τα ελληνικά εργοστάσια, που βάρκες φτιάχνανε, για πολλούς λόγους. Γιατί δεν έγινε καμιά σοβαρή επένδυση, κοιτάζαν να κοροϊδέψουνε τον κόσμο, δεν πας μπροστά έτσι. Φταίνε κι οι δυό: και οι κατασκευαστές, και οι αγοραστές. Οι πρώτοι απ' την απληστία και οι δεύτεροι απ' την ξενομανία. (Γιατί η βάση της ελληνικής μειονεξίας είναι η ξενομανία.) Ο κατασκευαστής ήθελε να βγάλει πολλά λεφτά και γρήγορα (και σκαρτάριζε την ποιότητά του), ο έμπορος ήθελε να βγάλει πολλά λεφτά και γρήγορα (κι έσπρωχνε το ξένο), ο αγοραστής έμεινε να χαροπαλεύει με τα λεφτά στο χέρι μη ξέροντας τί ν' αγοράσει.» Ποιός να τα διαβάσει αυτά και να μην πονέσει βαθιά μέσα του. Αυτά που όλοι στις παρέες μας μηρυκάζουμε και τους «ξεχωριστούς» λοιδορούμε, με αποτέλεσμα ή τούτοι να παραιτούνται κι απαυδισμένοι να φεύγουνε, ή αρχίζουν κι αυτοί να λοιδορούνε τους «ανταγωνιστές» τους. Αρχές τής δεκαετίας τού 2000 υπήρχαν πάνω από εκατό (100) κατασκευαστές σκαφών – μιλάμε για ΤΟΝ ελληνικό φραγκοπριαπισμό – και όλοι είχανε «το καλύτερο σκάφος» σύμφωνα με τις δηλώσεις τους. Μπορεί ο Πρόεδρος Μάο να είπε «αφήστε όλα τα λουλούδια ν' ανθίσουν», μα αμόλησε μια Πολιτιστική Επανάσταση μετά ξυρίζοντας σύρριζα ΚΑΙ βρούβες ΚΑΙ γαρδένιες, ΚΑΙ ορτανσίες ΚΑΙ μολόχες. Στην Ελλάδα τού ό,τι δηλώσεις, «αυτό ακριβώς ΔΕΝ είσαι» λέω εγώ, φτιαχτήκαν αριστουργήματα μα πνιγήκαν κι «ανθρώποι», αντιγράφηκαν σφόδρα γάστρες βρεταννικές μα και ξεκινήσαν πρωτοπορείες μηδέποτε ακουστές. Ο καθείς έφτιαχνε ό,τι ήθελε, πουλούσε ό,τι ήθελε, χρέωνε όσο ήθελε και γκάριζε και μετά από πάνω...
Όταν το 2002 την Planatech επισκέφθηκα, εκεί εμπέδωσα τί θα πει ΣΩΣΤΗ και ΑΡΙΣΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΑΡΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ και ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ, δικαίως «ακριβή» βέβαια. Κι ορίστε τώρα θα πεταχτούν οι ανίατες ξερόλες να πουν πως «ο Λέζος στη Μάνια του πάτησε», «τα PL κόπια της Zodiac ήτανε», «πανάκριβες οι μπανιέρες τους, άσε δε που και για την Scorpion μοντάρουν» – κι αν έχω ακούσει τέτοιες μαλακίες ελληνικές. Όχι μόνον «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει ναυπηγεία», αλλά αντιθέτως το παράπονο μ' έπιασε: γιατί να μην τύχει ΚΑΙ η Hannibal μιας τέτοιας πορείας; (Γνωρίζω απόλυτα πως έκαστος άνθρωπος είναι ανεπανάληπτα μοναδικός και απόλυτα διαφορετικός, η πορεία καθενός στρώνεται βάσει υλικών χώρου και συνθηκών χρόνου – σημειώστε την φράση μου τούτη – και το γιατί ο είς προχωρά ενώ ο άλλος χαροπαλεύει, αυτό μετά την Δεύτερη Παρουσία θα επιλυθεί και μέχρι τότε εγώ μόνο ερωτήματα θέτω.)
«Το ελληνικό σκάφος μπορεί να μην ήταν ακριβότερο από το ξένο, ήταν όμως ποιοτικώς σκάρτο» τολμά ο Αννίβας και το χιλιοστό τσιγάρο του σβήνει. Κρατούσα το μπλοκάκι μου και βιαστικά-επαγγελματικά τις κουβέντες του σημείωνα χωρίς να τις παίρνω τοις μετρητοίς, χωρίς να τις παίρνω επί πιστώσει. Μια κουβέντα κρύβει πολλές έννοιες και συσχετισμούς μέσα της, ερμηνείες δεκάδες – αλήθεια όμως μιά, (έτσι διδάσκει η Ιστορία ΚΑΙ για όσους ούτε ωροσκόπια δεν διαβάζουνε). Το θέμα των χρημάτων-φράγκων-μπικικινιών είναι long-standing issue για την Ελλάδα και στην Ελλάδα, οι πλείστοι γι' αυτά και την μάνα τους την παντρεύουνε και οι ελάχιστοι, ούτε που έχουν ένα ευρώ στο σακκάκι τους μέσα. Τί λέει ένας Αμερικάνος τού Body-Building κορυφαίος; «Δείξε μου μια βαρετή-επαναληπτική-στερημένη ζωή και θα σου δείξω έναν πρωταθλητή.» Και τί είδα εγώ εκείνη την ημέρα στην Ερμιόνη; Είδα έναν Μάστορα έναν Δημιουργό, έναν χαμηλών-τόνων κεφάτο και «πλούσιο» σε γνώσεις και εμπειρίες Κατασκευαστή κι Ονειροπόλο Πιονιέρο, του οποίου όχι μόνο «μιλάνε» τα σκάφη του, όχι μόνο παραμιλάνε ανοικτά οι ιδιοκτήτες τους (και κρυφά οι ανταγωνιστές του), μα κι έναν ισορροπημένο – ή ευγενώς καλυμμένον – Άνθρωπο. Δεν είναι κακό να κάνεις λεφτά μ' αυτό κι απ' αυτά π' αγαπάς, μα είναι χειρότερο από λάθος – «είναι έγκλημα» που είπε ο Τσώρτσιλ για την μάχη τής Καλλίπολης – να βουτάς στα λεφτά για να δικαιώσεις το πάθος.
Κουβέντες του. Σοφές. (Για μένα τουλάχιστον)
1/ «Γιατί να κρίνω τους άλλους; Ο καθένας, έτσι το σκέφτηκε, έτσι το έφτιαξε»
2/ «Όταν έφυγα, απ' το Κορωπί, δεν άφησα διεύθυνση. Η ποιότητά μου ήτανε και είναι άριστη»
3/ «Δεν μ' επηρέασαν τα εμπόδια, οι δυσκολίες. Εγώ συνέχισα ν' ασχολούμαι με το 'σαράκι' μου. Η ευχαρίστησή μου είναι να φτιάχνω»
4/ «Έχω εμπειρία κατασκευής, δεν είμαι του πανεπιστήμιου να το 'χω πιάσει μία φορά και μετά να διατάζω πώς τούτο να γίνει. (Κι ας μην ξέρω τί σημαίνει να σου στρώνει χημικά ένας Πακιστανός)»
5/ «Από κόμπλεξ κάνει αυτά που κάνει ο Έλληνας. Για να εμφανίσει τον εαυτό του, τον εμφανίζει μέσω του αντικειμένου, με τ' αντικείμενά του»
Κι ας συμπληρώσω εδώ πως κάθε-μα-κάθε άνθρωπος ένας φτηνός πλαστικός κουβάς ή ένα ακριβό δισκοπότηρο σοφίας είναι και θα 'ναι. Αρκεί να κάνεις εσύ την μία απλή, ευγενική και στοιχειώδη κίνηση: να βγάλεις το κοντάρι με την σφουγγαρίστρα από μέσα τους, να τραβήξεις το εγωιστικό-χειριστικό γουδοχέρι σου απ' τα μπουγαδόνερα ή απ' τ' αφρόλουτρο τού δοχείου και τολμηρά-ευθαρσώς να σταθείς και να «πιείς» απ' αυτό, από ό,τι έχει ο άλλος να δώσει. "Be second to none" λένε στα S.A.S., μα "Be the first one, to be second" στα αυτάκια σού ψιθυρίζουνε αποστεωμένοι μα βίαιοι, σκληροί μα αγαπησιάρηδες Δάσκαλοι τού Ζεν Βουδδισμού που σε κοιτάνε στα μάτια. (Να μην απολογηθώ ξανά, που σε άλλα ανοίγομαι, με αφορμή εκλεκτή τον Αννίβα Αρτέμη.)
Το ότι εγώ δεν κουράστηκα, μην σας κουράσω εσάς άλλο
«Αυτός ο άνθρωπος, αυτός» είναι ένας ξεχωριστός και προχωρημένος Δημιουργός. Σιωπηλός και κάπου ανεξιχνίαστος, αποτραβηγμένος και απλά επικοινωνιακός, ελάχιστα δεκτικός και με πάμπολλα στο μυαλό του. Κάπου είναι προσηλωμένος στον κόσμο των υλικών και των ιδεών του, κάπου είναι κλεισμένος στα κρύα μπετά τού κτιρίου του, έχοντας μάλιστα την φήμη του «περίεργου» και του «κολλημένου» - εγώ δεν συμφωνώ. (Τα λένε αυτά όποιοι δεν έτυχε να γνωρίσουνε τον Θανάση Λέφα.) Είναι όμως πρόθυμος να μιλήσει, να εξηγήσει και να διηγηθεί χωρίς να διδάξει, χωρίς να περιαυτολογήσει, χωρίς να καταγγείλει. Αντιλαμβάνομαι πως δεν πρόκειται να ανεχθεί τον κάθε Ελληνάκο που θα τού ξεράσει την ρηχή πλατσούρικη γνώση του, τα μπωφοράκια με την καναπεδιέρα του ή τα υπερατλαντικά χαροπαλέματά τού Πέραμα-Παλούκια. Τί μου έκανε όμως εμένα ιδιάζουσα εντύπωση; Ότι όταν αναφερόταν στα σκάφη του και στο «έργο» του έλεγε «εμείς», μιλούσε δηλαδή σ' έναν και μ' έναν σεμνό πληθυντικό και για μένα ΑΥΤΟ είναι το ταπεινό και απλό δείγμα τού Ανδρός μεγαλείου. Όχι να μιλάς για τον εαυτό σου και να αναφέρεσαι στον πληθυντικό όπως ο Καίσαρ (όχι ο Καίσαρης), ή ο Λουδοβίκος (όχι των Ανωγείων), αλλά στον πληθυντικό να μιλάς επειδή βάζεις όλο τον κόσμο ΜΕΣΑ σε αυτό που εσύ κάνεις. (Capisci, σαλταρισμένε και κολλημένε K.K.;) Γιατί αυτό για το οποίο μιλάς δεν αφορά εγωιστικά μόνο στον εαυτό σου, αλλά τα λόγια σου περιλαμβάνουν όχι μόνο τα έργα σου μα και ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ως ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ αμφοτέρων. Ο Αννίβας Αρτέμης δεν ξεχωρίζει-αναδεικνύει τον εαυτό του, αλλά για πράγματα ομιλεί και στα δικά μου αυτιά, αυτά σε θαύματα φέρνουν.
Ποιός άλλος – εν είδει one man show – φτιάχνει ΟΛΟ το ΕΡΓΟ του, ΜΟΝΟΣ του; Ο κ. Αννίβας όχι μόνο έχει συλλάβει το σχέδιο αλλά εκτελεί ο ίδιος και την παραγωγή, απ' τα ξυλουργικά μέχρι τα πολυεστερικά, απ' τα ηλεκτρικά μέχρι τα αλουμίνια – μόνον ο Σπύρος Πάντος πηγαίνει στην Ερμιόνη και τού βάζει τούς κινητήρες. «Θα έφτιαχνα και τις ταπετσαρίες από τα καθίσματα, αν διέθετα τη μηχανή» μου είπε και για μιαν ακόμη φορά έμεινα, χώρια ότι στο Διαδίκτυο διάβασα ότι κάποτε ήθελε όλες οι βίδες να κοιτάνε κατάπλωρα!! (Δεν άντεξα, ορίστε τα δυό πανάξια θαυμαστικά.) Τα δικά του τα σκάφη, μια (1) «τρύπα» έχουνε στον καθρέφτη για το ύψος τής μηχανής, ΜΙΑ. Την μόνη που είναι κι η βέλτιστη, διότι τόσο καλά συλληφθέν και εκτελεσθέν είναι το σκάφος που δεν χρειάζεται μπρακέττα κι υδραυλικά, ασσανσέρ και πτερύγια, ώρες ψαξίματος και μανούρες μπαλώματος, χρόνια πάρλας κι αιώνες ταλαιπωρίας. Σε μιαν Ελλάδα όπου άπαντες είναι ΚΑΙ πετυχημένοι πρωθυπουργοί ΚΑΙ κουπάτοι προπονητές, ΚΑΙ ξερόλες διαιτολόγοι ΚΑΙ γατόνια χρηματιστές, ΚΑΙ υπερατλαντικοί ναυπηγοί ΚΑΙ ακαταπόνητοι εραστές – άντε να πείσεις τον μέσο γκρήκμαν αγοραστή βάρκας πως «ΑΥΤΗ η τρύπα» είναι η σωστή, και να μην σού τον κάνει τον «παπά» κόσκινο ο άπιστος Έλλην με το σχιζοφρενές τρυπάνι στο χέρι.
«Εγώ έκανα την κατασκευή, εγώ και το λανσάρισμά του. Το βλέπανε όμως έτσι να πετά στους αγώνες και δεν μπορούσα να το πουλήσω μετά. 'Αυτό είναι αγωνιάρικο' λέγανε, δεν κάνει 'δι' οικογενείας'. Στο κοινό σχήμα, το συνηθισμένο-γνωστό πάει ο κόσμος και όχι στο άλλο το διαφορετικό, το δικό μου» έκλεισε θυμόσοφα ο Αννίβας και το εκατομμυριοστό του τσιγάρο άναψε. Ο καθένας θα είχε στην μέση κοπεί από την ματαίωση και τον αποκλεισμό, την διάψευση και τα στημένα εμπόδια, τις καλυμμένες πουστιές και τους χυδαίους κινδύνους των Μεγάλων – τρομάρα τους – Συμφερόντων. Κοιτούσα το πρόσωπό του και προσπαθούσα να ιχνηλατήσω μια πίκρα ένα άγχος, ένα βάρος μια διαμαρτυρία καταπιεσμένη βαθιά – τίποτα. Και ή δεν είμαι καλός ψυχολόγος (που δεν είμαι φυσικά) ή ο Αννίβας Αρτέμης ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΖΗΣΕ, ας ζήσουνε και οι άλλοι την δική τους ζωούλα.
Ας βάλω και τον επίλογο, έχει αρχίσει να βρέχει
Μεσημέριασε. Το ραντεβού μας ήταν στις 11 και είχε πέσει τ' απόγευμα, μαζί με μία βροχούλα λεπτή, αχνή, ονειρική. Δεν ξέρω αν τον κούρασα, εγώ δεν κουράστηκα πάντως. Μπορεί τέσσερις-και ώρες όρθιος να τον άκουσα, μα όταν τα χέρια μας δώσαμε, αισθανόμουνα πως πετούσα. (Πώς ξέρεις καμμιά φορά ότι στάθηκες ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΤΥΧΕΡΟΣ που έναν Δάσκαλο – στον τομέα του – γνώρισες; Έτσι νιώθεις όταν την πόρτα του πίσω σου κλείνεις.) Απ' την Ερμιόνη αργά έφυγα μέσ' στο ψιλόβροχο την μοτοσυκλέττα οδηγώντας προσεκτικά και σκεπτόμουνα τις κουβέντες του, τον άνθρωπο, τα σκάφη εκείνα. Τα ακίνητα μπετά τού ναυπηγείου, οι ελιές που θροΐζαν αρχαϊκά και το κρύο που έσφιγγε με συνόδεψαν ως την Κυψέλη όταν μπαίνοντας σπίτι μου, στο πληκτρολόγιο έσπευσα τις σημειώσεις μου ν' αντιγράψω.
Ομολογώ πως πέρασαν πολλά χρόνια έκτοτε – και συγγνώμη ζητώ για αυτό – μα τον Αννίβα Αρτέμη ΔΕΝ ξέχασα: απλώς το κείμενο τούτο δεν είχα το κουράγιο να το δουλέψω, να το τελειώσω. Ήρθε το τελευταίο βιβλίο μου και μ' άρπαξε βίαια-θηλυκά-αμαζόνεια από την δική μου ζωή και με στράγγιξε μέχρι να το εκδώσω. Και το καλοκαίρι τού 2015 που την Πελοπόννησο γύρισα γράφοντας μέσα της 9.000χλμ. - απ' την Ερμιόνη δεν πέρασα, καθώς ήτανε Αύγουστος και οι λόκαλ ιδιοκτήτες των 170-και-βάλε off-shore είχαν μπλοκάρει με τις τζιπάρες τους κάθε ρούγα και κάθε στενό, κάθε δρόμο και όλες τις παραλίες. Κι όταν μόλις προχτές στο Facebook εμφανίστηκε η Hannibal boats σελίδα – «ΤΩΡΑ» αναφώνησα, τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσω εγώ, να τιμήσω κι εγώ έναν Άνθρωπο που στάθηκα τυχερός να γνωρίσω. (Γιατί;)
Διότι ο Έλληνας δεν αγαπάει τον εαυτό του. Κι αφού τον εαυτό του δεν αγαπά, δεν μπορεί να αγαπήσει – άσε δε ν' αναγνωρίσει – κανέναν. Έτσι όμως δεν αγαπάει τον διπλανό του καν, την γυναίκα του ή το παιδί του, τον συνέταιρο ή τον εραστή του, τον κομματάρχη του ή τον διευθυντή του, τον πολιτευτή ή τον μητροπολίτη του. Με την ΑΓΑΠΗ αυτήν που είναι γεμάτη από ΣΕΒΑΣΜΟ, με τον ΣΕΒΑΣΜΟ αυτόν που είναι γεμάτος ΑΠΟΔΟΧΗ, με την ΑΠΟΔΟΧΗ αυτήν που είναι γεμάτη ΖΩΗ. (Όπου ζωή σημαίνει πνοή, πνοή ως πνεύμα ερμηνεύεται και πνεύμα λογίζεται ως φως θείον.) Έτσι ο ανασφαλής Έλληνας κολλάει στον ξένο στον άγνωστο, στον κολπατζή και τον νταβατζή – γιατί αφού αυτός, ξένος είναι και είναι «μακράν» άρα είναι ακίνδυνος, άρα καλύτερος, άρα ανώτερος (και δεν συνεχίζω). Έτσι δεν λύνεται όμως ο ελληνικός – καθόλου γόρδιος – δεσμός τής εθνικής μηδενικής αυτοεκτίμησης, και έτσι ο Αννίβας Αρτέμης – μεταξύ λιγοστών άλλων – θα περάσει στην κρυφή-okuden Ιστορία μιας Ελλάδας γενναίας και φωτεινής, τρελλής τολμηρής, αδάμαστης δημιουργικής, παραγωγικής και μοναδικής, (τα επίθετα τέλος).
Εγώ ΕΝΑ έχω να πω: ένα Μεγάλο Ευχαριστώ στον κύριο Αννίβα Αρτέμη για τις ώρες που μού δώρισε, για την Τέχνη που μού κοινώνησε και για τα τελευταία Hannibal που δίπλα του εγώ μπόρεσα να χαϊδέψω. Γιατί έχει ΚΑΙ το πλαστικό την δική του ψυχή, έχει ΚΑΙ το σκάφος την δική του καρδιά, έχει ΚΑΙ το κάθε πραγματάκι την δική του πορεία. Και θα τελειώσω το κείμενό μου αυτό, όπως τελειώνει η προπόνηση στο Aikido: Όλοι seiza (γονατιστοί) στην σειρά κάνουμε rei (υπόκλιση βαθιά) και λέμε "Οnegai Shimasu Sensei", που σε ελεύθερη και δική μου απόδοση σημαίνει το συναίσθημα τής ανταλλαγής καλών ευχών για το μέλλον των ανθρώπων που συναντήθηκαν και δεν θα χωρίσουν ποτέ τους. (Γιατί τα άϋλα πράγματα, τα εκλεκτά αντικείμενα ως προϊόντα πνεύματος ΑΥΤΗΝ την χάρι διαθέτουν και απλόχερα την σκορπούν: επιφανειακά τούς ανθρώπους μαζεύουνε, ουσιαστικά όμως τούς συνδέουνε ώστε την Ζωή να προχωρήσουν αυτοί, έστω κι αν τούτα θα χαθούν θα καταστραφούνε μια μέρα.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016